Η σχέση της πειθαρχικής διαδικασίας με την ποινική δίκη

ΑΔΑΜ Χ. ΠΑΠΑΔΑΜΑΚΗΣ

 Η σχέση της πειθαρχικής διαδικασίας

με την ποινική δίκη

ΑΔΑΜ Χ. ΠΑΠΑΔΑΜΑΚΗΣ*

  1. Το πλαίσιο της προβληματικής

Τα τελευταία ιδίως χρόνια ανακινείται έντονα η προσπάθεια αντιμετώπισης και καταπολέμησης φαινομένων διαφθοράς στον υπαλληλικό μηχανισμό του Κράτους. Το ζήτημα βέβαια παραμένει καίριο και πρόσφορο στο να συγκινεί την κοινή γνώμη. Από την άποψη αυτή κάθε σχετική ανακίνηση είναι χρήσιμη και επιβεβλημένη, εφόσον υπερβαίνει τις συγκυριακές αντιδράσεις, αποφεύγει τα ειπωμένα πράγματα και προχωρεί στην ανίχνευση των αντικειμενικών πτυχών της αμαρτωλής αυτής παθογένειας. Διαφορετικά δημιουργείται η εντύπωση μιας αναχρονιστικής σκιαμαχίας που αντί να λύνει οξύνει την απορία μας. Σε κάθε περίπτωση προέχει η εγρήγορση των θεσμικά καθιερωμένων οργάνων, η τήρηση της νομιμότητας για την αντιμετώπιση της παρανομίας και κυρίως η άψογη δημόσια εικόνα του απελευθερωτικού χαρακτήρα της απονεμόμενης δικαιοσύνης[1].

Έτσι προέκυψε, και προκύπτει και σήμερα, στο πλαίσιο του πειθαρχικού ελέγχου των δημοσίων υπαλλήλων, η σχέση της πειθαρχικής διαδικασίας με την ποινική δίκη. Τούτο συμβαίνει κάθε φορά που το πειθαρχικό παράπτωμα, με το οποίο βαρύνεται ο υπάλληλος, συνιστά ταυτόχρονα και ποινικά κολαζόμενη πράξη. Πριν όμως προχωρήσουμε στην αναγκαία ανάλυση και υπέρβαση της παραπάνω προβληματικής, και προκειμένου να τη διευκολύνουμε, είναι σκόπιμο να προτάξουμε συγκεκριμένες εννοιολογικές σταθερές από τον χώρο των ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων.

1.2. Πως διακρίνονται οι ποινικές από τις πειθαρχικές κυρώσεις

Όπως είναι γνωστό από τις ποινικές κυρώσεις διακρίνονται οι διοικητικές, που επιβάλλονται κατά κανόνα από τη διοίκηση ή από τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, όταν ο διοικούμενος παραβιάζει υποχρεώσεις του. Με τις διοικητικές κυρώσεις ο υποβαλλόμενος σ’ αυτές δεν αποδοκιμάζεται ως πολίτης αλλά ως διοικούμενος, επειδή παρέβη υποχρέωση στο πλαίσιο συγκεκριμένης δραστηριότητας. Γι’ αυτό μάλιστα προϋποτίθεται και προϋφιστάμενος δεσμός αυτού με τη διοίκηση. Στις διοικητικές κυρώσεις υπάγονται και οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται σε δημοσίους υπαλλήλους ή λειτουργούς ( επίπληξη, πρόστιμο, ποινή κλπ).[2]

Η διάκριση μεταξύ ποινικών και διοικητικών (πειθαρχικών) κυρώσεων έχει και μεγάλη πρακτική σημασία, επειδή από αυτήν εξαρτώνται αν θα παρασχεθούν στον παραβάτη οι εγγυήσεις που συνοδεύουν την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, οι οποίες αποτελούν μια από τις πλέον σημαντικές κατακτήσεις του νομικού μας πολιτισμού. Ενδεικτικά επισημαίνονται οι εξής διαφορές:

α) Η επιβολή της ποινής, σε αντίθεση με τη διοικητική – πειθαρχική κύρωση αποτελεί απονομή δικαιοσύνης και όχι άσκηση διοίκησης.[3]

β) Η διοικητική ποινή μπορεί να ανακληθεί ελεύθερα από την αρχή που την επέβαλε, κάτι που δεν συμβαίνει με την ποινική κύρωση[4].

γ) Η σωρευτική επιβολή ποινικής και διοικητικής κύρωσης δεν συνιστά διπλή απαξιολόγηση του αυτού αδίκου και είναι κατά κανόνα επιτρεπτή. Αν πχ ένας δημόσιος υπάλληλος τελέσει υπεξαίρεση στην υπηρεσία επιτρέπεται τόσο η απόλυσή του, όσο και η φυλάκιση αυτού σωρευτικά. Αντίθετα η σώρευση δύο ποινών για την αυτή πράξη στο πλαίσιο της ίδιας έννομης τάξης περιορίζει τη θεμελιώδη αρχή ne bis in idem.[5]

δ) Η ποινική κύρωση πάντοτε ενέχει κοινωνικό στιγματισμό (κοινωνικοηθική αποδοκιμασία) ενώ η διοικητική – πειθαρχική κύρωση όχι κατ’ ανάγκη αλλά και όταν ενέχει τέτοια αποδοκιμασία (λχ απόλυση δασκάλου λόγω παιδεραστίας), αυτή περιορίζεται στο status του τιμωρούμενου ως διοικούμενου.[6]

ε) Κατά μια άποψη, η θεμελιώδης αρχή του ποινικού δικαίου «ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» δεν ισχύει απεριόριστα προκειμένου περί διοικητικών – πειθαρχικών κυρώσεων. Ορθότερη ωστόσο είναι η άποψη που δέχεται την απεριόριστη εφαρμογή της αρχής και στις διοικητικές κυρώσεις.[7]

1.3. Η φύση και το περιεχόμενο των πειθαρχικών παραπτωμάτων

Και τώρα επανερχόμαστε στην αποσαφήνιση όρων και εννοιών που άμεσα μας ενδιαφέρουν. Αποτελεί κοινό τόπο ότι στο πειθαρχικό δίκαιο η έννοια του πειθαρχικού παραπτώματος συνδέεται με την έννοια της ιδιότητος του υπαλλήλου. Έτσι το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου που μπορεί να του καταλογισθεί (άρ. 106ΥΚ). Η πειθαρχική ευθύνη, όπως και η ποινική ευθύνη, είναι ατομική, δηλαδή «προσωποπαγής» και ουδέποτε μπορεί να νοηθεί ως συλλογική.[8] Από αυτό συνάγεται ότι στοιχεία του πειθαρχικού παραπτώματος είναι: α) υπαίτια πράξη ή παράλειψη (όχι φρονηματική εκδήλωση) του υπαλλήλου και β) δυνατότητα καταλογισμού της επιλήψιμης πράξης ή παράλειψης στον υπάλληλο. Έχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί ότι η υπαιτιότητα και ο καταλογισμός ως υποκειμενικά στοιχεία του πειθαρχικού παραπτώματος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι απλώς ως «ελαφρυντικές περιστάσεις» αλλά ως προϋπόθεση του πειθαρχικώς αδίκου. Πράγματι η υπαιτιότητα και ο καταλογισμός είναι στοιχεία που το Σύνταγμα επιτάσσει να σταθμίζονται εξίσου με την αντικειμενική υπόσταση όλων κατ’ ουσίαν των πειθαρχικών παραπτωμάτων, δεδομένου ότι δεν φαίνεται να δικαιολογείται και η παραμικρή απόκλιση από τον κανόνα του απαρέγκλιτου σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρ.7§2 και 2§1 Συντ)[9].

Περαιτέρω και σε συνάφεια προς τα ήδη αναφερθέντα αξιοπρόσεκτη είναι η ρύθμιση του άρ. 108 ΥΚ, κατά την οποία αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται ανάλογα και στο πειθαρχικό δίκαιο, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος και συνάδουν με τη φύση και στον σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας. Έτσι επεξηγείται ότι εφαρμόζονται ιδίως οι κανόνες και οι αρχές που αφορούν: α) τους λόγους αποκλεισμού της υπαιτιότητας και της ικανότητας για καταλογισμό. β) τις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής γ) την έμπρακτη μετάνοια δ) το δικαίωμα σιγής του πειθαρχικώς διωκομένου ε) την πραγματική και νομική πλάνη στ) το τεκμήριο αθωότητας του πειθαρχικώς διωκομένου και η) την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων ως λόγο που αίρει τον πειθαρχικό χαρακτήρα δυσμενών κρίσεων, εκφράσεων και εκδηλώσεων, εκτός αν συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα της χαρακτηριστικώς ανάρμοστης συμπεριφοράς.

  1. Οι πειθαρχικές κυρώσεις ως μέσο αντιμετώπισης της διαφθοράς

Οι πειθαρχικές κυρώσεις εντάσσονται και επιστρατεύονται και αυτές στο ευρύτερο πλαίσιο αντιμετώπισης των φαινομένων της διαφθοράς στη Διοίκηση.  Το τελευταίο χρονικό διάστημα το δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο έχει βρεθεί στο επίκεντρο μιας διελκυστίνδας ανάμεσα σε εκείνους που προσβλέπουν στην αυστηροποίηση των πειθαρχικών κυρώσεων, ως μια μορφή θεραπείας απέναντι στο πρόβλημα της διαφθοράς και σε εκείνους που αμφισβητούν την ουσιαστική συμβολή της αυστηροποίησης, αποδίδοντας στις σχετικές πρωτοβουλίες χαρακτηριστικά πρόσκαιρου κατευνασμού της κοινής γνώμης[10]. Πρόκειται νομίζω για γενικεύσεις που υπόκεινται σε εύλογη αμφισβήτηση.

Σε σχέση με το ζήτημα αυτό μπορούν να διατυπωθούν οι εξής σκέψεις. Χωρίς αμφιβολία το πειθαρχικό δίκαιο κατ’ αρχήν αναφέρεται στην «κλειστή» σχέση ανάμεσα στη Διοίκηση και τους λειτουργούς της, η οποία μπορεί να κινείται παράλληλα με την ποινική διαδικασία. Από την άποψη αυτή στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει, αφενός μεν να διαφυλάσσεται το αντικείμενο του πειθαρχικού ελέγχου, έτσι ώστε να μη νοθεύεται από εξωγενείς σταθμίσεις που ανάγονται στον χώρο προστασίας άσχετων με την υπηρεσία εννόμων αγαθών, αφετέρου δε η υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου να μην επηρεάζεται ανεπανόρθωτα από την ( εν εξελίξει) ποινική διαδικασία, ενόψει του ότι η τελευταία διέπεται προεχόντως από το τεκμήριο αθωότητας μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Οι αναγκαιότητες αυτές ωστόσο τίθενται υπό δοκιμασία, όταν δεν παραμερίζονται ή δεν αγνοούνται.[11] Ειδικότερα:

Στην απαρίθμηση των πειθαρχικών παραπτωμάτων στο άρθρο 107 ΥΚ [όπως ήδη αντικ. με το άρ. 6 ν. 4325/2015] περιλαμβάνονται 32 ειδικότερα παραπτώματα ή κατηγορίες παραπτωμάτων μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, με κριτήριο το ερευνητέο αντικείμενο, τα εξής:

-Η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους (άρ. 107§1 περ. γ’ ΥΚ)

-Η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ίδιου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ’ αφορμής αυτών (άρ. 107§1 περ, δ’ ΥΚ)

-Η χρησιμοποίηση της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ιδίου ή τρίτου προσώπου (άρ. 107§1 περ. ιδ’ ΥΚ)

-Η άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας, χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων σε ανεξάρτητες αρχές (άρ. 107§1 περ. ιη’ ΥΚ).

Ενώ λοιπόν, ο κατάλογος του άρ. 107 ΥΚ φαίνεται κατ’ αρχήν να εξυπηρετεί την ανάγκη της σαφήνειας, η περίληψη «ανοιχτών ρητρών» σε συνδυασμό με την κατ’ αρχήν μη εφαρμογή των εγγυήσεων του άρ. 7§1 Συντ. στο πειθαρχικό δίκαιο, με βάση τη νομολογία[12], αφήνουν περιθώρια για μη ικανοποιητικές σταθμίσεις. Έτσι από το ότι δεν προβλέπεται αντιστοιχία μεταξύ πειθαρχικών παραπτωμάτων και ποινών είναι επιβεβλημένο να συνεκτιμηθούν οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η εν γένει προσωπικότητα του υπαλλήλου καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο. Βέβαια κατά ρητή πρόβλεψη του ΥΚ (άρ. 109§2) κατά την επιβολή της ποινής θα τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας. Όσο και αν είναι ευπρόσδεκτη η επίκληση της αρχής αυτής στην πειθαρχική διαδικασία εκείνο που δεν πρέπει κανείς να αγνοήσει είναι ότι ένα σημαντικό τμήμα της εξουσίας του νομοθέτη μετατίθεται στους ώμους διοικητικού οργάνου, το οποίο θα είναι υποχρεωμένο να προβαίνει σε αξιολογικές συσχετίσεις της εκάστοτε παράβασης με ορισμένη πειθαρχική κύρωση με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την αρχή της ισότητας και της ασφάλειας δικαίου.[13]

Είναι πάντως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι με το άρ. 108 ΥΚ ρητά επεκτείνονται αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας και στο πειθαρχικό δίκαιο. Η πρόνοια αυτή του νομοθέτη εξισορροπεί το όποιο έλλειμμα του πειθαρχικού δικαίου στο πεδίο των εγγυήσεων, και, υπό μια έννοια, το εμπλουτίζει με τα εγγυητικά χαρακτηριστικά της ποινικής διαδικασίας.

Σε σχέση με τον επηρεασμό του πειθαρχικού δικαίου από την ποινική διαδικασία είναι ανάγκη, νομίζω, να ασχοληθούμε για λίγο με την θέση σε αυτοδίκαιη αργία, η οποία συνοδεύει την ποινική διαδικασία και μέχρι πρότινος αφορούσε υπαλλήλους που διώκονται για πράξεις «διαφθοράς». Σχετικά πρόσφατα, λοιπόν, ο νομοθέτης στην προσπάθεια του να κατευνάσει την κοινή γνώμη για αποκαλυπτόμενες υποθέσεις διαφθοράς θέσπισε για την πάταξή τους «προσωρινά μέτρα», όπως είναι η θέση των υπαλλήλων σε αργία. Κατά το άρθρο 103 ΥΚ [ όπως αντικ. με το ν. 4093/2012 και όπως ο τελευταίος τροποποιήθηκε με το αρ. 14§1 ν. 4111/2013 και πριν τροποποιηθεί με το άρ. 2 ν. 4325/2015] σε αυτοδίκαιη αργία ετίθετο μεταξύ άλλων: α) ο υπάλληλος που στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία ύστερα από πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή ένταλμα προσωρινής κράτησης β) ο υπάλληλος κατά του οποίου εκδόθηκε ένταλμα προσωρινής κράτησης και στη συνέχεια ήρθη η προσωρινή κράτησή του ή αντικαταστήθηκε με περιοριστικούς όρους. γ) ο υπάλληλος, ο οποίος παραπέμφθηκε αμετάκλητα ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου για κακούργημα ή για τα αδικήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης (κοινής και στην υπηρεσία), απάτης, πλαστογραφίας, δωροδοκίας, καταπίεσης, απιστίας περί την υπηρεσία, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Ενώ, περαιτέρω, αν συνέτρεχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή υπηρεσιακοί λόγοι, μπορούσε δυνητικά να τεθεί σε αργία υπάλληλος κατά του οποίου: α) έχει ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο επιφέρει έκπτωση από την υπηρεσία ή β) υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για άτακτη διαχείριση, η οποία στηρίζεται σε έκθεση της προϊσταμένης αρχής ή του αρμόδιου επιθεωρητή. (άρ. 104§1 ΥΚ). Τέλος προβλεπόταν η επιβολή του μέτρου της αναστολής εκτέλεσης των καθηκόντων του υπαλλήλου «σε κατεπείγουσες περιπτώσεις και εφόσον διακυβεύεται το συμφέρον της υπηρεσίας» (άρ. 104§3 ΥΚ).

Είναι φανερό ότι οι ποινές της δυνητικής αργίας και της αναστολής εκτέλεσης καθηκόντων του υπαλλήλου είχαν και έχουν νομιμοποιητική βάση, γιατί επιβάλλονται ύστερα από αξιολογική κρίση της προϊσταμένης αρχής και με την προϋπόθεση βέβαια της παροχής ένδικης προστασίας στον υπάλληλο. Στον αντίποδα των προηγούμενων περιπτώσεων και σε αδικαίωτη τροχιά κινούνταν η αυτοδίκαιη αργία, όταν υφίστατο αμετάκλητη παραπομπή στο ακροατήριο ακόμα και για πλημμέλημα! Εδώ κατά βάση η υπηρεσιακή αξιολόγηση είχε υποκατασταθεί από εξωγενείς κρίσεις (λχ η εισαγγελική κρίση ή η άποψη του ανακριτή επί προσωρινής κρατήσεως) ενώ το πειθαρχικό δίκαιο ετεροπροσδιοριζόταν και μεταβαλλόταν σε μηχανισμό «προ-τιμώρησης» και στιγματισμού του κατηγορούμενου. Το ζήτημα προσέλαβε ανησυχητικές διαστάσεις και κυρίως λόγω της ευκολίας με την οποία παραπέμπονται υποθέσεις στο ακροατήριο. Η προηγούμενη υπηρεσιακή κρίση σε κάθε περίπτωση ήταν, νομίζω, απαραίτητη και ιδίως επί παραπομπής υπαλλήλου για πλημμέλημα.

Ήδη πάντως το άρ. 103 ΥΚ αντικ. με το άρ. 3 ν. 4325/11-5-2015 και η θέση σε αυτοδίκαιη αργία περιορίζεται: α) στον υπάλληλο ο οποίος στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία ύστερα από ένταλμα προσωρινής κράτησης ή δικαστικής απόφασης, έστω και αν απολύθηκε με εγγύηση β) στον υπάλληλο εκείνο, ο οποίος έχει τιμωρηθεί με την ποινή της οριστικής παύσης και γ) στον εκπαιδευτικό ή υπάλληλο που υπηρετεί σε σχολείο, σε βάρος του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.

  1. Ο συντονισμός της πειθαρχικής με την ποινική δίκη – αλληλοεπηρεασμοί και δεσμεύσεις

Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω και συνεκτιμώντας, τόσο την προσωποπαγή υφή της πειθαρχικής κύρωσης, όσο και τη δυνατότητα σωρευτικής επιβολής ποινικής και πειθαρχικής κύρωσης αλλά και την ανάγκη αναγνώρισης διακριτών ρόλων στη πειθαρχική και ποινική δίκη, μπορούμε να προβούμε στις αναγκαίες συσχετίσεις των υφιστάμενων ρυθμίσεων και να εμβαθύνουμε στο πεδίο συνάντησης των δύο δικών.

Το γεγονός ότι τα ίδια πραγματικά περιστατικά μπορεί να συνιστούν πειθαρχικό και ποινικό αδίκημα δημιουργεί την ανάγκη «συντονισμού» των δύο διαδικασιών (πειθαρχικής και ποινικής). Κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου (άρ. 114§1 ΥΚ) η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη. Η αντίληψη αυτή είναι σωστή και αποτυπώνει τους όρους αναγκαιότητας της κάθε διαδικασίας. Η ποινική δίκη συνιστά μηχανισμό απαντήσεως της οργανωμένης κοινωνίας για συγκεκριμένο έγκλημα. Η δικαιοδοτική λειτουργία του ποινικού δικαστή δεν είναι διαπιστωτική αλλά διερευνητική και συνάμα διαγνωστική. Θα πρέπει επομένως, να προσανατολιστεί σε ό, τι πρέπει να ερευνήσει και να εκδικάσει για να εκπληρώσει το διαγνωστικό του καθήκον, περιεχόμενο του οποίου συνιστά η ανεύρεση της αλήθειας.[14] Εξάλλου η πειθαρχική δίκη, μπορεί στο αποδεικτικό επίπεδο να έχει συνάφεια με την ποινική δίκη, εν τούτοις είναι ευρύτερη ως προς το αντικείμενό της, το οποίο κατά βάση προσδιορίζεται από τον λειτουργικό προορισμό του υπαλλήλου. Με τους όρους αυτούς το πειθαρχικό και το ποινικό αδίκημα μπορεί να συμπίπτουν στην ίδια δέσμη πραγματικών περιστατικών και το ερώτημα που ευλόγως τίθεται είναι πόσο επηρεάζεται μια πειθαρχική διαδικασία από την ποινική διαδικασία. Εδώ επιβάλλεται να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα σε πειθαρχική διαδικασία που προηγείται της ποινικής και σε ποινική διαδικασία που προηγείται της πειθαρχικής.

3.1. Η πειθαρχική διαδικασία προηγείται της ποινικής

Όταν η πειθαρχική διαδικασία προηγείται της ποινικής τα πειθαρχικά όργανα οφείλουν να ενημερώσουν τον αρμόδιο εισαγγελέα σχετικά με την πιθανολογούμενη τέλεση αξιόποινης πράξης. Η ανακοίνωση αυτή μπορεί να περιβληθεί τον τύπο της μηνυτήριας αναφοράς (άρ. 37§§2 και 3 ΚΠΔ) ή να συμπίπτει με την αποστολή αντιγράφου φακέλου της τυχόν διενεργηθείσας ένορκης διοικητικής εξέτασης (ΕΔΕ). Αν η πειθαρχική διαδικασία έχει ολοκληρωθεί, πριν από το χρόνο έκδοσης αμετάκλητης απόφασης από το ποινικό δικαστήριο, και οδήγησε είτε σε απαλλαγή του υπαλλήλου είτε σε επιβολή πειθαρχικής ποινής ελαφρύτερης της οριστικής παύσης, η πειθαρχική διαδικασία επαναλαμβάνεται εφόσον ο υπάλληλος καταδικάστηκε αμετάκλητα βάσει περιστατικών, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση παραπτώματος, της παρ. 2 του άρ. 109 ΥΚ και για το οποίο δικαιολογείται ποινή οριστικής παύσης. Εάν η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ήταν αθωωτική και η προγενέστερη πειθαρχική διαδικασία περαιώθηκε με την επιβολή οποιασδήποτε ποινής, επίσης «ξανανοίγει» η πειθαρχική δίκη. Είναι συνεπές να γίνει δεκτό ότι στο πλαίσιο της νέας πειθαρχικής διαδικασίας και παρά τη συγκεχυμένη διατύπωση και το προβληματικό περιεχόμενο του άρ. 5§2 ΚΔΔ η μεταγενέστερη ποινική καταδίκη συνεκτιμάται χωρίς και να δεσμεύει το πειθαρχικό όργανο[15].

Ας συγκεφαλαιώσουμε προσωρινά: Η προγενέστερη, της ποινικής, πειθαρχική διαδικασία επαναλαμβάνεται σε τρεις περιπτώσεις: (i) όταν αποφάνθηκε απαλλακτικά για τον υπάλληλο και ήδη υφίσταται ποινική καταδίκη (ii) όταν επέβαλε πειθαρχική ποινή στον υπάλληλο ελαφρύτερη της οριστικής παύσης και η καταδίκη του ποινικού δικαστηρίου αφορά σε πραγματικά περιστατικά τα οποία δικαιολογούν την αυστηρότερη πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης και (iii) όταν το πειθαρχικό όργανο επέβαλε οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή και εν συνεχεία εκδόθηκε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την πράξη ή την παράλειψη για την οποία διώχθηκε πειθαρχικά ο υπάλληλος.

3.2. Η πειθαρχική διαδικασία έπεται της ποινικής

Όταν η ποινική διαδικασία προηγείται της πειθαρχικής δίκης ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει υποχρέωση να ανακοινώσει αμέσως την κίνηση της ποινικής δίωξης στην προϊσταμένη αρχή του υπαλλήλου (άρ. 114§6 ΥΚ). Η πειθαρχική διαδικασία δεν κωλύεται και μπορεί να αρχίσει ή αν άρχισε μπορεί να εξελιχθεί, εκτός εάν το πειθαρχικό όργανο επιλέξει την οδό της αναστολής για εξαιρετικούς λόγους και το πολύ για ένα έτος. Τέτοια αναστολή δεν μπορεί να διαταχθεί όταν το πειθαρχικό παράπτωμα προκαλεί «δημόσιο σκάνδαλο» ή «θίγει σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας (άρ. 114§2 ΥΚ). Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του παραπτώματος (άρ. 114§3 ΥΚ). Το ερμηνευτικό νόημα της εν λόγω διατύπωσης είναι ότι καταρχήν αναγνωρίζεται ένα είδος «ποινικού δεδικασμένου», σε σχέση με τα κριθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν, το μεν τη νομοτυπική μορφή του ποινικού αδικήματος, το δε στοιχειοθετούν την πειθαρχικώς διωκτέα πράξη. Ως εκ τούτου το πειθαρχικό όργανο μπορεί να επιβάλλει πειθαρχική κύρωση παρά το ότι ο υπάλληλος αθωώνεται από το ποινικό δικαστήριο μόνο, και σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν αυτή η αθώωση δεν έθιξε ούτε έθεσε εν αμφιβόλω τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά. Επ’ αυτού όμως θα επανέλθουμε.

Για το σχετικό ζήτημα έλαβε θέση όπως ήταν φυσικό και το Συμβούλιο Επικρατείας, το οποίο για κάποιες περιπτώσεις αποφάνθηκε ότι η αθωωτική ποινική απόφαση που αφορά τα ίδια πραγματικά περιστατικά είναι δεσμευτική για το πειθαρχικό όργανο[16]. Η νομολογιακή αυτή στάση είναι αποτέλεσμα της απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος[17], με την οποία είχε κριθεί ότι η αθώωση από ποινικό δικαστήριο θα πρέπει να γίνεται σεβαστή από οποιοδήποτε δικαστήριο – αλλά και πειθαρχικό όργανο- που ασχολείται εν συνεχεία με τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Η νομολογιακή αυτή στάση του ΣτΕ είναι νομίζω ορθή, διότι αναγνωρίζει και διασφαλίζει την ισχύ του τεκμηρίου αθωότητας και έναντι της πειθαρχικής διαδικασίας. Σπεύδω εδώ να διευκρινίσω ότι άλλες αποφάσεις του ΣτΕ δέχθηκαν ότι δεν είναι δεσμευτική η αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση και απλώς γεννάται υποχρέωση συνεκτίμησής της.[18]

Είναι ωστόσο τώρα η κατάλληλη στιγμή να εμβαθύνουμε στο κρίσιμο αυτό ζήτημα με τα αμέσως ακολουθούνται:

Όταν οι δικαστές, μετά το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο, αποσυρθούν για τη μυστική τους διάσκεψη, αφού συζητήσουν την υπόθεση προχωρούν στην ψηφοφορία «για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορούμενου», σε σχέση με την πράξη για την οποία κατηγορείται, «όπως αυτή προέκυψε από την κύρια διαδικασία (αν, βέβαια, προέκυψε, αν αποδείχτηκε ενοχή) και για τον χαρακτηρισμό της πράξης (άρ. 371 §§ 2 και 3 ΚΠΔ). Ενόψει πάντως της ισχύος του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου αντικείμενο απόδειξης και απόφασης (δικαστικής πεποίθησης) αποτελεί μόνο η ενοχή του κατηγορούμενου, όχι δε και η αθωότητα, η οποία τεκμαίρεται! Ειδικότερα σε σχέση με την αθωωτική απόφαση παρέχονται οι εξής δύο δυνατότητες: α) Μπορεί το δικαστήριο από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού να επείσθηκε, να σχημάτισε δηλαδή δικανική πεποίθηση ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος. β) μπορεί, όμως, και απλώς να μην πείσθηκε ότι είναι ένοχος, να αμφιβάλει για την ενοχή του. Και στις δύο περιπτώσεις θα εκδοθεί αθωωτική απόφαση με όμοιο διατακτικό («κηρύσσει αθώο»). όμως στο αιτιολογικό θα πρέπει, για λόγους ηθικής και δικονομικής τάξης, να εξαίρεται η αποδεδειγμένη αθωότητα σε αντίθεση με την αθώωση «λόγω αμφιβολιών».[19]

Και τώρα πρέπει να θέσουμε ή μάλλον να εναποθέσουμε το καίριο ερώτημα: Ασκεί επιρροή στην απόφαση του πειθαρχικού οργάνου η μορφή της εκτεθείσας αθωωτικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου; Εκείνο που χωρίς επιφυλάξεις μπορεί να υποστηριχθεί είναι ότι αν η αθώωση συνέχεται με την μη συνδρομή των πραγματικών στοιχείων του εγκλήματος ή την μη εμπλοκή του διωκόμενου με την καταγγελθείσα συμπεριφορά (πχ ακλόνητο άλλοθι), τότε το πειθαρχικό όργανο ασφαλώς και δεσμεύεται από την ευνοϊκή δικαστική κρίση. Ζήτημα φαίνεται να τίθεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου συντρέχουν τα πραγματικά περιστατικά μιας αξιόποινης πράξης, πλην όμως εξαιτίας της συνδρομής λόγων άρσης του αδίκου (λ.χ. άμυνας) ή του καταλογισμού (λ.χ. κατάσταση ανάγκης) το δικαστήριο οδηγείται σε αθωωτική απόφαση. Εδώ από πρώτη άποψη παρέχεται έδαφος για επαναξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών στο επίπεδο της πειθαρχικά διωκτέας πράξης, ακριβώς γιατί μπορούν τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά να υπαχθούν ή μη στην έννοια του πειθαρχικού παραπτώματος. Εν τούτοις και παρά την ενίσχυση της παραδοχής αυτής από το άρ. 114§3 ΥΚ δεν λείπουν οι αμφιβολίες σε σχέση με την κατεύθυνση αυτή λόγω του αυξημένου τυπικού κύρους του τεκμηρίου αθωότητας, κατ’ άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ. Από αυτό δεσμεύονται όχι μόνο τα δικαστικά πρόσωπα, δηλαδή οι καθαυτό φορείς της δικαστικής κρίσης (οι δικαστές) αλλά και τα άλλα κρατικά όργανα έχουν υποχρέωση σεβασμού του τεκμηρίου.

Εξάλλου, και το προσφιλές σχήμα της «αθώωσης λόγω αμφιβολιών» εντέλει στο διατακτικό της απόφασης αποτυπώνεται ως σκέτη αθώωση, γεγονός που, κατ’ ορθή εκδοχή, δεν επιδέχεται διαφοροποιήσεις και κατ’ επέκταση δεν συνηγορεί στη μη δεσμευτικότητα της σχετικής αθωωτικής κρίσης. Άλλωστε η αθώωση λόγω αμφιβολιών δεν προβλέπεται ούτε και αναγνωρίζεται από τον ΚΠΔ ενώ γι’ αυτή αρκεί απλώς η κήρυξη της αθωότητας.

Όταν τώρα συντρέχει λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου (παραίτηση από το δικαίωμα έγκλησης, ανάκληση της έγκλησης, αμνήστευση πράξης, παραγραφή του αξιοποίνου) ή αθώωση για έμπρακτη μετάνοια (άρ. 506α ΚΠΔ) είναι συνεπές να δεχτούμε ότι η , με την ευρεία έννοια, αθωωτική και εδώ δικαιοδοτική κρίση δεν δεσμεύει το πειθαρχικό όργανο ούτε και την διοικητική δικαιοσύνη.

Τέλος, έδαφος, για χωρίς δέσμευση του πειθαρχικού οργάνου από αθωωτική ποινική απόφαση, καταλείπεται όταν μέρος της δέσμης των επιλήψιμων πραγματικών περιστατικών που απασχόλησαν την ποινική δικαιοσύνη θεμελιώνει πειθαρχικό παράπτωμα ενώ ταυτόχρονα η εκφερθείσα δικαιοδοτική κρίση δεν έθιξε το συγκεκριμένο τμήμα επειδή στερούνταν ποινικού ενδιαφέροντος. Πχ ο υπάλληλος Α (εθισμένος στον «τζόγο») διαπληκτίστηκε σε καζίνο με θαμώνες, οι οποίοι απαίτησαν από αυτόν το υψηλό ποσό των οφειλόμενων χρημάτων και όταν σε κάποια στιγμή ο Α δέχτηκε κτύπημα ανταπέδωσε αμυνόμενος. Το ότι εδώ ενδεχομένως απηλλάγη ο Α από την κατηγορία της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, αμυνόμενος (άρ. 22 ΠΚ), δεν σημαίνει ότι δεσμεύεται το αρμόδιο πειθαρχική όργανο να μην του επιβάλλει πειθαρχική κύρωση για την αναφερθείσα συμπεριφορά του. Μόνο ένα τμήμα της συμπεριφοράς αυτής κρίθηκε από το ποινικό δικαστήριο ενώ το υπόλοιπο υπόκειται χωρίς δεσμεύσεις στην αυτοτελή αξιολόγηση του πειθαρχικού οργάνου. Η άποψη αυτή κινείται σε ομόρροπη κατεύθυνση με εκείνη που υιοθετείται από αποφάσεις του ΣτΕ, οι οποίες δέχονται τη δυνατότητα της διοικητικής δικαιοσύνης (και παρά το ότι προηγήθηκε αθωωτική απόφαση) να στηριχθεί σε στοιχεία διαφορετικά από εκείνα στα οποία στήριξε την κρίση του το ποινικό δικαστήριο.

  1. Συμπεράσματα

Εδώ θα πρέπει να τελειώσω. Αν πρέπει κάτι να συγκρατήσουμε από την προηγηθείσα ανάλυση είναι ότι μεταξύ της πειθαρχικής διαδικασίας και της ποινικής δίκης υπάρχει μια σχέση επικοινωνίας, η οποία αξιώνει οι δύο διαδικασίες να συντονίζουν το βηματισμό τους και να κινούνται σε παράλληλη τροχιά, χωρίς ωστόσο να εκδίδονται αντιφατικές αποφάσεις. Είναι ακριβές ότι αναγνωρίζεται η αυτοτέλεια της πειθαρχικής διαδικασίας έναντι της ποινικής ή άλλης δίκης και αυτό οφείλει, τόσο ο ερμηνευτής, όσο και ο εφαρμοστής του δικαίου να το σέβεται και να το ενθαρρύνει. Η αυτοτέλεια αυτή, ωστόσο, δεν είναι απόλυτη και υπόκειται στην ανάγκη σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας όπως αυτό αναδεικνύεται κάθε φορά από μια αθωωτική δικαιοδοτική κρίση ποινικού δικαστηρίου, υπό τον όρο βέβαια ότι θα πρόκειται για ταυτόσημες πράξεις στις δύο διαδικασίες (ποινική και πειθαρχική).[20] Σε κάθε περίπτωση το πειθαρχικό όργανο επιλαμβανόμενο μιας υπόθεσης πειθαρχικού ελέγχου, ενώ οφείλει να σέβεται το τεκμήριο αθωότητας δεν πρέπει ωστόσο να προβαίνει σε αβασάνιστη οικειοποίηση του αποτελέσματος μιας ποινικής δίκης χωρίς να υπολογίζει και στο ευρύτερο αντικείμενο της πειθαρχικής διαδικασίας.[21]

* Καθηγητής Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  1. Βλ. πρόσφατα το συλλογικό έργο Οικονομικό έγκλημα και διαφθορά στο Δημόσιο Τομέα (επιστ. εποπτεία Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι), 1, 2014, Η αξιολόγηση του θετικού πλαισίου.
  2. Βλ. Χ. Μυλωνόπουλου, Ποινικό Δίκαιο, Γεν. μέρος, Ι, 2007, σ. 47 επ., Ν. Κουράκη, Συστ Ερμ ΠΚ αρθρ. 50 επ., αριθμ. 15.
  3. Βλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ό.π., σελ 48,Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ο κολασμός των εγκλημάτων ανήκει στην αποκλειστική δικαιοδοσία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων (αρ. 96§1 Συντ) Πρβλ και Μ. Στασινοπούλου, Ο αληθής χαρακτήρ των διοικητικών ποινών, Αρχ. Νομολ. Ι, 1950, σ. 90, Δ. Παπανικολαΐδη, Έννοια και νομικός χαρακτήρ των διοικητικών ποινών, 1975, σ. 24 επ.
  4. Βλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ό.π., σ. 48
  5. Βλ. σχετ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γεν. μέρος, Ι, σ. 32, Κουράκη, ό.π. αριθ. 15.
  6. Βλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ό.π., σ. 48-49.
  7. Βλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ό.π. σ. 49 . επίσης Βλαχόπουλου, Η εφαρμογή της αρχής nullum crinem nulla poena sine lege praevia στο πειθαρχικό ποινικό δίκαιο, Δ. Δίκη ΙΑ’ (1999), σ. 564, Ι. Συμεωνίδη, Η διόγκωση της κυρωτικής λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και η αμφισβήτηση της συνταγματικότητάς της, Δ Δικ, 1992, σ. 495 επ.
  8. Βλ. Α. Τάχου – Ι. Συμεωνίδη, Ερμηνεία του Υπαλληλικού Κώδικα, ΙΙ, 2007, άρ. 106.
  9. Βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων Ι, Η αρχή του πολιτικού ελέγχου, 1987, σελ 50, Ε. Σπηλιωτόπουλου – Χ. Χρυσανθάκη, Βασικοί θεσμοί Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου, 2013, έκδ. η’, σ. 86 με παραπομπές σε νομολογία του ΣτΕ.
  10. Έτσι και Δ. Ναζίρης στο συλλογικό έργο Οικονομικό Έγκλημα και Διαφθορά στο Δημόσιο Τομέα, ό.π. σ. 1047-1048.
  11. Βλ. Ναζίρη, ό.π., σ. 1048
  12. Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 296/2006, ΝΟΜΟΣ
  13. Βλ. Ναζίρη, ό.π., σ. 1049, σημ. 264
  14. Βλ. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, 2012, σ. 4 επ., Fr. – Chr. Shroeder, Strafprozessrecht, 1993. σ. 5 επ.
  15. Πρβλ. ωστόσο ΣτΕ 3182/2010, ΣτΕ 2067/2011, ΝΟΜΟΣ, βλ. και Ναζίρη ο.π. σ. 1074.
  16. Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 2693/2012 ΝΟΜΟΣ.
  17. ΕΔΔΑ, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας, 35522/04, 27-9-2007, §§ 37 επ.
  18. Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 2067/2011, ΣτΕ 62/2012, ΝΟΜΟΣ.
  19. Βλ. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 20073, σ. 477, σημ 599, Παπαδαμάκη, ό.π., σ. 560.
  20. Πρβλ. και ΕΔΔΑ Zolotukhin κατά Ρωσίας, 14939/03, 10.2.2009, §82 επ. Επίσης ΣτΕ 2069/2011, ΝΟΜΟΣ.
  21. Βλ. και ΣτΕ 1522/2010, ΝΟΜΟΣ.