Το παιδί θύμα: Πόσο ‘φιλικό’ είναι τελικά το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης;*
Κατερινα (Νινα) Αγγελοπουλου**
Η επιλογή αυτού του θέματος δεν έγινε τυχαία, καθώς πρόκειται για ρητορικό ερώτημα. Στην ερώτηση «πόσο φιλικό είναι το σύστημα απονομής δικαιοσύνης (στο εξής ΣΑΔ) προς τα παιδιά;» η κατηγορηματική απάντηση είναι «καθόλου». Η καθημερινότητα των δικαστηριακής πρακτικής έχει καταδείξει ότι το ΣΑΔ ουδέποτε κατάφερε να γίνει φιλικό για τους ενηλίκους, ούτε καν τους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ», πόσο μάλλον για τα παιδιά, τα οποία τυχαίνει να είναι θύματα βίας. Επομένως, μόνο εάν δεχθούμε ότι το ΣΑΔ και ο φιλικός χαρακτήρας του προς τα παιδιά αποτελούν σχήμα οξύμωρο, μπορούμε να το προσεγγίσουμε.
Γιατί, ωστόσο, πρέπει να το κάνουμε αυτό; Ως νομικός απαντώ χωρίς δεύτερη σκέψη: Γιατί ως χώρα είμαστε πολύ πίσω στην υλοποίηση των ανειλημμένων συμβατικών υποχρεώσεών μας, διεθνών και περιφερειακών και γιατί σε εθνικό επίπεδο έχουμε θεσπίσει μια σειρά νομοθετημάτων, τα οποία παραμένουν ανεφάρμοστα. Ως νομική σύμβουλος φορέα παιδικής προστασίας[1], έχω πλήρη επίγνωση ότι ήδη πληρώνουμε ένα πολύ μεγάλο τίμημα, αφήνοντας αναπάντητα τα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν στην προστασία των παιδιών που έρχονται σε επαφή με τη δικαιοσύνη επί πολλά έτη. Θα αναφέρω, για παράδειγμα, την «ανακύκλωση» του πληθυσμού που επισκέπτεται την Εισαγγελία Ανηλίκων, ένα φαινόμενο, κατά το οποίο, τη μία στιγμή στο χρόνο το ίδιο άτομο είναι ανήλικο και χρήζει προστασίας, ενώ σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο έχει γίνει ενήλικος γονέας, του οποίου η συμπεριφορά καταγγέλλεται ως επικίνδυνη για το δικό του παιδί!
Τι σημαίνει, λοιπόν, η φράση «δικαιοσύνη φιλική προς τα παιδιά»; Σημαίνει ότι πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εμπλοκή των παιδιών στο ως άνω σύστημα όλα τα ανθρώπινα δικαιώματά τους πρέπει να γίνονται απολύτως σεβαστά. Το φιλικό προς τα παιδιά ΣΑΔ πρέπει να τους διασφαλίζει ότι συμμετέχουν πλήρως, κατανοούν απολύτως τη διαδικασία, στην οποία εμπλέκονται και ότι οι απόψεις τους γίνονται σεβαστές. Τα παιδιά πρέπει να αισθάνονται άνετα, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο ενεπλάκησαν σε αυτή τη διαδικασία.[2]
Ποια είναι, ωστόσο, τα ανθρώπινα δικαιώματα που προσιδιάζουν στην παιδική ηλικία; Είναι όλα όσα έχουμε εμείς οι ενήλικες και όλα όσα συνδέονται με την ευαλωτότητα της ηλικίας τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού[3] αποτελεί το «Ευαγγέλιο» της διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, το κείμενο με την ευρύτερη διεθνή αποδοχή, στο οποίο αποσαφηνίζεται ότι οι προβλεπόμενες διατάξεις αποτελούν στοιχειώδεις κανόνες προστασίας, υπό την έννοια ότι σε εθνικό επίπεδο υπάρχει απεριόριστη δυνατότητα για περαιτέρω ενίσχυση του σχετικού νομικού πλαισίου και όχι για αποδυνάμωσή του. Σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 21 παρ. 1 και 3 Σ) και τις ισχύουσες περιφερειακές και διεθνείς συμβάσεις η προστασία της παιδικής ηλικίας αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας.[4] Συνεπώς, η ελληνική παράδοση, η οποία είναι υπέρ της ψήφισης πληθώρας νομοθετημάτων, περιφερειακών και διεθνών συμβάσεων, οι οποίες, στη συνέχεια, καθίστανται κενό γράμμα, δημιουργεί αξεπέραστα προβλήματα στους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των παιδιών.
Δεδομένου ότι δεν έχουμε δικαίωμα να αντιμετωπίζουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα των παιδιών ως πολυτέλεια, αλλά ως «εκ των ουκ άνευ» όρο, ας εξετάσουμε τι πρέπει να διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, ένα ΣΑΔ για να χαρακτηρισθεί φιλικό προς τα παιδιά.[5]
«Κάθε παιδί είναι ένα μοναδικό και πολύτιμο ανθρώπινο ον και, ως τέτοιο, θα πρέπει να τυγχάνει σεβασμού και προστασίας η προσωπική του αξιοπρέπεια, οι ιδιαίτερες ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και η ιδιωτική του ζωή».[6] Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, η μεταχείριση των παιδιών θα πρέπει να γίνεται με φροντίδα, ευαισθησία, αμεροληψία και σεβασμό, με ιδιαίτερη προσοχή στην προσωπική κατάσταση, στην ευημερία και στις ιδιαίτερες ανάγκες τους και με πλήρη σεβασμό στη σωματική και ψυχολογική ακεραιότητά τους.[7]
«…δεν θέλω να πηγαίνω… νοιώθω άσχημα… κανείς δε με ακούει… μετάνοιωσα που είπα αυτό που μου έχει κάνει ο μπαμπάς…κάθε φορά που πάω με πιάνει η κοιλιά μου…αλλά οι μεγάλοι λένε ότι έτσι πρέπει…».[8] Αυτά είναι τα λόγια ενός εξάχρονου κοριτσιού, το οποίο πρέπει μάλλον να θεωρήσουμε τυχερό, γιατί η καταγγελία του φαίνεται πειστική από ποινικής απόψεως, προς το παρόν τουλάχιστον και ενώ ζητά να σταματήσει κάθε επικοινωνία με τον πατέρα-φερόμενο δράστη, μέχρι στιγμής κανένας δικαστής δεν φαίνεται να κατανοεί τη σημασία αυτού του αιτήματος για την ομαλοποίηση της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξής του, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται η επικοινωνία του με τον πατέρα του παρουσία κοινωνικής λειτουργού.
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειώσουμε ότι στις αρχές που απαρτίζουν ένα φιλικό προς τα παιδιά δικαστικό σύστημα περιλαμβάνονται και τα ειδικά μέτρα αποκλεισμού κάθε περαιτέρω βλάβης, όπως εκφοβισμού, αντιποίνων και επαναθυματοποίησης του παιδιού. Σε όλους τους σχετικούς περιφερειακούς και διεθνείς θεμελιώδεις κανόνες προστασίας ορίζεται ότι: «πρέπει να προβλέπονται ειδικά μέτρα πρόληψης για παιδιά σε περίπτωση που ο φερόμενος ως θύτης είναι ένας από τους δύο γονείς, άλλο μέλος της οικογένειας ή άτομο υπεύθυνο για τη φροντίδα του παιδιού».[9]
Κατευθυντήρια αρχή, η οποία διατρέχει το θεσμικό πλαίσιο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των παιδιών είναι η αρχή της εξυπηρέτησης του απόλυτου συμφέροντός τους, η οποία πρέπει να διέπει όλες τις αποφάσεις που τα αφορούν, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα (άρθρο 3 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού) και η οποία αρχή είναι ευρέως γνωστή στην ελληνική έννομη τάξη, καθώς η εφαρμογή της προβλέπεται ρητά στον Αστικό Κώδικα. Στην ελληνική θεωρία και νομολογία, το συμφέρον αυτό αποτελεί αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, που αντλεί το δικαστήριο από την κοινωνική πείρα, την κοινή συνείδηση με αντικειμενικά αξιολογικά στοιχεία και εξετάζεται σε συνδυασμό προς όλα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις.[10]
Σε αυτό το πλαίσιο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ζητά από τα εθνικά δικαστήρια να διαγιγνώσκουν το υπέρτατο συμφέρον των παιδιών βάσει αιτιολογημένης, ανεξάρτητης και πρόσφατης εκτίμησης της ψυχολογικής κατάστασης τους. Αναλόγως δε της ωριμότητας και της ηλικίας τους, θα πρέπει να τυγχάνουν ακρόασης από τον ψυχολόγο και το δικαστήριο σε υποθέσεις που αφορούν στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα που δεν ασκεί την επιμέλειά τους και εν γένει στα ζητήματα που τίθενται στο πλαίσιο ανάληψης και ορθής άσκησης της επιμέλειάς τους. Στην Ελλάδα είναι σύνηθες οι δικαστές να ζητούν τη γνώμη των εμπλεκόμενων παιδιών σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου, αναλόγως της ηλικίας και της ωριμότητάς τους, χωρίς, ωστόσο, να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι και χωρίς να πλαισιώνονται από ψυχολόγο, εφόσον η αστική υπόθεση δεν έχει και ποινικό σκέλος.[11] Η θέσπιση της συμμετοχής του δικαστικά διορισμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου και στις υποθέσεις οικογενειακού δικαίου, θα δυνάμωνε αισθητά τη φωνή των παιδιών σε αυτή την κρίσιμη για την ευημερία τους διαδικασία.
Εν όψει των παραπάνω, αξίζει να αναλογιστεί κανείς την υπόθεση ενός κοριτσιού πέντε ετών, το οποίο είχε αποδεδειγμένα κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον πατέρα του, όταν το δικαστήριο αποφάσισε τη συνέχιση της επικοινωνίας μεταξύ θύματος και δράστη σε δημόσιο χώρο παρουσία της μητέρας. Ουδείς προβληματίστηκε πώς μπορεί να αισθανόταν το παιδί αυτό, το οποίο έπρεπε να «παίζει» με τον πατέρα του στις κούνιες δύο φορές την εβδομάδα επί τρίωρο. Αποσοβήθηκε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο κίνδυνος επανάληψης της κακοποίησης, αλλά ποιος μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι αυτό το παιδί δεν ξαναζούσε την κακοποίησή του στην παιδική χαρά, την πιτσαρία ή το σινεμά; Πώς εξυπηρετείται αλήθεια το συμφέρον αυτού του παιδιού, όταν κανείς δεν λαμβάνει υπ’ όψη του τις συνέπειες της αναβίωσης του ψυχικού τραύματος;
Σε μία εκτίμηση ειδικού, που πήρα πρόσφατα στα χέρια μου, διαπίστωσα ότι κάτι αρχίζει να αλλάζει: «Όταν ένα παιδί έχει υποστεί σοβαρό τραύμα, η φυσική παρουσία αυτού που το έχει προκαλέσει –το διεγείρον αντικείμενο- εμποδίζει την ψυχική επεξεργασία και προκαλεί περαιτέρω διέγερση. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο παρεμπόδιση της ψυχικής επεξεργασίας μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση σωματικών συμπτωμάτων. … Φαίνεται ότι η Κ έχει μπει σε μια διαδικασία αυτοκαταστροφική που μακροχρόνια ενδέχεται να επιφέρει και μεγαλύτερες σωματικές βλάβες λιγότερο ή περισσότερο αναστρέψιμες».[12]
Είναι αναγκαίο, επομένως, να δίνεται η δέουσα βαρύτητα στη γνώμη του παιδιού, έχοντας υπόψη την ωριμότητά του και τις όποιες δυσκολίες επικοινωνίας μπορεί να έχει, έτσι ώστε να συμμετέχει ουσιαστικά στις διαδικασίες. Τα παιδιά θα πρέπει να θεωρούνται και να αντιμετωπίζονται στην πράξη ως φορείς πλήρων δικαιωμάτων, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να ασκούν χωρίς κανένα περιορισμό.
«… πολλές φορές η μικρή … δεν είναι χαρούμενη που πηγαίνει στο μπαμπά της ή δεν θέλει να πάει ή κάποιες φορές να του μιλήσει στο τηλέφωνο. Κυρίως δεν της αρέσει όταν πηγαίνουν στο χωριό του πατέρα της και περνούν εκεί όλο το τρίωρο. Σίγουρα όμως δεν θέλει να στενοχωρήσει τον πατέρα της και πιστεύω ότι έχει δημιουργηθεί φόβος μέσα της για το συγκεκριμένο θέμα. … Η Ε φοβάται κάποιες φορές τον μπαμπά της και θέλει να κρύβεται απ’ αυτόν, γι’ αυτό άλλωστε τον ζωγράφισε αρκετές φορές σαν ‘διάβολο’»[13]. Το παραπάνω είναι απόσπασμα από έκθεση παιδοψυχολόγου, η οποία στη συνεδρία της με αυτό το τετράχρονο κορίτσι, προσπαθούσε να το πείσει ότι έπρεπε να συνεχίσει να βλέπει τον πατέρα του, ενώ εκείνο δεν ήθελε για κάποιον λόγο, που κανείς δεν μπορούσε να κατανοήσει ούτε να υποψιαστεί τότε. Δύο χρόνια αργότερα, όταν το συγκεκριμένο κορίτσι έγινε έξι ετών και η επικοινωνία με τον πατέρα του διευρύνθηκε, περιλαμβάνοντας και διανυκτερεύσεις, η σεξουαλική κακοποίηση ολοκληρώθηκε. Στο δε ισχύον δίκαιο προβλέπεται ακόμη και άρση του επαγγελματικού απορρήτου για την καταγγελία αυτών των περιστατικών!
Όλα τα συστατικά στοιχεία της δίκαιης δίκης, όπως οι αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας, το τεκμήριο της αθωότητας, το δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης, το δικαίωμα σε νομικές συμβουλές, το δικαίωμα της πρόσβασης στα δικαστήρια και το δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης, θα πρέπει να διασφαλίζονται για τα παιδιά όπως ακριβώς και για τους ενήλικες. Τα παιδιά πρέπει να έχουν αποτελεσματική πρόσβαση σε κατάλληλους, ανεξάρτητους και αποτελεσματικούς μηχανισμούς υποβολής καταγγελιών. Και σε αυτό το σημείο, υπολειπόμαστε κατά πολύ της θεσπισμένης προστασίας, επειδή τα κέντρα παιδικής ψυχικής υγείας, τα οποία αναλαμβάνουν συνήθως τη διερεύνηση μιας καταγγελίας, δεν εφαρμόζουν ένα διεθνώς αποδεκτό πρωτόκολλο διερεύνησης/τεκμηρίωσης της κακοποίησης, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η αξιοπιστία της μεθόδου –και αυτονοήτως και του καταγγέλλοντος παιδιού- στο ποινικό δικαστήριο. Επιπλέον, δεν συνηθίζεται να καταχωρούνται σε ηλεκτρονικά οπτικοακουστικά μέσα οι συνεδρίες των παιδιών κατά τη διενέργεια παιδοψυχιατρικών εκτιμήσεων ή πραγματογνωμοσυνών, προκειμένου να αποφεύγεται η επανεξέτασή τους σε επόμενη φάση (δευτερογενής θυματοποίηση), παρά το γεγονός ότι προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία. Και ακόμη, δεν έχει θεσπιστεί διαδικασία δευτεροβάθμιου ελέγχου μίας παιδοψυχιατρικής εκτίμησης, παραβιάζοντας έτσι το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσής του σε δεύτερο βαθμό. Εάν, επί παραδείγματι, δεν δημιουργηθεί σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ ειδικού παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου και παιδιού-θύματος, το παιδί σπάνια θα αποκαλύψει, εν τη ρύμη του λόγου του, αυτό που του συνέβη, με αποτέλεσμα, μην έχοντας δυνατότητα επανεξέτασης, να κινδυνεύει έτι περαιτέρω η σωματική και ψυχική του υγεία.[14] Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να τονίσω ότι η εύλογη ανάγκη περιορισμού του αριθμού των συνεντεύξεων, στις οποίες συμμετέχει το παιδί-θύμα, δεν μπορεί να υπερισχύει της αποκάλυψης της αλήθειας και της συνεπαγόμενης προστασίας του θύματος.
Ακόμη λοιπόν και αν καταφέρναμε να δημιουργήσουμε ένα ΣΑΔ προσαρμοσμένο σε ικανοποιητικό βαθμό στις ανάγκες των παιδιών, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να είμαστε ευχαριστημένοι, επειδή η θυματοποίησή τους είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Ενδεικτικά, αναφέρω κάποιες από τις παραμέτρους, οι οποίες δυσχεραίνουν την εξιχνίαση αυτών των εγκλημάτων σε βάρος τους:
- Το γεγονός ότι η σεξουαλική κακοποίηση σπάνια αφήνει σημάδια στο σώμα του παιδιού-θύματος.[15] Για να υπάρξουν ιατροδικαστικά διαπιστώσιμα ευρήματα, η εξέταση πρέπει να γίνεται άμεσα και συγκεκριμένα εντός δύο ή τριών ημερών από την κακοποίηση. Ωστόσο, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες έχει διαπιστωθεί προφορικά ή/και γραπτά π.χ. ερυθρότητα στην περιοχή των μηρών, των γεννητικών οργάνων ή του πρωκτού και είτε δεν αξιολογήθηκε καθόλου είτε δεν αξιολογήθηκε ως χρήζουσα περαιτέρω διερεύνησης ή έστω επισημείωσης σε κάποιο σχετικό έγγραφο!
- Στην πλειονότητα των περιπτώσεων αποδεικνύεται ότι δράστης είναι κάποιος από τους γονείς ή άλλο άτομο, το οποίο φροντίζει το παιδί.[16] Ο συνδυασμός της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ δράστη και θύματος και της μικρής ηλικίας/ευαλωτότητας του θύματος λειτουργούν ανασταλτικά στην αποκάλυψη της κακοποίησης.
- Το γεγονός ότι ο δράστης πρώτα έχει «εξουδετερώσει» τις άμυνες/αντοχές του προσώπου που έχει την ευθύνη του ανηλίκου, δηλαδή, συνήθως, πρώτα θυματοποιεί αυτόν που έχει αναλάβει την φροντίδα του ανήλικου (π.χ. μητέρα) και στην συνέχεια «προσεγγίζει» σταδιακά τον ανήλικο, εξοικειώνοντάς τον με την παραβίαση, προσπαθώντας ταυτόχρονα να διασφαλίσει την σιωπή του μέσω εκβιασμών/απειλών. Έτσι λοιπόν, τις περισσότερες φορές, ο ενήλικος που καταγγέλλει την κακοποίηση του παιδιού, κακοποιείται και ο ίδιος από τον δράστη.[17]
- Τα αντισώματα που αναπτύσσονται νομοτελειακά στους οργανισμούς των ειδικών, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την επιστημονική διερεύνηση/τεκμηρίωση της κακοποίησης, την οποία αντιμετωπίζουν με τη λογική του «business as usual».
- Ο φόβος των εμπλεκόμενων επαγγελματιών να υποστούν δίωξη από τον φερόμενο δράστη, σε περίπτωση τεκμηρίωσης της κακοποίησης.
- Η σύγχυση που επικρατεί στα περισσότερα Κέντρα Ψυχικής Υγείας, τα οποία εντέλλονται να πραγματοποιήσουν παιδοψυχιατρικές εκτιμήσεις για την τεκμηρίωση της κακοποίησης, οπότε εφαρμόζουν την ίδια μεθοδολογία με αυτή της εριζόμενης επιμέλειας μεταξύ των εν διαστάσει γονέων, καλώντας, επί παραδείγματι, σε κοινή συνάντηση τον πατέρα-δράστη και το παιδί-θύμα!
- Το πανομοιότυπο και εμφανώς ανακόλουθο συμπέρασμα των περισσότερων παιδοψυχιατρικών εκτιμήσεων/πραγματογνωμοσυνών να προτείνουν ψυχιατρική εκτίμηση/ψυχοθεραπεία και των δύο γονέων, ανεξαρτήτως του ποιος είναι ο δράστης και ψυχοθεραπεία του θύματος, χωρίς να καταλήγουν πέραν πάσης αμφιβολίας για το πρόσωπο του δράστη, ούτε βεβαίως για την αξιοπιστία του παιδιού. Δεν είναι λίγες οι φορές που διαβάζουμε –με σφιγμένη ψυχή- την συγκλονιστική περιγραφή ενός παιδιού για την κακοποίησή του, χωρίς να ακολουθεί το ευλόγως αναμενόμενο συμπέρασμα για την αξιοπιστία της ως άνω περιγραφής. Περαιτέρω, ενώ στην παιδοψυχιατρική εκτίμηση/πραγματογνωμοσύνη επιβάλλεται να συμπεριλαμβάνονται οι ακριβείς ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στο παιδί, καθώς και οι ακριβείς απαντήσεις που δόθηκαν από αυτό, στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό δε συμβαίνει.[18]
Τι πρέπει να γίνει στη χώρα μας για να προστατεύονται αποτελεσματικά τα παιδιά-θύματα;
Ο αριθμός των σχετικών συστάσεων μπορεί να αποδειχθεί απεριόριστος, καθώς οι απαιτούμενες βελτιώσεις σε ένα τόσο ελλειμματικό τοπίο είναι, ευλόγως, πολλές. Τρεις, ωστόσο, εξ αυτών κρίνονται ουσιώδεις:
- Η προτυποποίηση των μεθόδων που χρησιμοποιούνται από τους εμπλεκόμενους επαγγελματίες όλων των ειδικοτήτων στην διερεύνηση/τεκμηρίωση της κακοποίησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η καταγραφή της μαρτυρίας του παιδιού σε ηλεκτρονικά οπτικοακουστικά μέσα, η οποία μέχρι σήμερα έχει δοκιμαστεί πειραματικά σε ελάχιστες περιπτώσεις στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων, πρέπει να γενικευθεί άμεσα. Αν έχουμε εμπιστοσύνη στα εργαλεία που χρησιμοποιούμε, θα έχουμε εμπιστοσύνη και στα παιδιά που τολμούν να μιλήσουν!
- Η αποτελεσματική/εύρυθμη λειτουργία ενός εθνικού συστήματος συλλογής, ανάλυσης και διάδοσης στοιχείων σχετικά με την βία, τη σεξουαλική κακοποίηση, την παραμέληση, την κακομεταχείριση ή εκμετάλλευση παιδιών.
- Η ευρεία εφαρμογή προγραμμάτων εκπαίδευσης επαγγελματιών, γονέων, μαθητών όλων τις βαθμίδων εκπαίδευσης για θέματα βίας, σεξουαλικής κακοποίησης, παραμέλησης ή κακομεταχείρισης παιδιών, προκειμένου η (επί)γνωση να γίνει όπλο πρόληψης της περαιτέρω θυματοποίησης τους.
Παραθέτω την αυτοκριτική ενός Προέδρου Εφετών, με την ελπίδα ότι προλαβαίνουμε ακόμη να μάθουμε από τα λάθη των άλλων, αντί να τα επαναλαμβάνουμε:
«… Αναλογιζόμενος το παρελθόν και την 30ετή εμπειρία μου στα δικαστικά έδρανα, θυμάμαι ότι σε πολλές περιπτώσεις, εξαιτίας της αμηχανίας και της συναφούς άγνοιας του ορθού τρόπου με τον οποίο έπρεπε να σταθώ απέναντι σε κάποιον ανήλικο, οι ερωτήσεις μου ήταν συχνά άστοχες ή περιφερειακές και μάλλον δεν βοηθούσαν στην ορθή διερεύνηση της υπόθεσης ή και δεν έδιναν στους εξεταζόμενους ανηλίκους την άνεση και το κίνητρο να εκθέσουν χωρίς δισταγμό όσα θα ήταν χρησιμότερα για την έκδοση της απόφασης. Εκ των υστέρων έμαθα, ρωτώντας, διαβάζοντας και ακούγοντας, ότι, π.χ. σε υπόθεση αποπλάνησης ανηλίκου δεν θα έπρεπε να ρωτήσω «σε αποπλάνησε, σου έκανε κάτι κακό, σε βίασε ο κατηγορούμενος;» (όπως συχνά ρωτούν οι συνάδελφοι δικαστές και εισαγγελείς), αλλά «που ήσουν εκείνη την ημέρα, που καθόσουν, τι συνέβη, ήρθε ο κατηγορούμενος κοντά σου, τι έγινε μετά» κ.λπ., δηλαδή έπρεπε να προκαλέσω απλή εξιστόρηση των περιστατικών και να μην θέτω ερωτήσεις που προδιαγράφουν τη σειρά των γεγονότων, υποχρεώνοντας τον ερωτώμενο να απαντήσει «ναι» ή «όχι» ως προς την σειρά των γεγονότων που εγώ θεωρούσα ότι έγιναν με ορισμένο τρόπο, έχοντας υπόψη μου την πράξη την οποία περιέγραφε το κατηγορητήριο ως προς το είδος και τη βαρύτητά της». [19]
Ολοκληρώνοντας μια πρώτη προσέγγιση του αρχικώς τεθέντος ρητορικού ερωτήματος και αναλογιζόμενη τις ευθύνες μας ως ενεργά μέλη της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, η οποία ειδικεύεται στην όξυνση και όχι στην επίλυση των κρίσεων, αναρωτιέμαι εάν η πικρή διαπίστωση του Dietriech Bonhoeffer (Ντίτριχ Μπονχέφερ) ότι «…, η λυδία λίθος για το πόσο ηθική είναι μία κοινωνία, είναι ο κόσμος στον οποίο αφήνει τα παιδιά της να ζήσουν», θα αποτελέσει τη μόνιμη επωδό αυτού του προβληματισμού. Πολύ φοβάμαι ότι η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα θα είναι διαχρονικά θετική, εάν η ελληνική πολιτεία δεν αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί να διαμορφώσει/εφαρμόσει μια συνεκτική εθνική πολιτική για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των παιδιών γενικά και όχι μόνο των παιδιών-θυμάτων.
* Εισήγηση στο Τριήμερο Εγκληματολογικό Συνέδριο με θέμα: «Κρίση, Έγκλημα και Σύστημα Ποινικής Καταστολής (2-4/4/2015).
** Δικηγόρος, LL.M., Νομική Σύμβουλος Ξενώνα SOS – Eliza.
- Η επαγγελματική μου ενασχόληση με παιδιά-θύματα βίας περιλαμβάνει κυρίως υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης/παραβίασης και παραμέλησης σε βαθμό κακοποίησης. Κατά συνέπεια, στην παρούσα εισήγηση αναφέρομαι στα παιδιά-θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, επειδή, σύμφωνα με την εμπειρία μου, η ενίσχυση του πλέγματος προστασίας των δικαιωμάτων τους καθίσταται επιτακτικής σημασίας, καθώς τα αντικειμενικά ευρήματα σε αυτές είναι σπάνια, οι δε χρησιμοποιούμενες μέθοδοι δεν ακολουθούν τα διεθνή πρότυπα, με αποτέλεσμα τα παιδιά-θύματα να επανατραυματίζονται πολλαπλά, κατά τη διαδικασία τεκμηρίωσης της κακοποίησης και απονομής της δικαιοσύνης.
- Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για μια φιλική προς τα παιδιά
Δικαιοσύνη, εγκριθείσες από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 17 Νοεμβρίου 2010 και αιτιολογική έκθεση, Συμβούλιο της Ευρώπης/Ευρωπαϊκή Ένωση, Στρασβούργο, Λουξεμβούργο, 2012, σελ 17.
- Υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1989, τέθηκε σε ισχύ την 2-9-1990, κυρώθηκε από την Ελλάδα με το νόμο 2101/1992 (ΦΕΚ Α 192/2.12.1992) και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου. Για τη βαρύνουσα σημασία που έχει η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού βλ. και Νέστωρα Ε. Κουράκη, Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων: Ποινική κα Εγκληματολογική Προσέγγιση, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2012, σ. 477-483.
- Βλ. και Νέστoρα Ε. Κουράκη, Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων: Ποινική κα Εγκληματολογική Προσέγγιση, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2012, σ. 6: «…μάλιστα όπως ορθά έχει υποστηριχθεί, θα έπρεπε να υπάρχει αυτοτελές κεφάλαιο στον Ποινικό Κώδικα με εγκλήματα που αποτελούν ‘προσβολές κατά της παιδικής ηλικίας’, ώστε, με τον τρόπο αυτό ‘να αναγνωρισθεί η φυσική αυτή ιδιότητα του ανθρώπου στην πρώτη περίοδο της ζωής του ως ξεχωριστό, αυτοτελές, έννομο αγαθό στον Ποινικό μας Κώδικα’».
- Βλ. και Ιωάννη Μανωλεδάκη, Η Παιδική Ηλικία ως Αυτοτελές Έννομο Αγαθό στο Ποινικό Δίκαιο, Νομικό Βήμα 1984, σ. 1103-1114, στο οποίο προτείνει την αναγωγή της προστασίας της παιδικής ηλικίας σε αυτοτελές έννομο αγαθό. Στο εν λόγω άρθρο αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το παιδί πρέπει να προστατευθεί ως αυτοτελής κοινωνική οντότητα και αξία, αφού είναι το μέλλον, αλλά και το πιο όμορφο παρόν της κοινωνίας μας, η προέκταση της ανθρώπινης παρουσίας μέσα στο χρόνο. Ούτε ως αντικείμενο αξίας ούτε ως απαραίτητο στοιχείο της αστικής οικογένειας, αλλά ως αυτοτελές αγαθό που μόνο του –ανεξάρτητα από την ύπαρξη, τη δομή, τη μορφή και το μέλλον της οικογένειας- έχει προέχουσα κοινωνική σημασία καθεαυτό και συνεπώς αξίζει την ιδιαίτερη δραστική προστασία της πολιτείας.».
- Κατευθυντήριες γραμμές των Ηνωμένων Εθνών για τη δικαιοσύνη σε υποθέσεις με ανήλικα θύματα και ανήλικους αυτόπτες μάρτυρες (Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ, ψήφισμα αριθ. 2005/20, 22 Ιουλίου 2005), III.8.α (ECOSOC Resolution 2005/20).
- Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για μια φιλική προς τα παιδιά, Δικαιοσύνη, ό.π., σελ 19.
- Υπόθεση ανήλικου θύματος σεξουαλικής κακοποίησης από το προσωπικό αρχείο μου, τα στοιχεία της οποίας καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Στη σχετική ελληνική βιβλιογραφία οι όροι σεξουαλική κακοποίηση ή παραβίαση χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τη συμμετοχή ή έκθεση παιδιών και εφήβων σε πράξεις με σεξουαλικό περιεχόμενο υποκινούμενες ως επί το πλείστον από ενηλίκους, οι οποίοι συνήθως έχουν σχέση φροντίδας ή οικειότητας με το παιδί και οι οποίες πράξεις έχουν ως σκοπό τη σεξουαλική διέγερση ή και ικανοποίηση του ενηλίκου (Kempe). Σε ό,τι με αφορά επιλέγω να χρησιμοποιώ τον όρο σεξουαλική κακοποίηση, επειδή θεωρώ ότι οι πράξεις αυτές «ποιούν κακό» στο θύμα με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Επιπλέον, αυτή είναι και η δόκιμη μετάφραση του διεθνώς χρησιμοποιούμενου αντίστoιχου όρου «sexual abuse». Όσον αφορά στην αντίστοιχη ποινική ορολογία πρόκειται για κατηγορία εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής με θύματα ανηλίκους, στην οποία περιλαμβάνονται η αποπλάνηση παιδιών, η αιμομιξία, η κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια, η ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας, ο βιασμός κ.λπ.
- Πρβλ. Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για μια φιλική προς τα παιδιά Δικαιοσύνη, ό.π., σ. 24 και Κατευθυντήριες γραμμές των Ηνωμένων Εθνών για τη δικαιοσύνη σε υποθέσεις με ανήλικα θύματα και ανήλικους αυτόπτες μάρτυρες, ό.π., ΧΙΙ.
- ΑΠ 952/2007 δημοσίευση σε Νόμος, ΕφΠειρ. 846/2004 ΕλΔνη 2005, 503, ΕφΑθ. 5870/1993 ΕλΔνη 36, 1581, ΕφΠειρ. 1162/1988 ΕλΔνη 30 1065, βλ. και Απόστολος Σ. Γεωργιάδης – Μιχάλης Π. Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας, Κατ’ άρθρο Ερμηνεία (άρθρα 1505-1694), τ. VIII, Οικογενειακό Δίκαιο, 2η έκδοση, Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2003, σ. 201-211 και 291-292.
- Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για μια φιλική προς τα παιδιά, Δικαιοσύνη, ό.π., σελ 58.
- Υπόθεση ανήλικου θύματος σεξουαλικής κακοποίησης από το προσωπικό αρχείο μου, τα στοιχεία της οποίας καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.
- Υπόθεση ανήλικου θύματος σεξουαλικής κακοποίησης από το προσωπικό αρχείο μου, τα στοιχεία της οποίας καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.
- Ιωάννα Γιαννοπούλου, Σεξουαλική Κακοποίηση: Συνέντευξη με το Παιδί, σε συλλογική έκδοση Ψυχιατροδικαστική Παιδιών και Εφήβων, (επ.) Ι. Γιαννοπούλου, Αθ. Δουζένης, Λ. Λύκουρας, Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης ΕΠΕ, Αθήνα, 2010, σ. 108. Πρβλ. και Όλγα Χ. Θεμελή, Τα παιδία καταθέτει: Η δικανική εξέταση ανήλικων μαρτύρων, θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2014: «H κακή χρήση των τεχνικών και των μεθοδολογικών εργαλείων μπορεί να οδηγήσει στην εκμαίευση αναληθών ισχυρισμών, την παραφθορά της μνήμης, τη δημιουργία υπέρμετρου άγχους στο θύμα και την οικογένειά του, τη μείωση της αξιοπιστίας της κατάθεσης του ανήλικου κατά την προδικασία και την ακροαματική διαδικασία, τη μείωση πιθανότητας καταδίκης του δράστη, την άσκοπη επανάληψη ψυχοφθόρων και πολυδάπανων διαδικασιών, κ.ά. Κυρίως όμως θα οδηγήσει στον επανατραυματισμό του θύματος. Τα ίδια τα παιδιά ομολογούν ότι δε θα είχαν αποκαλύψει ποτέ τη σεξουαλική τους παραβίαση εάν γνώριζαν τι θα ακολουθούσε. Aν και υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία για τις συνέπειες της σεξουαλικής κακοποίησης των ανηλίκων, ελάχιστες έρευνες έχουν ασχοληθεί με τον κίνδυνο δευτερογενούς θυματοποίησης όταν το παιδί θύμα καταθέτει ως μάρτυρας.».
- Bλ. και Γιώργος Νικολαϊδης, Μορφές και Χαρακτηριστικά της Βίας κατά των Παιδιών: Θεωρητικοί Μετασχηματισμοί και Σύγχρονα Δεδομένα, σε συλλογική έκδοση Βία στην Οικογένεια: Τεκμηριωμένη Πρακτική και Τεκμήρια από την Πρακτική, (επ.) Γ. Νικολαϊδης, Μ. Σταυριανάκη, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2009, σ. 69: «Στην πλειονότητα των περιπτώσεων της σεξουαλικής παραβίασης ανηλίκων δεν υπάρχουν αντικειμενικά ευρήματα εκ της ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης, καθώς, είτε η αναφορά γίνεται σε χρόνο απομακρυσμένο εκ του συμβάντος, είτε γιατί η παραβίαση έλαβε χώρα χωρίς ή με ατελή διείσδυση, είτε γιατί το δέρμα και οι βλεννογόνοι των παιδιών αναπλάθονται με μεγάλη (πολύ μεγαλύτερη των ενηλίκων) ταχύτητα».
- Βλ. και Κ.Δ. Σπιννέλλη – Α. Τρωϊάνου, Δίκαιο Ανηλίκων: Ποινικές Ρυθμίσεις και Εγκληματολογικές Προεκτάσεις, Β έκδοση, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 1992, σ. 169: «Οι δράστες είναι συνήθως γονείς ή άτομα που έχουν στη φροντίδα τους ανήλικα πρόσωπα. Η μεγαλύτερη αμερικάνικη επιδημιολογική έρευνα , σε εθνικό επίπεδο, του D.G.Gill, το 1970, έδειξε, μεταξύ άλλων, ότι το 86% των δραστών του δείγματος ήταν γονείς ή άτομα που είχαν την επιμέλεια των παιδιών».
- Ε. Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, Ν. Γεωργούδη, Σεξουαλική Παραβίαση, σε συλλογική έκδοση Βία στην Οικογένεια: Τεκμηριωμένη Πρακτική και Τεκμήρια από την Πρακτική, (επ.) Γ. Νικολαϊδης, Μ. Σταυριανάκη, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2009, σ. 126.
- Απόστολος Βούρδας, Σύνταξη της Παιδοψυχιατρικής Πραγματογνωμοσύνης, σε συλλογική έκδοση Ψυχιατροδικαστική Παιδιών και Εφήβων, (επ.) Ι. Γιαννοπούλου, Αθ. Δουζένης, Λ. Λύκουρας, Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης ΕΠΕ, Αθήνα, 2010, σ. 53.
- Ανέστης Μηλιόπουλος, Η Εμφάνιση των Ανηλίκων ενώπιον Δικαστικών και άλλων Συναφών Αρχών, σ. 292, σε συλλογικό τόμο Ψυχιατροδικαστική Παιδιών και Εφήβων (επ.) Ι. Γιαννοπούλου, Αθ. Δουζένης, Λ. Λύκουρας, Εκδόσεις Π. Χ. Πασχαλίδης ΕΠΕ, Αθήνα, 2010.