Έγκλημα και κρίση: η διεθνής ποινική δικαιοσύνη και το έγκλημα της πειρατείας

ΒΙΚΤΩΡ Π. ΤΣΙΛΩΝΗΣ

Έγκλημα και κρίση:

η διεθνής ποινική δικαιοσύνη και

το έγκλημα της πειρατείας

 

ΒΙΚΤΩΡ Π. ΤΣΙΛΩΝΗΣ*

Α. Εισαγωγή: το διεθνές ποινικό δίκαιο σήμερα

Σήμερα είναι πλέον αδιαμφισβήτητο ότι το διεθνές ποινικό δίκαιο αποτελεί έναν ανεξάρτητο κλάδο του διεθνούς δικαίου και όχι πια ένα δίκαιο υπό μορφοποίηση. Η υπογραφή της Σύμβασης της Ρώμης το 1998, από εκατό είκοσι κράτη και η ενεργοποίηση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου μόλις τέσσερα χρόνια μετά, το 2002, έπειτα δηλαδή από εξήντα επικυρώσεις κρατών-μελών που έπρεπε δυνάμει του καταστατικού του να λάβει,[1] τα εντάλματα σύλληψης κατά του προέδρου του Σουδάν Αλ-Μπασίρ[2] και του Συνταγματάρχη Μουαμάρ Καντάφι[3] καθώς και η έναρξη εκδίκασης υποθέσεων και αποφάσεων από αυτό [βλέπε ενδεικτικά υποθέσεις Ζερμέν Κατάγκα (Germain Katanga) και Τόμας Λουμπάγκα Ντυίλο (Thomas Lubanga Dyilo)],[4] καθώς και η έκδοση πρόσφατα της πρώτης του απόφασης[5] συνιστούν την κορύφωση των μέχρι τώρα προσπαθειών για τη σύγχρονη θεμελίωση του διεθνούς ποινικού δικαίου.[6]

Με άλλα λόγια, για τη θεμελίωση ενός δικαίου «πέρα και υπεράνω των επιμέρους κρατών»[7] που θα ορθώνεται ως υπολογίσιμο ανάχωμα απέναντι σε όσους μπορούσαν ατιμώρητοι μέχρι πρότινος να διαπράττουν ειδεχθή και μεγάλης κλίμακας εγκλήματα, όπως εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονίας ή ακόμη-ακόμη το έγκλημα της απρόκλητης επίθεσης. Δηλαδή, ενός δικαίου ικανού να θέσει προ των μεγάλων ποινικών ευθυνών τους όσους πολιτικούς, στρατιωτικούς αρχηγούς, υπουργούς και άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους βρίσκονταν μέχρι πρότινος στο απυρόβλητο των εθνικών δικαστικών τους συστημάτων και συνεπώς ένιωθαν ασφαλείς να δρουν υπό καθεστώς ποινικής ατιμωρησίας σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο.[8]

Αναντίλεκτα, ως θεμελιώδες ζήτημα του διεθνούς ποινικού δικαίου και των εξελίξεων που έλαβαν σ’ αυτό χώρα, πρωτίστως από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως σήμερα, προβάλλεται αδιάλειπτα το ζήτημα της δικαιοδοσίας των Διεθνών Ειδικών Ποινικών Δικαστηρίων (ΔΕΠΔ)[9] και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ειδικότερα σήμερα. Συγκεκριμένα, ήταν το κεντρικό νομικό θέμα που τέθηκε από την υπεράσπιση και απασχόλησε τους δικαστές τόσο του Διεθνούς Ειδικού Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης (ΔΕΣΔΝ), όσο και του Διεθνούς Ειδικού Στρατιωτικού Δικαστηρίου του Τόκυο (ΔΕΣΔΤ).[10] Ομολογουμένως, βέβαια, η αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας των δύο παραπάνω ειδικών ποινικών δικαστηρίων μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τέθηκε σ’ ένα δεύτερο στάδιο, αυτό του παραδεκτού, καθώς εκείνο που αμφισβητούνταν από τους κατηγορούμενους δεν ήταν η εξουσία των εν λόγω ειδικών στρατιωτικών δικαστηρίων να εκφέρουν δικαιοδοτική κρίση γενικώς, αλλά η εξουσία των εν λόγω ειδικών στρατιωτικών δικαστηρίων να αποφασίσουν επί συγκεκριμένων εγκλημάτων τα οποία δεν υφίσταντο ως εγκλήματα τον καιρό που οι φερόμενες πράξεις διαπράχθησαν από τους κατηγορούμενους βάσει της θεμελιώδους δικαιικής αρχής nullum crimen nulla poena sine lege certa.[11]

Επίσης, πενήντα σχεδόν χρόνια μετά, το ίδιο ερώτημα απασχόλησε και το Διεθνές Ειδικό Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ΔΕΠΔΓ) στην πρώτη κιόλας υπόθεση που εκδικάστηκε από αυτό, την υπόθεση Tadic,[12] καθώς φυσικά και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο στην πρώτη του υπόθεση παρομοίως, την υπόθεση του Thomas Lubanga Dyilo.[13] Επιπλέον, το ζήτημα αυτό αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία σήμερα που το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο λειτουργεί πλήρως και που για πρώτη φορά στην ιστορία του διεθνούς ποινικού δικαίου έχουν εκδοθεί –όπως προειπώθηκε– εντάλματα σύλληψης κατά εν ενεργεία αρχηγών κρατών, όπως κατά του προέδρου του Σουδαν Αλ-Μπασίρ[14] και του Συνταγματάρχη Μουαμάρ Καντάφι, μολονότι κανένας από τους δύο δεν αναμένεται σύντομα στη Χάγη.[15]

Η προαναφερόμενη όμως εξέλιξη στο διεθνές δίκαιο με τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κλάδου που ονομάζεται «διεθνές ποινικό δίκαιο» και τη σύσταση ενός Διεθνούς Δικαστηρίου με τη σύμβαση της Ρώμης το 1998 ούτε εύκολη ούτε σύντομη ήταν, μολονότι έχει κατά καιρούς υποστηριχθεί ότι οι ρίζες για τη δημιουργία ενός διεθνούς ποινικού δικαίου επεκτείνονται μέχρι τις αρχές της επισήμως καταγεγραμμένης ανθρώπινης ιστορίας.[16]

 

 

Β. Το Διεθνές έγκλημα στη σύγχρονη ιστορία κρίσης της Ανθρωπότητας

Για ένα μακρύ χρονικό διάστημα στην ανθρώπινη ιστορία επικρατούσα φαινόταν να ήταν η άποψη που αποτυπώνεται ανάγλυφα στη φράση του Κικέρωνα “inter arma silent leges”, δηλαδή ότι «τον καιρό του πολέμου οι νόμοι σιωπούν.[17] Συνακόλουθα, η χρήση όλων των μέσων στον πόλεμο θεωρούνταν όχι μόνο «αναγκαία», αλλά και απολύτως επιτρεπτή προκειμένου να ηττηθεί ο αντίπαλος. ταυτόχρονα οι νομικοί κανόνες αντιμετωπίζονταν απλώς ως θεωρητικές αρχές το πεδίο εφαρμογής των οποίων δεν μπορούσε να αφορά τις πολεμικές συγκρούσεις.

Σύμφωνα με ορισμένους θεωρητικούς[18] η πρώτη δίκη που αφορούσε εγκλήματα διεθνούς ποινικού δικαίου έλαβε χώρα το 1268, όταν ο Κονραντίν Φον Χοενστάφεν (Conradin von Hohenstafen), Δούκας της Σουαβίας, δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε στη Νάπολη για το αδίκημα της έναρξης ενός άδικου πολέμου.[19] Δύο αιώνες σχεδόν αργότερα, το 1474 ο Πήτερ Φον Χάγκενμπαχ (Peter von Hagenbach) καταδικάστηκε από ένα ουσιαστικά διεθνές δικαστήριο[20] στο Μπράισαχ του Ρήνου (Breisach am Rhein) για εγκλήματα ενάντια «στους θεϊκούς και τους ανθρώπινους νόμους», συμπεριλαμβανομένων των εγκλημάτων του φόνου και του βιασμού που διαπράχθηκαν κατά την περίοδο της κατοχής του Μπράισαχ, έπειτα από εντολές του Δούκα της Βουργουνδίας.[21] Το εν τοις πράγμασι διεθνές εκείνο δικαστήριο δεν δέχθηκε το επιχείρημα του Χάγκενμπαχ ότι θα έπρεπε να απαλλαχθεί από τις κατηγορίες επειδή ενεργούσε κατόπιν διαταγών του Δούκα της Βουργουνδίας, διότι έκρινε ότι ο κατηγορούμενος δεν όφειλε να υπακούσει σ’ αυτές. Η παραπάνω απόφαση αποτέλεσε πιθανότατα και το πρώτο νομολογιακό παράδειγμα όπου η επίκληση της υπακοής σε εντολές ανωτέρων έπαυσε να θεωρείται ως αμάχητο τεκμήριο άρσης του καταλογισμού υπέρ του κατηγορουμένου.[22]

Tο ίδιο περίπου χρονικό διάστημα εμφανίζονται επίσης οι πρώτες επίσημες οδηγίες και διαταγές για τον περιορισμό των λεηλασιών και των εγκλημάτων πολέμου του στρατού. Έτσι, παραδείγματος χάριν, το 1386 εκδίδεται από τον Άγγλο Βασιλιά Ριχάρδο τον δεύτερο Διάταξη για την Διοίκηση του Στρατού, η οποία απαγορεύει επ’ απειλή της ποινής του θανάτου τις πράξεις βίας εναντίον γυναικών και άοπλων ιερέων, τον εμπρησμό των κατοικιών και τη βεβήλωση ναών. Παρόμοιες απαγορεύσεις συμπεριλαμβάνονται στους κώδικες που εκδόθηκαν από τον βασιλιά Φερδινάνδο της Ουγγαρίας το 1526, τον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Μαξιμιλιανό τον δεύτερο το 1570 και τον Βασιλιά Γουστάβο Αδόλφο της Σουηδίας το 1621.[23]

Γ. Η ανάγκη για μια διεθνή ποινική δικαιοδοσία: η εθνική κυριαρχία των Κρατών και το πρώτο διαρκές διεθνές έγκλημα (Πειρατεία)

Αλλά ακόμη κι αν τα παραπάνω παραδείγματα δεν αποτέλεσαν παρά απλώς φωτεινές εξαιρέσεις ή παράδοξες συγκυρίες του διεθνούς δικαίου στον Μεσαίωνα, η επιρροή τους έμελλε σύντομα να εξαλειφθεί τόσο λόγω της μη επίρρωσής τους από άλλα νομοθετικά κείμενα και δικαστικές αποφάσεις όσο και λόγω της ειρήνης της Βεστφαλίας.[24] Στις 24 Οκτωβρίου 1648 στη Βεστφαλία δεν απορρίφθηκε μόνο η πνευματική κυριαρχία της Καθολικής Εκκλησίας και η πολιτική εξουσία της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά θεμελιώθηκε σύμφωνα με την συντριπτική πλειοψηφία των θεωρητικών η ιερή και απαραβίαστη εθνική κυριαρχία των κρατών.[25]

Μοναδική ίσως εξαίρεση στον απόλυτο κανόνα της εθνικής κυριαρχίας των κρατών αποτέλεσε το αδίκημα της πειρατείας. Η ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και των αποικιών τους στους Νέους Κόσμους και η κατακόρυφη αύξηση των δρομολογίων των εμπορικών πλοίων, οδήγησε όχι μόνο ιδιώτες αλλά και κρατικές οντότητες σε επιχειρούμενες πράξεις πλουτισμού και δολιοφθοράς, που συνίσταντο εκτός των άλλων και στη σύσταση ειδικών σωμάτων για την κατάληψη, λεηλασία και πρόσκτηση εμπορικών πλοίων άλλων χωρών (οι γνωστοί κουρσάροι ή privateers).[26] Είναι προφανές βέβαια ότι όλα τα προαναφερθέντα ενεργούντα πρόσωπα ή κρατικοί μηχανισμοί εκμεταλλεύονταν πρωτίστως το γεγονός ότι η ανοιχτή θάλασσα ήταν μια περιοχή που δεν ανήκε στην κρατική δικαιοδοσία κανενός έθνους, όπως πρώτος είχε διακηρύξει ο Γκρότιους στην περίφημη αντιπαράθεσή του με τον Σέλντεν.[27] Ωστόσο επισήμως, όλα τα κράτη καταδίκαζαν την πειρατεία ως ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα και έτσι η πειρατεία κατέστη σύμφωνα με τους περισσότερους θεωρητικούς το πρώτο αδίκημα για το οποίο έγινε δεκτή η εφαρμογή της αρχής της παγκόσμιας δικαιοδοσίας των κρατών.[28] Η εκδίκαση του εγκλήματος της πειρατείας και οι αυστηρές θανατικές ποινικές που επιβάλλονταν από τα ίδια τα κράτη, ουδόλως ωστόσο αποτέλεσε λύση για το έγκλημα της πειρατείας, το οποίο αναδείχθηκε λόγω της ευρείας γεωγραφικής του έκτασης, της χρονικής του διάρκειας και του μεγέθους της βλάβης που προκαλούσε στα κράτη ως το πρώτο ουσιαστικά έγκλημα διεθνούς ενδιαφέροντος στη σύγχρονη ιστορία.

Μολονότι έντονα πλέον αμφισβητούνται σημαντικές πτυχές της στερεοτυπικής μας αντίληψης για το έγκλημα της πειρατείας και συνακόλουθα το εάν ή σε ποιο βαθμό: 1) η πειρατεία θεωρούνταν πράγματι ως ένα ειδεχθές και αποτρόπαιο έγκλημα αδίστακτων δραστών ή ένα σοβαρό έγκλημα επειδή προσέβαλε καίρια τα οικονομικά συμφέροντα συγκεκριμένων κρατών ή απλώς ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο τα κράτη επιδίωκαν να ρυθμίσουν πρωτίστως με την υπογραφή συνθηκών[29] 2) υπήρχε όντως ζήτημα εφαρμογής της παγκόσμιας δικαιοδοσίας ή απλά εφαρμοζόταν η τοπική δικαιοδοσία δεδομένου ότι τα πλοία που δέχονταν επίθεση ήταν νηολογημένα σε κάποιο συγκεκριμένο κάθε φορά κράτος και άρα ως προέκταση του εδάφους του τελούσαν υπό την δική του δικαιοδοσία, ενώ οι επιβάτες ήταν επίσης υπήκοοι συγκεκριμένων κάθε φορά κρατών και επομένως οποιαδήποτε ενέργεια εναντίον τους εντασσόταν στη σφαίρα δικαιοδοσίας των κρατών τους είτε δυνάμει της αρχής της τοπικής δικαιοδοσίας είτε δυνάμει της αρχής της παθητικής προσωπικότητας (passive personality)[30] 3) ορθά αποτελεί για την συντριπτική πλειοψηφία των θεωρητικών θεμέλιο του διεθνούς ποινικού δικαίου[31] 4) το έγκλημα της πειρατείας διαπραττόταν μόνο από πρόσωπα που δεν ήταν υπήκοοι κάποιου αναγνωρισμένου κράτους ή αντίθετα από υπηκόους κρατών και συγκεκριμένους κρατικούς σχηματισμούς,[32] δεδομένου ότι κατά καιρούς ολόκληροι λαοί είχαν χαρακτηριστεί ως πειρατικά έθνη, όπως για παράδειγμα οι Κρήτες την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[33] και οι Βίκινγκς μετά την κατάρρευσή της, διάφορα νησιά της Καραϊβικής κατά τον 16-18ο αιώνα[34] ή τα κρατίδια του Μαρόκου και της Τύνιδας κατά τον 15ο -19ο αιώνα.[35] Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, γεγονός είναι πως η πειρατεία πυροδότησε για πρώτη φορά τη συζήτηση σε διεθνές επίπεδο για την ύπαρξη εγκλημάτων η διάπραξη των οποίων απασχολούσε έντονα πολλά κράτη.

Ωστόσο, παρά τα προαναφερθέντα, γεγονός παραμένει ότι επισήμως οι πειρατές χαρακτηρίζονταν -όπως ακριβώς οι δράστες εγκλημάτων πολέμου, κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονίας και επίθεσης[36] που υπάγονται σήμερα στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ)- ως εχθροί της ανθρωπότητας (hostis humani generis),[37] αφού ενεργούσαν «δίχως κανόνες» και έξω από τα διεθνώς παραδεδεγμένα νομικά πλαίσια.[38]

Ο Τζέρρυ Σίμπσον (Gerry Simpson) έχει υποστηρίξει ότι οι πειρατές, όπως και πολλοί από τους δράστες πολέμου, γενοκτονίας ή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας που σήμερα υπόκεινται στη δικαιοδοσία του ΔΠΔ, μπορούν να χαρακτηριστούν ως πρόσωπα που ανήκουν σε λάθος πολιτικό σχηματισμό. Αντί, δηλαδή, να τους θεωρούμε ως τους χείριστους των χειρίστων εγκληματιών, ο ρόλος τους μπορεί μάλλον καλύτερα να αναλυθεί ως ατόμων υποκείμενων στην άκρως διακριτική νομική και πολιτική βία των εκάστοτε ηγεμονικών εξουσιών, επειδή είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί της παγκόσμιας αυτοκρατορίας της εποχής και των πολιτικών της στόχων, οι οποίοι συχνά καλύπτονται κομψά υπό τον μανδύα της «διεθνούς κοινότητας». Έτσι εξηγούνται καλύτερα όχι μόνο οι αμφισημίες και οι αοριστίες για τον ρόλο τους, αλλά και ο διακαής πόθος της εξουσίας για την εξολόθρευση αυτών των res nullius ατόμων, τα οποία δεν επιδείκνυαν κανένα ίχνος σεβασμού για τους διεθνείς νόμους και τους «κανόνες πολέμου».[39]

Στις μέρες μας, το μέχρι πρότινος εξαλειφθέν φαινόμενο της πειρατείας έχει πάρει ξανά μεγάλες διαστάσεις στα παράλια της Αφρικής, κυρίως κοντά στον κόλπο του Άντεν,[40] καθώς πολλοί πρώην πολίτες του διαλυμένου κράτους της Σομαλίας έχουν καταφύγει σ’ αυτή τη δραστηριότητα παρά την έντονη παρουσία διεθνούς στόλου στην περιοχή.[41] Η Εισαγγελία του ΔΠΔ δεν έχει επιληφθεί καθόλου μέχρι σήμερα με τη διερεύνηση αυτών των εγκληματικών πράξεων αλλά έχει αφήσει την εκδίκαση του εγκλήματος της πειρατείας στα εθνικά δικαστήρια των ενδιαφερομένων χωρών, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν αρκετά προβλήματα στη διεξαγωγή των δικών αυτών και μολονότι βάσιμα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι βάσει του εθιμικού διεθνούς δικαίου οι πειρατές «ως εχθροί του ανθρώπινου γένους» (hostis humani generis) διαπράττουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας[42] και επομένως εντάσσονται στη συντρέχουσα δικαιοδοσία του ΔΠΔ. Όσον αφορά βέβαια την αποδεικτική διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε εθνικού δικαστηρίου ή του ΔΠΔ σίγουρα ένα θέμα, όχι τελικά όμως μείζονος σημασίας, θα ήταν στο πώς θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι ο συλληφθείς πειρατής έχει συμμετάσχει σε μια ευρεία και συστηματική επίθεση πλοίων στην περιοχή και όχι μόνο σ’ αυτή την επίθεση για την οποία συνελήφθη ή ότι έστω γνώριζε ότι η επίθεσή του ήταν μέρος μιας ευρείας ή συστηματικής επίθεσης, προκειμένου οι πράξεις του να υπαχθούν στο άρθρ. 7 ΚΡΔΠΔ ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι προκειμένου βάσει του άρθρου 7 ΚΡΔΠΔ να θεωρηθεί μια πράξη ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας θα πρέπει να διαπράττεται ως μέρος ευρείας ή συστηματικής επίθεσης που κατευθύνεται κατά οποιουδήποτε αμάχου πληθυσμού, εν γνώσει της επίθεσης και να στοιχειοθετεί ένα από τα ακόλουθα εγκλήματα: α) Ανθρωποκτονία με πρόθεση β) Εξόντωση γ) Υποδούλωση δ) Εκτόπιση ή βίαιη μετακίνηση πληθυσμού ε) Φυλάκιση ή άλλη σοβαρή στέρηση της σωματικής ελευθερίας κατά παραβίαση βασικών κανόνων του διεθνούς δικαίου στ) Βασανιστήρια ζ) Βιασμός, γενετήσια δουλεία, εξαναγκασμός σε πορνεία, εξαναγκασμός σε εγκυμοσύνη, εξαναγκασμός σε στείρωση ή άλλη μορφή γενετήσιας βίας παρόμοιας βαρύτητας. η) Δίωξη κατά οποιασδήποτε αναγνωρίσιμης ομάδας ή κοινότητας για λόγους πολιτικούς, φυλετικούς, εθνικούς, εθνοτικούς, πολιτιστικούς, θρησκευτικούς ή λόγους φύλου, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 3, ή άλλους λόγους που αναγνωρίζονται παγκοσμίως ως ανεπίτρεπτοι κατά το διεθνές δίκαιο σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο ή οποιοδήποτε έγκλημα εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. θ) Βίαιη εξαφάνιση προσώπων ι) Φυλετικός Διαχωρισμός κ) Άλλες απάνθρωπες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα οι οποίες με πρόθεση προκαλούν μεγάλο πόνο ή βαρεία σωματική βλάβη ή βαρεία βλάβη της διανοητικής ή σωματικής υγείας. [43]

Νομικά, το θέμα αυτό είναι εξαιρετικά επίκαιρο και κρίσιμο για τη δικαιοδοσία του ΔΠΔ, καθώς συνδέεται άμεσα με το άρθρο 7 ΚΡΔΠΔ για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, το οποίο αναφέρει ρητά επίσης ότι τα εγκλήματα αυτά διαπράττονται «κατ’ εφαρμογή ή προς εξυπηρέτηση της πολιτικής ενός κράτους ή μιας οργάνωσης που στοχεύει στη διάπραξη τέτοιας επίθεσης», φράση που θέτει για ορισμένους θεωρητικούς εν αμφιβόλω [44] το κατά πόσο στο άρθρο αυτό εντάσσονται και εγκλήματα αντάρτικων ομάδων, παραστρατιωτικών οργανώσεων ή άλλων εγκληματικών ή εν γένει επικίνδυνων οργανώσεων ή νομικών προσώπων. Ο γράφων τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ μιας ευρείας ερμηνείας του άρθρο 7 ΚΡΔΠΔ για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, η οποία –όλως παραδόξως– μολονότι θεωρείται «ευρεία» σέβεται εντούτοις πλήρως το γράμμα του νόμου και δεν επιχειρεί όπως η στενή ερμηνεία την μετάλλαξη του κειμένου, την ουσιαστική διαγραφή του διαζευκτικού όρου «ή» ή την εξομοίωση του όρου «οργάνωση» με την έννοια του «κράτους» ή του «οιονεί κράτους».[45]

Ανεξάρτητα όμως από τα προαναφερθέντα, γεγονός είναι ότι η ιδέα για την εξατομίκευση του διεθνούς δικαίου –είτε με την μορφή των δικαιούχων ατόμων (όπως στην περίπτωση του δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων) είτε με τη μορφή των υποκείμενων σε τιμωρία απ’ αυτό (όπως στην περίπτωση του δικαίου του πολέμου, της γενοκτονίας και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας)– εδράζεται σε μεγάλο βαθμό στην μεταχείριση των πειρατών, οι οποίοι υπόκειντο σύμφωνα με τα εθνικά δικαστήρια στη δικαιοδοσία ενός εν εξελίξει διεθνούς (και δη διεθνούς ποινικού) δικαίου[46] ως εχθροί ολόκληρης της ανθρωπότητας μολονότι χαρακτηρίζονταν ταυτόχρονα ως πρόσωπα εκτός νόμου και διεθνούς τάξης![47]

Έτσι για πρώτη φορά στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου έχουμε γενική εξατομίκευση της ευθύνης σε πρόσωπα και όχι κρατικές οντότητες δυνάμει της δικαιοδοσίας εθνικών δικαστηρίων που εφαρμόζουν διατάξεις του ποινικού τους δικαίου σε διεθνές επίπεδο, θεωρώντας ότι η ποινική τιμωρία της πειρατείας αποτελεί τμήμα μεν του δικού τους εθνικού δικαίου αλλά συνάμα και κομμάτι ενός άγραφου ακόμη διεθνούς δικαίου και μια διεθνή νομική επιταγή σύμφωνα με τους κανόνες του «φυσικού δικαίου» (natural law) της ανθρωπότητας.[48]

Σε κάθε περίπτωση όμως, η απόφαση των κρατών να ασκήσουν μια παγκόσμια –τουλάχιστον φαινομενικά–[49] δικαιοδοσία σε κρατικό και όχι διεθνές επίπεδο αποτέλεσε το απαραίτητο μέσο βήμα για να φθάσουμε τελικά και ανάλογα με την περίπτωση στην άμεση ή έμμεση, συναινετική ή καταναγκαστική, μόνιμη ή προσωρινή[50] εκχώρηση δικαστικής εξουσίας από τα κράτη σε διεθνείς δικαιοδοτικούς μηχανισμούς.

Ωστόσο, όπως σημειώνει η Νοώρα Αρατζάρβι (Noora Arajarvi): «Μολονότι η επέκταση της παγκόσμιας δικαιοδοσίας σε διεθνή εγκλήματα μέσα από την αναλογική εφαρμογή της πειρατείας και το επιχείρημα της βαρύτητας υπήρξε σίγουρα σημαντική για την εξέλιξη του διεθνούς ποινικού δικαίου στο παρελθόν, δεν είναι πλέον ο μοναδικός –ούτε ο δημοφιλής– τρόπος για την αντιμετώπιση διεθνών εγκλημάτων, λόγω της επικύρωσης κωδικοποιημένων μηχανισμών ποινικού δικαίου. Κατά συνέπεια, βλέπουμε μια κάμψη της πρακτικής των κρατών ν’ ασκούν παγκόσμια δικαιοδοσία και δεν βρίσκουμε κάποια κοινή, ολοκληρωμένη συνείδηση δικαίου (opinio juris) σχετικά με τη νομικά δεσμευτική φύση αυτής της πρακτικής. Η απόλυτη παγκόσμια δικαιοδοσία για διεθνή εγκλήματα βρίσκεται καθ’ οδόν για να συναντήσει τον δημιουργό της».[51]

Αναντίλεκτα, η ίδρυση του ΔΠΔ και η άσκηση της δικαιοδοσίας του σε αρκετές πλέον υποθέσεις επιβεβαιώνει το παραπάνω συμπέρασμα. Ας μην ξεχνάμε ότι το ΔΠΔ προβλήθηκε ως το διεθνές δικαιοδοτικό όργανο που δίκαια και αμερόληπτα θα μπορούσε να εκδικάζει και να τιμωρεί όσους διέπρατταν σοβαρά εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονία ή ακόμη-ακόμη μελλοντικά το έγκλημα της επίθεσης, αποτελώντας ένα σημαντικό βήμα για την εφαρμογή των αρχών της «διεθνούς νομιμότητας», τη διασφάλιση της ειρήνης και την προάσπιση των ατομικών ελευθεριών.[52]

Ωστόσο, από μια άλλη σκοπιά, η θέσπιση και η μετέπειτα λειτουργία του ΔΠΔ θέτει σε κίνδυνο την συνέχιση της νομιμοποιημένης ηγεμονίας –και γι’ αυτό αντιμετωπίζεται εχθρικά ή αρνητικά από διάφορες υπερδυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα. Με άλλα λόγια η λειτουργία του θέτει εν αμφιβόλω την διατήρηση της διεθνούς αρχής της νομιμοποιημένης ηγεμονίας[53] καταρχάς στο ευαίσθητο πεδίο του ποινικού δικαίου το οποίο μέχρι πρότινος ανήκε στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών κρατών. Κυρίως το ζήτημα όμως είναι ότι το αυστηρά οριοθετημένο πεδίο του διεθνούς ποινικού δικαίου αγγίζει άμεσα ή έμμεσα πολλές από τις διεθνείς δραστηριότητες των κρατών και δη των υπερδυνάμεων και ως εκ τούτου αντιμετωπίζεται από τα ισχυρά κράτη του πλανήτη ως ένας εν δυνάμει δούρειος ίππος που έχει ως στόχο τον περιορισμό της διεθνούς εξουσίας τους μέσω της άσκησης ενός «ανεξάρτητου» και «αντικειμενικού» υπερκρατικού ελέγχου.

Αναμφίβολα, η οικονομική και ανθρωπιστική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο (πολεμική ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, μείζων οικονομική κρίση στην Ευρώπη, μεγάλα κύματα προσφύγων κ.ά.) θέτει μεγάλες προκλήσεις για τη λειτουργία του ΔΠΔ, καθώς καλείται δίχως δικές του αστυνομικές δυνάμεις να επιληφθεί επί υποθέσεων που ταλανίζουν την αποκαλούμενη «διεθνή κοινότητα» [54] σε γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό επίπεδο σε μια εποχή διεθνούς κρίσης και επανέναρξης ενός νέου ψυχρού πολέμου.

 

 

* Β΄ συνήγορος στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, DipHE. (UCE), Πτυχίο Νομικής (ΑΠΘ), LL.M. (Nottingham), υπ. Δ.Ν. Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: tsilonisvictor @hotmail.com

  1. Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) 122 χώρες έχουν επικυρώσει μέχρι σήμερα το Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΚΡΔΠΔ). Οι τελευταίες χώρες που επικύρωσαν το καταστατικό είναι τα άγνωστα σε πολλούς κράτη του Ακρωτηρίου της Βέρντε (10 Οκτωβρίου 2011), Βανουάτου (2 Δεκεμβρίου 2011), Γουατεμάλας (2 Απριλίου 2012) και Ακτής του Ελεφαντοστού (15 Φεβρουαρίου 2013),http://www.icccpi. int/en_menus/asp/states%20parties/Pages/states%20parties%20_%20chronological% 20list .aspx και http://www.icccpi.int/en_menus/asp/states%20parties/ Pages/ the%20states%20parties%20to% 20the%20rome%20statute.aspx (τελευταία επίσκεψη στις 16 Νοεμβρίου 2014). Όσον αφορά την Ελλάδα, η χώρα μας επικύρωσε την συνθήκη στις 8 Απριλίου 2002 με το Ν. 3003/2002 που δημοσιεύτηκε στο υπ’ αρ. 75/2002 ΦΕΚ (τεύχος α΄).
  2. Εναντίον του οποίου εκδόθηκαν μάλιστα δύο εντάλματα σύλληψης: το πρώτο στις 4 Μαρτίου 2009 και το δεύτερο στις 12 Ιουλίου 2010. Βλ. ιστοσελίδα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ), http://www.icc-cpi.int/menus/icc/situations% 20and%20cases/situations/situation%20icc%200205/related%20cases/icc02050109/icc02050109?lan=en-GB, τελευταία επίσκεψη στις 16 Οκτωβρίου 2014.
  3. Βλ. επίσημη ιστοσελίδα του ΔΠΔ με ελάχιστες ωστόσο πληροφορίες μέχρι σήμερα, http://www.icc-cpi.int/menus/icc/situations%20and%20cases/situations/ icc0111/related%20cases/icc01110111/, τελευταία επίσκεψη στις 26 Οκτωβρίου 2014. Στην ιστοσελίδα αναφέρεται ότι στις 27 Ιουνίου του 2011 εκδόθηκε δυνάμει του άρθρ. 25§3 του Καταστατικού της Ρώμης για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΚΡΔΠΔ) ένταλμα σύλληψης κατά του Μουαμάρ Καντάφι (Muammar Gaddafi), του υιού του Σαΐφ Αλ-Ισλάμ Καντάφι (Saif Al-Islam Gaddafi) και του αρχηγού της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών Αμπντουλάχ Αλ- Σενούσι (Abdullah Al-Senussi) για τα εγκλήματα της δολοφονίας και της δίωξης ανθρώπων (άρθρ. 7(α) και (η) ΚΡΔΠΔ). Μετά το θάνατο και του Μουαμάρ Καντάφι και του Αλ Σενούσι, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπάρακ Ομπάμα δήλωσε ότι ο Καντάφι δεν αξιοποίησε την ευκαιρία που του έδωσαν για να φέρει τη δημοκρατία, όμως τελικά φαίνεται πως το ΔΠΔ έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να αποδώσει «διεθνή δικαιοσύνη» (βλ. Tim Molloy, Obamas appearance on Leno: a sneak peek, Reuters, http://www.reuters.com/ article/2011/10/25/us-obama-idUSTRE79O8IB 20111025, 25 Οκτωβρίου 2011), η οποία ως τώρα απονέμεται με αρχέγονο τρόπο από τα μέλη του Εθνικού Μεταβατικού Συμβουλίου της Λιβύης. Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Libya: Apparent Execution of 53 Gaddafi Supporters, http://www.hrw.org/news/2011/ 10/24/libya-apparent-execution-53-gaddafi-supporters και σχετικό βίντεο Qaddafi Death Circumstances http://www.youtube.com/watch?v=JzpKcYORt-k&feature= player_embedded#!, τελευταία επίσκεψη στις 26 Οκτωβρίου 2014.
  4. Μετά από αυτές τις δύο υποθέσεις ξεκίνησαν επίσης οι υποθέσεις κατά των Joseph Kony, Vincent Otti, Okot Odhiambo και Dominic Ongwen στην Ουγκάντα και κατά των Ahmad Muhammad Harun (“Ahmad Harun”) και Ali Muhammad Ali Abd-Al-Rahman (“Ali Kushayb”) στο Νταρφούρ του Σουδάν. Βλ. ιστοσελίδα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου http://www.icc-cpi.int/cases.html. Βλ. και Β. Τσιλώνης, Τόμας Λουμπάνγκα Ντυίλο: το Μετέωρο Βήμα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου;», Αγγελική Πιτσελά (επιμ.), Εγκληματολογικές Αναζητήσεις: Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη, (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα), (2010), σ. 1039-1057.
  5. Στην υπόθεση του Τόμας Λουμπάνγκα Ντυίλο, Judgment pursuant to Article 74 of the Statute, ICC-01/04-01/06-2842, 14 Μαρτίου 2012, ηλεκτρονικά διαθέσιμο στη http://212.159.242.181/iccdocs/doc/doc1379838. pdf, τελευταία επίσκεψη 12 Απριλίου 2014.
  6. Μέχρι τα τέλη του 2000 139 κράτη είχαν υπογράψει την εν λόγω σύμβαση, δηλαδή δεκαεννιά περισσότερα απ’ όσα είχαν εγκρίνει το περιεχόμενό της στο συνέδριο της Ρώμης το 1998. Το γεγονός αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο και φανερώνει τη δυναμική του ΔΠΔ. P. Kirsch, The Role of International Criminal Court in Enforcing International Criminal Court, 22 (2007) Am. U. Int’l L. Rev. 539, σ. 542.
  7. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου et al, Τα Εγκλήματα Πολέμου: οι διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας και τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής, (Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων – Νομική Βιβλιοθήκη), (2006), σ. 27.
  8. Από την άλλη πλευρά, ο Χένρυ Κίσσινγκερ υποστηρίζει καυστικά ότι η σύσταση του ΔΠΔ βασίζεται «στην αντίληψη ότι οι αρχηγοί κρατών και άλλοι ανώτεροι δημόσιοι λειτουργοί θα πρέπει να έχουν την ίδια αντιμετώπιση με τους παράνομους». Βλ. Henry A. Kissinger, “The Pitfalls of Universal Jurisdiction”, (2001) 80 (4) Foreign Affairs, σ. 86-96, στη σ. 87.
  9. Ο γενικός αυτός όρος περιλαμβάνει το Διεθνές Ειδικό Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης (ΔΕΣΔΝ), το Διεθνές Ειδικό Στρατιωτικό Δικαστήριο του Τόκυο (ΔΕΣΔΤ), το Διεθνές Ειδικό Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ΔΕΠΔΓ), το Διεθνές Ειδικό Ποινικό Δικαστήριο για την Ρουάντα (ΔΕΠΔΡ), καθώς και τα ad hoc Ποινικά Δικαστήρια της Σιέρα Λεόνε, της Καμπότζης και του Λιβάνου.
  10. Μολονότι το ΔΕΣΔΝ και το ΔΕΣΔΤ λειτούργησαν κατόπιν της «υποχρεωτικής» συναίνεσης των χωρών υπηκοότητας των κατηγορουμένων και στο Καταστατικό του πρώτου απαγορευόταν ρητά η αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του. Καταστατικό του ΔΕΣΔΝ άρ. 3, 8 Αυγούστου 1945, 59 Stat. 1544, 82 U.N.T.S. 279, ηλεκτρονικά διαθέσιμο http://avalon.law.yale.edu/imt/imtconst.asp, τελευταία επίσκεψη στις 10 Μαΐου 2014. Βλ. επίσης, Zachary D. Kaufman, “The Nuremberg Tribunal v. The Tokyo Tribunal: Designs, Staffs, And Operations”, (2010) 43 (3) John Marshall Law Review, σ. 753-768.
  11. Επομένως αυτό που αμφισβητούνταν ήταν η άσκηση δικαιοδοσίας των εν λόγω δικαστηρίων σ’ ένα δεύτερο, πρακτικό επίπεδο άσκησης δικαιοδοσίας, καθώς αν γινόταν δεκτό αρχικά ότι τα ειδικά αυτά στρατιωτικά δικαστήρια είχαν έγκυρα θεσμοθετηθεί και μπορούσαν να εκδικάσουν υποθέσεις, αλλά τα εγκλήματα για τα οποία είχαν δικαιοδοσία δεν υφίσταντο τις επίμαχες χρονικές περιόδους ως τέτοια και επομένως τα εν λόγω δικαστήρια δεν μπορούσαν να εκφέρουν κρίση επ’ αυτών, ποια δικαιοδοσία θα μπορούσε πρακτικά να ασκηθεί από αυτά;
  12. Prosecutor v. Dusko Tadic A/K/A/ “Dule”, IT-94-1-T, 7 Μαΐου 1997, Απόφαση & Μειοψηφούσα Γνώμη, ηλεκτρονικά διαθέσιμη στη σελίδα http://www. icty.org/x/cases /tadic/tjug/en/tad-tsj70507jt2-e.pdf , τελευταία επίσκεψη 15 Νοεμβρίου 2014. Decision on the Defence Motion For Interlocutory Appeal On Jurisdiction, 2 Οκτωβρίου 1995, αναφορικά με την αμφισβήτηση τόσο της νόμιμης ίδρυσης όσο και της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του ΔΕΠΔΓ, ηλεκτρονικά διαθέσιμο στο http://www.icty.org/x/cases/tadic/acdec/en /51002.htm,τελευταία επίσκεψη στις 10 Μαΐου 2015.
  13. Judgment on the Appeal of Mr. Thomas Lubanga Dyilo against the Decision on the Defence Challenge to the Jurisdiction of the Court pursuant to article 19 (2) (a) of the Statute of 3 October 2006, ICC-01/04-01/06, ηλεκτρονικά διαθέσιμη http://www.iclklamberg.com/Caselaw/DRC/Dyilo/Appeals/ICC-01-04-01-06772_English%20Judgment %20 14%20December%202006.pdf, τελευταία επίσκεψη στις 12 Απριλίου 2015.
  14. Εναντίον του Μπασίρ εκδόθηκαν δύο εντάλματα σύλληψης. Στο πρώτο ένταλμα σύλληψης ο πρόεδρος του Σουδάν κατηγορούνταν ως έμμεσος αυτουργός ή έμμεσος συναυτουργός δυνάμει του άρθρ. 25§3(α) ΚΡΔΠΔ για: «1. την εκ προθέσεως διεύθυνση επιθέσεων εναντίον άμαχου πληθυσμού ως τέτοιου ή εναντίον μεμονωμένων πολιτών που δεν λάμβαναν μέρος στις εχθροπραξίες ως έγκλημα πολέμου, υπό την έννοια του άρθρου 8§2(ε)(1) του Καταστατικού. 2. λεηλασία ως έγκλημα πολέμου, υπό την έννοια του άρθρου 8§2(ε)(5) του Καταστατικού. 3. δολοφονία ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, υπό την έννοια του άρθρου 7§1(α) του Καταστατικού. 4. εξόντωση ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, υπό την έννοια του άρθρου 7§1(β) του Καταστατικού. 5. βίαιη μετακίνηση πληθυσμού ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, υπό την έννοια του άρθρου 7§1(δ) του Καταστατικού. 6. βασανιστήρια ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, υπό την έννοια του άρθρου 7§1(στ) του Καταστατικού. και 7. βιασμό ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, υπό την έννοια του άρθρου 7§1(ζ) του Καταστατικού (), Warrant of Arrest for Omar Hassan Ahmad Al Bashir, ICC-02/05-01/09, 4 Μαρτίου 2009, http://www.icc-cpi.int/iccdocs/doc/doc639078.pdf, σ. 7-8, τελευταία επίσκεψη 16 Οκτωβρίου 2011. Στο δεύτερο ένταλμα σύλληψης προστέθηκε και το αδίκημα της γενοκτονίας με ανθρωποκτονία, με πρόκληση βαριάς σωματικής ή διανοητικής βλάβης και με επιβολή συνθηκών ζωής υπολογισμένων να επιφέρουν φυσική καταστροφή (άρ. 6 (α), (β) & (γ) ΚΡΔΠΔ). Αρχικά το Προδικαστικό Τμήμα είχε κρίνει πως δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την προσθήκη της γενοκτονίας στο κατηγορητήριο, αλλά κατόπιν της αναπομπής της αρχικής απόφασης σ’ αυτό από το Εφετείο επειδή σύμφωνα με την εφετειακή απόφαση το Προδικαστικό Τμήμα είχε χρησιμοποιήσει «ένα εσφαλμένο βαθμό απόδειξης», κατέστη αναγκαίο να εκδοθεί συμπληρωματικά και δεύτερο ένταλμα σύλληψης. Βλ. Second Warrant of Arrest for Omar Hassan Ahmad Al Bashir, ICC-02/05-01/09, 12 Ιουλίου 2010, http://www.icc-cpi.int/iccdocs/doc/doc907140.pdf, σ. 4 & 8, τελευταία επίσκεψη 16 Οκτωβρίου 2014.
  15. Ο πρώτος επειδή παραμένει εν ισχύ πρόεδρος της χώρας του και οι όποιες προσπάθειες σύλληψης του έχουν έως τώρα αποτύχει, ενώ ο δεύτερος επειδή είναι νεκρός. Βλέπε ενδεικτικά Fiona Cameron, ‘Sudans Bashir wins landmark presidential poll, Reuters, 26 Απριλίου 2010, http://www.france24.com/en/20100426-al-bashir-wins-sudan-presidential-election, τελευταία επίσκεψη στις 20 Δεκεμβρίου 2014. James Meikle and agencies, Muammar Gaddafi is dead, says Libyan PM, The Guardian, 20 Οκτωβρίου 2011, http://www.guardian.co.uk/world/2011/oct/20 /gaddafi-dead-says-libyan-pm, τελευταία επίσκεψη στις 20 Δεκεμβρίου 2014.
  16. Το 1951 ο Γεώργιος Μαριδάκης σε ομιλία του στην Ακαδημία Αθηνών προέβαλε ως πρώτο ιστορικό προηγούμενο της δίκης της Νυρεμβέργης τη δίκη που έκανε ο Λύσανδρος με τους συμμάχους της Σπάρτης κατά των Αθηναίων αιχμαλώτων μετά την κατατρόπωση του Αθηναϊκού στόλου στους Αιγός ποταμούς το 405 π.Χ. George Maridakis, ‘Un precedent du procès de Nuremberg tiré de l’ histoire de la Grèce ancienne’, Revue Hellénique de Droit International, V, 1952, σ. 1-46. Εντούτοις, η άποψη αυτή έχει απορριφθεί πειστικά από τον Έριχ Κράσκε, ο οποίος επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι στη δίκη του 405 π.Χ. δεν εξετάστηκε κανένας μάρτυρας και ότι το δικαστήριο επέβαλε ουσιαστικά μια συλλογική ποινή από την οποία εξαιρέθηκε μόνο ο προδότης Αδάμαντος, Erich Kraske, ‘Klassisches Hellas und Nürnberger Prozess’, (04) 1953-1954 Archiv des Völkerrechts,σ. 183-189. Άλλοι πάλι Έλληνες και ξένοι θεωρητικοί μνημονεύουν ακόμη και σήμερα τη δίκη των Αθηναίων στρατηγών μετά τη νικηφόρο ναυμαχία στις Αργινούσες το 406 π.Χ. Στέλιος Περράκης, Σύγχρονες Εξελίξεις του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου: από τα ad hoc Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια για την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο στο Π. Νάσκου-Περράκη (επιμ.), Προς Μια Διεθνη Ανθρωπιστικη Ταξη: Τα Διεθνη Ποινικα Δικαστηρια, (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), (2000), σ. 35-79, στη σ. 36. Επίσης W. A. Schabas, An Introduction to The International Criminal Court, (Κέμπριτζ: Cambridge University Press), (2η έκδοση, 2003), σ. 1.
  17. D. Torres, ‘Inter Arma Silent Leges: An Examination of the Legal Rights of American Citizens Detained as Enemy Combatants in the War on Terror’, 3 The Journal of Philosophy, Science and Law (2003), http://www6.miami.edu/ ethics/jpsl/archives/papers/interarma.html, τελευταία επίσκεψη 25 Οκτωβρίου 2014. Επίκληση της εν λόγω φράσης του Κικέρωνα έχει γίνει πρόσφατα ακόμη και από δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών σε πρόσφατες υποθέσεις όπως την ex Parte Milligan, αναφορικά με την δικαιολογημένη αναστολή του habeas corpus κατά τη διάρκεια εμφύλιου πολέμου, καθώς και από τον συντηρητικό δικαστή Άντονιν Σκάλια στη μειοψηφούσα γνώμη του στην υπόθεση Hamdi v. Rumsfeld. Επίσης ευρεία υπήρξε η επίκληση της παραπάνω ρήσης και από δημοσιογράφους κατά τη συζήτηση για τη νομιμότητα ή όχι του Πατριωτικού Νόμου (Patriot Act), προκειμένου να καταδειχθεί ότι η εξαιρετική φύση του πολέμου δικαιολογεί την αδρανοποίηση όλων των νομοθετικών εγγυήσεων από την εκτελεστική εξουσία προς χάριν της εθνικής ασφάλειας. Βλ. Jimmy Sun, ‘Inter Arma Silent Leges: Wartime Privacy’, CS 199r – Final Project, Harvard University, 14 May 2007, διαθέσιμο στο διαδίκτυο στη διεύθυνση http://www.eecs.harvard.edu /cs199r/fp/Jimmy.pdf (τελευταία επίσκεψη στις 5 Μαρτίου 2008).
  18. M.C. Bassiouni, A Draft International Criminal Code and Draft Statute for an International Criminal Tribunal, (Boston: Martinus Nijhoff), (1987), σ. 7. Βλ. όμως και παραπάνω, υπ’ αρ. 9 υποσημείωση.
  19. Κατόπιν εξουσιοδότησης του Καρόλου, Δούκα της Βουργουνδίας. Βλ. Ilias Bantekas και Susan Nash, International Criminal Law, (Νέα Υόρκη: Routledge-Cavendish), (3η έκδοση, 2007), σ. 495-496.
  20. Το δικαστήριο απαρτιζόταν από είκοσι επτά δικαστές (ένας από κάθε τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) σύμφωνα με τον Μπασιούνι. M. C. Bassiouni, ‘The International Criminal Court in Historical Context’, 99 (1999) St. LouisWarsaw Transatlantic L.J. 55. Πρώτος ο Σβαζενμπέργκερ φαίνεται να υποστήριξε την de facto διεθνή διάσταση του εν λόγω δικαστηρίου επικαλούμενος ότι μέσα στα πλαίσια ενός πλασματικού διεθνούς δικαίου της εποχής εκείνης τα κρατίδια εκείνα, άλλοτε τμήματα της αποσυντιθέμενης πλέον Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, συμπεριφέρονταν ισότιμα στις μεταξύ τους σχέσεις σαν να ήταν υποκείμενα του διεθνούς δικαίου. G. Schwarzenberger, International Law as Applied by International Courts and Tribunals, vol. II: The Law of Armed Conflict, (Stevens:London) (1968), σ. 464.
  21. Ο Φον Χάγκενμπαχ καταδικάστηκε επειδή επέτρεψε σε στρατιώτες του να βιάσουν και να σκοτώσουν αθώους πολίτες και να λεηλατήσουν τις περιουσίες τους». Βλ. M. C. Bassiouni, ‘The Time Has Come for an International Criminal Court’, 1 Ind. Intl & Comp. L. Rev. 1 (1991). Βλ. επίσης Ευγένιος Αρ. Γιαρένης, «Η Δίκη ενώπιον του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης και ο Υπερασπιστικός Ισχυρισμός της Υπακοής σε Διαταγές Ανωτέρων», ηλεκτρονικά διαθέσιμο στο http://www.militaryjustice.gr/athra/diki.pdf, τελευταία επίσκεψη στις 25 Οκτωβρίου 2014.
  22. Ε. Greppi, ‘The Εvolution of Ιndividual Criminal Responsibility under International Law’, (1999 ) 835 International Review of the Red Cross, σ. 531-553.
  23. Ibid.
  24. Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό ότι η ειρήνη της Βεστφαλίας (η οποία εσφαλμένα αναφέρεται συχνά και ως συνθήκη της Βεστφαλίας), αποτελεί το επιστέγασμα των συνθηκών του Μούνστερ και του Όσναμπρουκ που υπογράφηκαν στις 15 Οκτωβρίου και 24 Μαΐου του 1648 αντίστοιχα. A. Hershey, History of International Law Since the Peace of Westphalia, (1912) 6 (1) AJIL, σ. 30-69, στη σ. 30. L. Gross, The Peace of Westphalia 1648-1948, (1948) 42 (1) AJIL, σ. 20-41. ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια Wikipedia http://en.wikipedia.org/wiki/Peace of_Westphalia (τελευταία επίσκεψη στις 10 Σεπτεμβρίου 2008).
  25. Αυτό θεωρείται ότι συνέβη μέσα από την αναγνώριση της αρχής της θρησκευτικής ανεκτικότητας και συνακόλουθα της ισότητας των καθολικών και προτεσταντικών κρατών, αλλά και του τερματισμού των φιλοδοξιών της δυναστείας των Χάμπσμπουργκ για παγκόσμια κυριαρχία. K. Holsti, Peace and War: Armed Conflicts and International Order 1648-1989, (Cambridge: Cambridge University Press), (1991), σ. 34-39. Η. Morgenthau, K. W. Thompson (επιμ.), Politics Among Nations: The Struggle for Power and Peace. (New York: McGraw-Hill), (6η έκδ., 1985), σ. 294. Η. Βull, The Anarchical Society: A Study of Order in World Politics, (London: Macmillan), (1977). Ωστόσο ο Αντρέας Οσιάντερ υποστηρίζει με σθένος και μέσα από εκτεταμένη συγκριτική παρουσίαση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας και των ιστορικών γεγονότων ότι η σημασία της συνθήκης της Βεστφαλίας είναι ένας μεγάλος μύθος κυρίως επειδή: 1) αφορούσε κατά κόρον την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία 2)υπήρξε ως αποτέλεσμα των προσπαθειών άλλων δυνάμεων να εκμεταλλευθούν τις αδυναμίες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας την εποχή της δυναστείας των Χάμπσμπουργκ με την διεξαγωγή επιθετικών και όχι αμυντικών πολέμων εναντίον της 3) η θεμελίωση της εθνικής κυριαρχίας των κρατών δεν προκύπτει πουθενά στο κείμενο της συνθήκης 4) πολλοί θεωρητικοί παρασύρθηκαν από μελέτη του εγνωσμένου κύρους θεωρητικού Λέο Γκρος τα συμπεράσματα της οποίας υιοθέτησαν ανέλεγκτα και άκριτα. A. Osiander, “Sovereignty, International Relations, and the Westphalian Myth”, 55 (2) (2001) International Organization, σ. 251-287 όπου και παρατίθεται εξαντλητική σχεδόν βιβλιογραφία επί του εν λόγω θέματος. Την ίδια άποψη ενστερνίζεται και ο Στήβεν Κράσνερ. S. Krasner, Westphalia and All That στο J. Goldstein and R. O. Keohane (επιμ.), Ideas and Foreign Policy: Beliefs, Institutions, and Political Change, (Ithaca, N.Y.: Cornell University Press), (1993), σ. 235-264. Ο Κράσνερ βέβαια έχει προχωρήσει πιο πέρα υποστηρίζοντας ότι η έννοια της εθνικής κυριαρχίας παραβιάζεται τόσο συχνά ώστε η επίκληση της να έχει καταστεί πλέον υποκριτική. S. Krasner, Sovereignty: Organised Hypocrisy, (Princeton :Princeton University Press), (1999) αλλά και H. Kreisler, Conversation with Stephen D. Krasner, (συνέντευξη), ηλεκτρονικά διαθέσιμη στην διεύθυνση http://globetrotter.berkeley.edu/people3/Krasner/krasner-con0.html (τελευταία επίσκεψη στις 24 Αυγούστου 2008) όπου o Κράσνερ σημειώνει ότι «…ένας τελευταίος ορισμός, ο οποίος γενικά χαρακτηρίζεται ως κυριαρχία της Βεστφαλίας, κατά την άποψή μου μια απόλυτη ακυρολογία που αναφέρεται στην αντίληψη ότι τα κράτη έχουν δικαίωμα αυτόνομα να καθορίζουν τις δικές τους εσωτερικές δομές διακυβέρνησης -το επακόλουθο του οποίου είναι καμία παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών…[Αλλά] η κυριαρχία της Βεστφαλίας δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με την Συνθήκη Ειρήνης της Βεστφαλίας…Η αντίληψη της μη παρέμβασης αναπτύχθηκε στην πραγματικότητα από τον Έμμεριχ ντε Βατέλ, ο οποίος ήταν ένας Ελβετός νομικός που έζησε στα τέλη του 18ου αιώνα. Έτσι, εμείς πρέπει να αναφερόμαστε σε μια Βατελιακή ή τουλάχιστον Βατελιακή-Βεστφαλιακή τύπου εθνική κυριαρχία» ().
  26. Η πρακτική της χρήσης ιδιωτικών εμπορικών πλοίων ως πολεμικών κηρύχθηκε τελικά παράνομη στο Συνέδριο του Παρισιού το 1856. Μολονότι η Ισπανία και οι ΗΠΑ δεν υπέγραψαν την εν λόγω συνθήκη τήρησαν τον συγκεκριμένο όρο στον μεταξύ τους πόλεμο το 1898. Λεπτομερέστεροι κανόνες τέθηκαν επί του εν λόγω ζητήματος με τους Κανονισμούς της Χάγης του 1907. Βλ. σχετικά την ηλεκτρονική 11η έκδοση της εγκυκλοπαίδειας Britannica http://www.1911 encyclopedia.org/Declaration_of_Paris (τελευταία επίσκεψη στις 15 Αυγούστου 2014).
  27. H. Grotius, τhe Freedom of the Seas, (Ontario: Batoche Books Limited), (2000), ανατύπωση της μεταφρασμένης στα Αγγλικά το 1916 έκδοσης του 1609, σ. 17 και επ., ηλεκτρονικά διαθέσιμη http://socserv2.socsci.mcmaster.ca/~econ/ ugcm/3ll3/grotius/Seas.pdf. Το έργο του Γκρότιους, του οποίου η πρώτη έκδοση του 1609 είχε δημοσιευθεί ανώνυμα, έχει τον εξαιρετικά ενδιαφέροντα υπότιτλο «ή το δικαίωμα των Ολλανδών να συμμετάσχουν στο εμπόριο των Ανατολικών Ινδιών». Το 1625 ήρθε η πρώτη εν πολλοίς άγνωστη απάντηση από τον Πορτογάλο μοναχό Φράιτας του οποίου η μελέτη De iusto imperio Lusitanorum Asiatico έχει εσχάτως προβληθεί ως συστηματικότερη, πληρέστερη και καλύτερα τεκμηριωμένη από τη διάσημη απάντηση του Τζον Σέλντεν (John Selden). Ο Σέλντεν επιχείρησε να αποδείξει με το έργο του Mare clausum (1636) ότι η θάλασσα ήταν δεκτική εξουσίασης, ακριβώς όπως μια εδαφική περιοχή. Ο Γκρότιους, μολονότι γνώριζε την ύπαρξη και των δύο παραπάνω έργων, ποτέ δεν απάντησε ούτε στον Φράιτας ούτε στον Σέλντεν. Mónica Brito Vieira, “Mare Liberum vs. Mare Clausum: Grotius, Freitas, and Selden’s Debate on Dominion over the Seas”, 64 3 (2003) Journal of the History of Ideas, σ. 361-377. Τελικά, το 1702 ο Κορνήλιος Μπινκερσόεκ (Cornelius Bynkershoek) με το πόνημά του De dominio maris, έπεισε τους πάντες ότι η σφαίρα εξουσίασης στη θάλασσα δεν θα μπορούσε να προεκταθεί πέρα από την ακτίνα βολής των κανονιών που ήταν τοποθετημένα στη στεριά και συνακόλουθα ικανά να την προστατεύσουν. Ο κανόνας αυτός έγινε γενικά αποδεκτός και οδήγησε τελικά στην υιοθέτηση των τριών μιλίων ως το όριο της φυσικής εξουσίασης της θάλασσας. Βλ. ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια Wikipedia, http://en.wikipedia.org/ wiki/Hugo_Grotius (τελευταία επίσκεψη στις 15 Αυγούστου 2014).
  28. Τον 19ο αιώνα η αρχή της παγκόσμιας δικαιοδοσίας επεκτάθηκε και στους εμπόρους σκλάβων. K. C. Randall, Universal Jurisdiction Under International Law, (1988) 66 tex. l. rev. 785, at 788. Τον 20ο αιώνα η εν λόγω αρχή βρήκε εύφορο έδαφος στις Συνθήκες της Γενεύης του 1949. R. Wedgwood, National Courts and the Prosecution of War Crimes in G. K. McDonald and O. Swaak-Goldman (επιμ.),Substantive and Procedural Aspects of International Criminal Law (Volume I), (London, Kluwer Law International), (2000), σ. 393-413, στη σ. 395. Ωστόσο, ο Ίαν Μπράουνλι υποστηρίζει ότι υπάρχει μία λεπτή διάκριση μεταξύ της γενικής αρχής της παγκόσμιας δικαιοδοσίας και της παγκόσμιας δικαιοδοσίας που ενσωματώθηκε στις Συνθήκες της Χάγης του 1907 και τις Συνθήκες της Γενεύης του 1949. I. Brownlie, Principles of Public International Law, (Οξφόρδη, Clarendon Press), (1990, 4η έκδοση), σ. 305. Τέλος, σημειώνεται ότι στην ελληνική βιβλιογραφία απαντάται συχνά επίσης ως ταυτόσημος ο όρος «παγκόσμια δικαιοσύνη» ή «αρχή της παγκόσμιας δικαιοσύνης», αλλά η χρήση του όρου «αρχή της παγκόσμιας δικαιοδοσίας» κρίθηκε ως ορθότερη.
  29. J. E. G. de Montmorency, “The Barbary States in International Law”, Transactions of the Grotius Society, Vol. 4, Problems of the War, Papers Read before the Society in the Year 1918, pp. 87-94, (Oxford: Oxford University Press), (1918) όπου και αναφέρονται δεκάδες συνθήκες μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και των Ηνωμένων Πολιτειών με το Μαρόκο, την Τύνιδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1535 μέχρι και το 1830.
  30. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή ένα κράτος έχει πάντοτε δικαιοδοσία επί υποθέσεων στις οποίες ο παθών ή οι παθόντες είναι υπήκοοί του, ανεξάρτητα δηλαδή από τον τόπο όπου συνέβη το αδίκημα.
  31. Eugene Kontorovich, “The Piracy Analogy: Modern Universal Jurisdiction’s Hollow Foundation”, (2004) 45 Harv. Int’l L.J. 183.
  32. J. E. G. de Montmorency, ibid., υποσ. 29.
  33. Gerry Simpson, Law, War and Crime, (India: Polity), (2007), p. 161.
  34. Μεταξύ άλλων η νήσος Τορτούγκα, η νήσος Εσπανιόλα και η Αϊτή. Βλ. http://library.thinkquest.org/J0110360/history.htm (τελευταία επίσκεψη 15 Αυγούστου 2014).
  35. Sir Godfrey Fisher, Barbary Legend: War, Trade and Piracy in North Africa 1415-1830, (Oxford: Clarendon Press), (I957).
  36. Για την προβληματική περίπτωση του εγκλήματος της επίθεσης αφιερώνεται ιδιαίτερο Κεφάλαιο παρακάτω.
  37. Οι θεωρίες για το ποινικό δίκαιο του εχθρού έχουν μεγάλο ενδιαφέρον στις μέρες μας αφού πάνω σ’ αυτές εδράζεται η μάχη κατά της τρομοκρατίας. Βλ. θεωρία για το δίκαιο του εχθρού G. Jakobs, “Kriminalisierung im Vorfeld der Rechtsgutsverletzung”, (1985) 97 ZStW, 751. G Jakobs, Norm, Person, Gesellschaft. Vorueberlegungen zu einer Rechtsphilosophie, (Dunckler & Humblot), (1997). Κ. Βαθιώτης, Τραγικά Διλήμματα στην Εποχή του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας»: από τη σανίδα του Καρνεάδη στο «ποινικό δίκαιο του εχθρού», (Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη), (2010), σ. 219.
  38. Ο τελευταίος βέβαια χαρακτηρισμός δεν είναι ακριβής. Για την ακρίβεια οι πειρατές είχαν τους δικούς τους κανόνες. Ενδεικτικά βλ. http://library.thinkquest. org/J0110360/pirate_history_2.htm (τελευταία επίσκεψη 15 Αυγούστου 2008). Φαίνεται πάντως ότι ο αποτροπιασμός των «πολιτισμένων» κρατών αφορούσε τους ανεξάρτητους πειρατές, αυτούς δηλαδή που δεν υπόκειντο στον κρατικό έλεγχο κάποιου αναγνωρισμένου κράτους, όπως τους πειρατές της Καραϊβικής, της Φορμόζας, της Μεσογείου, καθώς και όσους δρούσαν στην ευρύτερη περιοχή του Μαρόκου και της Τυνησίας.
  39. Gerry Simpson, Law, War and Crime, (Ινδία: Polity), (2007), σ. 159-177.
  40. Σύμφωνα με την παγκόσμια αναφορά πειρατικών συμβάντων της Διεθνούς Ναυτιλιακής Υπηρεσίας (ΙΜΒ) στο Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC), τους πρώτους τρεις μήνες του 2011 σημειώθηκε παγκόσμιο ρεκόρ επιθέσεων με 142 καταγεγραμμένες επιθέσεις σε πλοία. Μόνο στην περιοχή της Σομαλίας 299 άνθρωποι κρατήθηκαν ως όμηροι και επιπλέον έξι άτομα απήχθηκαν παράνομα από τα σκάφη τους. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Διεθνούς Ναυτιλιακής Υπηρεσίας οι Σομαλοί πειρατές συνέχισαν να κρατούν 596 μέλη πληρωμάτων 28 συνολικά πλοίων ως ομήρους. Brian Ikol Adungo, A Panafrican and International Approach: Combating Piracy off the Coast of Somalia Απρίλιος 2012, σ. 2, ηλεκτρονικά διαθέσιμο στην παγκόσμια επιστημονική βάση μελετών SSRN http://ssrn.Com /abstract=2048444, τελευταία επίσκεψη στις 05 Ιανουαρίου 2014. Η έκθεση πάντως του Διεθνούς Ναυτιλιακού Γραφείου για τα πρώτα τρία τρίμηνα του 2012 δείχνει σημαντική μείωση των περιστατικών (από 352 σε 233), η οποία εξηγείται στην αυξημένη δράση ναυτικών δυνάμεων, στην πρόσληψη ιδιωτικών ένοπλων ομάδων ασφαλείας στα πλοία, στην εκπαίδευση των πληρωμάτων και στις καιρικές συνθήκες. Παρ’ όλα αυτά οι Σομαλοί πειρατές έχουν διευρύνει τις δραστηριότητές τους πέρα από τον κόλπο του Άντεν, στην Αραβική Θάλασσα, στην Ερυθρά θάλασσα, τον Ινδικό Ωκεανό, τις δυτικές Μαλβίδες, την Υεμένη, τη Μαδαγασκάρη, τις Σεϋχέλλες, τη Μοζαμβίκη και την Τανζανία. Διεθνής Ναυτιλιακή Υπηρεσία, Piracy and Armed Robbery Against Ships, 1 Iανουαρίου-30 Σεπτεμβρίου 2012, σ. 11 & 21.
  41. Stig Jarle Hansen, Piracy in the Greater Gulf of Aden, Norwegian Institute for Urban and Regional Research, (Όσλο:2009), ηλεκτρονικά διαθέσιμο στη διεύθυνση http://en.nibr.no/uploads/publications/ 26b0226ad4177819779c2805e 91c 670d.pdf, τελευταία επίσκεψη στις 7 Σεπτεμβρίου 2011. James Jay Carafano, Richard Weitz and Martin Edwin Andersen, Maritime Security: Fighting Piracy in the Gulf of Aden and Beyond, (The Heritage Foundation), (Ουάσιγκτον: 2009), ηλεκτρονικά διαθέσιμο στη διεύθυνση http://www.dtic.mil/cgi-bin/GetTRDoc? AD=ADA506760&Location=U2&doc=GetTRDoc.pdf, τελευταία επίσκεψη στις 7 Σεπτεμβρίου 2011. James Joyner ,US and Russian Navy Arrest 26 Somali Pirates, 13 February 2009, http://www.acus.org/new_ atlanticist/us-and-russian-navy-arrest-26-somali-pirates, τελευταία επίσκεψη στις 7 Σεπτεμβρίου 2014. U.S. Navy arrests pirate suspects in Gulf of Aden, CNN, http://edition.cnn.com/2009/ WORLD/africa/02/11/piracy.arrests/, τελευταία επίσκεψη στις 7 Σεπτεμβρίου 2014. Upendra Acharya, Humanitarian Aid and Assistance to Constrain Piracy in Somalia: Ignored Facts and the Political Delivery of Charity, στην επιστημονική βάση δεδομένων SSRN http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id= 2139198, τελευταία επίσκεψη στις 15 Ιανουαρίου 2014.
  42. Ωστόσο οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί, μολονότι αναγνωρίζουν τις ομοιότητες-«συγγένεια της πειρατείας με τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, δεν προχωρούν ως αυτό το σημείο. Βλ. Brian Ikol Adungo, ό.π., σελίδα 4. Βλ. επίσης Κεφάλαιο 5 της παρούσας διατριβής.
  43. Βλ. όμως contra Κλάους Κρες (Claus Kreβ) «…η πειρατεία δεν πλησιάζει καν την «στυγερότητα» της γενοκτονίας ή των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, αφού το πρώτο έγκλημα, από άποψη βαρύτητας, είναι περισσότερο συγκρίσιμο με την απλή ληστεία» C. Kreβ, ‘Universal Jurisdiction over International Crimes and the Institut de Droit international’ (2006) 4 JICJ, σ. 569. Η μελέτη του αυτή βέβαια γράφτηκε προτού την επανεμφάνιση της πειρατείας μέσω των Σομαλών (και όχι των Κρητών αυτή τη φορά) από τον κόλπο του Άντεν μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό και την Ερυθρά Θάλασσα.
  44. Βλ. ειδικότερα το υπ’ αρ. 4 Κεφάλαιο της παρούσας διατριβής για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
  45. Βλέπε αναλυτικά το Κεφάλαιο 5 για τα Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας και τη Σχέση τους με τη Δικαιοδοσία του ΔΠΔ στην παρούσα διατριβή.
  46. Βλ. απόφαση United States v. Smith, 18 U.S. (5 Wheat.) 153, 161-62 (1820), στην οποία η πειρατεία χαρακτηρίζεται ως ένα κατά κοινή ομολογία έγκλημα που παραβιάζει το νόμο των εθνών, δηλαδή το διεθνές δίκαιο.
  47. Gerry Simpson, Law, War and Crime, (Ινδία: Polity), (2007), σ. 159-177.
  48. Συντακτική Επιτροπή Ηumanity, Lauren Benton & Dan Edelstein, Of Pirates, Empire, and Terror: An Interview with Lauren Benton and Dan Edelstein, (2010) 2(1) Humanity, 75-84, http://www.humanityjournal.org/humanity-volume-2-issue-1/pirates-empire-and-terror-interview-lauren-benton-and-dan-edelstein, τελευταία επίσκεψη στις 15 Ιανουαρίου 2014. Βλ. επίσης αναλυτικότερα Lauren Benton, A Search for Sovereignty: Law and Geography in European Empires, 1400–1900, (Κέμπριτζ: Cambridge University Press, (2010). Dan Edelstein, The Terror of Natural Right: Republicanism, the Cult of Nature, and the French Revolution, (Σικάγο: University of Chicago Press), (2009).
  49. Βλ. παραπάνω και την άποψη ότι η δικαιοδοσία ήταν ουσιαστικά τοπική, αφού τα πλοία θεωρούνταν έδαφος των κρατών στα οποία ήταν νηολογημένα.
  50. Ανάλογα με την περίπτωση και συνδυαστικά σε πολλές περιπτώσεις. Π.χ. η εκχώρηση δικαστικής εξουσίας από την τότε Μεγάλη Βρετανία στο ΔΕΣΔΝ ήταν άμεση, μερική και προσωρινή, αφού το ΔΕΣΔΝ δεν ήταν ένας μόνιμος δικαιοδοτικός μηχανισμός, ενώ στις δίκες της Νυρεμβέργης συμμετείχαν Άγγλοι δικαστές και εισαγγελείς. Αντίθετα, η εκχώρηση δικαστικής εξουσίας από τη Σερβία (πρώην Γιουγκοσλαβία) στο ΔΕΠΔΓ ήταν έμμεση, καταναγκαστική, αλλά και συνάμα προσωρινή δεδομένης της σχετικά ορισμένης και σίγουρα όχι μόνιμης λειτουργίας του ΔΕΠΔΓ.
  51. Noora Arajarvi, Looking Back from Nowhere: Is There a Future for Universal Jurisdiction over International Crimes?, 16 (2011) Tilburg Law Review 5–29, σ. 29.
  52. Ελ. Συμεωνίδου–Καστανίδου, Νομιμοποιητική βάση και όρια δικαιοδοσίας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, (2003) 51(3) ΝοΒ, σ.402 κ.επ.
  53. Ο συγκεκριμένος όρος αποτελεί επινόηση του Σίμπσον, ο οποίος επιχειρεί έτσι να περιγράψει «την ύπαρξη μέσα σε μια διεθνή κοινότητα μιας ισχυρής ελίτ κρατών, των οποίων η υπερέχουσα ισχύς αναγνωρίζεται από υποδεέστερες δυνάμεις ως πολιτικό γεγονός που δίνει δικαίωμα στην ύπαρξη συγκεκριμένων συνταγματικών προνομίων, δικαιωμάτων και καθηκόντων και των οποίων (κρατών) οι μεταξύ τους σχέσεις καθορίζονται από την τήρηση μιας αδρά σκιαγραφημένης αρχής εθνικής ισοτιμίας» (). Ibid, σ. 68. “Legalised hegemony, then, is…the existence within an international society of a powerful elite of states whose superior status is recognised by minor powers as a political fact giving rise to the existence of certain constitutional privileges, rights and duties and whose relations with each other are defined by adherence to a rough principle of sovereign equality.”
  54. Ένας όρος που επιθυμεί να υποδηλώσει έγκυρα το σύνολο όλων των αναγνωρισμένων κρατών του κόσμου και όχι απλά τα 7-10 ισχυρά κράτη που υποδηλώνονται πίσω από τον κοινό τοις πάσι, αλλά εντούτοις ομιχλώδη όρο «διεθνή κοινότητα».