Οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας: Ελευθερία χωρίς όρια;

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΚΑΝΔΑΜΗΣ

 

 Οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής

ικανότητας: Ελευθερία χωρίς όρια;

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΚΑΝΔΑΜΗΣ*

 

Α. Εισαγωγή

Μέχρι σήμερα δεν έχει καθιερωθεί ο ιδιαίτερος κλάδος της Οικονομικής Εγκληματολογίας παρότι όπως επισημαίνεται[1] αφενός μεν, η Οικονομική Επιστήμη και η Εγκληματολογία έχουν κοινή προέλευση, δηλαδή την αρχή της σπανιότητας των αγαθών, αφετέρου δε, έχει ήδη καθιερωθεί στο χώρο των ποινικών επιστημών ο συναφής κλάδος του Οικονομικού Ποινικού Δικαίου.

Βεβαίως, η αυξανόμενη μελέτη επιστημονικών αντικειμένων που αφορούν τις έννοιες «economics of crime»[2], «crime as economy» [3], «economical crime control»[4], αλλά και η οικονομικοποίηση της καθημερινότητας, που οδηγεί στη μεταμόρφωση του εγκληματικού περιβάλλοντος, καθιστούν αναγκαία την ανάπτυξη του ειδικού εγκληματολογικού κλάδου της Οικονομικής Εγκληματολογίας.

Στο επιστημονικό αντικείμενο αυτού του κλάδου, αν και υπάρχει αμφισβήτηση για τη σαφή οριοθέτηση του που οφείλεται και στην έλλειψη εξοικείωσης των νομικών επιστημόνων με τα ζητήματα οικονομικής επιστήμης[5], μπορεί να ενταχθεί κυρίως, η μελέτη των εγκλημάτων των ισχυρών, των επιχειρήσεων, της επαγγελματικής απασχόλησης, του λευκού κολάρου, του περιβάλλοντος, αλλά και αυτών που εντάσσονται στο πλαίσιο της οργανωμένης οικονομικής εγκληματικότητας και του παγκοσμιοποιημένου εγκλήματος [6].

Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης του εγκλήματος παρουσιάζει επιστημονικό και όχι μόνο, ενδιαφέρον, η υπερτροφική ανάπτυξη των αγορών που οφείλεται στην «παράλογη απελευθέρωση» του χρηματοοικονομικού πεδίου[7] .

Για τις ανάγκες της παρούσας εισήγησης ως «αγορές» νοούνται :

α. οι λεγόμενες «χρηματιστηριακές αγορές», με τις διαφορετικές μορφές εκδήλωσής τους, όπου οι επενδυτές αγοράζουν και πουλάνε φυσικά και χρηματιστικά περιουσιακά στοιχεία ή χρηματοπιστωτικές απαιτήσεις. Οι ειδικότερες μορφές τους είναι οι εξής[8] :

  1. I. H «χρηματαγορά», με τις τράπεζες να πιστώνουν και τις κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και ιδιώτες να δανείζονται .
  2. II. Η «κύρια ή πρωτεύουσα αγορά» για χρηματοδότηση μέσω έκδοσης χρεογράφων, όπου οι κυβερνήσεις μέσω της έκδοσης ομολόγων και οι επιχειρήσεις μέσω της διάθεσης μετοχών ή της έκδοσης ομολογιακών δανείων, εξασφαλίζουν τη χρηματοδότησή τους.

III. Η «δευτερεύουσα αγορά» όπου γίνεται η διαπραγμάτευση των χρεογράφων, δηλαδή τίτλων που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για την εξασφάλιση χρηματοδότησης.

  1. IV. Η «αγορά συναλλάγματος» που αν και σκοπό είχε την διευκόλυνση του διεθνούς εμπορίου και των διασυνοριακών επενδύσεων, εξελίχθηκε σε πεδίο κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων.
  2. V. Η «αγορά παραγώγων», με σημείο αναφοράς μελλοντικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις, η οποία χαρακτηρίζεται από τη «συνθετότητα» των προσφερόμενων προϊόντων[9], των οποίων οι ενεχόμενοι κίνδυνοι, το κόστος και οι προσδοκώμενες αποδόσεις δεν είναι σε πολλές περιπτώσεις ούτε άμεσα εμφανή ούτε εύκολα κατανοητά.

β. οι «χρηματιστηριακοί παίκτες», όπως οι θεσμικοί επενδυτές, πιστωτικά ιδρύματα, επενδυτικές εταιρείες, ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, εκδότες χρηματοπιστωτικών τίτλων, εταιρίες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και σύμβουλοι χρεογράφων.

Η ανάπτυξη αυτών των αγορών την τελευταία τριακονταετία συνδέεται αφενός με την υποχώρηση του κράτους, αφετέρου με μια αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο επενδύσεων.

Δηλαδή, σ’ αυτό το διάστημα αποδυναμώθηκε η κρατική εξουσία με τη μεταφορά αποφασιστικών λειτουργιών σε υπερεθνικούς ιδιωτικούς, κερδοσκοπικούς οργανισμούς, ιδρύματα και εταιρίες[10].

Επίσης, η χρηματοδότηση των επενδύσεων υποκαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις χρηματοοικονομικές επενδύσεις, που εντός του πλαισίου του νεότερου «μοντέλου της ενιαίας αγοράς», αποτελούν την κυρίαρχη δύναμη ανάπτυξης των χρηματιστηριακών αγορών[11].

Το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι ότι οι προοπτικές κερδοφορίας των επενδυτών δεν στοχεύουν σε ένα μέρος των κερδών των επιχειρήσεων, αλλά στοχεύουν κυρίως, στις διακυμάνσεις τιμών μετοχών, ομολόγων και άλλων χρεογράφων, δηλαδή στην κερδοσκοπική αξιοποίηση ταχέων χρηματιστηριακών μεταβολών.

Μάλιστα, είναι αξιοσημείωτο ότι κατά την περίοδο αυτή, ακόμα και η σαφής εννοιολογική διαφοροποίηση του κερδοσκόπου, που είναι αρνητικός επενδυτής, από τον θεσμικό επενδυτή[12], που είναι θετικός με αναπτυξιακό ρόλο, συσκοτίστηκε ιδιαίτερα. Έτσι για παράδειγμα, τα αμοιβαία κεφάλαια, όταν αγοράζουν χρεόγραφα θεωρούνται «θεσμικοί επενδυτές» και όταν τα πωλούν «κερδοσκόποι»[13].

Εν τέλει όλα αυτά κατέστησαν τις χρηματιστηριακές αγορές «αυτονομημένους, αδιαφανείς, περίπλοκους και επιθετικούς σχηματισμούς»[14], που αποτελούν τόπο σύγκρουσης ασύμμετρων οικονομικών δυνάμεων, με τις συνέπειες των συγκρούσεων τους να διαχέονται παγκόσμια και να επηρεάζουν την ευημερία προσώπων, νομικών οντοτήτων και κρατών. Στο πεδίο συγκρούσεώς τους εμπλέκονται «χρηματιστές τυχοδιώκτες, κερδοσκοπικά κεφάλαια που δεν ελέγχονται, θολοί φορολογικοί παράδεισοι, μυωπικοί οίκοι αξιολόγησης και ακόμα, απρόσεκτες κεντρικές τράπεζες ή παθητικές κυβερνήσεις»[15]. Τα εγκλήματα που τελούνται δια ή επί των χρηματιστηριακών αγορών δεν μπορούν να υπαχθούν στην μέχρι πρότινος αναπτυχθείσα δογματική προσέγγιση των γνωστών μορφών οικονομικής εγκληματικότητας (όπως τα εγκλήματα των ισχυρών, των επιχειρήσεων, του λευκού κολάρου κ.λπ.) και πρέπει να οριοθετηθούν από αυτά.

Αυτό κατά τη γνώμη μας προκύπτει από το γεγονός ότι το πεδίο εκδήλωσης των εγκλημάτων των χρηματιστηριακών αγορών, που αποτελεί και πεδίο δράσης των χρηματιστηριακών παικτών, είναι ευρύτερο και υπερτοπικό, ενώ οι συνέπειές τους δεν αφορούν το (ή μόνο το) καταναλωτικό κοινό ή ένα αόριστο αριθμό προσώπων ή τα μέλη και τους εργαζομένους μια συγκεκριμένης οικονομικής οντότητας ή την τοπική κοινότητα, την οικονομική τάξη και το δημόσιο χρήμα. Οι ανωτέρω περιγραφείσες συνέπειες σχετίζονται μόνο με τα γνωστά οικονομικά εγκλήματα, τα οποία ακόμα και με την παγκοσμιοποιημένη ή διασυνοριακή μορφή τους βλάπτουν τα ίδια ως άνω έννομα αγαθά.

Όμως, τα εγκλήματα που τελούνται δια ή επί των χρηματιστηριακών αγορών αφορούν κυρίως, και πρωτίστως, την άσκηση μιας ασύμμετρης και σε κάθε περίπτωση δυσανάλογης οικονομικής – κερδοσκοπικής ισχύος, που στην ήπια εκδήλωσή της προκαλεί όλες τις συνέπειες που όλα μαζί τα λοιπά ανωτέρω οικονομικά εγκλήματα αποφέρουν, ενώ στην ακραία εκδήλωσή της κατισχύει της κρατικής εξουσίας, ακόμη και αυτής των περιφερειακών ενώσεων κρατών, διαλύοντας εθνικές οικονομίες και προκαλώντας μαζική φτωχοποίηση λαών ή τμημάτων πληθυσμού.

Ως εκ τούτου η επιλογή του όρου «εγκλήματα των αγορών» θα μπορούσε κατά τη γνώμη μας να αποτυπώσει τα εγκλήματα που τελούνται από κερδοσκοπική διάθεση και με μέσο ή πεδίο εκδηλώσεως τις σύγχρονες χρηματιστηριακές αγορές.

Β. Οι οίκοι αξιολόγησης

α. Ο ρόλος και οι λειτουργίες

Οι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (εφεξής ΟΑΠΙ) αποτελούν ιδιωτικές εταιρίες, που ως διακηρυγμένο σκοπό έχουν την παροχή υπηρεσιών που ο τίτλος τους ορίζει, δηλαδή την αξιολόγηση της φερεγγυότητας των δανειζομένων (αξιολογούμενες οντότητες). Εν τούτοις, έχουν κατηγορηθεί για την ενεργή συμμετοχή τους στην κερδοσκοπία των χρηματοοικονομικών επενδύσεων.

Οι ΟΑΠΙ μέχρι πριν από τριάντα έτη παρουσίαζαν ενδιαφέρον μόνον ή κυρίως για την αμερικανική αγορά. Σταδιακά η Ευρώπη άρχισε να αποκτά ενδιαφέρον για τις αξιολογήσεις τους.

Βεβαίως, στο διάστημα αυτό, η προσοχή των αμερικανικών και ευρωπαϊκών οργάνων και αγορών στρεφόταν αποκλειστικά και μόνο στα αποτελέσματα των αξιολογήσεων των ΟΑΠΙ, που βαθμιαία όλο και περισσότερο επηρέαζαν τις επενδυτικές επιλογές. Για την κανονιστική ρύθμιση της λειτουργίας τους δεν υπήρχε οποιαδήποτε πρωτοβουλία, παρά μόνο μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007. Έως τότε, η υπόθεση ότι οι ΟΑΠΙ δεν είχαν κανένα λόγο να κάνουν ατελείς αξιολογήσεις, αφού αυτό θα οδηγούσε στη πτώση της φήμης και πελατείας τους[16], θεωρούνταν επαρκής λόγος μη λήψης μέτρων κατά αυτών. Επιπλέον, η επί μακρόν αδιαφορία για την επιβολή ρυθμίσεων συνδεόταν και εξαρτιόταν πλήρως από την αγοραία πίστη[17] στην ελευθερία των κεφαλαίων, που στην χρηματοπιστωτική και επιχειρηματική κουλτούρα των Η.Π.Α. είχε λάβει και τα χαρακτηριστικά συνταγματικής επιχειρηματολογίας περί των λεγόμενων «δικαιωμάτων του κεφαλαίου»[18].

Αλλά και στη χώρα μας, υπήρξαν ισχυρές απόψεις για την ανάγκη μη θεσμοθετήσεως όχι μόνο οποιωνδήποτε κυρωτικών κανόνων, αλλά ακόμη και των μη δεσμευτικών κωδίκων δεοντολογίας[19]. Το σκεπτικό βασιζόταν στο ότι η ανάπτυξη του ανταγωνισμού ήταν επαρκές στοιχείο για την αυτορρύθμιση των εταιριών, αφού κάθε ενδιαφερόμενη εταιρία αρκούσε να δεσμεύεται μόνο από το δικό της σύστημα διαχείρισης ολικής ποιότητας, το οποίο θα πιστοποιούσαν άλλες αρμόδιες εταιρίες [20] και θα τηρούσε με εσωτερικούς ελέγχους η ίδια.

Η συζήτηση για τη ρύθμιση της λειτουργίας των ΟΑΠΙ ξεκίνησε κατά την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας και ειδικώς, μετά τις εσφαλμένες εκτιμήσεις περί της φερεγγυότητας εταιριών όπως η Enron, η Worldcom και η Parmalat και την προξενηθείσα οικονομική κρίση που εξήχθη σε όλες τις αγορές. Μόνο τότε οι ΟΑΠΙ ήλθαν στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος, εγείροντας ερωτήματα γύρω από την αξιοπιστία τους, τις μεθόδους δράσης, την εποπτεία και τη νομική ευθύνη τους[21] .

Στο αντικείμενο αξιολόγησής των ΟΑΠΙ εντάσσονται αφενός, όλες οι οικονομικές δομές που θέλουν να αντλήσουν κεφάλαια, όπως, κράτη[22], δήμοι[23], πανεπιστήμια[24], τράπεζες[25], ασφαλιστικοί οργανισμοί, επιχειρήσεις, ιδιώτες, αφετέρου, όλα τα χρηματοπιστωτικά εργαλεία που μπορεί να αξιολογηθούν, όπως κινητές αξίες (αξιόγραφα με στενή έννοια όπως οι μετοχές, και με ευρεία έννοια, δηλ. πιστωτικοί τίτλοι, όπως είναι τα χρηματόγραφα, δηλαδή η συναλλαγματική, το γραμμάτιο εις διαταγή, η επιταγή, τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου και ακόμη οι ομολογίες, τα ασφαλιστήρια κ.λπ.) και προϊόντα διαχείρισης επενδύσεων.

Το έργο τους συνίσταται κυρίως πρώτον, στην παροχή πληροφοριών πιστοληπτικής ικανότητας σχετικά με τον αξιολογούμενο φορέα (εφεξής αξιολογούμενη οντότητα) και δεύτερον, στην επιβεβαίωση της οικονομικής θέσης των αξιολογούμενων, με σκοπό την αποφυγή ή μείωση των πιστωτικών κινδύνων των δανειστών ή επενδυτών σε αυτόν.

Οι ΟΑΠΙ διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές και τραπεζικές αγορές, δεδομένου ότι οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας τις οποίες διενεργούν χρησιμοποιούνται συχνά από κυβερνήσεις, θεσμικούς επενδυτές, οικονομικές ρυθμιστικές αρχές, πιστωτικά ιδρύματα, επενδυτικές εταιρείες, ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, εκδότες χρηματοπιστωτικών τίτλων, συμβούλους χρεογράφων και δανειολήπτες για να λαμβάνουν επενδυτικές και χρηματοδοτικές αποφάσεις.

Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας αποτελούν δηλαδή, πηγή πληροφόρησης και σημείο αναφοράς πρώτον, για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων των δανειζομένων, δεύτερον, για την επιβεβαίωση της φερεγγυότητας των δανειζομένων και τρίτον, για τον υπολογισμό των κινδύνων που ενέχει η δραστηριότητα των επενδυτών[26] .

Έχει αποδειχθεί ότι οι αξιολογήσεις των ΟΑΠΙ έχουν επίδραση στο κόστος των κεφαλαίων που αναζητούν οι δανειζόμενοι, στη ροή των πιστώσεων, αλλά και στην οικονομική σταθερότητα των αξιολογουμένων οντοτήτων και εν γένει των αγορών[27] .

Δηλαδή, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας δεν αφορούν μόνο τα δύο προφανή μέρη μιας σχέσης, ήτοι τον δανειστή-επενδυτή και τον δανειζόμενο, αλλά επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία των αγορών και την εμπιστοσύνη των επενδυτών και καταναλωτών.

Πρέπει να επισημανθεί ότι οι ΟΑΠΙ δύναται να αποτελέσουν παράγοντα αποσταθεροποίησης και ούτως ή άλλως αποτελούν ένα «σοβαρό παράγοντα μεταβολής της διάθεσης των αγορών»[28]. Για παράδειγμα, στην ασιατική και την ελληνική κρίση, η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας από οποιονδήποτε οίκο, ακολουθούνταν άμεσα και με αγελαίο τρόπο από την υποβάθμιση που ενεργούσαν και οι υπόλοιποι ΟΑΠΙ εις βάρος εθνικών οικονομιών[29].

Γι’ αυτό και έχει εύλογα κριθεί ότι η αποσταθεροποιητική λειτουργία των ΟΑΠΙ κατά την πρώτη υποβάθμιση μιας αξιολογούμενης οντότητας, δεν λειτουργεί κυρίως προς την κατεύθυνση βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης της οντότητας και προστασίας των επενδυτών, αλλά μάλλον έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αυτο-εκπληρούμενης προφητείας[30]. Δηλαδή, η ανακοίνωση της υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας προκαλεί αυτό το οποίο θεωρητικά, θέλει να αποφύγει. Την κατάρρευση κρατών και επενδυτών.

Μάλιστα, η αντικειμενικότητα και αμεροληψία των ΟΑΠΙ δοκιμάζεται από πλήθος οικονομικών μελετών που τους αποδίδουν ιδιοτέλεια, προκαταλήψεις και γεωπολιτικές επιδιώξεις ως προς την αξιολόγηση κρατών και τίτλων δημόσιου χαρακτήρα, για τους εξής λόγους[31] :

Οι αξιολογήσεις κρατών είναι προκυκλικές[32] και επιδεινώνουν τις οικονομικές κρίσεις και τις κρίσεις χρέους.

Οι αξιολογήσεις των τίτλων κρατών ή δήμων είναι συστηματικά (και οπωσδήποτε κατά κανόνα) χαμηλότερες από αυτές των οντοτήτων ιδιωτικού χαρακτήρα[33], λαμβάνοντας υπόψη την ίδια κατηγορία κινδύνων, στοιχείο που αποδεικνύει προκατειλημμένες θέσεις των ΟΑΠΙ.

Οι υποβαθμίσεις των περιφερειακών χωρών της ευρωζώνης είναι υπερβολικές και μεθοδολογικά αδικαιολόγητες[34].

Οι αξιολογήσεις των ΟΑΠΙ χαρακτηρίζονται από ισχυρές πολιτιστικές προκαταλήψεις και επηρεάζονται από γεωπολιτικούς συσχετισμούς. Οι σημαντικότεροι ΟΑΠΙ αξιολογούν ευμενέστερα τις χώρες που έχουν την έδρα τους, καθώς και τις αγγλόφωνες χώρες[35], εγείροντας έτσι ερωτήματα για το εάν στον πυρήνα της λειτουργίας τους κυριαρχεί η οικονομική – χρηματοπιστωτική στόχευση ή η παραγωγή τεχνικών ελέγχου και διακυβέρνησης.

Πρόσφατη απόδειξη της υψηλής παγκόσμιας γεωπολιτικής σημασίας των ΟΑΠΙ αποτελεί το γεγονός ότι η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ινδία, η Κίνα και η Νότια Αφρική, χώρες γνωστές και ως BRICS, που ευαγγελίζονται ότι επιδιώκουν μια «δίκαιη, δημοκρατική και πολυπολική παγκόσμια τάξη»[36], αποφάσισαν την ίδρυση και λειτουργία ενός δικού τους ΟΑΠΙ[37].

Από εγκληματολογικής απόψεως, ο ρόλος των ΟΑΠΙ, δεν μπορεί παρά να προσεγγιστεί α) υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης που «μέσω της κατάρρευσης των εθνικών φραγμών δημιούργησε μια παγκόσμια αγορά, η οποία αποτελεί το πλαίσιο αναφοράς όλων των οικουμενικών φορέων, νομίμων και παρανόμων»[38] και β) υπό την   προεκτεθείσα έννοια των εγκλημάτων των αγορών.

Ως εκ τούτου, η εγκληματογένεση αυτού του τύπου αυξάνει σημαντικά σαν αποτέλεσμα της δυναμικής της παγκοσμιοποίησης, που πολλαπλασιάζει ευκαιρίες, δεσμούς και ασυμμετρίες, εκτρέφοντας πολλά είδη εγκλημάτων, μεταξύ αυτών και τα εγκλήματα που τελούνται δια ή επί των χρηματιστηριακών αγορών, τα οποία μέχρι πρότινος και λόγω ελλείψεως ρυθμιστικού πλαισίου αποτελούσαν «εγκλήματα χωρίς την παραβίαση του νόμου»[39].

Πρέπει να επισημανθεί ότι οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί σε ότι αφορά τις εγκληματικές συμπεριφορές που σχετίζονται με το αντικείμενο και το πλαίσιο δράσης τους, εναλλάσσονται στους ρόλους του δράστη, του θύματος και του εγκληματικού μέσου ή σταδίου[40]. Από την εναλλαγή σε αυτούς τους ρόλους δεν εκφεύγουν οι ΟΑΠΙ. Βεβαίως, στην εισήγηση αυτή θα εστιάσουμε στον εγκληματογόνο ρόλο τους.

Μάλιστα, για τα εγκλήματα αυτά, παρότι μέχρι σήμερα δεν έχει εκδηλωθεί το ποινικό ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας, είναι βέβαιο ότι εμπίπτουν στην παγκοσμιότητα του συμφέροντος για τη διατήρηση των εννόμων αγαθών που αυτά προσβάλλουν και ως εκ τούτου είναι αναγκαία η διεθνής προσπάθεια κάθε κράτους προς την κατεύθυνση αυτή[41], που ενισχύεται και από τον επίκαιρο παγκόσμιο διάλογο για το βαθμό αξιοπιστίας των ΟΑΠΙ.

β. Ο κλονισμός της αξιοπιστίας των ΟΑΠΙ

Τέσσερα είναι τα κυριότερα ζητήματα, που δημιούργησαν αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των οίκων αξιολόγησης. Το ολιγοπώλιο των αξιολογητών, η έλλειψη ανεξαρτησίας, η έλλειψη προβλεψιμότητας και η πρόκληση δυσμενών επιπτώσεων. Ειδικότερα,

Ι. Οι οίκοι αξιολόγησης Moody’s, Standard & Poor’s και Fitch κατέχουν περίπου το 90% της παγκόσμιας αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, με τους δύο πρώτους να μοιράζονται περίπου το 80% [42]. Ο έλεγχος της αγοράς, ουσιαστικά, από δύο οίκους αξιολόγησης ευδοκίμησε από κανονιστικό πλαίσιο των Η.Π.Α. (NRSRO) που παρήγαγε μείωση του ανταγωνισμού και κατ’ ακολουθία, τη μείωση της αποτελεσματικότητας και αξιοπιστίας των οίκων [43]. Η διάρρηξη αυτής της ολιγοπωλιακής κατάστασης αποτελεί νομοθετικό στόχο των Η.Π.Α. και της Ε.Ε., όπως κατωτέρω εκθέτουμε.

ΙΙ. O ρόλος των ΟΑΠΙ εστιάζεται στη διαμεσολάβηση μεταξύ δανειστών-επενδυτών και όσων αναζητούν την άντληση κεφαλαίων. Οι αξιολογήσεις διακρίνονται σε αυτές που γίνονται κατόπιν παραγγελίας (με εντολή) και σε αυτεπάγγελτες (χωρίς εντολή)[44]. Οι οίκοι αξιολόγησης κατά κανόνα πληρώνονται για τις υπηρεσίες τους από τους αξιολογούμενους που τις παραγγέλνουν (εταιρίες, εκδότες ομολόγων ή μετοχών, διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων κ.λπ.). Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αξιολογούμενοι παρέχουν στους ΟΑΠΙ και όλη την πληροφόρηση, προκειμένου να συντάξουν τις εκθέσεις αξιολογήσεως. Αντιστοίχως, οι οίκοι παρέχουν στους αξιολογούμενους αξιολόγηση και φήμη. Στους δε επενδυτές, παρέχουν μέσω των αξιολογήσεων γνώση και εποπτεία των πιθανών επενδύσεων[45]. Ουσιαστικά, οι ΟΑΠΙ πληρώνονται για την τελική έκθεση αξιολόγησης και όχι για όλη τη διαδικασία συγκέντρωσης στοιχείων, εκτίμησης κινδύνου και ανάλυσης δεδομένων της αξιολόγησης. Έχει παρατηρηθεί ότι αν ο αξιολογούμενος δυσαρεστηθεί από την αξιολόγηση δεν επανέρχεται ως πελάτης, μπορεί δε και να μην αποπληρώσει τις υπηρεσίες που έλαβε. Έτσι, η ευθύνη και η δεοντολογία των ΟΑΠΙ κάμπτεται από την ανάγκη πληρωμής τους, αναδεικνύοντας ένα σοβαρό ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων και εν τέλει έλλειψης ανεξαρτησίας[46].

ΙΙΙ. Η ασιατική κρίση του 1997 θεωρείται ως κατ’ εξοχήν απόδειξη της έλλειψης προβλεψιμότητας της επερχόμενης κρίσης[47], αφού οι οίκοι αξιολόγησης κατηγορήθηκαν για την έλλειψη οποιασδήποτε διορατικότητας, καθότι ακολουθούσαν την πλειοψηφούσα άποψη των διαμορφωτών της αγοράς, ενώ στη συνέχεια έκαναν ραγδαίες αξιολογήσεις και υποβιβασμούς πιστοληπτικής ικανότητας τραπεζών και επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα την υπερδιόγκωση των δυσμενών οικονομικών επιπτώσεων στην οικονομία κρατών, επιχειρήσεων και λαών[48].

ΙV. Όπως διαπιστώθηκε και από την επίσημη αναφορά της έρευνας που διεξάχθηκε από την συσταθείσα από το κογκρέσο των ΗΠΑ επιτροπή για την οικονομική κρίση, οι ΟΑΠΙ απέτυχαν, μεταμορφώνοντας επισφαλείς υποθήκες σε τοξικά οικονομικά προϊόντα, τα οποία χαρακτήριζαν ασφαλή, ενώ οι επενδυτές σε αυτά τα προϊόντα εμπιστεύονταν τους οίκους χωρίς να δείξουν καμία επιμέλεια, με αποτέλεσμα την συνεχόμενη παραγωγή νεότερων τοξικών προϊόντων με τις γνωστές δυσμενείς επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία[49].

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι χώρες που έγιναν στόχοι των παγκοσμίων κρίσεων ήταν πρωτίστως αυτές που από τη δεκαετία του 1990 είχαν επιτρέψει την ευρύτατη απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, όχι μόνο για τις άμεσες επενδύσεις, αλλά και για βραχυπρόθεσμες κινήσεις από και προς το εξωτερικό[50].

Έτσι, στις περιπτώσεις μαζικής εκροής κεφαλαίων προκαλείται δραματική κατάρρευση του χρηματοοικονομικού τομέα, με τι συνέπειες να επηρεάζουν δυσμενώς την παραγωγή και το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων.

γ. Εγκληματικές συμπεριφορές

Εκθέσαμε ήδη ότι οι κύριες λειτουργίες των ΟΑΠΙ αφορούν πρώτον, την πληροφόρηση που παρέχουν στους επενδυτές και δεύτερον, την επιβεβαίωση της οικονομικής θέσης των αξιολογούμενων.

Αμφότερες οι λειτουργίες μπορούν να επηρεαστούν από συγκρούσεις συμφερόντων στις οποίες κυρίαρχο ρόλο έχει η παράνομη, παράτυπη ή αντιδεοντολογική συμπεριφορά μετόχων, μελών Διοικητικών ή Εποπτικών Συμβουλίων (εφεξής Δ.Σ. ή Ε.Σ.), στελεχών, αναλυτών αξιολογήσεων ή ακόμη και εργαζομένων σε ΟΑΠΙ[51] .

Τέτοιες συμπεριφορές, όπως καταγράφονται στην παγκόσμια βιβλιογραφία, σε εκθέσεις ανεξάρτητων επιτροπών και ινστιτούτων, κείμενα δεσμευτικών και μη δεσμευτικών κανόνων, αλλά και σε ποινικούς και αστικούς κώδικες και ειδικούς νόμους, είναι κυρίως, οι ακόλουθες :

Ι. Σε επίπεδο αναλυτών και εργαζομένων

1.- Αναλυτές αξιολογήσεων ή εργαζόμενοι (με σημαντική επιρροή) σε ΟΑΠΙ κατέχουν τίτλους ή καταθέσεις στην αξιολογούμενη οντότητα (issuer or debtor).

2.- Αναλυτές αξιολογήσεων κατέχουν διευθυντικές ή εργασιακές θέσεις στην αξιολογούμενη οντότητα.

3.- Αναλυτές αξιολογήσεων δανείζονται με προνομιακούς όρους από την αξιολογούμενη οντότητα ή έχουν ιδιαίτερα προσωπικές σχέσεις με φυσικά πρόσωπα σε θέσεις επιρροής της αξιολογούμενης οντότητας.

4.- Αναλυτές αξιολογήσεων λαμβάνουν δώρα ή άλλα ωφελήματα και παροχές από αξιολογούμενες οντότητες.

5.- Αναλυτές αξιολογήσεων που αμείβονται από τις αξιολογούμενες οντότητες. Η υψηλή αξιολόγηση αυξάνει τις αμοιβές και προσελκύει νέους πελάτες.

6.- Η ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών μεταξύ αναλυτών αξιολογήσεων που εργάζονται με διαφορετικές εντολές αναλύσεων.

ΙΙ. Σε εταιρικό επίπεδο

1.- Η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας αφορά μια αξιολογούμενη οντότητα που είναι θυγατρική ή συνδεδεμένη επιχειρηματικά με τον ΟΑΠΙ.

2.- ΟΑΠΙ που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα μέρος ή τμήμα της ιδιοκτησίας των αξιολογουμένων οντοτήτων.

3.- Ο ΟΑΠΙ παράλληλα με την αξιολόγηση διατηρεί και σχέση παροχή συμβούλου (consulting) προς την αξιολογούμενη οντότητα.

4.- Ο ΟΑΠΙ παρέχει συμβουλές για το σχεδιασμό και την εισαγωγή στην αγορά δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων που στη συνέχεια αξιολογεί ο ίδιος.

5.-Σε περιπτώσεις συνεχιζόμενων περιοδικών αξιολογήσεων η αξιολόγηση αποκτά φιλικά χαρακτηριστικά, ώστε να μην διακοπεί λόγω δυσαρέσκειας η σχέση. ΟΙ ΟΑΠΙ και οι αξιολογούμενες οντότητες συνάπτουν μακροχρόνιες σχέσεις, στις οποίες οι αξιολογούμενες οντότητες πληρώνουν για την παροχή υπηρεσιών των αξιολογητών τους. Η χρόνια συνεργασία αυξάνει πιθανότητες κατασκευής αξιολογήσεων σύμφωνα με τις επιθυμίες του αξιολογούμενου.

6.- Η πληρωμή των παραγγελθεισών αξιολογήσεων από την αξιολογούμενη οντότητα οδηγεί σε υψηλή αξιολόγηση για να μην δυσαρεστηθεί ο αξιολογούμενος.

7.- Η επιβολή τελών αξιολογήσεως με εκβιαστικό ή δωροληπτικό χαρακτήρα που δεν αιτιολογούνται από διαφορά κόστους υπηρεσιών.

8.- Η επιβολή τελών αξιολογήσεως με εκβιαστικό ή δωροληπτικό χαρακτήρα που εξαρτώνται από την έκβαση της αξιολόγησης.

9.- Σε περίπτωση αξιολόγησης δημοσίου χρέους γίνονται συστάσεις για την κατεύθυνση της εθνικής πολιτικής του αξιολογούμενου κράτους.

10.- Η εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας μιας οντότητας με σκοπό ή αποτέλεσμα την χειραγώγηση, τον εξαναγκασμό σε πράξεις ή παραλείψεις ή την καταστροφή της οικονομικής της κατάστασης.

11.- Η εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας άρνηση αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας μιας οντότητας με σκοπό ή αποτέλεσμα την διατήρηση της δυσμενούς οικονομικής θέσης της.

12.- Η εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας χρήση πληροφοριών για την εκπόνηση αξιολόγησης που είναι ανεπαρκείς ή αναξιόπιστες.

13.- Η εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας έλλειψη αξιόπιστης μεθοδολογίας αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

14.- Η αποφυγή επανεξέτασης μιας αξιολόγησης όταν σημειώνονται ουσιώδεις αλλαγές, που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν ένα άλλο αξιολογικό αποτέλεσμα.

15.- Η αποφυγή επανεξέτασης μιας αξιολόγησης όταν οι μεθοδολογίες, πρότυπα ή βασικές παραδοχές της αξιολόγησης τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα.

16.- Η ανάμιξη των ΟΑΠΙ στην δημιουργία νέων επενδυτικών προϊόντων που αξιολογούνται από τους ίδιους.

17.- Η παραπλάνηση επενδυτών με τη δημοσίευση εσφαλμένων πληροφοριών για τη θετική προοπτική χρηματοπιστωτικών τίτλων.

18.- Η δημοσίευση μιας αυτεπάγγελτης μη ευνοϊκής αξιολόγησης ως μέσο πίεσης στον αξιολογούμενο για να αναθέσει νέα αξιολόγηση στον ΟΑΠΙ για να πετύχει ευνοϊκότερη αξιολόγηση.

19.- H συναυτουργία σε παραπλάνηση σε χρηματιστικές πράξεις.

20.- Η συμμετοχή σε πράξεις απάτης ή χειραγώγησης της αγοράς.

ΙΙΙ. Σε επίπεδο μετόχων ή μελών Δ.Σ. ή Ε.Σ. και στελεχών ΟΑΠΙ

1.- Μέτοχοι ή μέλη Διοικητικών Συμβουλίων (Δ.Σ.) ή Εποπτικών Συμβουλίων (Ε.Σ.) ΟΑΠΙ ή στελέχη ή πρόσωπα που μέσω ελέγχου συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον ΟΑΠΙ, μπορεί να είναι και μέλη Δ.Σ. ή Ε.Σ. ή στελέχη αξιολογούμενης οντότητας.

2.- Μέτοχοι ή μέλη Δ.Σ. ή Ε.Σ. ΟΑΠΙ ή στελέχη ή πρόσωπα που μέσω ελέγχου συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον ΟΑΠΙ, μπορεί να έχουν επενδύσει στην αξιολογούμενη οντότητα

3.- Δωροληψία ή εκβίαση εκ μέρους μετόχων, μελών Δ.Σ. ή Ε.Σ., στελεχών, αναλυτών αξιολογήσεων ή εργαζομένων σε ΟΑΠΙ ή άλλων άμεσα ή έμμεσα συνδεομένων με τον ΟΑΠΙ μέσω ελέγχου προσώπων, η οποία τελείται εις βάρος μελών Δ.Σ. ή άλλων αποφασιστικών οργάνων της αξιολογούμενης οντότητας.

δ. Από την απόλυτη ελευθερία στις αυξανόμενες ρυθμίσεις

Οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές «απαιτούν ένα παγκόσμιο σύστημα ελέγχου και ρύθμισης»[52].

Αυτό κρίνεται ως αναγκαίο γιατί η παγκοσμιοποίηση ενεργοποιεί πέραν των υπολοίπων ασυμμετριών και τις νομικές ασυμμετρίες. Αυτές αυξάνουν τους κινδύνους των συνδεόμενων αγορών, αφού κράτη και διεθνείς θεσμοί έχουν αποτύχει στη δημιουργία αποτελεσματικού ρυθμιστικού πλαισίου των αγορών[53] και βεβαίως, των οίκων αξιολόγησης.

Ως γενικό πλαίσιο, αυτή η θέση είναι σαφής. Επίσης σαφές είναι ότι δεν είναι ορατή στο άμεσο μέλλον η ανάληψη πρωτοβουλίας για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας ρυθμιστικής αρχής.

 Αυτό δεν πρέπει να οδηγεί στην παραίτηση[54] από την ανάληψη άλλων επί μέρους πρωτοβουλιών. Ο ισχυρισμός ότι ο έλεγχος σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο δεν μπορεί να εμπεδωθεί εξαιτίας της παγκοσμιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών δεν είναι ούτε θεωρητικά ακριβής ούτε εμπειρικά αποδεικτέος[55]. Γι’ αυτό, ανεξάρτητα από το εάν, πως και πότε, μπορεί να υπάρξει ένα παγκόσμιο κοινό τεχνητό νόμισμα αναφοράς και μια ενιαία διεθνής εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών[56], ως μέσα ελέγχου της διεθνούς κερδοσκοπίας, όπως κατά καιρούς έχει προταθεί[57], είναι στον παρόντα χρόνο αναγκαία η ενίσχυση της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για την περιφερειακή αναδιάταξη και την επαναρρύθμιση των αγορών[58].

Αυτό ενδείκνυται ακριβώς γιατί οι εσφαλμένες αξιολογήσεις των ΟΑΠΙ απέτυχαν να προσδιορίσουν έγκαιρα την επιδείνωση των συνθηκών της αγοράς και τη μείωση της φερεγγυότητας χρηματοπιστωτικών οργανισμών και έτσι, συνέβαλαν σημαντικά στη διόγκωση και επιτάχυνση των συνεπειών της διεθνούς κρίσης που ξεκίνησε το 2007.

Κυρίως, από αυτή την αποτυχία αναδείχθηκε η ανάγκη θεσπίσεως ενός κοινού ρυθμιστικού πλαισίου λειτουργίας των ΟΑΠΙ.

Βεβαίως, η κυρίαρχη προσέγγιση αναγνωρίζοντας την ανάγκη μεταρρυθμίσεων του ρυθμιστικού πλαισίου των ΟΑΠΙ, συνδέει αυτές αποκλειστικά με τη διασφάλιση σταθερότητας στις κεφαλαιαγορές και την ενίσχυση της προστασίας των επενδυτών[59]

Η προσέγγιση αυτή είναι στενά οικονομική και δεν αναδεικνύει την βασικότερη ανάγκη που επιβάλλει τις κανονιστικές μεταρρυθμίσεις. Αυτή είναι η ανάγκη περιορισμού μιας δύναμης ισχύος, που δύναται να επηρεάσει την οικονομική σταθερότητα οποιουδήποτε κράτους και την οικονομική ασφάλεια κάθε λαού. Ως εκ τούτου ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν είναι μόνο ένα πεδίο δράσεως ιδιωτικών συμφερόντων με σκοπό το κέρδος, αλλά πρωτίστως αποτελεί δημόσιο αγαθό και σε κάθε περίπτωση επηρεάζει το δημόσιο αγαθό της οικονομικής ασφάλειας και προόδου, αφού ο χαρακτήρας και η λειτουργικότητά του πρέπει να υπηρετούν όλα τα τμήματα του πληθυσμού και να είναι χρήσιμος σε αυτά[60]

Επομένως, είναι σημαντικό οι δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να διεξάγονται σύμφωνα με τις αρχές της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της υπευθυνότητας και της χρηστής διακυβέρνησης προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι απορρέουσες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας είναι ανεξάρτητες, αντικειμενικές και με επαρκή ποιότητα.

Οι κυριότερες ρυθμίσεις μη δεσμευτικών και δεσμευτικών κανόνων είναι οι ακόλουθες :

Ι. Κώδικας δεοντολογίας IOSCO

Ο Διεθνής Οργανισμός Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς (International Organization of Securities Commissions – IOSCO), μέλος του οποίου είναι και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της χώρας μας, είχε ήδη αρχίσει από το 2003 την προετοιμασία ενός κώδικα δεοντολογίας για τη λειτουργία των ΟΑΠΙ[61]. Αν και ένα αρχικό σχέδιο ήταν ήδη ολοκληρωμένο από το 2004, μόλις το 2008 ο IOSCO υιοθέτησε τον Κώδικα Δεοντολογίας. Το 2011 η τεχνική επιτροπή της IOSCO εξέτασε την πρόοδο εφαρμογής των αρχών της IOSCO σχετικά με τους ΟΑΠΙ εξετάζοντας τις ληφθείσες ρυθμιστικές πρωτοβουλίες[62].

Το περιεχόμενο των κανόνων δεοντολογίας εστιάζεται κυρίως στην υπόδειξη λήψης μέτρων αποτροπής σύγκρουσης συμφερόντων και αυστηρών μεθοδολογιών αξιολόγησης, με σκοπό την προστασία των επενδυτών, τη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα και την αποφυγή συστημικού ρίσκου από τη λειτουργία των ΟΑΠΙ.

Τον Ιούνιο 2014 η IOSCO δημοσίευσε μια συμβουλευτική αναφορά δέκα καλών πρακτικών για τη μείωση της εξάρτησης από τους οίκους αξιολόγησης. Η αναφορά διαπίστωνε επίσης, ότι οι ΟΑΠΙ συνέχιζαν να παίζουν κυρίαρχο ρόλο στις αγορές[63], με τους εκπροσώπους των επενδυτών να απευθύνονται κυρίως σε αυτούς για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.

ΙΙ. Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας – FSB

Το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Financial Stability Board – FSB) , ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 2009 από τους ηγέτες του G20 ως διάδοχος του Φόρουμ Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Financial Stability ForumFSF). Δημιουργήθηκε για να συντονίσει σε διεθνές επίπεδο το έργο των εθνικών και διεθνών αρχών και οργάνων, με σκοπό την εφαρμογή πολιτικών αποτελεσματικού, εποπτικού και κανονιστικού χαρακτήρα. Σε αυτό δεν συμμετέχει η χώρα μας[64].

Το 2010 σχεδίασε, αποφάσισε και δημοσίευσε συγκεκριμένες αρχές για τη μείωση της εξάρτησης των επενδυτών από τους ΟΑΠΙ[65] . Τα κυριότερα σημεία είναι τα ακόλουθα :

1.- Η τροποποίηση της νομοθεσίας όπου απαιτείται, ώστε οι αξιολογήσεις των ΟΑΠΙ να αντικατασταθούν από κατάλληλες εναλλακτικές εκτιμήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.

2.- Η δημιουργία οργάνων και εργαλείων οίκοθεν αξιολογήσεων εκ μέρους των τραπεζών, των θεσμικών επενδυτών και των συμμετεχόντων στην αγορά, ώστε να αποφεύγεται η μηχανιστική εξάρτηση από τους ΟΑΠΙ .

3.- Η περιοδική δημοσίευση κατανοητών πληροφοριών από τους εκδότες τίτλων, σχετικά με την πραγματική κατάσταση αυτών και των τίτλων τους, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους επενδυτές να ενεργούν τις δικές τους ανεξάρτητες εκτιμήσεις, χωρίς τη διαμεσολάβηση των ΟΑΠΙ.

Μάλιστα, τo 2012, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δημοσίευσε και έναν οδικό χάρτη, τον οποίο έθεσε υπόψη του G20, με σκοπό την ταχύτερη εφαρμογή των αρχών του[66] .

III. Βασιλεία ΙΙΙ

Στις 16 Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (“Basel Committee on Banking Supervision”, εφεξής η «Επιτροπή της Βασιλείας»)[67], δημοσίευσε δύο εκθέσεις με τίτλο: «Basel III: A global regulatory framework for more resilient banks and banking systems»[68] και «Basel III: International framework for liquidity risk measurement, standards and monitoring»[69]. Οι εκθέσεις αυτές αποτελούν το προϊόν μακρών διαβουλεύσεων που έλαβαν χώρα από το 2008, λόγω της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και είναι πλέον γνωστές ως το κανονιστικό πλαίσιο της «Βασιλείας ΙΙΙ». Φέρεται ότι αποτελούν την πιο σημαντική αντίδραση της Επιτροπής της Βασιλείας στην ανωτέρω κρίση[70]. Με τις διατάξεις τους προτείνεται ένα νέο κανονιστικό πλαίσιο για τις διεθνείς τράπεζες, με αναθεώρηση του έως τότε ισχύοντος συναφούς πλαισίου και στόχο την ενδυνάμωση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος διεθνώς, μέσω[71]: α) της ενίσχυσης της μικροπροληπτικής ρυθμιστικής παρέμβασης στη λειτουργία των τραπεζών, με στόχο την ενδυνάμωση της ανθεκτικότητας τους σε περιόδους έντασης, και β) της αντιμετώπισης, μέσω μακροπροληπτικής ρυθμιστικής παρέμβασης, του συστημικού κινδύνου που μπορεί να εκδηλωθεί στο σύνολο του τραπεζικού (και εν γένει του χρηματοπιστωτικού) συστήματος, και της προκυκλικής μεγέθυνσης του εν λόγω κινδύνου σε βάθος χρόνου.

Σε ότι αφορά τους ΟΑΠΙ, έχει ιδιαίτερη σημασία η κατεύθυνση που δίδεται στην ενότητα Β των διατάξεων της «Βασιλείας ΙΙΙ», σύμφωνα με τις οποίες καλούνται οι τράπεζες αφενός στην σταδιακή απεξάρτησή τους από τις εκτιμήσεις οίκων αξιολόγησης, με την ανάπτυξη ίδιων συστημάτων και μεθόδων ώστε να αυτό-αξιολογούν τον πιστωτικό κίνδυνο των ανοιγμάτων τους και αφετέρου, στις περιπτώσεις που χρειάζονται την συμβολή ΟΑΠΙ, αυτοί πρέπει να πληρούν τα κριτήρια του Κώδικα Δεοντολογίας της IOSCO.

Στις 11 Δεκεμβρίου 2014 η Επιτροπή της Βασιλείας δημοσίευσε ένα αναθεωρημένο πλαίσιο για τις τιτλοποιήσεις (Revisions to the securitisation framework[72]) μετά από α) την διαπίστωση των αδυναμιών του προηγούμενου κανονιστικού πλαισίου της λεγόμενης Βασιλείας ΙΙ, που αντιμετώπιζε τέτοια ζητήματα τιτλοποιήσεων και β) των δεσμεύσεων που είχαν αναληφθεί από τη Βασιλεία ΙΙΙ. Η εφαρμογή του θα αρχίσει τον Ιανουάριο 2018. Η κρισιμότερη συμβολή στην προαγωγή ενός διεθνώς ανθεκτικού τραπεζικού τομέα είναι πρώτον, η δέσμευση κεφαλαίων για την προστασία από την έκθεση στις τιτλοποιήσεις και δεύτερον, το ενδιαφέρον που δίδεται στην ιεράρχηση των ζητουμένων αξιολογήσεων, με τις λεγόμενες «εσωτερικές» (ενδοτραπεζικές) αξιολογήσεις (Internal Ratings-Based Approach) να θεωρούνται πρωτευούσης σημασίας και απόλυτης προτεραιότητας έναντι των «εξωτερικών» αξιολογήσεων των ΟΑΠΙ (External Ratings-Based Approach).

ΙV. Η.Π.Α.

Στις Η.Π.Α., οι ΟΑΠΙ απέφευγαν επί μακρόν την υπαγωγή τους σε ρυθμίσεις, καθώς και τα ζητήματα αστικής ευθύνης τους, με τον ισχυρισμό ότι οι αξιολογήσεις που ενεργούσαν ενσάρκωναν το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης γνώμης, που προστατευόταν από την πρώτη τροποποίηση του οικείου Συντάγματος.

Η αντίληψη αυτή εντασσόταν στο κυρίαρχο πλαίσιο σκέψης που βασίστηκε σε κλασικές αρχές, όπως η άποψη ότι η ορθολογική συμπεριφορά των υποκειμένων κατά την επιδίωξη επίτευξης των συμφερόντων τους οδηγεί σε μια γενική ισορροπία όταν έλθουν σε επαφή αυτά τα ορθολογικά υποκείμενα, και κατά συνέπεια, διαμορφώνεται με επάρκεια η ικανότητα της αγοράς να αποκαθιστά τις ισορροπίες της όταν απειλούνται[73].

Το δόγμα ότι οι αγορές έχουν πάντα δίκιο και δεν χρειάζονταν κανονιστικές ρυθμίσεις οφείλονταν κατά πολύ και στη δυνατότητά τους να επηρεάζουν εν τέλει τα θεμελιώδη μεγέθη που υποτίθεται ότι αντανακλούσαν[74].

Η αυτορρύθμιση των αγορών εξελίχθηκε από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα σε δογματική πεποίθηση που η αυθεντία της περιόρισε σταδιακά το κράτος στο ρόλο του νυχτοφύλακα [75]και τις αγορές στην υπέρτατη εξουσία[76].

Μάλιστα, παρά την ασιατική κρίση του 1997 που ανέδειξε τον ύποπτο ρόλο των ΟΑΠΙ στην πρόκλησή της, το 1999 καταργήθηκε εν μέρει ο νόμος Glass–Steagall του 1932 που ενσωμάτωνε την εμπειρία από το κράχ του 1929 και διαχώριζε τις εμπορικές από τις επενδυτικές τράπεζες[77]. Αποτέλεσμα αυτής της κατάργησης ήταν η γιγάντωση των αμερικανικών τραπεζών, που προέβησαν σε αθρόες τιτλοποιήσεις επισφαλών ενυπόθηκων δανείων, τα οποία στη συνέχεια κατανέμονταν σε νεότερους τίτλους που αξιολογούνταν μετ’ επαίνων από τους ΟΑΠΙ[78].

Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις 4 ημέρες πριν την κατάρρευση της εταιρίας Enron στα τέλη του 2001, αξιολόγησή της από τους ΟΑΠΙ ήταν άριστη[79]. Η νομοθεσία (Sarbanes-Oxley Act of 2002) που προέκυψε από αυτό το τεράστιο σκάνδαλο, το μόνο που ουσιαστικά θεσμοθέτησε ως προς τον έλεγχο των οίκων αξιολόγησης ήταν η υποχρέωση υποβολής στον Πρόεδρο μια αναφοράς που θα συνέτασσε η επιτροπή κεφαλαιαγοράς των Η.Π.Α.[80].

Παρότι η αναφορά διαπίστωνε την εντυπωσιακή έλλειψη επιμέλειας και κανονιστικής εποπτείας των ΟΑΠΙ, εν τούτοις χρειάστηκαν άλλα τρία χρόνια για να αναληφθεί μια νομοθετική πρωτοβουλία, γεγονός που αποτελεί πλήρη απόδειξη αφενός της κυριαρχούσας δογματικής πεποίθησης στην αυτορρύθμιση των αγορών[81], αφετέρου της πολιτικής κατίσχυσης των αγορών επί του νομοθετικού σώματος.

Η κανονιστική ρύθμιση και εποπτεία των ΟΑΠΙ άρχισε στις Η.Π.Α. μόλις το 2006. Έτσι, με ομοσπονδιακό νόμο (Credit Rating Agency Reform Act) που τέθηκε σε ισχύ στις 29 Σεπτεμβρίου 2006, προβλέφθηκαν οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή των ΟΑΠΙ στον εθνικό φορέα οίκων αξιολόγησης (Nationally Recognized Statistical Rating Organization – NRSRO). Σκοπός ήταν μέσα από τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την ανταγωνιστικότητα να δοθεί η δυνατότητα σε περισσότερους ΟΑΠΙ να παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες, αυξάνοντας την ποιότητα των αξιολογήσεων.

Πρέπει βεβαίως να επισημανθεί ότι η πρόθεση του νομοθέτη να αναβαθμίσει την αξιολογική ποιότητα μέσω της ανταγωνιστικότητας που θα προερχόταν από τη δραστηριοποίηση περισσότερων ΟΑΠΙ, χωρίς να προνοήσει για κάποιο ελάχιστο πλαίσιο ευθύνης, θεωρήθηκε ότι εν τέλει επιτυγχάνει αυτό που θέλει να αποφύγει. Δηλαδή, τη διαμόρφωση των αξιολογήσεων σύμφωνα με τις απόλυτες επιθυμίες των αξιολογούμενων οντοτήτων[82].

Το 2007 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ( U.S. Securities and Exchange Commission -SEC) δημοσίευσε νέους κανόνες για την εφαρμογή των όσων προέβλεπε ο νόμος του 2006[83].

Το 2009 η ίδια επιτροπή τροποποίησε υφιστάμενες ρυθμίσεις ώστε να απαντήσει στα ζητήματα που τέθηκαν από τον τρόπο που ο εθνικός φορέας αξιολογήσεων εκτιμούσε δομημένα οικονομικά προϊόντα[84] .

Το 2010 με την εφαρμογή του νεότερου νόμου Dodd-Frank Act[85] αυξήθηκαν οι αρμοδιότητες εποπτείας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC) επί των ΟΑΠΙ και υποβαθμίστηκε η άποψη περί της ελευθερίας της έκφρασης που διέπνεε ως τότε την εκτίμηση των εκθέσεων των ΟΑΠΙ. Παράλληλα, αναγνωρίστηκε η εμπορικότητα των δραστηριοτήτων των ΟΑΠΙ και η αστική τους ευθύνη, ενώ στη συνέχεια δημιουργήθηκε και ειδικό γραφείο ΟΑΠΙ, εντός δηλαδή του οργανογράμματος υπηρεσιών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC). Προτάσεις για θεσμοθέτηση νέων κανόνων συνεχίζουν να γίνονται έως πρόσφατα[86].

  1. V. Ευρωπαϊκή Ένωση

Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ώθησε τα όργανα της ΕΕ αφενός σε ανάληψη νέων πρωτοβουλιών για ρυθμιστικές παρεμβάσεις προς διασφάλιση των κεφαλαιαγορών και των επενδυτών, αφετέρου σε αναθεώρηση ενεργειών που είχαν δρομολογηθεί πριν την κρίση[87].

Σε ό,τι αφορά τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις της ΕΕ που ήσαν αποτέλεσμα της κρίσης οι κυριότερες αφορούν τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, τα εξω-χρηματιστηριακά παράγωγα προϊόντα, τις ανοικτές πωλήσεις (short selling), τα συστήματα αποζημίωσης επενδυτών και τους ΟΑΠΙ[88].

Τα περισσότερα κράτη μέλη δεν ρυθμίζουν κυρωτικά επαρκώς τις δραστηριότητες των ΟΑΠΙ ή τις προϋποθέσεις για την έκδοση των αξιολογήσεων. Μάλιστα, παρά τη μεγάλη σημασία τους για τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, μέχρι το 2009 οι ΟΑΠΙ διέπονταν μόνο σε περιορισμένους τομείς από την κοινοτική νομοθεσία, κυρίως δε από, την οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς.

Επιπλέον,

την οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και την οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου , της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών (CESR) συνέταξε το 2005 μια έκθεση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή[89], σύμφωνα με την οποία θεωρούσε επαρκές το πλαίσιο κανόνων της ΕΕ για τους ΟΑΠΙ και η οποία, διαψεύστηκε αμέσως μετά από την κρίση που ακολούθησε.

Μόλις, το 2009 αναγνωρίστηκε αποφασιστικά η σημασία της εξασφάλισης α) επαρκούς ποιότητας των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από τους εγγεγραμμένους στην Κοινότητα[90] ΟΑΠΙ και β) αυστηρών απαιτήσεων για τη λειτουργία τέτοιων ΟΑΠΙ. Μάλιστα, αυτές οι απαιτήσεις κρίθηκε ότι έπρεπε να εκπληρώνονται υπό το κράτος δεσμευτικών κανόνων και την απειλή διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων με αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

Έτσι, τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που απαιτεί από τους ΟΑΠΙ να εγγράφονται σε ειδικό μητρώο κατά το πρότυπο του Credit Rating Agency Reform Act των Η.Π.Α. και να υπόκεινται σε αυστηρούς κανόνες δεοντολογίας, με στόχο τη μείωση πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων και την εξασφάλιση διαφάνειας στις αξιολογήσεις τους, τις οποίες θεωρεί «γνώμες», παρέχοντας στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν κυρώσεις.

Δεδομένου ότι ο στόχος του κανονισμού, δηλαδή η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας επενδυτών και καταναλωτών με τη θέσπιση κοινού πλαισίου όσον αφορά την ποιότητα των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας οι οποίες πρόκειται να εκδοθούν στην εσωτερική αγορά, δεν μπορούσε να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, λόγω της έλλειψης εθνικής νομοθεσίας και του γεγονότος ότι η πλειοψηφία των υφισταμένων ΟΑΠΙ εδρεύουν εκτός της ΕΕ, η ΕΕ διατήρησε τη δυνατότητα να θεσπίζει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης, χωρίς αυτό να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, αφού καταφανώς δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

Με τροποποιήσεις που εισήγαγε ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 513/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ/ESMA) που συστήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1095/2010 ΕΚ και του Συμβουλίου[91], εξουσιοδοτήθηκε να εγγράφει στο μητρώο της τους ΟΑΠΙ και να τους εποπτεύει[92].

Με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 462/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου συμπληρώθηκε το κανονιστικό πλαίσιο.

Πλέον τα πιστωτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που είναι εγκαταστημένες στην ΕΕ, καθώς και οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) πρέπει να χρησιμοποιούν για (κανονιστικούς) σκοπούς μόνον τις αξιολογήσεις που έχουν εκδοθεί από ΟΑΠΙ που είναι εγκατεστημένοι στην ΕΕ και έχουν εγγραφεί στο οικείο μητρώο[93].

Αυτοί οι ΟΑΠΙ δύνανται να προσυπογράφουν αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν εκδοθεί σε τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις των ανωτέρω κανονισμών.

Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από ΟΑΠΙ εγκατεστημένους σε τρίτη χώρα μπορούν να χρησιμοποιούνται στην ΕΕ για κανονιστικούς σκοπούς, χωρίς να έχουν προσυπογραφεί κατά τα ανωτέρω, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις των ανωτέρω κανονισμών και η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει το νομοθετικό και εποπτικό πλαίσιο της τρίτης χώρας ως ισοδύναμο με τις απαιτήσεις των σχετικών κανονισμών (ΕΚ).

Επίσης, με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 462/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου προσδιορίστηκε η αστική ευθύνη των ΟΑΠΙ για εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας παραβάσεις του, που εντάσσονται στο παράρτημα ΙΙΙ, και για τις οποίες προβλέπεται αποζημίωση επενδυτών ή εκδοτών τίτλων.

Επισημαίνεται ότι περισσότεροι, και πρωτίστως, οι ισχυρότεροι ΟΑΠΙ εδρεύουν εκτός ΕΕ.

Βέβαια, σε αρκετά κράτη – μέλη λειτουργούν ΟΑΠΙ που είναι θυγατρικές εταιρίες των οίκων αξιολόγησης που εδρεύουν στις Η.Π.Α. Όμως, η εταιρική τους μορφή που αφορά κυρίως νομικά πρόσωπα με περιορισμένη ευθύνη (λ.χ. Moody’s France S.A.S.[94], Standard & Poor’s Credit Market Services Italy S.r.l.[95], Fitch Deutschland GmbH[96] κ.λπ.) δεν παράγει ασφάλεια για την μαζική ή ολική ικανοποίηση απαιτήσεων επενδυτών και εκδοτών σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης, λόγω ακριβώς της χαμηλής κεφαλαιουχικής τους υπόστασης και της περιορισμένης ευθύνης τους.

Επίσης, προς συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 εκδόθηκαν:

α) ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 448/2012 της Επιτροπής, με σκοπό την παρουσίαση των πληροφοριών που διαβιβάζουν οι ΟΑΠΙ σε κεντρικό αρχείο που δημιουργεί η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών,

β) ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 446/2012 της Επιτροπής, με σκοπό τον καθορισμό του περιεχομένου και της μορφής των περιοδικών αναφορών για τα δεδομένα των αξιολογήσεων[97] που υποβάλλουν οι ΟΑΠΙ στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, με σκοπό την εποπτεία τους,

γ) ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/1 της Επιτροπής, με σκοπό την διασφάλιση μια αντικειμενικής τιμολογιακής πολιτικής των ΟΑΠΙ, ώστε τα τέλη που χρεώνονται στους πελάτες τους να αφορούν πραγματικό κόστος υπηρεσιών και να μην εξαρτώνται από τα αποτελέσματα ή την έκβαση των εργασιών που εκτελέστηκαν και

δ) ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/2 της Επιτροπής, με σκοπό την συμπλήρωση των προβλεπομένων διαδικασιών για τη διαφάνεια και δημοσιοποίηση όλων των εργαλείων, πληροφοριών και στοιχείων που αξιοποιούν οι ΟΑΠΙ κατά τις αξιολογήσεις τους, με σκοπό την ενδελεχή εποπτεία τους.

Η περιγραφείσα ευρωπαϊκή ενωσιακή νομοθεσία κατηγορήθηκε από αμερικανούς ειδικούς ότι δημιουργεί ένα πλαίσιο «κανονιστικού ιμπεριαλισμού» που φέρνει την ΕΕ σε πλεονεκτική θέση αφού καθορίζει τα προαπαιτούμενα αποδεκτής λειτουργίας όχι μόνο για τους εντός ΕΕ εδρεύοντες ΟΑΠΙ, αλλά και γι’ αυτούς που έχουν την έδρα τους στις Η.Π.Α[98].

Είναι σημαντικό ότι η ενωσιακή νομοθεσία, ανάλογα με την ύπαρξη ή μη εντολής προς εκπόνηση αξιολόγησης, δίδει τη δυνατότητα ικανοποίησης αξιολογούμενων οντοτήτων και επενδυτών από παράνομες συμπεριφορές των ΟΑΠΙ. Αυτή δύναται να επιδιωχθεί κυρίως, ως εξής[99]:

Ως προς τους αξιολογούμενους α) σε περίπτωση δικαιοπρακτικής βάσης όταν ο ΟΑΠΙ παρέχει με εντολή τις υπηρεσίες του στον αξιολογούμενο, η ευθύνη είναι συμβατική, β) σε περίπτωση αξιολόγησης χωρίς εντολή του αξιολογούμενου, κάποιες φορές, ο ΟΑΠΙ ευθύνεται με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων, γ) σε περίπτωση αξιολόγησης χωρίς εντολή του αξιολογούμενου, άλλες φορές, ο ΟΑΠΙ ευθύνεται με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας.

Ως προς τους επενδυτές α) σε περίπτωση δικαιοπρακτικής βάσης όταν ο ΟΑΠΙ υπόσχεται υπέρ τρίτων επενδυτών, η ευθύνη είναι συμβατική, β) σε περίπτωση παραβίασης του αρθ. 35α του κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 462/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η ευθύνη των ΟΑΠΙ είναι ειδική ex lege, γ) σε περίπτωση ευθύνης από ενημερωτικό δελτίο[100], ο ΟΑΠΙ ευθύνεται με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας,

Όμως, η συνολική ενωσιακή προσέγγιση αντιμετωπίζει τα εγκλήματα των ΟΑΠΙ ως διαφορές ιδιωτικού δικαίου. Από αυτή την οπτική απουσιάζει η ρύθμιση της αποδεδειγμένης δυνατότητας των ΟΑΠΙ να προκαλέσουν με τις παράνομες συμπεριφορές τους ευρύτερες συνέπειες που διαχέονται από τον χρηματοπιστωτικό κόσμο στο σύνολο των εθνικών, περιφερειακών και παγκοσμίων αγορών, που μπορούν να συμπαρασύρουν σε κατάρρευση και ύφεση κάθε εθνική οικονομία, αποδυναμώνοντας και εξαθλιώνοντας κράτη και λαούς. Ως εκ τούτου η λειτουργία των ΟΑΠΙ δεν αφορά ένα ζήτημα μόνο ιδιωτικού συμφέροντος, αλλά πρωτίστως και κυρίως, δημόσιου συμφέροντος και ενδιαφέροντος[101], για το οποίο κατά τη γνώμη μας χρειάζονται πρόσθετες εθνικές και ενωσικές νομοθετικές ρυθμίσεις, κάποιες από τις οποίες περιγράφουμε κατωτέρω.

  1. VI. H Ελλάδα

Σε ότι αφορά τη χώρα μας, λόγω της δεσμευτικότητας των ευρωπαϊκών κανονισμών, πράγματι, οι αξιολογούμενες οντότητες και επενδυτές μπορούν βάσει αυτού του πλαισίου να επιδιώξουν την αστική τους ικανοποίηση σε περίπτωση ζημίας τους, σύμφωνα με τα όσα περιγράψαμε[102].

Επιπλέον, ειδική περίπτωση ex lege ευθύνης από ενημερωτικό δελτίο, είναι αυτή που πηγάζει από τις διατάξεις του Ν. 3401/2005 «Ενημερωτικό δελτίο δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών και εισαγωγής τους για διαπραγμάτευση»[103]. Ειδική μορφή αδικοπρακτικής ευθύνης είναι η επαγγελματική ευθύνη που καθιερώνει το αρθ. 8 του Ν. 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών», όπως ισχύει και αφορά την παροχή υπηρεσιών στον καταναλωτή.Όμως, παρά το ευάλωτο της εθνικής μας οικονομίας στις επιθυμίες των ΟΑΠΙ που αυξάνουν το κόστος δανεισμού μας και παρά το ότι οι οποίες αξιολογήσεις αναδεικνύουν τη διαρκή απειλή αποσταθεροποίησης της δημόσιας και ιδιωτικής οικονομίας, εν τούτοις μέχρι σήμερα η νομοθεσία μας δεν έχει εφαρμόσει όλα όσα προτείνονταν με κάποιες συγκεκριμένες εξουσιοδοτήσεις αυξημένης τυπικής ισχύος των ανωτέρω δεσμευτικών κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Δηλαδή, η ελληνική πολιτεία δεν έχει θεσμοθετήσει ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, παρά το ότι αυτό προτείνεται από τους κανονισμούς[104], ούτε έχει γίνει οποιαδήποτε εθνική αξιοποίηση τους (με ευρύτερο ή και στενότερο τρόπο) για την αντιμετώπιση υπαίτιων συμπεριφορών των ΟΑΠΙ εις βάρος του κράτους και με την ιδιότητά του ως εκδότη τίτλων.

Επισημαίνεται ότι επί σειρά ετών η εναρμόνιση του ποινικού δικαίου στην ΕΕ προκαλούσε έντονο επιστημονικό διάλογο[105] και ζητήματα υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας[106]. Όμως, με τη χώρα μας σε κρίση και διαρκή δυσχερή θέση, παρέχεται για πρώτη φορά από τις νομικές πράξεις των θεσμικών οργάνων της ΕΕ[107], η δυνατότητα μερικής ποινικής και διοικητικής ρύθμισης της συμπεριφοράς των ΟΑΠΙ, οι οποίοι αποτελούν παράγοντα αξιολογικού εγκλωβισμού. Η μη λήψη των ποινικών και διοικητικών κυρώσεων και μέτρων που απαιτούνται από τους εκτεθέντες κανονισμούς υπονομεύει την δεσμευτικότητα τους ως προς το κράτος – μέλος και παρατείνει τον νομικό αφοπλισμό του κράτους μας μπροστά σε ασύμμετρες απειλές. Γι’ αυτό και η εθνική, πολιτική και νομοθετική αφωνία δεν είναι ευνόητη.

Γ. Καταληκτικές σκέψεις – προτάσεις

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, διεθνείς οργανισμοί[108], παγκόσμιες και περιφερειακές ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές, καθώς και εθνικά κράτη αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα ρύθμισης της συμπεριφοράς των ΟΑΠΙ, καθότι αυτή αποτελεί διαρκή παράγοντα κινδύνου και αποσταθεροποίησης εθνικών οικονομιών και χρηματοπιστωτικών αγορών.

Η αναγνώριση αυτή συνοδεύεται από τη διακήρυξη δεοντολογικών αρχών και κατευθύνσεων, αλλά και τη νομοθέτηση δεσμευτικών κανόνων.

Αυτή η διεθνώς εκπεφρασμένη κανονιστική διάθεση δεν έχει ανακόψει το ρόλο και τους κινδύνους που συνεπάγεται η ανέλεγκτη ή μη επαρκώς εποπτευόμενη λειτουργία των ΟΑΠΙ.

Σε ότι αφορά τη χώρα μας, η πρόσφατη υποβάθμιση από τον οίκο Fitch της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας σε «CCC» από «B», καθώς και το βραχυπρόθεσμο αξιόχρεο σε «C» από «B», κατά την άποψη των αξιολογητών αντανακλά την έλλειψη πρόσβασης στις αγορές, τις αβέβαιες προοπτικές έγκαιρης εκταμίευσης από τους θεσμούς και τα στενά περιθώρια ρευστότητας στον εγχώριο τραπεζικό τομέα που «έχουν θέσει υπό ακραία πίεση» τη χρηματοδότηση της ελληνικής κυβέρνησης.

Παρομοίως η κρίση του Δεκεμβρίου 2014[109] στο ελληνικό χρηματιστήριο και τις τιμές των ομολόγων υπενθυμίζει τον διαρκή ασφυκτικό έλεγχο των αγορών στην οικονομία μας.

Τότε οι προτάσεις των οικονομολόγων για την αποφυγή εμβάθυνσης της κρίσης ήταν συμβατικά ομοιόμορφες. Να ολοκληρωθούν η αξιολόγηση από την τρόικα και τα stress tests των τραπεζών, να προβλεφθεί η κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού, να κατατεθεί ένας ρεαλιστικός προϋπολογισμός για το 2015 και να καταρτιστεί ένας οδικός χάρτης για τη μεταμνημονιακή εποχή.

Υφέρπει πάντα η αγωνία ότι ο εθνικός και πολιτικός στόχος εξόδου από την κρίση και τις μνημονιακές υποχρεώσεις θα αναβάλλεται για όσα διάστημα κρίνουν οι αγορές.

Και αν αυτό κρίνεται με αντικειμενικό και αξιόπιστο τρόπο, τότε δυσχερώς μπορεί κανείς ν’ αντιλέξει. Όταν όμως στην αξιολόγηση της οικονομίας και της πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας εισάγονται για παράδειγμα, δημογραφικά κριτήρια όπως η γήρανση του πληθυσμού, στοιχείο για το οποίο πέρυσι, η Φινλανδία υποβαθμίστηκε από την κατηγορία ΑΑΑ σε ΑΑ+, τότε δημιουργούνται ανησυχίες.

Γιατί υποθέτει κανείς ότι κι αν ακόμη η χώρα επιτελέσει υποδειγματικά τις απαιτήσεις των δανειστών, πάντα θα έχει ένα λόγο να βρίσκεται σε μια διαρκή ομηρία των αγορών είτε γιατί γερνά είτε γιατί -αστειεύομαι προς τούτο- έχει πολλά χιλιόμετρα ακτών που δυσχεραίνουν την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού.

Όταν μάλιστα οι αγορές θεωρούν ως αιτία κρίσης τις εθνικές εκλογές, φαίνεται πως θεωρούν συνολικά προβληματικές τις λειτουργίες της δημοκρατίας και της λαϊκής νομιμοποίησης[110].

Πέρα λοιπόν, από τα μέτρα που προτείνουν έγκριτοι οικονομολόγοι, καθώς και τα μέτρα επενδύσεων και ανάπτυξης που πρέπει να λάβει η ΕΕ και το κράτος μας, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι αποτελούμε εν τέλει διακριτή οικονομία που διατηρεί (όπως και κάθε άλλο κράτος – μέλος) το δικό της μίγμα δυνατοτήτων, αδυναμιών και συγκριτικών πλεονεκτημάτων και ως εκ τούτου το εθνικό συμφέρον παραμένει ξεχωριστό από κάθε άλλους κράτους – μέλους[111].

Γι’ αυτό και πρέπει να θωρακίσουμε περαιτέρω την ΕΕ και τη χώρα και από την τυχόν κακόβουλη εκμετάλλευση των ομίλων που κυριαρχούν στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Σε επίπεδο ΕΕ πρέπει κυρίως :

α) να αναθερμανθεί η επιδίωξη δημιουργίας δημόσιου ενωσικού (ευρωπαϊκού) οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας[112] ,

β) να υπάρξει ενωσιακή νομοθεσία που θα καταλαμβάνει επαρκέστερα τις σχέσεις της ΕΕ με τους εκτός αυτής εδρεύοντες οίκους, με έμφαση στις ποινικές και διοικητικές κυρώσεις για τις περιπτώσεις αποσταθεροποίησης της ευρωπαϊκής νομισματικής ισορροπίας και των εθνικών οικονομιών,

γ) να ενταθεί η προσπάθεια απεξάρτησης των τραπεζών, θεσμικών επενδυτών και επιχειρήσεων από τις αξιολογήσεις των ΟΑΠΙ. Αυτό μπορεί να συμβεί με την δεσμευτική εκπόνηση ίδιων αξιολογήσεων και την αποφυγή της μηχανιστικής προσφυγής στις αξιολογήσεις των ΟΑΠΙ[113].

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, πέρα από τη συμβολή της στις ανωτέρω επιδιώξεις, θα πρέπει να σταθμίσει και τις συνέπειες από την πιθανή δημιουργία ενός εθνικού πλαισίου δικαστικού ελέγχου για τους οίκους αξιολόγησης, λόγω ακριβώς της επιρροής τους στην έννοια του δημόσιου συμφέροντος και της διαρκούς απειλής της δημόσιας οικονομικής και εσωτερικής έννομης τάξης. Εξάλλου, ήδη με ευρωπαϊκή νομοθεσία και συγκεκριμένα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, καλούνται τα κράτη μέλη να προβλέψουν διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις κατά των οίκων αξιολόγησης. Επομένως, σύμφωνα και με τα όσα περιγράψαμε, συντρέχουν οι παράγοντες προσαρμογής του νομοθέτη στις τρέχουσες συνθήκες και ανάγκες[114]. Κάποια εθνικά βήματα στην κατεύθυνση αυτή[115] θα μπορούσε να είναι τα ακόλουθα :

α) Να ενταχθεί ο ποινικός έλεγχος των εσφαλμένων εκτιμήσεων των οίκων αξιολόγησης στην αρχή της παγκόσμιας δικαιοσύνης[116], καθότι τέτοιες παράνομες συμπεριφορές θίγουν με ιδιαίτερο τρόπο την εσωτερική έννομη τάξη[117]. Απαιτείται η συμπλήρωση του άρθρου 8 Ποινικού Κώδικα, ώστε να υπάρχει αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστηρίων για τον ποινικό έλεγχο παρανόμων συμπεριφορών που έλαβαν χώρα στην αλλοδαπή από αλλοδαπούς, δηλαδή εγκλημάτων που τελέστηκαν οπουδήποτε στο εξωτερικό, από τους υπευθύνους των ΟΑΠΙ και εις βάρος της χώρας μας. Επισημαίνεται ότι στο άρθρο 8 Ποινικού Κώδικα ήδη υπάγονται εγκλήματα παγκόσμιου ενδιαφέροντος, όπως η πειρατεία, το δουλεμπόριο, η διακίνηση ναρκωτικών κ.λπ.

β) να δημιουργηθεί ειδικός ποινικός νόμος, που λαμβάνοντας υπόψη όλες τις προϋποθέσεις για την εμπέδωση ασφάλειας δικαίου[118], θα προβλέπει κακουργηματικές ποινές για τις περιπτώσεις τέλεσης εγκλημάτων από τους ανωτέρω οίκους, όπως είναι η σύγκρουση συμφερόντων, η εσφαλμένη μεθοδολογία αξιολόγησης, οι αναληθείς εκθέσεις, αλλά και λοιπές πράξεις ή παραλείψεις, που περιγράφηκαν ανωτέρω, κάποιες δε εξ αυτών τυποποιούνται περιγράφονται ειδικώς και εκτενώς σε παρόμοια ενωσιακή νομοθεσία, όπως λ.χ. στους περιγραφέντες ευρωπαϊκούς κανονισμούς 1060/2009, 513/2011 και 462/2013.

γ) να προβλεφθούν εναλλακτικά (ή και σωρευτικά) διοικητικά πρόστιμα εις βάρος των ΟΑΠΙ και να ρυθμιστούν ζητήματα εγχώριας δικαστικής αρμοδιότητας, όπου δεν προβλέπονται, για την αναζήτηση ευθυνών και υποχρεώσεων αποζημιώσεων των ΟΑΠΙ[119].

δ) να δημιουργηθεί αυτοτελές γραφείο ΟΑΠΙ στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Η ύπαρξη ενός τέτοιου πλαισίου δύναται να επιτρέπει, στις περιπτώσεις παράβασης του νόμου, την κίνηση ποινικών διώξεων από τους έλληνες εισαγγελείς κατά μελών διοικητικών συμβουλίων, στελεχών, αναλυτών αξιολογήσεων, συνεργατών (και συνεργών) των ΟΑΠΙ, την έκδοση διεθνών ή ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης και τη δυνατότητα προσωρινής κρατήσεώς τους, τη δέσμευση λογαριασμών και τη λήψη κάθε αναγκαστικού μέτρου κατά της περιουσίας τους και εν τέλει, την εκδίκαση των σχετικών ποινικών, διοικητικών και λοιπών υποθέσεων και την επιβολή προστίμων.

Βεβαίως, ένας τέτοιος ποινικός έλεγχος μπορεί να θεωρηθεί ότι χαρακτηρίζεται από τάσεις υπερβολικής ρυθμιστικής παρέμβασης (overregulation)[120] ή ακόμη και από ρομαντισμό ή και λεονταρισμό, αφού πλείστα είναι τα προβλήματα στο χώρο του ποινικού διεθνούς δικαίου, με σημαντικότερο την άρνηση συνεργασίας ξένων κρατών και την δυσχέρεια στην εκτέλεση διεθνών ενταλμάτων. Επιπλέον, μπορεί να θεωρηθεί ότι θα προκαλέσει νέα αμφισβήτηση της χώρας και των προθέσεών της, από τις αγορές. Όμως, οι γνώσεις και τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την πρόσφατη κρίση καθιστούν αναγκαία τη λήψη αυστηρών μέτρων. Εξάλλου, αν οι οίκοι αξιολόγησης είναι τόσο αληθείς και ανιδιοτελείς στις αξιολογήσεις τους, προφανώς δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε από το νόμο.

Στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο των αγορών απαιτείται η αναβάθμιση του ρόλου της δικαιοσύνης που πρέπει να ενισχυθεί με την άσκηση της αρμοδιότητας ελέγχου των ΟΑΠΙ με σκοπό την προστασία του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας από τις επιθέσεις των αγορών.

* Δ.Ν. – Δικηγόρος.

  1. Αλεξιάδη Στέργιου, Τα οικονομικά του εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσ/νικη, 2010, σ. 18.
  2. Winter Harold, The economics of crime: An introduction to rational crime analysis, Routledge, NY, 2008.
  3. Findlay Mark, The Globalisation of Crime. Understanding Transitional Relationships in Context, Cambridge University Press, Cambridge UK, 1999, σ. 162.
  4. Philip J. Cook – Jens Ludwig, Economical crime control, The criminologist Vol. 36, #6, November/December 2011),
  5. Πιτσελά Αγγελική, Η εγκληματολογική προσέγγιση του οικονομικού εγκλήματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσ/νικη, 2010, σ. 85.
  6. Πιτσελά, όπ.π., σ. 85-109.
  7. Morin François, Ένας κόσμος χωρίς τη Wall Street; Προτάσεις για ένα νέο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, εκδ. Ημερησία, 2014, σ. 31.
  8. Χούφσμιντ Γιοργκ, Πολιτική οικονομία των χρηματιστηριακών αγορών και εναλλακτικές στρατηγικές, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2006, σ. 34, 35.
  9. Τα ακόλουθα συγκεκριμένα προϊόντα είναι παραδείγματα προϊόντων που θα πρέπει να θεωρούνται ως σύνθετα: κινητές αξίες προερχόμενες από τιτλοποίηση, είδη ομολόγων όπως τα μετατρέψιμα ή τα μειωμένης διασφάλισης ομόλογα, πιστοποιητικά, συμβάσεις επί διαφορών (CFDs), ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο, δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και δικαιώματα αγοράς μετοχών σε καθορισμένη τιμή (warrants). Βλ. σχετ. ESMA, Οι κίνδυνοι των επενδύσεων σε σύνθετα προϊόντα, 7-2-2014, σε http://www.esma.europa.eu/ system/ files/investor_warning_-_complex_products_-_el.pdf .
  10. Strange Susan, Η υποχώρηση του κράτους: Η διάχυση της εξουσίας στην παγκόσμια οικονομία, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2004, σ. 21. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η παρατήρηση της Strange ότι η μεταφορά κρατικής εξουσίας σε ιδιώτες έγινε παράλληλα με την αύξηση της «καφκικής» παρέμβασης της κρατικής εξουσίας στην καθημερινότητα των πολιτών (δαιδαλώδης γραφειοκρατία, κανονισμοί, αδειοδοτήσεις, σώματα επιθεωρητών κ.λπ.). Αυτό όπως εξηγεί η συγγραφέας έγινε κατά παραχώρηση των αγορών που δεν ενδιαφέρονταν ή δεν μπορούσαν να καλύψουν όλο το φάσμα καθημερινών δραστηριοτήτων των πολιτών.
  11. Ταρνανίδου Χριστίνας, Συμβάσεις Χρηματοοικονομικών Ανταλλαγών (Swaps), εκδ. Σάκκουλα, Θεσ/νικη, 1998, σ. 1 και την εκεί αναφορά της ότι η υιοθέτηση του «μοντέλου της ενιαίας αγοράς» στον τομέα των επενδύσεων, αποτέλεσε βασική κατεύθυνση προς την γιγάντωση των αγορών, η οποία προετοιμάστηκε από το παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο, την αποκανονικοποίηση και την ελάχιστη εναρμόνιση.
  12. Στη χώρα μας, με το άρθ. 1 του ν. 2533/1997, ως «θεσμικός επενδυτής» είχε οριστεί κάθε εταιρία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, εταιρία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, εταιρία επενδύσεων χαρτοφυλακίου, ασφαλιστική εταιρία και ασφαλιστικό ταμείο που λειτουργεί νόμιμα στην επικράτεια.
  13. Θεοδωρόπουλου Θεόδωρου, Χρηματιστηριακές επενδύσεις, εκδ. Σταμούλης, Αθήνα, 1999, σ. 213.
  14. Χούφσμιντ, όπ. π., σ. 33.
  15. Morin, όπ.π., σ. 33.
  16. Levich Richard Μ. – Majnoni Giovanni – Reinhart Carmen, Ratings, Rating Agencies and the Global Financial System, New York University Salomon Center Series on Financial Markets and Institutions, Springer Science & Business Media, 2002, σ. 315.
  1. Η πίστη αυτή ενδύεται μάλιστα θρησκευτικό μανδύα, που θέλει τους αποτυχημένους να στερούνται τη χάρη του Θεού, όπως είχε επισημάνει σε δήλωσή του ο Ρόναλντ Ρήγκαν. Αναφέρεται από τον Κ. Γαβρά, συνέντευξη στο ΒΗΜΑgazino, 15-3-2015, σ. 24.
  2. Stiglitz Joseph Ε., Το τίμημα της ανισότητας: Πως η διχασμένη κοινωνία του σήμερα θέτει σε κίνδυνο το μέλλον όλων μας, τόμος Α’, εκδ. Ημερησία, 2014, σ. 105.
  3. Μπήτρου Γεωργίου, Προστασία επενδυτών, πληροφόρηση, αυτορρύθμιση, στο συλλογικό έργο Χρηματιστήριο και προστασία των επενδυτών : To ελληνικό θεσμικό πλαίσιο και ο ευρωπαϊκός και διεθνής οικονομικός χώρος, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2001, σ. 65-66.
  4. Μπήτρου, όπ.π., σ. 65.
  5. Blaurock Uwe, “Control and Responsibility of Credit Rating Agencies”, Electronic Journal of Comperative Law, Vol. 11.3, December 2007, σε http://www. ejcl.org, σ. 3-4.
  6. Collins K. Brian, Credit and Credibility: State Government Bond Ratings, 1975-2002, American Review of Public Administration 2014, Vol 44(1), σ. 112-123.
  7. Daniels Kenneth, Race and municipal bond ratings in the commonwealth of Virginia, The Review of Black Political Economy 06/1996; 24(4), σ. 111-121.
  8. Moody J. Michael, State Debt Policies and the Credit Ratings of Public Universities, Public Finance Review May 2008 36, σ. 287-307.
  9. Richards Anthony J. – Deddouche David, Bank Rating Changes and Bank Stock Returns – Puzzling Evidence from the Emerging Markets, November 1999, σε https://www.imf.org/ external/ pubs/ft/wp/1999/wp99151.pdf .
  10. The International Organization of Securities Commission, Report on the activities of credit rating agencies, September 2003, σ. 6-8.
  11. International Monetary Fund, “Global Financial Stability Report : Sovereigns, funding, and systemic liquidity”, October 2010, σ. 111.
  12. Roche Marc, Καπιταλισμός εκτός νόμου – Η οικονομία του παρασκηνίου, εκδ. Ημερησία, 2014, σ. 73.
  13. Roche, όπ.π., σ. 78.
  14. Gärtner Manfred, Standards are poor : On competence and professional integrity at the leading rating agency, 2014, σ. 2, σε http://link.springer.com/article/ 10.1007%2Fs10272-014-0517-8#page-1 .
  15. Gärtner, όπ,π., σ. 2.
  16. Ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια της μεγιστοποίησης των διακυμάνσεων του οικονομικού κύκλου.
  17. Cornaggia Jess – Cornaggia Kimberly J. – Hund John E., Credit ρatings across asset classes, 14 June 2014, σ. 1, http://ssrn.com/abstract=1909091 .

34.[34] Vernazza Daniel – Nielsen Erik F. – Gkionakis Vasileios, Τhe Damaging Bias of Sovereign Ratings, UniCredit Global themes series, Economics & FI/FX reports, 26 March 2014, σ.3, σε http://www.dt.mef.gov.it/export/sites/sitodt/modules/ documenti_en/analisi_progammazione/ brown_bag/GlobalThemesSeries_26Mar14.pdf .

  1. Fuchs Andreas – Gehring Kai, The Home Bias in Sovereign Ratings, 20 December 2013, Discussion Paper Series No 552, University of Heidelberg, Department of Economics, σ. 36, http://www.uni-heidelberg.de/md/awi/forschung/dp 552.pdf. Από τη μελέτη αυτή, που αξιοποίησε συγκριτικά τις αξιολογήσεις συνολικά 9 ΟΑΠΙ που εδρεύουν σε 6 χώρες, επιβεβαιώθηκε ότι οι ΟΑΠΙ αξιολογούσαν τις χώρες στις οποίες έδρευαν τουλάχιστον κατά μια βαθμίδα ανώτερη από άλλες χώρες ιδίου επιπέδου. Παρατηρήθηκε επίσης, ότι η διαφορά μεταξύ της ομιλουμένης γλώσσας στην έδρα των ΟΑΠΙ και της ομιλούμενης γλώσσας στην αξιολογούμενη χώρα, οδηγούσε σε χαμηλότερες βαθμολογήσεις, χωρίς να συντρέχουν οποιοιδήποτε άλλοι σχετικοί οικονομικοί παράγοντες.
  2. Joint Statement of the BRIC Countries’ Leaders, June 16, 2009, σε http://archive.kremlin.ru /eng/text/docs/2009/06/217963.shtml .
  3. Zaidi Deena, A new credit rating agency for BRICS, Economy Watch, February 13, 2015, σε http://www.economywatch.com/features/A-New-Credit-Rating-Agency-for-BRICS.02-13-15.html .
  4. Δημόπουλου Χαράλαμπου, Η παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος -κατά την αγγλοσαξωνική βιβλιογραφία, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σ. 99.
  5. Δημόπουλου, όπ.π., 105.
  6. Σκανδάμη Μαρίνου, Τοκογλυφία : Διαχρονική – Εγκληματολογική προσέγγιση, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007, σ.126.
  7. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Ποινικό Δίκαιο – Γενική Θεωρία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσ/νικη, 2004, σ. 133.
  8. Bergstrom Rupini, Bond raters get subpoenas, Wall St Journal, Oct. 27, 2007, B2 και σε http://www.wsj.com/articles/SB119342348928373142 .
  9. Fabian Dittrich, The Credit Rating Industry: Competition and Regulation, σ. 9, σε http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=991821 (τελευταία επίσκεψη 18/03/14.
  10. Blaurock, όπ.π., σ. 3-4.
  11. Wessendorf M. Erin, Regulating the credit rating agencies, Entrepreneurial Business Law Journal, vol. 3: I, 2008, 162.
  12. Wessendorf, οπ.π., 171.
  13. Ζοπουνίδη Κωνσταντίνου, Οίκοι αξιολόγησης και αξιοπιστία, 24-12-2012, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=490241&h1=true#commentForm και την εκεί αναφορά του ότι «ενώ τα συστήματα βαθμολόγησης των διεθνών οργανισμών έχουν μια ικανότητα πρόβλεψης της οικονομικής κατάρρευσης, κρίνονται αναποτελεσματικά στην έγκαιρη διάγνωση οικονομικών κρίσεων και προβλημάτων πτώχευσης».
  14. Ryan John, The negative impact of credit rating agencies and proposal for better regulation, working paper FG1, 2012/Nr. 01, January 2012, SWP Berlin, σ. 11.
  15. “The Financial Crisis Inquiry Report”, The Financial Crisis Inquiry Commission, Official Government Edition, January 2011, σ. 418.
  16. Χούφσμιντ, όπ. π., σ. 246.
  17. Weber Η. Rolf & Baumann Simone, Conflicts of Interest and Risk Management : Practices in the CRA Industry, στο Jan Kleineman-Lars Gorton-Aron Verstaending (edts) “Perspectives on Credit Rating Agencies”, Stockholm Centre for Commercial Law – Juridiska fakulteten, 2013, σ. 284 επ.
  18. Χούφσμιντ, όπ.π., σ. 341.
  19. Δημόπουλου, όπ.π., σ.105.
  20. Βασιλαντωνοπούλου Βίκυς, Λευκά κολάρα’ & οικονομικό έγκλημα : Κοινωνική βλάβη και αντεγκληματική πολιτική, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2014, σ. 330.
  21. Χούφσμιντ, όπ.π., σ. 341.
  22. Vernazza – Nielsen – Gkionakis, όπ.π., σ. 3.
  23. Χούφσμιντ, όπ.π., σ. 342.
  24. πρβλ. Ρούκουνα Εμμανουήλ, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σ. 24-25 και την εκεί αναφορά του ότι «η διεθνής ζωή ευνοεί την σχετικοποίηση των συνόρων, την κάμψη της κρατικής κυριαρχίας και κατά συνέπεια καθιστά απολύτως απαραίτητη την ενίσχυση σχημάτων διεθνούς κανονιστικής δράσεως με εγγυήσεις νομιμότητας».
  25. European Commission, 2010: Regulating financial services for sustainable growth, Communication, June, σε http://ec.europa.eu/internal_market/finances/ docs/general/com 2010_en.pdf .
  26. Χούφσμιντ, όπ.π., σ. 343.
  27. IOSCO, Statement Of Principles Regarding The Activities Of Credit Rating Agencies, Statement of the Technical Committee of IOSCO September 2003, σε http://www.iosco.org/library/pubdocs/pdf/IOSCOPD151.pdf .
  28. Regulatory Implementation of the Statement of Principles Regarding the Activities of Credit Rating Agencies – Final Report, Technical Committee of the International Organization of Securities Commissions, February 2011.
  29. IOSCO, Good practices on reducing reliance on CRAs in asset management – Consultation Report, June 2014, σε http://www.iosco.org/library/pubdocs/ pdf/IOSCOPD442.pdf .
  30. Μέλη του μπορεί να γίνουν υπουργοί οικονομικών, κεντρικές τράπεζες, ρυθμιστικές αρχές, διεθνείς οικονομικοί θεσμοί και ιδρύματα. Σε αυτό συμμετέχουν σύμφωνα με την τελευταία τροποποίηση της 26ης Μαρτίου 2015, υπουργοί και αρχές 24 χωρών, η ΕΚΤ, η Commission, 3 διεθνή οικονομικά ιδρύματα και 6 διεθνείς τραπεζικοί, εποπτικοί και οικονομικοί θεσμοί.
  31. Financial Stability Board, Principles for reducing reliance on CRA ratings, October 27, 2010, σε http://www.financialstabilityboard.org/wp-content/uploads/r_ 101027.pdf?page_moved =1 .
  32. Financial Stability Board, Roadmap and workshop for reducing reliance on CRA ratings -FSB report to G20 Finance Ministers and Central Bank Governors, 5 November 2012, σε http://www.financialstabilityboard.org/wp-content/uploads/ r_121105b.pdf?page_moved=1 .
  33. Η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία ιδρύθηκε το 1974 με αρχική συμμετοχή 13 χωρών. Λειτουργεί υπό την αιγίδα της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements). Διατυπώνει ευρέα εποπτικά πρότυπα και κατευθύνσεις και προτείνει βέλτιστες πρακτικές, με την προσδοκία ότι οι επιμέρους εποπτικές αρχές θα λάβουν μέτρα για την εφαρμογή τους μέσω θεσμικών ή άλλων προσαρμογών, οι οποίες ενδείκνυνται για τα εθνικά τους συστήματα. Η Επιτροπή δεν έχει τη μορφή υπερεθνικής εποπτικής αρχής και τα συμπεράσματά της δεν έχουν, ούτε υπήρχε ποτέ η πρόθεση να έχουν, δεσμευτική νομική ισχύ. Βλ. σχετ. http://www.bankofgreece.gr/Pages/el/ Supervision/ Diavoulevseis/ others.aspx .
  34. Basel Committee on Banking Supervision (2010a): December, http:// www.bis.org/publ/bcbs 189.htm.
  35. Basel Committee on Banking Supervision (2010b): December, http:// www.bis.org/publ/bcbs 188.htm.
  36. Γκόρτσου Χρήστου, ΄Βασιλεία ΙΙΙ’: H αναθεώρηση του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία με στόχο την ενδυνάμωση της σταθερότητας του διεθνούς τραπεζικού συστήματος, στο συλλογικό έργο «Η διεθνής κρίση, η κρίση στην ευρωζώνη και το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα», Γ. Χαρδούβελη-Χρ. Γκόρτσου (επιμ.), ΕΕΤ Αθήνα 2011, σ. 522.
  37. Γκόρτσου, όπ.π., σ. 522.
  38. Revisions to the securitisation framework, Basel III Document, 11 December 2014, σε http://www.bis.org/bcbs/publ/d303.pdf
  39. Touraine Alain, Μετά την κρίση : Από την κυριαρχία των αγορών στην αναγέννηση της κοινωνίας, εκδ. Ημερησία, 2014, σ. 58.
  40. Soros George, H οικονομική κρίση του 2008 και η σημασία της, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 2008, σ. 109-114. Έχει ενδιαφέρον το παράδειγμα του συγγραφέα για μεγάλες εταιρίες υψηλής τεχνολογίας που χρησιμοποιούσαν τα κέρδη τους για να αποκτήσουν άλλες εταιρίες, οδηγώντας έτσι, σε μια επιχειρηματική μόδα που επιτύγχανε την αύξηση τιμών μετοχών όχι μόνο δια της συνεχούς απόκτησης άλλων εταιριών, αλλά και δι’ αυτής μόνο της ανακοίνωσης ότι προτίθενται να χρησιμοποιήσουν τα μελλοντικά κέρδη τους για την περαιτέρω απόκτηση άλλων μικρότερων εταιριών . Ευνόητο είναι ότι το μοντέλο αυτό που αντανακλούσε τη δήθεν δικαίωση της αγοράς για αυτού του είδους την οικονομική μεγέθυνση, κατέρρευσε με την πρώτη αμφισβήτηση που έριξε την τιμή των μετοχών.
  41. Rothbard Murray, Power and Market: Government and the Economy, fourth edition, Ludwig von Mises Institute, Auburn, Alabama, 2006.
  42. Χάρβεϊ Ντέϊβιντ, Νεοφιλελευθερισμός : Ιστορία και παρόν, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2007,σ. 14.
  43. Η μερική κατάργηση έγινε με το νόμο Gramm–Leach–Bliley Act , γνωστό και ως Financial Services Modernization Act of 1999 (Pub.L. 106–102, 113 Stat. 1338, που ετέθη σε ισχύ στις 12 Νοεμβρίου 1999).
  44. Stiglitz Joseph E., O θρίαμβος της απληστίας – Η ελεύθερη αγορά και η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας, τόμος Α’, εκδ, Ημερησία, 2014, σ. 142.
  45. Τα ίδια ίσχυσαν και στην περίπτωση της πτώχευσης της Lehman Brothers το 2008. Βεβαίως, οι αξιολογήσεις δεν ήσαν ο μόνος παράγοντας τέτοιου είδους πτωχεύσεων. Βλ. σχετ. Βατικιώτη Λεωνίδα, Σαράντα άδοξα χρόνια ; H μετανάστευση στην Ελλάδα μιας χρόνιας και δομικής κρίσης, στο συλλογικό έργο Ο χάρτης της κρίσης: To τέλος της αυταπάτης, εκδ. Τόπος, Αθήνα, 2010, σ. 261 και την εκεί αναφορά του ότι πέραν των ΟΑΠΙ, η συνδρομή ενός αδιαφανούς τραπεζικού συστήματος, των νέων χρηματοπιστωτικών εργαλείων και ενός πακτωλού κεφαλαίων υπό τη μορφή δανείων, συνέβαλαν στην κατάρρευση της Lehman Brothers και όσων τραπεζών ακολούθησαν αυτήν.
  46. Report on the Role and Function of Credit Rating Agencies in the Operation of the Securities Markets As Required by Section 702(b) of the Sarbanes-Oxley Act of 2002 U.S. Securities and Exchange Commission, January 2003, σε http://www.sec.gov/news/studies/ credratingreport0103.pdf .
  47. CFA Institute, Self-regulation in the securities markets: Transitions and new possibilities, August 2013, σε http://www.cfapubs.org/doi/pdf/10.2469/ccb.v 2013.n11.1, σ. 36-38. Ακόμη και σήμερα, η αυτορρύθμιση των αγορών αποτελεί θεμελιώδη επιδίωξη του επενδυτικού κόσμου, όπως διαφαίνεται από αυτή τη δημοσίευση του CFA Institute, οργάνου διεθνών επενδυτών, που εξαίρει τα προτερήματα της καινοτομίας, της έλλειψης γραφειοκρατίας και της άμεσης απάντησης των αγορών στις οικονομικές κρίσεις έναντι της -όπως αναφέρεται- δυσκίνητης και παρωχημένης αντίδρασης κρατών και κανονιστικών αρχών.
  48. Stiglitz, όπ.π., τόμος Α’ σ. 144 & τόμος Β’ σ. 183 και τις εκεί αναφορές του, ότι η ερμηνεία των κακών επιδόσεων των ΟΑΠΙ στην ασιατική και αμερικανική κρίση, οφειλόταν πρωτίστως στο ότι οι ΟΑΠΙ Moody’s και Standard & Poor’s πληρώνοντας από τις τράπεζες επενδύσεων των οποίων τους τίτλους βαθμολογούσαν. Αν ένας οίκος αξιολόγησης δεν έδιδε την επιθυμητή βαθμολογία, οι τράπεζες επενδύσεων απευθύνονταν στον άλλο, σε «μια κούρσα προς τον πάτο». Γι’ αυτό ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός μπορεί να χειροτερεύσει το επίπεδο των αξιολογήσεων, αν δεν συνοδευτεί και με άλλες μεταρρυθμίσεις.
  49. “Oversight of Credit Rating Agencies Registered as Nationally Recognized Statistical Rating Organizations”, Exchange Act Release 34-55857 of June 5, 2007; 72F.R.33564 of June 18, 2007.
  50. “Amendments to Rules for Nationally Recognized Statistical Rating Organization”, Exchange Act Release 34-59342 of February 2, 2009; 74F.R.6456 of February 9, 2009.
  51. Dodd-Frank Wall Street Reform and Consumer Protection Act, Enacted into Law on July 21, 2010, σε https://www.sec.gov/about/laws/wallstreetreform-cpa.pdf
  52. Weber- Baumann, όπ. π., σ. 299.
  53. Λιβαδά Χριστίνας – Βασίλα Άννας, Η ρυθμιστική παρέμβαση στις αγορές κεφαλαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως συνέπεια της κρίσης, στο συλλογικό έργο «Η διεθνής κρίση, η κρίση στην ευρωζώνη και το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα», Γ. Χαρδούβελη – Χρ. Γκόρτσου (επιμ.), ΕΕΤ, Αθήνα, 2011, σ. 569 επ.
  54. Λιβαδά – Βασίλα, όπ.π.
  55. CESR’s technical advice to the European Commission on possible measures concerning credit rating agencies, March 2005, σε http://www.esma.europa. eu/system/files/05_139b.pdf
  56. Ο όρος «Κοινότητα» και ο επιθετικός προσδιορισμός «κοινοτικός-ή» χρησιμοποιείται κατ’ επανάληψη στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, περιγράφοντας ουσιαστικά την ΕΕ.
  57. Η ESMA συστάθηκε την 1 Ιανουαρίου 2011 με σκοπό να συμβάλει στη διαφύλαξη της σταθερότητας του ευρωπαϊκού χρηματοοικονομικού συστήματος. Λειτουργεί ως ανεξάρτητη εποπτική αρχή, αλλά είναι υπόλογη απέναντι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου παρουσιάζεται ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής, της ECON, κατόπιν πρόσκλησής της. Είναι επίσης πλήρως υπόλογη απέναντι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ESMA Αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (European System of Financial Supervison-ESFS) που επίσης συγκροτήθηκε το 2011 ως αποτέλεσμα των νομοθετικών προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την δημιουργία νέου θεσμικού πλαισίου χρηματοπιστωτικής εποπτείας στην Ευρώπη. Το σύστημα αυτό αποτελείται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (European Systemic Risk Board – ESRB) και τις τρείς ανεξάρτητες ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, την ESMA με έδρα στο Παρίσι, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (European Banking Authority – EBA) με έδρα στο Λονδίνο και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (European Insurance and Occupational Pensions Authority – EIOPA) με έδρα στη Φρανκφούρτη. Σημειώνεται ότι το ESRB παρακολουθεί και αξιολογεί πιθανούς κινδύνους στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που προέρχονται από τις μακροοικονομικές εξελίξεις και από εξελίξεις εντός του χρηματοπιστωτικού συστήματος συνολικά.
  58. Η ESMA ενεργεί την εποπτεία συγκεκριμένων εταιριών με πανευρωπαϊκή παρουσία. Εκτός από τους ΟΑΠΙ (CRAs) εποπτεύει και τα Αρχεία Καταγραφής (ή Αποθετήρια) Συναλλαγών (TRs). Η ESMA είναι επίσης υπεύθυνη για τo συντονισμό της δραστηριότητας των εθνικών εποπτικών αρχών κινητών αξιών ή τη λήψη μέτρων επείγοντος χαρακτήρα όταν ανακύπτει περίπτωση κρίσης.
  59. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ/ESMA), υπάρχει μια σταδιακή αύξηση των εγγραφών. Κατά το έτος 2013, στην ΕΕ υπήρχαν 22 ΟΑΠΙ εγκατεστημένοι σε 11 κράτη μέλη. Από αυτούς, 10 είχαν τοπική δραστηριοποίηση, 10 παγκόσμια δραστηριοποίηση και άλλοι 2 ευρωπαϊκή. Στο τέλος του 2014 οι εγγεγραμμένοι και πιστοποιημένοι ΟΑΠΙ ανέρχονταν σε 41, βλ. σχετ. http://www.esma.europa.eu/page/List-registered-and-certified-CRAs.
  60. Οιsociété par actions simplifiée” (SAS) αποτελούν μετοχικές εταιρίες περιορισμένης ευθύνης που το ελάχιστο απαιτούμενο μετοχικό κεφάλαιο ορίζεται στο ένα (1) ευρώ, βλ. σχετ. http://www.french-business-law.com/sas-or-sarl-article 27.html.
  61. Οι “Società a responsabilità limitata(Srl), εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, συστήνονται με κεφάλαιο τουλάχιστον 10.000 ευρώ.
  62. Για τις Gesellschaft mit beschränkter Haftung (GmbH) το μίνιμουμ ιδρυτικό κεφάλαιο ορίζεται σε 25.000 ευρώ.
  63. Οι αξιολογήσεις των ΟΑΠΙ ταξινομούνται σε : α) εταιρικές αξιολογήσεις, β) αξιολογήσεις δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, γ) αξιολογήσεις δημόσιου χρέους και δημόσιων οικονομικών και δ) αξιολογήσεις καλυμμένων ομολόγων.
  64. Charles Kristina St., Regulatory Imperialism: The Worldwide Export of European Regulatory Principles on Credit Rating Agencies, Minnesota Journal of int’l law, Vol. 19:2, 2010, σ. 451.
  65. Μαστρομανώλη Εμμανουήλ, Οίκοι αξιολόγησης εμπόρων και χρηματοπιστωτικών μέσων: Αποστολή, ρύθμιση, αστική ευθύνη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2013, σ. 248 επ.
  66. Το ενημερωτικό δελτίο εκδίδεται για να συνδράμει τους επενδυτές στη διαμόρφωση ενημερωμένων επενδυτικών αποφάσεων τους. Ο τρόπος έκδοσής του ρυθμίζεται από το Ν. 3401/2005. Περιέχει πληροφορίες για τον εκδότη και τις κινητές αξίες που αποτελούν το αντικείμενο δημόσιας προσφοράς ή εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά.
  67. Κατηφόρη Γεωργίου, Κερδοσκοπία και πολιτικός έλεγχος, στο συλλογικό έργο Χρηματιστήριο και προστασία των επενδυτών : To ελληνικό θεσμικό πλαίσιο και ο ευρωπαϊκός και διεθνής οικονομικός χώρος, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2001, σ. 60.
  68. Για τα ζητήματα τοπικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων, βλ. σχετ. Μαστρομανώλη, όπ.π., σ. 301 – 302.
  69. Στο άρθ. 24 Ν. 3401/2005 προβλέπεται επιβολή προστίμου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και ελάχιστη ποινή φυλάκισης τριών μηνών, εφόσον υπήρξε εκ προθέσεως τέλεση. Στο άρθ. 25 προβλέπονται ειδικοί χρονικοί περιορισμοί αστικών αξιώσεων. Ειδικά για τις διοικητικές διαφορές που προκύπτουν από τις ατομικές διοικητικές πράξεις επιβολής προστίμων, βλ. σχετ. Παγώνη Σοφίας, Η εξουσία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την επιβολή κυρώσεων και ο δικαστικός έλεγχος αυτών, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσ/νικη, 2005, σ. 301 επ.
  70. Στο προοίμιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και ειδικώς στην παρ. (66) αναφέρεται ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων του κανονισμού, που να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και ότι θα πρέπει τα κράτη μέλη να προβλέπουν διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις. Στο άρθρο 36 του ίδιου κανονισμού αναφέρεται «τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που ισχύουν σε περιπτώσεις παραβίασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν την επιβολή τους».
  71. Παύλου Στέφανου, Το ποινικό δίκαιο και οι «αποφάσεις – πλαίσιο» της ΕΕ. Μια ακόμη (επικίνδυνη) πύλη εισόδου του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου στο ελληνικό, ΠοινΧρ ΝΔ/2004, σ. 961-978. Επίσης, Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρία, Νεότερες εξελίξεις του ποινικού δικαίου στην ΕΕ και δικαιοκρατικά ελλείμματα, ΠοινΧρ ΝΣΤ/ 2006, σ. 577-590.
  72. Καρανικόλα Σπύρου, Η επίδραση του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου στην ελληνική ποινική έννομη τάξη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012, σ. 128.
  73. Για το παράγωγο δίκαιο των πράξεων θεσμικών οργάνων της ΕΕ, βλ. Κοτσίρη Λάμπρου, Ευρωπαϊκό εμπορικό δίκαιο, Β’ έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσ/νικη, 2102, σ. 62 επ.
  74. Η συζήτηση για την τον τρόπο αξιολόγησης των κρατών έχει μεταφερθεί και στον ΟΗΕ. Θα απασχολήσει το τρίτο «International Conference on Financing for Development» που θα διεξαχθεί τον Ιούλιο 2015 στηνAddis Ababa, βλ. σχετ. UN, Economic and Social Council Panel Explores Developing Fair, Transparent Credit Rating System that Supports Sustainable Development, 8 December 2014, σε http://www.un.org/press/en/2014/ecosoc6655.doc.htm
  75. Η Fitch υποβαθμίζει την Ελλάδα σε «CCC», To Βήμα, 27/03/2015 σε http://www.tovima.gr /finance/ article/?aid=689775
  76. Krueger Skip – Walker W. Robert, Divided Government, Political Turnover, and State Bond Ratings, Public Finance Review,May 2008;vol. 36, 3, σ. 259-286. Στο άρθρο περιγράφεται το πώς οι πολιτικές αλλαγές και οι αβέβαιοι μελλοντικοί κυβερνητικοί σχηματισμοί οδηγούν στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας χωρών που αντιμετωπίζουν τέτοιες πολιτικές εξελίξεις, με ταυτόχρονη αύξηση του κόστους δανεισμού τους.
  77. Baimbridge Mark – Whyman Philip B., Crisis in the Eurozone: Causes, Dilemmas and Solutions, Palgrave Macmillan, 2015, σ. 87.
  1. Πρβλ. Partnoy Frank, Rethinking Regulation of Credit Rating Agencies: An Institutional Investor Perspective, University of San Diego, Legal Studies Research Paper Series, Research Paper No. 09-014, July 2009, σε http://ssrn.com/abstract= 1430608, σ.2. Επίσης, Soros, όπ.π., σ. 135 και την εκεί αναφορά του ότι «αν δεν υπήρχαν οι ρυθμιστικές αρχές, οι χρηματοοικονομικές αρχές θα όδευαν προς την κατάρρευση».
  2. Financial Stability Board, Principles for Reducing Reliance on CRA Ratings, 27 October 2010, σε http://www.financialstabilityboard.org/wp-content/ uploads/r_101027.pdf?page _moved=1, σ. 2).
  3. Φαρσεδάκη Ιάκωβου, Στοιχεία Εγκληματολογίας, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2005, σ. 21 και την εκεί διάκριση των παραγόντων δημιουργίας ποινικών νόμων σε παράγοντες προσανατολισμού και παράγοντες παραγωγής.
  4. Πρβλ. Κουράκη Νέστορα, Τα οικονομικά εγκλήματα Ι, 2η εκδ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1998, σ. 16 επ. και την εκεί αναφορά του για τα νομικά, κοινωνιολογικά και πραγματιστικά επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν διεθνώς ενάντια στην σκοπιμότητα της προσφυγής σε ποινικές κυρώσεις κατά των οικονομικών εγκληματιών.
  5. Μανωλεδάκη, όπ.π., σ. 133-136 και την εκεί αναφορά του για τον τρόπο με τον οποίο η «αρχή της παγκόσμιας δικαιοσύνης» ή «αρχή του παγκόσμιου ενδιαφέροντος» επιτρέπει την εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων και κατά αλλοδαπών, για συγκεκριμένες πράξεις που τελούνται στο εξωτερικό, ανεξάρτητα από τους νόμους του τόπου τέλεσης της πράξης.
  6. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Διάγραμμα Ποινικού Δικαίου – Γενικό Μέρος, 5η εκδ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σ. 88.
  7. Πρβλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελισάβετ, Η έννοια της «εμπορίας ναρκωτικών» στο άρθ. 8 ΠΚ, (Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1577/1995), στο Εμβάθυνση στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2008, σ. 7-8.
  8. Πρβλ. Partnoy, όπ.π., σ.2.
  9. Γκόρτσος, όπ.π., σ. 535.envsik;h