Ποιοι είναι οι «εγκληματίες» στην εποχή μας; Η διαχρονική απάντηση του εγκλήματος του λευκού κολάρου

ΒΑΣΙΛΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ ΒΙΚΥ

 Ποιοι είναι οι «εγκληματίες»

στην εποχή μας;

Η διαχρονική απάντηση του εγκλήματος

του λευκού κολάρου

ΒΑΣΙΛΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ ΒΙΚΥ*

 

α. Αποκωδικοποιώντας το προφίλ του εγκληματία στους καιρούς της κρίσης

Είναι σχεδόν εντυπωσιακό ότι παρά το καίριο του ερωτήματος που εισηγείται ο κεντρικός τίτλος του παρόντος, κάθε προσπάθεια να εντοπίσουμε τον σύγχρονο εγκληματία σε συνθήκες «υπερπαγκοσμιοποίησης»,[1] τείνει να έχει ιστορική βαρύτητα όχι απλώς ως διαδικασία χρονικής αναγωγής στο παρελθόν αλλά και ως συγκυρία ιστορικών μεταβολών. Έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας από τότε που ο αμερικανός εγκληματολόγος Edwin Sutherland, στο πλαίσιο της ραγδαίας εκβιομηχάνισης και ανεξέλεγκτης αστικοποίησης της αμερικανικής κοινωνίας, απορρίπτοντας τις αταβιστικού τύπου ερμηνείες περί προσωπικής παθολογίας και αμφισβητώντας τις οικολογικές προσεγγίσεις περί κοινωνικής παθογένειας, απεγκλώβισε την έννοια του εγκλήματος τόσο από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά όσο και από την νομοτέλεια των κοινωνικών συνθηκών. Το έγκλημα του λευκού κολάρου, ισότιμο του «εγκλήματος που διαπράττεται από άτομα κύρους και υψηλού κοινωνικού status στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας»,[2] έρχεται να αποτελέσει το αντιπαράδειγμα σε ισχυρισμούς που μέχρι τότε ήθελαν την εγκληματικότητα αφενός «προνόμιο» των χαμηλών κοινωνικών τάξεων και αφετέρου αποτέλεσμα του κοινωνικού φαινομένου της φτώχειας. Η σπονδυλωτή αποτύπωση της νέας θεωρητικής πρότασης ολοκληρώνεται με τις ακόλουθες τρεις βασικές παραδοχές:

  1. Τα άτομα που ανήκουν σε υψηλούς κοινωνικούς κύκλους εμφανίζουν έντονη εγκληματική συμπεριφορά.
  2. Η εγκληματική αυτή συμπεριφορά των εκπροσώπων των ανώτερων κοινωνικών τάξεων διακρίνεται από την αντίστοιχη των μελών των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων ως προς τις διαφοροποιημένες διαδικασίες που επιφυλάσσει για τους πρώτους η δικαιοσύνη.
  • Οι διαφορετικές διαδικασίες δεν συνδέονται με την αιτιότητα του εγκληματικού φαινομένου αλλά με την παράμετρο της εξουσίας.

Η μεταβλητή του κοινωνικού status, που εξακολουθεί να λειτουργεί τόσο ως αιχμή του δόρατος όσο και ως πηγή αμφισβητήσεων αναφορικά με την έννοια του εγκλήματος του λευκού κολάρου, δεν ορίζεται αποκλειστικά σε συνάρτηση με το απόλυτο μέγεθος της οικονομικής ευχέρειας αλλά κυρίως με την πολιτική και την κοινωνική δυναμική του μεγέθους αυτού. Η σημασία, επομένως, του λευκού κολάρου δρα περισσότερο και από συμβολικά ως προς την κοινωνική θέση του δράστη, υπαινικτικά ως προς το εξουσιαστικό υπόβαθρο που συνοδεύει τη δράση του. Η ανάδειξη αυτή της εξουσιαστικής παραμέτρου και της κατάχρησης της αποκτά για πρώτη φορά εγκληματογενή χαρακτηριστικά, φέρνοντας στην επιφάνεια έννοιες που μέχρι τότε λίμναζαν στο επιστημονικό απυρόβλητο. Σε επιστημολογικό δε επίπεδο η καινοτόμoς παρέμβαση, που υλοποιείται με την είσοδο της εγκληματικότητας του λευκού κολάρου στο επιστημονικό πεδίο της εγκληματολογίας, αποτυπώνεται με μια διπλή μετάβαση: αφενός από τον εγκληματία – άνθρωπο στο εγκληματικό φαινόμενο και αφετέρου από την εγκληματική – ποινικοποιημένη συμπεριφορά στη συμπεριφορά και λειτουργία του ποινικού νόμου.

Το δεύτερο σημείο που εντυπωσιάζει, συνδέεται πάλι με την «ηλικία» της εγκληματικότητας του λευκού κολάρου, που παρά την ιστορικότητα που την διαπνέει και την ταυτόχρονη διαρκή της επικαιρότητα εντούτοις ο όρος εξακολουθεί να παραμένει εν πολλοίς συγκεχυμένος και απροσδιόριστος. Για τους λιγότερο μυημένους στην εγκληματολογία και γενικότερα στις ποινικές επιστήμες η εγκληματικότητα του λευκού κολάρου αντιστοιχεί σχεδόν σε νοηματικό κενό, δεδομένου ότι δεν λειτουργεί ως συνειρμός ή έστω ως κανονιστικό επιστέγασμα μιας συγκεκριμένης πράξης, όπως συμβαίνει με τις περιπτώσεις της κοινής εγκληματικότητας. Μια τέτοια διαπίστωση, ωστόσο, ισοδυναμεί πρόσθετα με θεωρητικό παράδοξο, όταν γίνεται κοινό σημείο για τα συμπεράσματα των περισσότερο ειδικών επί του θέματος. Η γενική θεωρητική αντίληψη για το συγκεκριμένο έγκλημα, ύστερα από πλήθος μελετών και ερμηνευτικών αναζητήσεων, καταλήγει ότι πρόκειται για μια έννοια βαθιά αντιφατική, αμφίσημη, αμφιλεγόμενη και άλλο τόσο πολεμική, προκλητική και ανατρεπτική, σε σημείο μάλιστα που να γίνεται λόγος για «σύρραξη μεταξύ των «λευκού κολάρου» εγκληματολόγων».[3] Οι δυσκολίες κατ΄ επέκταση που συνεπάγεται η μελέτη του φαινομένου, έχοντας πρώτα θητεύσει για αρκετά χρόνια στο περιθώριο της εγκληματολογικής επιστήμης, συγκεντρώνονται ακριβώς στον κατακερματισμό που έχει υποστεί μέσω πολυετών θεωρητικών προσθαφαιρέσεων, οι οποίες οδήγησαν με τη σειρά τους άλλοτε στη διεύρυνση κι άλλοτε στη συρρίκνωση ή ακόμα και στην εγκατάλειψη του αντίστοιχου όρου. Στη συνθήκη αυτή αδιάκοπης ανησυχίας, όπως επισημαίνει εξ αρχής ο V. Aubert, σωρεύεται και η γοητεία του όρου[4] καθώς και η δυναμική την οποία θα αναδείξουν με την παρέμβαση τους οι εκπρόσωποι της κριτικής εγκληματολογίας.

Σύμφωνα με τους τελευταίους τα εγκλήματα του λευκού κολάρου εξισώνονται με τα «εγκλήματα των ισχυρών»[5] και ως εκ τούτου προσφέρουν απτή απόδειξη της πολιτικής φύσης του εγκληματικού φαινομένου. Με άλλα λόγια, στην κριτική του πρόσληψη το έγκλημα του λευκού κολάρου εξελίσσεται στο κυρίως όχημα της θεωρητικής ρήξης με κλασικές αντιλήψεις και θετικιστικές προσλαμβάνουσες σχετικά με τη φύση του εγκλήματος. Για την κριτική εγκληματολογική «γραμματεία» το έγκλημα δεν ανταποκρίνεται μόνο στο σχήμα μιας κοινωνικής κατασκευής αλλά επιπλέον παραπέμπει στους εξουσιαστικούς εκείνους συσχετισμούς, που επιμελούνται της κοινωνικής και θεσμικής θεμελίωσης του, καθώς και στις κοινωνικές δομές απ’ όπου πηγάζουν οι εξουσιαστικές ισορροπίες. Κατ’ αναλογία ο ποινικός νόμος, ιδωμένος στο πλαίσιο της συγκρουσιακής θεώρησης, απολλύει τη συμβολαιακή του αυταξία και το αμάχητο τεκμήριο περί ουδετερότητας και εντάσσεται ως μαχητό πλέον αξίωμα στο ευρύτερο πεδίο των πολιτικών ισορροπιών. Μέσα από ένα τέτοιο θεωρητικό πρίσμα, το περιεχόμενο της εγκληματικότητας του λευκού κολάρου αξιολογείται πιο πολιτικό και από την ίδια την πολιτική αντίληψη για το έγκλημα, δεδομένου ότι οι δυνατότητες τέλεσης του καθώς και οι μορφές εκδήλωσης του αναφέρονται σε πολύ συγκεκριμένες οικονομικο-κοινωνικές και πολιτικές δομές. Με άλλα λόγια, η κριτική μελέτη των εγκλημάτων του λευκού κολάρου δεν καθηλώνεται σε μια «νομική» αντίληψη για τον κόσμο και στη θετικιστική αντανάκλαση της, αλλά αναζητά απαντήσεις στο σύστημα οικονομικής παραγωγής, στην κρατική οργάνωση, στις κοινωνικές σχέσεις και στους εξουσιαστικούς συσχετισμούς.

Παρόλη την αντίφαση που έχει επωμιστεί ο όρος διαχρονικά, ο προσδιορισμός του «λευκού κολάρου» εξακολουθεί να παραπέμπει σαφώς στην άσκηση και στην κατάχρηση εξουσίας.[6] Αυτό το χαρακτηριστικό άλλωστε προσπάθησαν να αποδώσουν και οι μεταγενέστερες έννοιες, προσομοιάζοντας κάθε φορά στις εξελίξεις και μεταμορφώσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι, το έγκλημα του λευκού κολάρου αλλάζει πρόσωπα, αλλάζει τρόπους, αλλάζει μορφές και πλαίσια, λειτουργώντας εν είδει εξουσιαστικού χαμαιλέοντα. Γίνεται, λοιπόν, εταιρικό έγκλημα, οικονομικό έγκλημα, επιχειρηματικό έγκλημα, επαγγελματικό έγκλημα, κυβερνητικό έγκλημα, κρατικό-εταιρικό έγκλημα, περιβαλλοντικό έγκλημα, οργανωσιακό έγκλημα, έγκλημα των ελίτ, έγκλημα της αφρόκρεμας, έγκλημα της κορυφής. Η εικόνα πολυτελών δωματίων με κλειστές πόρτες πίσω από τις οποίες είθισται να βρίσκονται «καταρχήν λευκοί άνδρες προερχόμενοι από οικονομικά προνομιούχους κύκλους με παρόμοια πτυχία εκπαίδευσης, “lifestyle” και επαφές»[7] ξεπερνά ενδεχόμενα τις χίλιες λέξεις καθώς καταφέρνει να αιχμαλωτίσει τον πυρήνα όλων των ιστορικά μεταλλασσόμενων όρων και των συναφών θεωρητικών τους αναλύσεων. Οι εξουσιαστικές σχέσεις που διαπερνούν την εγκληματικότητα του λευκού κολάρου πέραν των δομικών και εργαλειακών τους αναφορών απαιτούν μυστικότητα,[8] πολυτέλεια, διαπλοκή[9] και συγκάλυψη[10].

Η πραγματικότητα της σύγχρονης οικονομικής κρίσης ωστόσο άλλαξε καίρια και την πραγματικότητα της παραπάνω εικόνας. Η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας που καταγράφηκε κυρίως στα χρόνια μεταξύ του 2008 και 2012 έφερε στο φως νέα ευρήματα, το βασικότερο από τα οποία είναι ότι το έγκλημα του λευκού κολάρου δεν έχει ανάγκη πλέον από κλειστές πόρτες και σκοτεινά δωμάτια. Όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο S. Tombs, η ποιοτική μετάλλαξη που επήλθε τελευταία στον φαινότυπο των εγκλημάτων του λευκού περιλαιμίου συνίσταται στην εγκατάλειψη της παραδοσιακής απαίτησης για μη θεατότητα και στην αντικατάσταση της με έντονη θεατότητα μέσω της ακατάπαυστης επανάληψης.[11] Μια τέτοια διαπίστωση δεν παραπέμπει απλά σε καταγεγραμμένες τεχνικές που υπόσχονται την «εξαφάνιση» τους[12] ούτε σε πρακτικές δομικής και πολιτισμικής κανονικοποίησης τους.[13] Ομοίως, δεν στοχεύει να στηλιτεύσει μονάχα τη συμβιωτική σχέση που μοιράζονται με το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής τόσο σε επίπεδο δομικών ευκαιριών όσο και εργαλειακών διευθετήσεων[14] αλλά κάνει ένα βήμα παραπέρα, υποδεικνύοντας τη θεσμική συγχώνευση τους.[15]

Αφετηρία μιας τέτοιας διαδικασίας αποτέλεσε η στροφή στον νεοφιλελευθερισμό και τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, η οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό βασίστηκε στο εγκληματικό φαινόμενο μέσω της αναδιανομής του κοινωνικού του ελέγχου. Η έντονη αυστηροποίηση του ποινικού δικαίου ως προς τα κοινά εγκλήματα και η αντίστοιχη χαλάρωση του ως προς εκείνα του λευκού κολάρου δεν εξυπηρέτησε μονάχα τις επιταγές μιας νέας κοινωνικής ισορροπίας με το πρόκριμα του ανταποδοτικού οφέλους[16] αλλά κυρίως επιμελήθηκε ενός συλλογικού και άλλο τόσο σαρωτικού διττού επαναπροσδιορισμού, με τελικές απολήξεις την εγκληματικότητα και την απελευθέρωση των επιχειρηματικών δράσεων και αγορών.[17] Την διαδικασία απομάγευσης των εγκλημάτων του λευκού κολάρου ακολούθησαν στρατηγικές ψηφιοποίησης και αναδιατύπωσης τους με μαθηματικούς όρους και οικονομικά μεγέθη προσδίδοντας τους τεχνοκρατική ταυτότητα και επιστημονική βαρύτητα.[18] Έτσι, το πέρασμα από την οικονομία της αποταμίευσης στην οικονομία της φούσκας αποτέλεσε συνώνυμο του εκσυγχρονισμού, της ανάπτυξης και γενικά της προόδου, προσδίδοντας αδιαμφισβήτητο κύρος και εξουσία στους νέους εκπροσώπους της, με πρωτεργάτες τους επικεφαλής χρηματοπιστωτικών – επενδυτικών ιδρυμάτων και οργανισμών.

Κάτω από την ιδεολογική σημαία της αγοράς, ο ανανεωμένος συνδυασμός κύρους και εξουσίας κατάφερε να κερδίσει έδαφος όχι μόνο στη νέα οικονομία αλλά και στο πολιτειακό εποικοδόμημα, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που το πολιτικό στοιχείο να υποχωρήσει έναντι του οικονομικού και ο δημόσιος τομέας να καθίσταται ολοένα και πιο δυσδιάκριτος έναντι του ιδιωτικού.[19] Η υποχώρηση των ελεγκτικών μηχανισμών και θεσμικών εγγυήσεων έναντι των οικονομικών δραστηριοτήτων δεν αποτελεί παρά τη λογική συνέχεια μιας τέτοιας καταλυτικής αντιστροφής ρόλων, οδηγώντας μοιραία στην ταύτιση ελεγκτών και ελεγχομένων, που όλο και συχνότερα αγγίζει τα όρια της ταυτοπροσωπίας, καθώς και στη διάχυση θεσμικών εξουσιών σε ιδιωτικά, μικτών συμφερόντων και πάντως μη δημοκρατικά ελεγχόμενα κέντρα.[20] Οι πυλώνες, επομένως, της απελευθέρωσης και της αυτορρύθμισης της αγοράς παγιώνονται σε ένα πολλαπλώς ανεξέλεγκτο, παγκοσμίως διευρυμένο και ενδημικά καταχρηστικό περιβάλλον, όπου οι πρακτικές που υιοθετούνται αν και αντιστοιχούν με εγκλήματα του λευκού κολάρου είναι καταρχήν τυπικά νόμιμες και πάντως χαίρουν των εγγυήσεων που κραδαίνει το αόρατο χέρι της αγοράς, το οποίο από τη φύση του είναι προορισμένο να αποκαθιστά τη μαθηματικά αποδεδειγμένη τελειότητα της.[21] Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η εγκληματικότητα του λευκού κολάρου εσώκλειστη σε κερδοσκοπικές τεχνικές, πυραμιδωτά σχήματα, σκιώδεις χρηματοπιστωτικές δράσεις, τοξικά επενδυτικά προϊόντα, υπεράκτια μορφώματα και φορολογικούς παραδείσους μεταβάλλεται σε όχημα αναδιανομής του πλούτου, ιδιωτικής διακυβέρνησης και γεωπολιτικής αναδιάταξης, που με τη σειρά τους προδιαγράφουν το φάσμα της νομιμοποιητικής βάσης του σύγχρονου κράτους.[22]

Αντανάκλαση μιας τέτοιας θεμελιακής μεταβολής είναι η παγίωση μιας «νέας ολιγαρχίας», η οποία στις Η.Π.Α. συγκροτείται από το ποσοστό 1% του πληθυσμού, που λυμαίνεται το 1/3 του συνολικού εθνικού πλούτου και το 40% του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου,[23] ενώ στη χώρα μας, τηρουμένων των αναλογιών, δεν είναι παρά «μια δράκα ανθρώπων, μια δράκα οικογενειών…που έχουν την αντίληψη ότι το κράτος είναι φτιαγμένο μονάχα για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους».[24] Η απενoχοποίηση που της χάρισε το άνοιγμα των αγορών, δεν την απάλλαξε μονάχα από την ανάγκη προσχημάτων και τεχνικών ουδετεροποίησης, σε σχέση με τις επιβλαβείς δράσεις της, αλλά της άνοιξε το δρόμο για να λειτουργεί απροκάλυπτα και με το νόμο ως εγκληματικό καρτέλ μέσω αθέμιτων χρηματοπιστωτικών και επιχειρηματικών συμπράξεων. Οι ακρότητες στις οποίες επιδόθηκε, και οι οποίες συνδέονται με τη σημερινή κρίση με δεσμούς ισχυρότερους από αυτόν της αιτίας και του αιτιατού, αποκαλύπτουν όχι μόνο τις υποδόριες λογικές εξαπάτησης που τις κινητοποιούν αλλά και τις άρτια προσχεδιασμένες και συντονισμένες πρακτικές που συνέβαλαν στην εφαρμογή τους. Η κρίση λοιπόν, όπως καυστικά σχολιάζεται, «δεν ήταν θέμα κακής τύχης…Μας επιβλήθηκε».[25]

Οι ποιοτικές και ποσοτικές συνιστάμενες της παραδοχής αυτής χαράσσουν και την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα εγκλήματα του λευκού κολάρου και τα οικονομικά εγκλήματα. Ακόμη κι αν αποδεχθούμε την άποψη του G. Barak, ο οποίος κάνει λόγο για διάκριση μεγέθους και όχι γένους,[26] εντούτοις η τάξη μεγέθους πέραν των ποσοτικών διαστάσεων επηρεάζει αναπόδραστα και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία, όπως κατέδειξε η κριτική εγκληματολογία, συνιστούν παραδοσιακά τα αποφασιστικά κριτήρια της διαδικασίας εγκληματοποίησης. Έτσι, ενώ οι διαστάσεις των οικονομικών εγκλημάτων φαίνεται να συνάδουν με το μέγεθος του ποινικού κώδικα,[27] δεν συμβαίνει το ίδιο με τα εγκλήματα του λευκού κολάρου, τα οποία όχι μόνο καταφέρνουν να δραπετεύουν από τις σελίδες του αλλά να βρίσκουν καταφύγιο στις δομές της παγκόσμιας οικονομίας. Η όποια προσπάθεια, επομένως, ταυτοποίησης των εγκλημάτων του λευκού κολάρου δικαίως υποστηρίζεται ότι αφορά στα εγκλήματα της οικονομίας. Σε αντίθεση με την τυπική, δογματική προσήλωση με την οποία είναι προικισμένο το σύνολο των οικονομικών εγκλημάτων, τα εγκλήματα της οικονομίας ανταποκρίνονται στην ανάγκη κατάδειξης εγκληματικών δράσεων που περιλαμβάνουν νόμιμες καθώς και παράνομες συμπεριφορές, οι οποίες αμφότερες υποκινούνται, δικαιολογούνται ή και ενθαρρύνονται ακόμη από τον τομέα των οικονομικών επιστημών, ως σύνολο εννοιών, αρχών και αξιών.[28] Ταυτόχρονα με τους εξουσιαστικούς συσχετισμούς και τις κοινωνικές βλάβες που εμπεριέχονται στην καπιταλιστική οικονομική οργάνωση, η έμφαση εν προκειμένω δίνεται στην εργαλειοποίηση των εγκλημάτων του λευκού κολάρου και στη συστημική ενσωμάτωση τους μέσω πολύπλοκων οικονομικών σχέσεων και μαθηματικών συσχετισμών παρόλο που ο μονοσήμαντος πυρήνας τους φαίνεται να απέχει ελάχιστα από το αβανταδόρικο κόλπο του «παπά»![29]

Β. Το ποινικό δόγμα και οι «πολιτικές του συμβιβασμού»

Μια πρώτη και σχεδόν αυταπόδεικτη παρατήρηση, που ανακύπτει σε σχέση με τις μόλις προηγούμενες θεωρητικές διαπιστώσεις, εστιάζει στην ιστορική «παραμέληση» του εγκλήματος του λευκού κολάρου από το ποινικό δίκαιο. Ανατρέχοντας στο σύνολο της εγκληματολογικής ύλης, οι εξηγήσεις που έχουν δοθεί κατά καιρούς απαριθμούνται συνοπτικά ως εξής:

  • «Πολλές επιβλαβείς και επιζήμιες συμπεριφορές που ταυτίζονται με την ετικέτα του εγκλήματος του λευκού κολάρου δεν ορίζονται επισήμως ως έγκλημα.
  • Ακόμη όμως και στις περιπτώσεις που οι εν λόγω συμπεριφορές τυποποιούνται επισήμως ως αξιόποινες πράξεις δεν λαμβάνουν από τις διωκτικές αρχές την απαραίτητη προσοχή που απαιτούν.
  • Ακόμη κι αν διωχθούν, ισχυρά φυσικά και νομικά πρόσωπα μπορούν να χρησιμοποιήσουν την εξουσία τους για να αποφύγουν τη καταδίκη.
  • Ακόμη όμως κι αν καταδικαστούν, οι δράστες για εγκλήματα του λευκού κολάρου τείνουν να λαμβάνουν συγκριτικά ελαφρύτερες ποινές.
  • Έχοντας σχεδιαστεί για άτομα, οι παραδοσιακές νομικές έννοιες είναι δύσκολο να βρουν εφαρμογή σε εταιρικές και οργανωσιακές παραβάσεις.
  • Παρά το γεγονός ότι πολλά από τα εγκλήματα του λευκού κολάρου έχουν θύματα άτομα, τα σχήματα θυματοποίησης δεν ταιριάζουν με αυτά της παραδοσιακής εγκληματικότητας.
  • Οι κυβερνήσεις έχουν ίδιους λόγους να μην παίρνουν στα σοβαρά τα εταιρικά εγκλήματα».[30]

Τα παραπάνω σημεία, ακόμη και στην τόσο επιγραμματική τους διατύπωση, προεικάζουν για το αποτέλεσμα μιας ενδεχόμενης μετακίνησης από το πρίσμα της κριτικής εγκληματολογίας χάριν μιας περισσότερο ποινικό-δογματικής οπτικής. Η κριτική κατάδειξη της «εγγενούς απροθυμίας» του ποινικού συστήματος να ελέγξει τα εγκλήματα του λευκού κολάρου μετασχηματίζεται σε ολοένα και πιο δομική αδυναμία, αν προστεθούν οι παράμετροι του ποινικού δόγματος από τη μια πλευρά και της ορθοδοξίας της αγοράς μαζί με την παράλληλη κρίση που αντιμετωπίζει από την άλλη. Στο εσωτερικό της, δηλαδή, η δομική αδυναμία σχετίζεται με την ατομοκεντρική δομή και την εθνική ταυτότητα του ποινικού δικαίου. Το σύνολο σχεδόν των αρχών που συνθέτουν το ποινικό δόγμα και εκτείνονται από τον προσδιορισμό του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού, την εκδήλωση και θεμελίωση του εγκληματικού αδίκου, τον προσωποπαγή χαρακτήρα του καταλογισμού και κατ’ επέκταση την ατομικότητα της ποινικής ευθύνης και ενοχής μέχρι τη φύση και λειτουργία της ποινής όσο κι αν ανασυγκροτηθούν ή αναπροσαρμοστούν δεν μπορούν σε κάθε περίπτωση να «υπερβούν εαυτόν» και μάλιστα με αμφισβητήσιμα αποτελέσματα.

Το πλέον πολυσυζητημένο «δάνειο» της ηπειρωτικής Ευρώπης από το αγγλοσαξονικό δίκαιο, που αναλογεί στην αναγνώριση ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων,[31] αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα ενός τέτοιου ισχυρισμού. Ακόμη κι αν οι θεωρητικές δυσκολίες εκληφθούν ότι λίγο-πολύ επιλύθηκαν ή υπερκεράστηκαν με την επίτευξη ενός θεωρητικού συμβιβασμού και μέσω της προτροπής κυρίως του κοινοτικού νομοθέτη, (παρότι στη χώρα μας εξακολουθεί να ισχύει η αρχή societas delinquere non potest) μετέωρο παραμένει το δεύτερο ζητούμενο που αφορά στον ίδιο τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των ποινών που επιβάλλονται στα νομικά πρόσωπα.

Το πρώτο οξύμωρο στο σημείο αυτό σχετίζεται με τον αυτοαναφερόμενο και αυτορρυθμιστικό χαρακτήρα των οργανωσιακών μέτρων ελέγχου και εποπτείας, που οφείλουν να λαμβάνουν τα νομικά πρόσωπα κατά τις οικονομικές συναλλαγές τους ως προσδιοριστικά στοιχεία της κοινωνικής και οργανωσιακής ενοχής τους, δηλαδή του νομιμοποιητικού στοιχείου για τη θεμελίωση της ποινικής τους ευθύνης.[32]Πρόκειται για τα λεγόμενα προγράμματα εταιρικής συμμόρφωσης (compliance programs), προπομποί των οποίων υπήρξαν οι αυτόβουλοι, από τις πολυεθνικές πρωτίστως εταιρείες, κώδικες καλής συμπεριφοράς (codes of conduct), που υπαγορεύουν ότι η παρέμβαση του ποινικού νόμου και η εν συνεχεία άσκηση ποινικής δίωξης λογίζεται ως έσχατο μέτρο[33] ενώ στην πράξη η επίκληση του σκοντάφτει τις περισσότερες φορές σε εμπόδια αιτιότητας. Αυτό που ακολουθεί σε δεύτερο χρόνο, είναι η αδυναμία του γνωστού ως οικονομικού ποινικού δικαίου να απαλλαγεί από τον διοικητικό χαρακτήρα του. Η εκ των πραγμάτων διαφορετική φύση των ποινικών κυρώσεων που προορίζονται για τα νομικά πρόσωπα μέσω της προσάρτησης στο ποινικό δίκαιο ενός συστήματος διοικητικών – οικονομικών κυρώσεων, οδηγούν με τη σειρά τους σε μια ψευδεπίγραφη, όσο και συμβολική τελικά, ποινική αντιμετώπιση της επιχειρηματικής εγκληματικότητας καθώς δεν παρέχουν επαρκή εχέγγυα αποτρεπτικής ικανότητας.[34]

Ο ποινικός κλοιός δείχνει να χαλαρώνει ακόμη περισσότερο ως προς τους κατεξοχήν δράστες της εγκληματικότητας του λευκού κολάρου μέσω της προσαρμογής στο ηπειρωτικό ποινικό δίκαιο ενός ακόμη αγγλοσαξονικού δανείου, που αντιστοιχεί στον σχετικά πρόσφατο θεσμό της αποκατάστασης του θύματος και του συγγενούς θεσμού της ποινικής συνδιαλλαγής. Με αφορμή την ελληνική πραγματικότητα, ο Ν. 3904/2010 αποτελεί τη δεύτερη προσπάθεια θεσμοθέτησης στο ελληνικό ποινικό δίκαιο των προαναφερομένων θεσμών. Πιο συγκεκριμένα, με τις διατάξεις των άρθρων 6, 7 και 17 του εν λόγω νόμου διευρύνεται τόσο η εξάλειψη του αξιόποινου λόγω έμπρακτης μετάνοιας όσο και η ήδη υπάρχουσα δυνατότητα απαλλαγής από την ποινή σε περίπτωση ικανοποίησης του ζημιωθέντος από εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας ή περιουσίας, ενώ εισάγεται και η δυνατότητα αποχής από την ποινική δίωξη, καθώς και η δυνατότητα ποινικής συνδιαλλαγής και διαπραγμάτευσης εφόσον πρόκειται για περιουσιακό κακούργημα.[35] Ανεξάρτητα από τις διάφορες αντικρουόμενες θεωρητικές προσεγγίσεις, τις στενά δογματικές ενστάσεις, οι οποίες εκπορεύονται πρωτίστως από τις θεμελιακές διαφορές ως προς την δικαιϊκή παράδοση που εκπροσωπεί το «κατ΄ αντιδικία σύστημα» (adversarial system) σε σχέση με αυτή που ακολουθεί το «ανακριτικό σύστημα» (inquisitorial system), τις συνταγματικές ανακολουθίες[36] όπως και τις επιμέρους νομικές αστοχίες, κρίσιμο στοιχείο εν προκειμένω παραμένει το γεγονός ότι η ποινική συνδιαλλαγή «περιορίζεται ασφυκτικά μόνον σε ορισμένα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας, ενώ δεν αναφέρεται διόλου σε εκείνα για τα οποία πρωτογενώς κατ’ εξοχήν διαμορφώθηκε, δηλ. για τα εγκλήματα βίας και αντικοινωνικότητας.»[37]

Μια τέτοια παρατήρηση ξεπερνάει τη διάσταση των νομοθετικών διακηρύξεων και της αληθινής νομικής φύσης του θεσμού, [38] συμβατή με τη γενική διάκριση που εντοπίζει ο W. Chambliss μεταξύ της «χάρτινης νομοθεσίας» των βιβλίων και του νόμου στην πράξη,[39] υπογραμμίζοντας για μια ακόμη φορά την επιλεκτικότητα της ποινικής δικαιοσύνης αλλά κυρίως την καταστρατήγηση μιας σειράς ποινικών εγγυήσεων τόσο οργανικής όσο και διαδικαστικής φύσης.[40] Σε αυτό το πλαίσιο, η επίτευξη της ποινικής συνδιαλλαγής αντιστοιχεί με μια προδήλως ετεροβαρή αποκατάσταση της κοινωνικής ισορροπίας και ειρήνης, όπου η ποινική αξίωση της πολιτείας έπεται έπ’ αόριστον. Οι λανθάνουσες δε συνέπειες της αφορούν στον υποβιβασμό του δημόσιου χαρακτήρα του ποινικού δικαίου, μέσω μιας στρεβλής υιοθέτησης τεχνικών που ανήκουν περισσότερο στο πεδίο των αστικών ιδιωτικών διευθετήσεων, και στη συναφή αποδυνάμωση του άδικου χαρακτήρα των οικονομικών εγκλημάτων,[41] συμβάλλοντας όχι μόνο στη μη πρόληψη και μη αποτροπή των τελευταίων αλλά επιπλέον σε μια ανάποδη από αυτή που καταγράφει ο D. Matza πορεία ολίσθησης τους[42] προς την ευρύτερη κατηγορία της άτυπης εγκληματικότητας του λευκού κολάρου και κατ’ επέκταση της σταδιακής και αθόρυβης αποποινικοποίησης τους.

Η επίμαχη αποτρεπτική ικανότητα του ποινικού δικαίου μοιάζει να συρρικνώνεται ακόμη περισσότερο αν προστεθεί και η πολύφερνη παράμετρος της παγκοσμιοποίησης, που συνθέτει και το εξωτερικό περίβλημα της δομικής αδυναμίας της ποινικής διαχείρισης της εγκληματικότητας του λευκού κολάρου. Ήδη σχολιάστηκε ότι η σύγχρονη πλήρης ανατροπή της σχέσης μεταξύ πολιτικής και οικονομίας που όχι μόνο δεν εξασφαλίζει τη δημόσια και πολιτική διακυβέρνηση της οικονομίας αλλά πλέον υπαγορεύει την ιδιωτική και οικονομική διακυβέρνηση της πολιτικής, λειτουργεί ως ταυτόσημο της υποχώρησης και αμφισβήτησης του εθνικού κράτους, της γιγάντωσης των επιχειρηματικών και χρηματοπιστωτικών μορφωμάτων, της ανεξέλεγκτης διακίνησης του κεφαλαίου και κυρίως της αυτονομημένης δυναμικής που αναπτύσσει.[43] Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο επιθετικής οικονομικής πολιτικής και ριψοκίνδυνης επιχειρηματικής κουλτούρας, η εγκληματικότητα του λευκού κολάρου είδαμε ότι λειτουργεί ολοένα και περισσότερο ως μηχανισμός αναπαραγωγής των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών παρά ως καταλύτης που υποθάλπει τη διάσπαση της κοινωνίας. Η εικόνα επομένως που συντίθεται από το αόρατο χέρι της αγοράς, την αναδίπλωση του κράτους χάριν της οικονομικής ηγεμονίας και την παράλληλη επίκληση του πιο ακραίου κρατικού παρεμβατισμού που συμβολίζει η ενεργοποίηση του ποινικού δικαίου, εκτός από μαγική, παραπέμπει και σε μια «φαντασιακή έννομη τάξη»,[44] όπου η σύγχρονη καπιταλιστική επιλογή αντιστοιχεί σε μια πλουραλιστική, δημοκρατική, “free-enterprize” κοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας η πλειοψηφία ασκεί ορθολογικό έλεγχο στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, ενώ η ουδέτερη και ισότιμη ισχύς του νόμου εξασφαλίζει ότι όλοι ανεξαιρέτως, όσο ισχυροί κι αν είναι, καθίστανται υπόλογοι στη συλλογική βούληση.[45]

Η γνωστή υπόθεση ως «τα μαύρα ταμεία της Siemens» δεν ανταποκρίνεται μονάχα στη λειτουργία της συνειρμικής σκέψης αλλά και στο μέγεθος της ειρωνείας που ενυπάρχει στις σημερινές υποσχέσεις περί τήρησης και εφαρμογής της νομιμότητας. Εν προκειμένω, παρά τις αδιάψευστα παράνομες τακτικές που εφαρμόστηκαν και της ανυπολόγιστης βλάβης που προκλήθηκε στην ελληνική κοινωνία, είναι χαρακτηριστικό ότι η δικαιοσύνη δεν μπόρεσε τελικά να επιληφθεί και να επιλύσει την υπόθεση στο σύνολο της, η οποία κατ’ επέκταση δεν εξισώθηκε ποτέ με έγκλημα αλλά παρέμεινε μέχρι τέλους σκάνδαλο, ενώ η όποια υλική αποκατάσταση διευθετήθηκε σε πολιτικό επίπεδο. Η απόπειρα να απομακρυνθούμε από την ελληνική πραγματικότητα και τα «οικεία κακά» δεν μεταβάλλει στο ελάχιστο το μόλις προαναφερόμενο παράδειγμα.

Τα παγκοσμίου έκτασης και έντασης πολλαπλά σκάνδαλα που ξέσπασαν στις Η.Π.Α. κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, εμπλέκοντας το σύνολο σχεδόν των αμερικανικών χρηματοπιστωτικών και λοιπών επιχειρηματικών κολοσσών και πυροδοτώντας επιπρόσθετα τη σημερινή οικουμενική κρίση των αγορών, κατέληξαν σε σχεδόν μηδενικές ποινικές διώξεις και αντίστοιχες αστικές διεκδικήσεις, σε μηδαμινές αποζημιώσεις και σε ακραία δυσανάλογα με τις προκληθείσες βλάβες διοικητικά πρόστιμα. Την αρχική έκπληξη ως προς το έλλειμμα των θεσμικών αντιδράσεων ενέτεινε ακόμη περισσότερο η πολιτική απόφαση περί διάσωσης πολλών εκ των εμπλεκομένων εταιρειών μέσω κρατικών χρηματοδοτήσεων και κατ΄ επέκταση περί ολοσχερούς κάθαρσης των εν λόγω σκανδάλων.[46] Η δικαιολογητική βάση ξεδιπλώνεται στο ακέραιο δια στόματος του πρώτου πολιτικού άνδρα και σημερινού προέδρου των Η.Π.Α. Barack Obama, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ως προς το θέμα των ποινικών διώξεων των εταιρειών της Wall Street, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα σε σχέση με την κατάρρευση της Lehman και την ακόλουθη οικονομική κρίση όπως και το φιάσκο των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου είναι ότι τα πράγματα δεν ήταν απαραίτητα παράνομα, ήταν ανήθικα, ανάρμοστα ή απερίσκεπτα…Νομίζω ότι μέρος της δημόσιας σύγχυσης, μέρος της δικής μου σύγχυσης ήταν ότι πολλές πρακτικές που δεν έπρεπε να επιτρέπονται δεν ήταν απαραίτητα ενάντια στον νόμο, αλλά είχαν ένα τεράστιο καταστροφικό αποτέλεσμα.»[47]

Το βασικό συμπέρασμα των παραπάνω δηλώσεων επιμερίζεται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο, όπως ήδη καταγράφηκε, σχετίζεται με την πλέον πρόσφατη μεταμόρφωση του εγκλήματος του λευκού κολάρου, με την οποία καταδεικνύεται σαφώς ότι το «ζητούμενο δεν είναι πια οι επιχειρηματικές απάτες, με την ευρύτερη έννοια του όρου, που φορούν τη μάσκα των νόμιμων δραστηριοτήτων στο πλαίσιο ενός οικονομικού συστήματος, αλλά μάλλον το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος που μεταμορφώνει τις παράνομες δραστηριότητες του σε μη εγκλήματα και σε συνηθισμένες επιχειρηματικές πρακτικές».[48] Το δεύτερο έλκεται από το πρώτο και αφορά στη μετάβαση από την πολιτική του συμβολισμού (symbolic politics),[49]απαραίτητη για την συμβολαιακή εξισορρόπηση του συστήματος, στην πολιτική του συμβιβασμού (politics of compromise),[50] το γενικευμένο, ουδετεροποιημένο και αόριστο περιεχόμενο της οποίας συντείνει στη σταδιακή και συστηματική απονομιμοποίηση κάθε πολιτικής εναλλακτικής.

Η προσαρμογή ενός τέτοιου περιεχομένου στον τομέα της            αντεγκληματικής πολιτικής προδιαγράφεται από την μεταστροφή του ποινικού δόγματος, ο καταναγκαστικός χαρακτήρας του οποίου μοιάζει να μην θεμελιώνεται πλέον στην κλασική ανταλλαγή μέρους της ατομικής ελευθερίας χάριν της συλλογικής οικονομικής ασφάλειας αλλά στο ακριβώς ανάποδο∙ δηλαδή στη θυσία της συλλογικής οικονομικής ασφάλειας χάριν της μεγιστοποίησης των ατομικών επιλογών και δραστηριοτήτων,[51] που στο πεδίο της εγκληματικότητας του λευκού κολάρου συνοψίζεται στην υποχώρηση των πολιτικών ελέγχου του εγκλήματος (crime control) και την αντικατάσταση τους με πολιτικές ελέγχου της ζημίας (damage control). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η γενική αντίληψη που καλλιεργείται και τείνει να παγιωθεί αναφορικά με τα απροκάλυπτα οικονομικά σκάνδαλα, που σημάδεψαν τη σύγχρονη ιστορία, και πολύ περισσότερο με τις εκτεταμένες και σχεδόν ανυποχώρητες συνέπειες τους είναι «σαν…να μην συνέβησαν ποτέ, σαν η εμπιστοσύνη στον επιχειρηματικό κόσμο να παραμένει δυνατή, σαν το κράτος να μην είναι σε θέση να ρυθμίσει την «ελεύθερη» οικονομία…»[52]

Παρά τις συντονισμένες προσπάθειες για το αντίθετο, είναι σαφές ότι οι τεκτονικές αυτές μετατοπίσεις δεν υλοποιούνται σε κενό αέρος αλλά επί τη βάση ενός νέου raison d’ état, όπως αυτό υπαγορεύεται από την συγκαιρινή αντιστροφή πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και την κυριαρχία της τελευταίας. Υπ’ αυτήν την οπτική, το σύγχρονο μεταμοντέρνο κράτος προσαρτά ως νέα νομιμοποιητική του βάση την εκπλήρωση των οικονομικών συμφερόντων που απορρέουν από τις επιταγές της ελεύθερης αγοράς. Και τίποτα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει μεγαλύτερη επίρρωση του συγκεκριμένου ισχυρισμού από τις διακηρύξεις του μέχρι πρότινος γενικού εισαγγελέα των Η.Π.Α., Eric Holder: «Γίνεται δύσκολο για εμάς να διώξουμε ποινικά [τα οικονομικά σκάνδαλα] όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με ενδείξεις οι οποίες υπαγορεύουν ότι αν πράγματι κινηθεί ποινική δίωξη – αν πράγματι αποδοθούν ποινικές κατηγορίες – θα έχουν αρνητικό αποτέλεσμα στην εθνική οικονομίας, πιθανόν ακόμη και στην παγκόσμια οικονομία.»[53] Εν προκειμένω, η κυρίαρχη στο αγγλοσαξονικό δίκαιο αρχή της σκοπιμότητας ξεπερνάει τα συνήθη όρια της διακριτικής ευχέρειας της εισαγγελικής αρχής, υπαγορεύοντας ότι η ποινική δίωξη που θα έθετε ενδεχόμενα σε κίνδυνο την οικονομία, αποτελεί παράλληλη απειλή για τη νομιμοποιητική βάση του κράτους.

Στο νέο αυτό συναινετικό μοντέλο η οικονομική κρίση δεν αποτελεί απλώς συστατικό στοιχείο της καπιταλιστικής οργάνωσης του κράτους[54] αλλά παγιώνεται ως ο μοναδικός, μόνιμος και αυτοτροφοδοτούμενος τρόπος της νέας οικονομικής διακυβέρνησης. Κατά συνέπεια, η σύγχρονη χρηματοπιστωτική κρίση δεν συνίσταται μονάχα σε μια σειρά από πραγματικά περιστατικά αλλά πρωταρχικά ως δημόσιος λόγος, ο οποίος την τελευταία περίπου δεκαετία έχει αποτελέσει το βασικότερο εργαλείο δομικού απροσανατολισμού του ποινικού δικαίου άλλοτε υπέρ της θεσμοθέτησης εξαιρετικής νομοθεσίας και άλλοτε υπέρ αυτορρυθμιστικών και αυτοποιητικών σχημάτων συμμόρφωσης. «Έχει ιδιαίτερα χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την αναδόμηση των κοινωνικών προσδοκιών και έχει εντέλει μπορέσει να «νομιμοποιήσει» μέσα από μια τέτοια διαδικασία – και από μια υποτιθέμενη προσφυγή άλλοτε στον επιστημονικό λόγο και άλλοτε σε μια συγκεκριμένη αντίληψη περί πραγματικότητας – την αποδόμηση κοινωνικοπολιτικών κατακτήσεων, η αμφισβήτηση των οποίων προηγουμένως θα ήταν αδιανόητη».[55]

Μπροστά σε μια τέτοια επέλαση το επιχείρημα του ποινικού δικαίου μοιάζει χιμαιρικό όχι μόνο λόγω της εγγενούς επιλεκτικότητας του και των δομικών του στενώσεων αλλά κυρίως γιατί φαίνεται να χάνει το νομιμοποιητικό του έρμα. Όπως έχει υποστηριχθεί «η δικαιολόγηση του ποινικού δικαίου βρίσκεται στη βάση της νομιμοποίησης του ίδιου του κράτους, καθώς, αν η προστασία και προαγωγή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί το λόγο ύπαρξης του τελευταίου, η δυνατότητα να προβεί στην παραβίαση τους μετατρέπεται σε βασικό κριτήριο για το βαθμό ανταπόκρισης του στον διακηρυγμένο σκοπό.»[56] Με άλλα λόγια, το ποινικό δίκαιο μοιράζεται την ίδια μοίρα με το κράτος, γεγονός που κατακυρώνεται με τον δημόσιο χαρακτήρα του πρώτου. Η οπισθοχώρηση, άρα, της ισχύος του κράτους έναντι των δυνάμεων της αγοράς, σε σημείο τέτοιο ώστε οι τελευταίες να κομίζουν τη νέα νομιμοποιητική του βάση, δεν θα μπορούσαν να μην συμπαρασύρουν και τα δομικά εχέγγυα του ποινικού εγγυητισμού, μεταλλάσσοντας την διακηρυγμένη αποστολή του ποινικού δικαίου από δίκαιο του αδυνάτου[57] σε δίκαιο του δυνατού.

Γ. Η εναλλακτική θεωρητική πρόταση της κοινωνικής βλάβης

Το έλλειμμα μιας ικανοποιητικής απάντησης από πλευράς ποινικού δικαίου, ωστόσο, δρα πολλαπλασιαστικά, προκαλώντας αυτή τη φορά τα όρια της κριτικής εγκληματολογίας αλλά και της εγκληματολογικής επιστήμης συνολικά. Η πρόκληση μοιάζει να μεγεθύνεται, αν αναλογιστεί κανείς την ελλειμματική συμβολή της εγκληματολογίας σε σχέση με τις επιστημονικές προσπάθειες ανάλυσης της σημερινής κρίσης, που αντίστροφα φαίνεται να μονοπωλούν οι οικονομολόγοι. Η εικόνα δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο από τις παροτρύνσεις των τελευταίων για μια «νέα εγκληματολογία», που θα γεφυρώνει το κενό μεταξύ της παραδοσιακής οικονομικής επιστήμης και της εγκληματολογίας.[58] Καταγράφεται δηλαδή η ανάγκη για μια εκ νέου κίνηση προς τα μπροστά. Τα ερωτήματα που τίθενται αφορούν στο μελλοντικό «ζητούμενο της εγκληματολογίας»[59], από τη στιγμή που έχει αφενός επιτευχθεί η κριτική αποδόμηση του εγκληματικού φαινομένου και αφετέρου έχει διαπιστωθεί η αδυναμία των θεσμικών εγγυήσεων να ελέγξουν το φαινόμενο της εγκληματικότητας του λευκού κολάρου και να διασφαλίσουν τα κοινωνικά δικαιώματα και τα δημόσια αγαθά. Η κριτική καταγγελία περί «συστημικής καταγωγής» των εγκλημάτων των ισχυρών χάνει όχι μόνο σε συνέπεια αλλά και σε αξιοπιστία, όταν αναζητά τη ρύθμιση τους μέσα από τα εργαλεία και τις κατασκευές του συστήματος που τα παράγει. Η διαπίστωση μάλιστα αυτή γίνεται ακόμη πιο πρόδηλη στις «μέτα – μεταμοντέρνες» μέρες μας, όπου η έννοια της θεσμικής νομιμότητας έχει απολέσει, όπως ήδη ειπώθηκε, κάθε της πλεονέκτημα έναντι της παγκοσμιοποιημένης αγοράς.

Με όλα αυτά υπόψη, οι νεοπαγείς προσπάθειες που καταβάλλονται πρωτίστως για την οριοθέτηση και κατόπιν για τη ρύθμιση του εν λόγω φαινομένου προτείνουν την υπέρβαση του εγκληματικού σχήματος. Πιο πολύ σαν συνέχεια παρά σαν εναλλακτική της κριτικής εγκληματολογίας έρχεται μια σχετικά νωπή θεωρητική πρόταση, που βασίζεται στην έννοια της κοινωνικής βλάβης. Με αναφορές στη θυματολογία και στο θεωρητικό ρεύμα του καταργητισμού, το νέο αυτό σχήμα επιδιώκει να εστιάσει στην ουσία του εγκλήματος του λευκού κολάρου και ως εκ τούτου να στρέψει την κατεύθυνση των ρυθμιστικών παρεμβάσεων περισσότερο προς τις δομές και λιγότερο προς το εποικοδόμημα. Με βασική αρχή ότι το έγκλημα δεν έχει οντολογική υπόσταση, η πραγματικότητα της κοινωνικής βλάβης συνιστά τη μόνη ρεαλιστική βάση για την εξυπηρέτηση ακόμη και εκ πρώτης όψεως ουτοπικών στόχων.

Αφετηρία της νέας θεωρητικής πρότασης γίνεται η ίδια η γλώσσα και η πρόκριση μιας άλλης ορολογίας για τη δόμηση ενός διαφορετικού τρόπου θεώρησης της κοινωνικής πραγματικότητας. Προς αποφυγή παρερμηνειών, είναι απαραίτητο να αναφερθεί ότι εν προκειμένω η έννοια της κοινωνικής βλάβης δεν ερείδεται στην ωφελιμιστική παράδοση και στην επακόλουθη «αρχή της βλάβης» (harm principle”), που λειτουργεί ως νομιμοποιητική βάση της ποινικής παρέμβασης και βασικό κριτήριο εγκληματοποίησης συμπεριφορών στο αγγλοσαξονικό ποινικό σύστημα,[60] ούτε ταυτίζεται με τις προσβολές των εννόμων αγαθών, που τροφοδοτούν την επιχειρηματολογία του ηπειρωτικού δικαίου.[61] Η «ζημιολογία» προκρίνεται ως όρος – γένος, υπό τον οποίο κεφαλαιοποιείται η σχετική θεωρητική υπόθεση. Με σαφή αναφορά στην ελληνική λέξη «ζημία» (“zemia”), η συγκεκριμένη προσέγγιση επιδιώκει να ανταποκριθεί στην ανάγκη μιας επιστημονικής εναλλακτικής, το περιεχόμενο της οποίας συντίθεται από τα πρωτογενή κοινωνικά δεδομένα και γεγονότα που επηρεάζουν τους ανθρώπους, τόσο σε ατομική όσο και σε συλλογική βάση, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους και ανεξαρτήτως χωροχρόνου ή κανονιστικών επιλογών.[62]

Το γενικό αξίωμα που προβάλλεται εν προκειμένω ανάγεται στην επιδίωξη της ζημιολογίας να υπερκεράσει τα όρια της εγκληματολογικής επιστήμης, στους κριτικούς κόλπους της οποίας γαλουχήθηκε, και ως εκ τούτου να διευρύνει τη μελέτη της και σε μορφές κοινωνικής βλάβης που δεν συνιστούν έγκλημα, δηλαδή να επεκταθεί πέρα από τα όρια του αξιοποίνου. Μια τέτοια θεώρηση εκτός από την διεύρυνση του ερευνητικού πεδίου και τη διέλευση του σε «κεκαλυμμένες», αν και κοινωνικά επιζήμιες προκλήσεις, συνεργεί επιπλέον ώστε οι προτεινόμενες λύσεις επί επιβλαβών καταστάσεων να μην αναζητούνται αξιωματικά στην κλιμάκωση της ποινικής νομοθεσίας και στην σωφρονιστική πανάκεια που υπόσχεται η ποινική δικαιοσύνη. Επί της ουσίας αναζητείται μια περισσότερο ολιστική ανάλυση και συνδυαστική κατανόηση της κοινωνικής βλάβης, που συντελείται μέσω αναφορών σε διαφορετικά επιστημονικά αντικείμενα και σε πολλαπλά πεδία της κοινωνικής, της δημόσιας και της οικονομικής πολιτικής. Η έννοια της κοινωνικής βλάβης, δηλαδή, φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως πολύ-εστιακό πρίσμα δίνοντας βήμα σε διαφορετικές φωνές και εμπειρίες.

Υπό αυτήν την οπτική, το αιτούμενο δεν είναι μια απλή προσάρτηση ή μια ανέξοδη αντικατάσταση της έννοιας του εγκλήματος που θα συμβάλει για μια ακόμη φορά στη διατήρηση και στην ανανέωση των εξουσιαστικών ισορροπιών, που αντανακλώνται μέσω του εγκληματικού φαινομένου του ποινικού μοντέλου, προσφέροντας ακόμη περισσότερες ευκαιρίες για «ηθική αδιαφορία» (“moral indifference”)[63] τόσο απέναντι στις επιβλαβείς δομές όσο και στη συλλογική ευθύνη. Αυτό που προτείνεται είναι ένα αυτοτελές θεωρητικό παράδειγμα με ιδεολογικό πυρήνα την έννοια της κοινωνικής βλάβης, η οποία επιζητεί να φτάσει στα σημεία που η κατασκευή του εγκλήματος αδυνατεί εξαιτίας του διαφορετικού κοινωνικού προορισμού της.[64] Επιδιώκεται, με άλλα λόγια, μια συνολική μεταστροφή στη προσέγγιση και ανάλυση των κοινωνικών καταστάσεων∙ αντί μιας οπτικής «από πάνω προς τα κάτω», φίλα προσκείμενης στις κυρίαρχες αναλύσεις, πριμοδοτείται η λογική «από κάτω προς τα πάνω», το οποίο μεταξύ άλλων υποδεικνύει ως αφετηρία μελέτης τις κοινωνικές δομές με προορισμό το άτομο και όχι το αντίστροφο.[65] Η έμφαση δίνεται όχι αυτοτελώς στις βλαβερές και δηλητηριώδεις δράσεις αλλά στις επιρροές που ασκούν αυτές πάνω στις ανθρώπινες ζωές, ακόμη κι αν αυτό μπορεί να σημαίνει χαμηλό εισόδημα, ανεργία και υπερφορολόγηση είτε ταυτίζεται με προβλήματα στέγασης, σίτισης, παιδείας, περίθαλψης, μόλυνσης, έκθεσης σε κινδύνους είτε με ευρύτερες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Η δεύτερη ουσιαστική, και ίσως πιο καθοριστικής σημασίας, θέση της «ζημιολογικής» προσέγγισης είναι η μελέτη, η ερμηνεία και η ανάλυση των κοινωνικών βλαβών «πέραν της εγκληματολογίας». Η ανάγκη αυτή εκδηλώνεται όχι μόνο παρακολουθητικά, στο πλαίσιο δηλαδή που αναγνωρίζει την εγκληματολογία ως τμήμα των ποινικών επιστημών και κατ’ επέκταση ως αντικείμενο της κριτικής περί δυσλειτουργίας και μεροληψίας με την οποία είναι χρεωμένη η ποινική δικαιοσύνη, αλλά και τελείως αυτόνομα. Οι αναφορές στην συνδιαλλακτική σχέση που ένωνε παραδοσιακά την εγκληματολογική επιστήμη με το κράτος σχετίζονται αφενός με το γεγονός ότι τα όρια της πρώτης προδιαγράφονταν ανέκαθεν από την κρατική αντίληψη για το έγκλημα, δηλαδή τη θεσμική του αποτύπωση, και αφετέρου με το δεδομένο ότι η αντεγκληματική κρατική πολιτική φέρει πάντα επιρροές της εγκληματολογικής επιστήμης.[66] Όπως κυνικά σχεδόν σχολιάζεται «[οι κριτικοί εγκληματολόγοι] αναγνωρίζουμε ότι κάτι δεν πάει καλά με τον τρόπο που χρησιμοποιείται η έννοια «έγκλημα» και ξεκινάμε να ερευνούμε πώς ακριβώς τη χρησιμοποιούμε. Το να προτάξουμε στη συνέχεια τη νομιμότητα και να σηκώσουμε το χέρι δείχνοντας και κραυγάζοντας «έγκλημα» φαίνεται υποκριτικό, οπότε δεν το κάνουμε. Και σαν αποτέλεσμα δεν εξετάζουμε επισταμένα αρκετά θέματα.»[67] Η περιχαράκωση, συνεπώς, της κριτικής εγκληματολογίας στην έννοια του εγκλήματος αναλογεί με τον οικειοθελή εγκλωβισμό της στις κυρίαρχες αντιλήψεις περί αυτού και κατ’ επέκταση στην εν πολλοίς αδράνεια της. Μια τέτοια εξέλιξη δε, εκτείνεται πέρα από τα όρια της επιστημονικής της απονεύρωσης και αγγίζει εκείνα της ιδεολογικής της λοιδορίας, μέσα από αντιφατικά και τελικά ευτράπελα σχήματα αντεγκληματικής πολιτικής, τα οποία ο S. Cohen θίγει σκωπτικά, συγκρίνοντας περιπτώσεις όπου οι κριτικοί ή ριζοσπάστες εγκληματολόγοι γίνονται υπέρμαχοι της ποινικοποίησης και τιμωρητικότητας με άλλες όπου οι πλέον συντηρητικοί κύκλοι εμφανίζονται υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[68]

Παρά επομένως το καταγγελτικό ύφος που φαίνεται να εμπεριέχεται σε μια πρώτη ανάλυση στη ζημιολογική αντιπρόταση, ο ρόλος της κριτικής εγκληματολογίας δεν παραγνωρίζεται∙ πρόκειται μάλλον για το αντίθετο. Η πρόθεση της θεωρητικής προσέγγισης της κοινωνικής βλάβης δεν έγκειται ούτε στο να αντιπαλέψει ούτε να αγνοήσει την προσφορά της κριτικής εγκληματολογίας αλλά να την αναδείξει στοχεύοντας περισσότερο στα όρια της. Η υπέρβαση την οποία δοκιμάζει η ζημιολoγία είναι συμβατή με την παράδοση που δημιούργησε η κριτική εγκληματολογία αλλά και γενικότερα με την κριτική αντίληψη, που υπαγορεύει ότι κάθε κριτικό και ριζοσπαστικό κίνημα προκειμένου να μην ενσωματωθεί στο σύστημα, το οποίο αποσκοπεί να αποδομήσει, αλλά ταυτοχρόνως και για να μην καταλήξει στο πολιτικό περιθώριο πρέπει να στοχεύει σε μια εναλλακτική, η οποία αντιτίθεται και την ίδια στιγμή ανταγωνίζεται το σύστημα.[69] Κι αν το πεδίο τόσο ως προς την επιστημονική μεθοδολογία όσο και ως προς τη μεθόδευση μιας τέτοιας πρότασης είναι ανοιχτό απέναντι στο θεωρητικό διάλογο, είναι ταυτόχρονα και περιορισμένο ως προς τα περιθώρια των πολιτικών επιλογών. Αν αναλογιστούμε μάλιστα την παλιά προτροπή της M. Delmas-Marty ότι «όποιος θέλει να κάνει μια επιστημονική δουλειά πάνω στην «εγκληματικότητα των συναλλαγών»,[70] θα πρέπει να γνωρίζει γιατί πράγμα μιλάει», τότε η νέα αυτή θεωρητική προοπτική συμβάλλει καίρια στη (ανα)νοηματοδότηση τόσο του επιθέτου «κριτική» όσο και του ουσιαστικού «επιστήμη».

Ξένη Βιβλιογραφία

Aubert V., 1952 “White – Collar Crime and Social Structure”, American Journal Of Sociology, τ.58, σ. 263-271

Barak G., 2012, Theft of a Nation – Wall Street Looting and Federal Regulatory Colluding, Rowman & Littlefield Publishers, Lanham, Boulder, New York, Toronto, Plymouth – UK

Bernard T., 1984, “The Historical Development of Corporate Criminal Liability”, Criminology, τ. 22(1), σ. 3-17

Bauman Z, 2000, “Social Issues of Law and Order”, British Journal of Criminology, τ. 40, σ. 205-221

Black D., 2010, The Behavior of Law, Emerald Group Publishing, Bingley – UK,

Black W., 2005, The Best Way to Rob a Bank is to Own One: How Corporate Executives and Politicians Looted the S&L Industry, University of Texas Press, Austin

Bluhdorn I., 2007, “Sustaining the Unsustainable: Symbolic Politics of Simulation” Environmental Politics, τ. 16(2), σ. 251-275

Box S. 1995, Power, Crime and Mystification, Routledge, London & New York

Braithwaite J., 1985, “White – Collar Crime”, American Review of Sociology, τ. 11, σ. 1-25

Caldwell R. 1968, “A Re – Examination of the Concept of white Collar Crime” in G. Geis (ed) White Collar criminal: the offender in business and the professions, Atherton Press, New York σ. 376-387

Chambliss W., 2004, “On the symbiosis between criminal law and criminal behaviour, Criminology, τ. 42(2), σ. 241 – 251

Chambliss W. & Seidman R., 1971, Law, Order and Power, Addison-Wesley Publishing Company, Massachusetts, Menlo Park

Cohen S., 1993, “Human Rights and Crimes of the State: The Culture of Denial”, Australian & New Zeeland Journal of Criminology, τ. 26, σ. 97-115

Delmas – Marty Μ., 1974, “La criminalité d’affaires”, Revue de science criminelle et de droit pénal compare, τ.1, σ. 45-55

Ferguson C., 2012, Inside Job – The Financiers Who Pulled Off the Heist of the Century, Oneworld Publications Limited

 Ferrajoli L., 2005, “The crisis of democracy in the era of globalization”, Anales de la Catedra Francisco Suarez, τ. 39, σ. 53-67

Friedrichs D. 1998, “New Directions in Critical Criminology and White Collar Crime” in J.I. Ross (ed) Cutting The EdgeCurrent Perspectives in Radical/Critical Criminology and Criminal Justice, Praeger, Westport, Connecticut – London, σ. 77-91

Galbraith J., 2009, «Who Are These Economists, Anyway?”, Thought & Action, τ. 25, σ. 85-97

Garfinkel H., 1956, “Conditions of Successful Degradation Ceremonies”, Chicago Journals, τ. 61(5), σ. 420 – 424

Habermas J., 2012, La Constitution de l’ Europe, Gallimard, Paris

Hall S., Massey D. & Rustin M., 2015, After Neoliberalism? The Kilburn Manifesto, Lawrence & Wishard Limited

Hagan J., 2010, Who Are The Criminals? – The Politics of the Crime Policy from the Age of Roosevelt to the Age of Reagan, Princeton University, Princeton & Oxford

Hillyard P., Pantazis C., Tombs S. & Gordon D., 2007, ““Social harm” and its limits?” in R. Roberts & W. McMahon (eds), Social Justice and Criminal Justice, Harm & Society, Centre for Crime and Justice Studies, 62 – 69

Hillyard P. & Tombs S., 2004, “Beyond Criminology?”, in P. Hillyard, Ch. Pantazis, S. Tombs & D. Gordon eds. “Beyond Criminology – Taking Harm Seriously”, Plutto Press, London-Ann Arbor Mi, Fernwood Publishing, Black Point-Nova Scotia, σ. 10- 29

Jackson W., 2011, “Liberal intellectuals and the politics of security”, in M. Neocleous & G. Rigakos (eds) Anti-Security, Red Quill Books, Ottawa – Canada

Johnstone J. & Ward T., 2010, Law & Crime, Sage, Los Angeles-London-New Delhi-Singapore-Washington

Katz J., 1979, “Concerted Ignorance: The social construction of a cover-up”, Journal of Contemporary Ethnography, τ. 8(3), σ. 295 – 316

Krause M. G., 2013, “Wasted potential – Towards a criminology of the financial crisis, Criminologia, www.criminologia.de

Lea J., 2002, Crime & Modernity, Sage Publications, London, Thousand Oaks, New Delhi

Mathiesen T., 1986, “The Politics of Abolition”, Contemporary Crises, τ.10, σ.81-94

Mathiesen T., 2004, Silently Silenced, Waterside Press, Winchester

Matza D., 1964, Delinquency and Drift, Willey, New York

Mills W., 2000, The Power Elite, Oxford University press, Oxford – New York

Newman D., 1958, “White Collar Crime” στο Law and Contemporary Problems, τ.23 σ. 735-753

Pearce F., 1976, “Crimes of the Powerful”, Pluto Press

Pemberton S., 2004, “A theory of moral indifference: understanding the production of harm by the capitalist state” in P. Hillyard, C. Pantazis, S. Tombs & D. Gordon, “Beyond Criminology – Taking Harm Seriously”, Pluto Press (London-Ann Arbor, Mi) & Fernwood Publishing (Black Point, Nova Scotia), σ. 67 – 81

Persak N., 2007, Criminalising Harmful Conduct – The Harm Principle, its Limits and Continental Counterparts, Springer

Pontell H., Black W., Geis G., 2013, “Too big to fail, too powerful to jail? On the absence of criminal prosecutions after the 2008 financial meltdown”, Crime Law & Social Change, τ. 61, σ. 1- 13

Rakoff J., 2014, “The Financial Crisis: Why Have No High-Level Executives Been Prosecuted?”, The New York Review, τ. XI, σ.4 – 8

Rodopoulos I., 2013, « La crise financière est elle (aussi) une crise du droit pénal ? Esquisse d’une dialectique entre une crise factuelle et une crise normative », Revue de Science Criminelle et de Droit Pénal Comparé, τ. 1, σ.1 – 26

Ruggiero V., 2013, the Crimes of the Economy – A criminological analysis of economic thought, Routledge, London – New York

Sellin T., 1938, Culture, Conflict and Crime, Social Science Research Council, New York

Snider L., 2007, “This time we really mean it! Cracking down on the stock market fraud” in H. Pontell & G.Geis (eds) International Handbook of White – collar Crime and Corporate Crime, Spinger, σ. 627 – 645

Sutherland E., 1983, White Collar Crime – the Uncut Version, Yale University Press, New Heaven & London

Tiedemann K., 2011, Το Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο στην Ευρώπη – Μια αξιολογική προσέγγιση», Ποινικά Χρονικά, τ. 11, σ. 641 επ.

Tombs S. 2013, “Working for the “free” market: State complicity in routine corporate harm in the United Kingdom”, Revista Critica Penal y Poder, τ.5, σ. 291-313

Tombs S., 2015, “Crisis, what Crisis? Regulation and the Academic Orthodoxy, The Howard Journal of Criminal Justice, τ. 54(1), σ. 57 – 72

Tombs S & Whyte D., 2015, “Counterblast: Challenging the Corporation / Challenging the State”, The Howard Journal of Criminal Justice, τ. 54(1), σ. 91-95

Wacquant L., 2004, Punir les pauvres. Le nouveau gouvernement de l’ insécurité sociale, Agone, Marseille

Young J., 2014, “Bernie Madoff, Finance Capital, and the Anomic Society”, in S. Will, S. Handleman & D. C. Brotherton (eds) How They Got Away With It, Columbia University Press, New York, σ. 68-81

 

Ελληνική Βιβλιογραφία

Ανδρουλάκης Ν. Κ., 2014, «Το Plea Bargaing κατά το νέο Σχέδιο Κ.Π.Δ.», Ποινικά Χρονικά, τ. Ιουνίου – Ιουλίου, σ. 401 επ.

Βασιλαντωνοπούλου Β., 2014, Λευκά Κολάρα & Οικονομικό Έγκλημα – Κοινωνική Βλάβη & Αντεγκληματική Πολιτική, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα

Κουράκης Ν. 2007, Τα Οικονομικά Εγκλήματα ΙΒασικά ζητήματα της οικονομικής εγκληματικότητας και του οικονομικού ποινικού δικαίου τόμος Α΄, Γενικό Μέρος, 3η έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, Κομοτηνή

Λίβος Ν., 2000, «Η απαλλαγή από την ποινή επί ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος μέχρι εκδόσεως οριστικής απόφασης», ΠοινΧρ, σ. 289 επ.

Μυλωνόπουλος Χ., «Η «ικανοποίηση του παθόντος» και η «ποινική συνδιαλλαγή» στο Ν. 3904/2010, Ποινική Δικαιοσύνη, τ.1, σ. 53 επ.

Παπανεοφύτου Α., 2012, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Μια κατασκευή ποινικής ασυλίας του επιχειρηματία – δράστη, Νομική Βιβλιοθήκη

Πανούσης Γ., 2006, «Διαφθορά – Διαπλοκή και πολιτική μηχανή», Ποινική Δικαιοσύνη, τ. 8-9, σ. 1015 – 1022

Πανούσης Γ., 1988, Το ζητούμενο στην Εγκληματολογία, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, Κομοτηνή

Πιτσελά, Α., 2010, Η εγκληματολογική προσέγγιση του οικονομικού εγκλήματος, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα, Θεσσαλονίκη

Σπινέλλης Δ., 2003, «Ποινικές (;) κυρώσεις σε νομικά πρόσωπα και διαδικασία επιβολής τους» στα Ποινικά Χρονικά, ΝΓ’ 97 – 103

Σπινέλλης Δ., 2013, «Η εγκληματικότητα των πολιτικών στην εξουσία (ή εγκληματικότητα του «ψηλού καπέλου»», Ποινικά Χρονικά, τεύχ. 1. σ. 4-18

Σπυράκος Δ. 1993, «Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή παραμόρφωση του ποινικού δικαίου;» στο Ποινικά Χρονικά, ΜΔ’ σ. 1201-1213

Σπυράκος Δ., 1996, «Η κριτική λειτουργία της έννοιας του εννόμου αγαθού», Μελέτες, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή

Σπυράκος Δ., 2002, «Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Ο Αντίλογος» Ποινικός Λόγος, τ. 4, σ. 1627-1628

Συκιώτη Α.Κ. 2010, «Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων», Ποινική Δικαιοσύνη, τ. 1, σ. 94-104

Χουλιάρας Α., 2012, «Ποινική Δικαιοσύνη και Ανθρώπινα Δικαιώματα: Η Λογική μιας Επαμφοτερίζουσας Σχέσης», Εγκληματολογία, τ. 2, σ. 59-74

Χουλιάρας Α., 2013, Η Ανάλυση του Διεθνούς Ποινικού Συστήματος – Όψεις της συστημικής διεθνούς εγκληματικότητας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη.

* Νομικός, Διδάκτωρ Εγκληματολογίας, Ειδικός Επιστήμονας στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.

  1. Lea J., 2002, Crime & Modernity, Sage Publications, London, Thousand Oaks, New Delhi, σ. 117.
  2. Sutherland E., 1983, White Collar Crime – the Uncut Version, Yale University Press, New Heaven & London, σ. 4.
  3. Friedrichs D. 1998, “New Directions in Critical Criminology and White Collar Crime” in J.I. Ross Cutting The EdgeCurrent Perspectives in Radical/Critical Criminology and Criminal Justice, Praeger, Westport, Connecticut – London, σ. 77-91 Για μια πρώτη αίσθηση της έντασης και της έκτασης της θεωρητικής διαμάχης αναφέρεται χαρακτηριστικά η άποψη του D. Newman, ο οποίος θεωρεί την έννοια του εγκλήματος του λευκού κολάρου ως «πιθανότερα την πλέον πιο σημαντική εξέλιξη στην εγκληματολογία» ενώ εν είδει απάντησης ο ισχυρισμός του R. Caldwell κάνει λόγο για ένα «προπαγανδιστικό όπλο το οποίο κάτω από το επιδεικτικό προσωπείο της επιστήμης χρησιμοποιείται για τη θεμελίωση μιας νέας τάξης». Βλ. Newman D., 1958, “White Collar Crime”, Law and Contemporary Problems, τ.23 σ. 735-753, Caldwell R. 1968, “A Re – Examination of the Concept of white Collar Crime” in G. Geis (ed) White Collar criminal: the offender in business and the professions, Atherton Press, New York σ. 376-387.
  4. Aubert V., 1952 “White – Collar Crime and Social Structure”, American Journal Of Sociology, τ.58, σ. 263-271.
  5. Pearce F., 1976, “Crimes of the Powerful”, Pluto Press.
  6. Με παρόμοια διάθεση κατάδειξης της κατάχρησης πολιτικής εξουσίας ο Δ. Σπινέλλης εισηγείται τον όρο «εγκλήματα του ψηλού καπέλου», με τα οποία περιγράφονται «τα εγκλήματα των πολιτικών που βρίσκονται στην εξουσία». Βλ. Σπινέλλης Δ., 2013, «Η εγκληματικότητα των πολιτικών στην εξουσία (ή εγκληματικότητα του «ψηλού καπέλου»», στα Ποινικά Χρονικά, τ. 1. σ. 5.
  7. Snider L., 2007, “This time we really mean it! Cracking down on the stock market fraud” in H. Pontell & G.Geis (eds) International Handbook of White – collar Crime and Corporate Crime, Spinger, σ. 639.
  8. Box S. 1995, Power, Crime and Mystification, Routledge, London & New York.
  9. Πανούσης Γ., 2006, «Διαφθορά – Διαπλοκή και πολιτική μηχανή», Ποινική Δικαιοσύνη, τ. 8-9, σ. 1015-1022.
  10. Katz J., 1979, “Concerted Ignorance: The social construction of a cover-up”, Journal of Contemporary Ethnography, τ. 8(3), σ. 295-316.
  11. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «το πρόβλημα εδώ, επομένως, δεν είναι απαραίτητα η μη θεατότητα της δομικής βίας που συχνά καταφέρεται – είναι με αρκετούς τρόπους η έντονη θεατότητα της μέσω της «ακατάπαυστης επανάληψης». Αυτή η ακατάπαυστη επανάληψη είναι που αποτελεί μια ακαδημαϊκή και, κυρίως, μια επιτακτική πολιτική πρόκληση για όσους θα επιδίωκαν να αντισταθούν στις κρατικές-εταιρικές βλάβες». Tombs S. 2013, “Working for the “free” market: State complicity in routine corporate harm in the United Kingdom”, Revista Critica Penal y Poder, τ.5, σ. 308.
  12. Για μια αναλυτική παρουσίαση των τεχνικών «εξαφάνισης» των εγκλημάτων του λευκού κολάρου βλ. Βασιλαντωνοπούλου Β., 2014, Λευκά Κολάρα & Οικονομικό Έγκλημα – Κοινωνική Βλάβη & Αντεγκληματική Πολιτική, Δίκαιο & Οικονομία Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα.
  13. Lea J., 2002, op. cit.
  14. Chambliss W., 2004, “On the symbiosis between criminal law and criminal behaviour, Criminology, τ. 42(2), σ. 241-251.
  15. Ο G. Barak επιχειρώντας την ανατομία της οικονομικής κατάρρευσης της Wall Street κάνει λόγο για θεσμικές δι-αντιδράσεις ανάμεσα σε καταχρήσεις επενδυτικών τραπεζών, ιδιαιτέρως υψηλού κινδύνου στεγαστικά δάνεια, διογκωμένους πιστοληπτικούς δείκτες και αποτυχίες των ελεγκτικών μηχανισμών. Βλ. Barak G., 2012, Theft of a Nation – Wall Street Looting and Federal Regulatory Colluding, Rowman & Littlefield Publishers, Lanham, Boulder, New York, Toronto, Plymouth – UK σ. 76-90.
  16. Wacquant L., 2004, Punir les pauvres. Le nouveau gouvernement de l’ insécurité sociale, Agone, Marseille.
  17. Hagan J., 2010, Who Are The Criminals? – The Politics of the Crime Policy from the Age of Roosevelt to the Age of Reagan, Princeton University, Princeton & Oxford.
  18. Krause M. G., 2013, “Wasted potential – Towards a criminology of the financial crisis”, Criminologia, www.criminologia.de
  19. Ferrajoli L., 2005, “The crisis of democracy in the era of globalization”, Anales de la Catedra Francisco Suarez, τ. 39, σ. 53-67.
  20. Black W., 2005, The Best Way to Rob a Bank is to Own One: How Corporate Executives and Politicians Looted the S&L Industry, University of Texas Press, Austin.
  21. Pontell H., Black W., Geis G., 2013, “Too big to fail, too powerful to jail? On the absence of criminal prosecutions after the 2008 financial meltdown”, Crime Law & Social Change, τ. 61, σ. 1-13.
  22. Hall S., Massey D. & Rustin M., 2015, After Neoliberalism? The Kilburn Manifesto, Lawrence & Wishard Limited.
  23. Ferguson C., 2012, Inside Job – The Financiers Who Pulled Off the Heist of the Century, Oneworld Publications Limited.
  24. Οι συγκεκριμένες διαπιστώσεις αποτελούν μέρος της ομιλίας του Υπουργού Επικρατείας για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς κ. Π. Νικολούδη τον Φεβρουάριο 2015 από το βήμα της Ελληνικής Βουλής http://www.aftodioikisi.gr
  25. Pontell H., Black W., Geis G., 2013, op. cit. σ. 9.
  26. Barak G., 2012, op. cit.
  27. Για την αποτύπωση των οικονομικών εγκλημάτων στην ελληνική πραγματικότητα βλ. 1. Κουράκης Ν. 2007, Τα Οικονομικά Εγκλήματα ΙΒασικά ζητήματα της οικονομικής εγκληματικότητας και του οικονομικού ποινικού δικαίου τόμος Α΄, Γενικό Μέρος, 3η έκδοση, εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, Κομοτηνή, 2. Πιτσελά, Α., 2010, Η εγκληματολογική προσέγγιση του οικονομικού εγκλήματος, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα, Θεσσαλονίκη.
  28. Ruggiero V., 2013, the Crimes of the Economy – A criminological analysis of economic thought, Routledge, London – New York.
  29. Young J., 2014, “Bernie Madoff, Finance Capital, and the Anomic Society”, in S. Will, S. Handleman & D. C. Brotherton (eds) How They Got Away With It, Columbia University Press, New York, σ. 68-81.
  30. Johnstone J. & Ward T., 2010, Law & Crime, Sage, Los Angeles-London-New Delhi-Singapore-Washington, σ.111-112.
  31. Bernard T., 1984, “The Historical Development of Corporate Criminal Liability”, Criminology, τ. 22(1), σ. 3 – 17.
  32. Tiedemann K., 2011, Το Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο στην Ευρώπη – Μια αξιολογική προσέγγιση», Ποινικά Χρονικά, τ. 11, σ. 641 επ.
  33. Σύμφωνα με έναν από τους κύριους εμπνευστές και εκφραστές αυτού του αυτορρυθμιστικού – συναινετικού μοντέλου υποστηρίζεται ότι: «ανεξαρτήτως της άποψης που έχει κάποιος για την αποτελεσματικότητα των συναινετικών συστημάτων εφαρμογής του νόμου, αυτή η αποτελεσματικότητα μπορεί να εμπλουτισθεί όταν συμπληρωθεί με ποινικό κολασμό» βλ. Braithwaite J., 1985, “White – Collar Crime”, American Review of Sociology, τ. 11, σ. 1-25.
  34. Πέραν από το αποτελεσματικά περιορισμένο και συχνά στην πράξη ανεφάρμοστο περιεχόμενο των ποινικών κυρώσεων που αφορούν σε νομικά πρόσωπα, ο Α. Παπανεοφύτου θίγει επιπρόσθετα τον συχνά άδικο και ανεπιεική χαρακτήρα τους ως προς τους τελικούς αποδέκτες των συνεπειών τους. «Τέλος, όσον αφορά τις μεταμοσχευόμενες από το διοικητικό δίκαιο ποινικές κυρώσεις κατά νομικών προσώπων, που εμφανίζονται μάλιστα ως υποκατάστατα των στερητικών της ελευθερίας ποινών…ή ακόμη και της θανατικής ποινής…η επιβολή τους έρχεται στην πράξη σε σύγκρουση με στοιχειώδη κοινωνικά κριτήρια άσκησης αντεγκληματικής πολιτικής. Μεταφέρει τις συνέπειες της παράβασης των ποινικών κανόνων και στους απασχολούμενους στο νομικό πρόσωπο…,, ενοχοποιώντας τους έμμεσα συλλήβδην και ανεξάρτητα από τη συμμέτοχη και ευθύνη τους στην παραγωγή του αξιόποινου αποτελέσματος». Παπανεοφύτου Α., 2012, Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Μια κατασκευή ποινικής ασυλίας του επιχειρηματία – δράστη;, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σ. 125. Βλ. επίσης 1. Σπινέλλης Δ., 2003, «Ποινικές (;) κυρώσεις σε νομικά πρόσωπα και διαδικασία επιβολής τους» στα Ποινικά Χρονικά, ΝΓ’ 97-103 2. Σπυράκος Δ. 1993, «Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή παραμόρφωση του ποινικού δικαίου;» στο Ποινικά Χρονικά, ΜΔ’ σ. 1201-1213, 3. Σπυράκος Δ., 2002, «Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων: Ο Αντίλογος» στο Ποινικός Λόγος, τ. 4, σ. 1627-1628, 4. Συκιώτη Α.Κ. 2010, «Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων», στο Ποινική Δικαιοσύνη, τ.1, σ. 94-104.
  35. Μυλωνόπουλος Χ., «Η «ικανοποίηση του παθόντος» και η «ποινική συνδιαλλαγή» στο Ν. 3904/2010», Ποινική Δικαιοσύνη, τ.1, σ. 53 επ.
  36. Άνδρουλάκης Ν. Κ., 2014, «Το Plea Bargaining κατά το νέο Σχέδιο Κ.Π.Δ.», Ποινικά Χρονικά, τ. Ιουνίου – Ιουλίου, σ. 401 επ.
  37. Μυλωνόπουλος Χ., 2015, op. cit.
  38. Βλ. Λίβος Ν., 2000, «Η απαλλαγή από την ποινή επί ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος μέχρι εκδόσεως οριστικής απόφασης», Ποινικά Χρονικά, σ. 289 επ.
  39. Chambliss W. & Seidman R., 1971, Law, Order and Power, Addison-Wesley Publishing Company, Massachusetts, Menlo Park.
  40. Για να αναφέρουμε μόνο μερικές, πρόκειται για την αλλοίωση της προφορικότητας και της δημοσιότητας, τη μετάθεση της εξουσίας απόφασης επί της ουσίας από το δικαστήριο στον εισαγγελέα, την παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης, του τεκμηρίου αθωότητας, της αρχής της ισότητας. Βλ. Μυλωνόπουλος Χ., 2014, op. cit.
  41. Βλ.Garfinkel H., 1956, “Conditions of Successful Degradation Ceremonies”, Chicago Journals, τ. 61(5), σ. 420-424.
  42. Matza D., 1964, Delinquency and Drift, Willey, New York .
  43. Για τον L. Ferrajoli η σύγχρονη «παγκοσμιοποιημένη» συγκυρία αντανακλάται στο περιεχόμενο μιας «μη-περιστασιακής διπλής κρίσης», η οποία συντίθεται πάνω σε δύο αλληλοπαθείς παραμέτρους∙ η πρώτη αφορά σε εθνικό επίπεδο και αντιστοιχεί στην κρίση του συνταγματικού κράτους, που με τη σειρά της τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από την κρίση σε διεθνές επίπεδο, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται από την πλήρη απουσία μιας διεθνούς κανονιστικής δημόσιας σφαίρας, δηλ. ενός διεθνούς δημοσίου δικαίου, κατάλληλου να διαχειριστεί τις μεγάλες υπερεθνικές οικονομικές δυνάμεις. «Η κρίση των κρατών και κατά συνέπεια ο ρόλος που πρέπει να παίξουν στο εσωτερικό της εθνικής δημόσιας σφαίρας, δεν αντισταθμίστηκε από μια δημόσια σφαίρα ισότιμη με τις διαδικασίες που παράγονται στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.». Ο εκθρονισμός του εθνικού κράτους από τις υπερεθνικές οικονομικές εξουσίες και μάλιστα σε κενό δημοσίου δικαίου, χωρίς δηλαδή κανόνες, περιορισμούς ή δεσμεύσεις, οδήγησε στην αξιωματική αναγωγή του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού σε ένα είδος βασικού κανόνα (“Grundnorm”) για τη νέα διεθνή οικονομική τάξη πραγμάτων. Το κενό αυτό δημοσίου δικαίου σηματοδοτεί ταυτόχρονα την πλήρη κατάληψη του από το ιδιωτικό δίκαιο ή αλλιώς τη μεταστροφή του αναγκαστικού δικαίου σε ενδοτικό δίκαιο, η οποία «το μετατρέπει σε μια ανηλεή εκδοχή δικαίου του ισχυρού.» «Η αύξηση της πολυπλοκότητας αυτών των προβλημάτων, των αλληλεξαρτήσεων, των ασυμμετριών και των εξουσιαστικών σχέσεων που παρελκύονται της παγκοσμιοποίησης αντιστοιχούν, παραδόξως, σε μια απλοποίηση και καθετοποίηση των πολιτικών συστημάτων αντί μιας πιο σύνθετης διάρθρωσης αυτών των συστημάτων∙ σε μια διάχυση και συγκέντρωση εξουσιών αντί του μεγαλύτερου περιορισμού και της διάκρισης τους∙ και κατά συνέπεια μια μείωση της δημόσιας σφαίρας όσον αφορά τόσο την εθνική και διεθνή τάξη, αντί της διεύρυνσης και ενίσχυσης τους προκειμένου να εγγυηθούν τις υποσχέσεις που εμπεριέχονται στα συνταγματικά μοντέλα.» Απέναντι σε μια τέτοια κατάσταση, ο συγγραφέας προκρίνει ως μόνη λύση και μέγιστη πολιτική πρόκληση τη θεσμοθέτηση ενός παγκόσμιου συνταγματισμού ή αλλιώς την κανονιστική και καταστατική επέκταση των εθνικών συνταγματικών επιταγών στα όρια των διεθνών σχέσεων. Βλ. Ferrajoli L., 2005, op. cit. σ. 58, 59. Ανάλογες σκέψεις εκφράζονται και από τον J. Habermas, ο οποίος υπογραμμίζει την υποχώρηση των προοδευτικών δυνάμεων και την δρομολόγηση ύπουλων τακτικών μέσω των οποίων ο εθνικός κοινοβουλευτικός έλεγχος υποτάσσεται στους νόμους της αγοράς. Μια τέτοια εξέλιξη οδηγεί μαθηματικά στην ασφυξία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε εθνικό επίπεδο καθώς η παραπάνω υποταγή δεν εξομαλύνεται με τη θεσμοθέτηση εθνικά εξουσιοδοτημένων ευρωπαϊκών οργάνων και μηχανισμών. Μέσα από μια τέτοια καταγραφή ο συγγραφέας προτάσσει την επιλογή μιας ευρωπαϊκής συνταγματικής συνθήκης, στο πλαίσιο της οποίας οι λαοί θα ανακτήσουν τη κυριαρχία τους σε ένα υπερεθνικό επίπεδο, χωρίς τη θυσία της δημοκρατίας. Βλ. Habermas J., 2012, La Constitution de lEurope, Gallimard, Paris.
  44. Pearce F., 1976, op. cit. 104.
  45. Ωστόσο ο D. Black ξεκαθαρίζει: «Ισότητα ενώπιον του νόμου δεν υπάρχει. Η κοινωνική πραγματικότητα διακρίνεται από νομικό σχετικισμό παρά από νομικό οικουμενισμό. Ο νόμος ποικίλει ανάλογα με την κοινωνική του γεωμετρία – ανάλογα με το σημείο που τοποθετείται και κατευθύνεται εντός του κοινωνικού φάσματος. Μια τέτοια θεωρία αντιμάχεται τις συμβατικές θεωρίες περί νόμου και δικαιοσύνης που μοιράζονται δικηγόροι, δικαστές, σπουδαστές νομικής και τμήματα του ευρύτερου κοινού.» Βλ. Black D., 2010, The Behavior of Law, Emerald Group Publishing, Bingley – UK, σ. 180.
  46. Όπως σχολιάζεται από τους S. Tombs & D. Whyte «Τα κράτη ανασυσκεύασαν τα ιδιωτικά χρέη σε εθνικό χρέος, αναδιατύπωσαν τις ιδιωτικές εταιρικές απερισκεψίες ως δημόσιες σπaτάλες και αδυναμίες και μετέπλασαν την εταιρεία από πιθανό πρόβλημα στη μόνη ελπίδα για οικονομική ανάκαμψη». Βλ. Tombs S & Whyte D., 2015, “Counterblast: Challenging the Corporation / Challenging the State”, The Howard Journal of Criminal Justice, τ. 54(1), σ. 93.
  47. Μέρος της ομιλίας του προέδρου Obama, όπως παρατίθεται στο Barak G., 2012, op. cit σ. 154.
  48. Barak G., 2012, op. cit σ. 78.
  49. Βλ. Bluhdorn I., 2007, “Sustaining the Unsustainable: Symbolic Politics of Simulation” Environmental Politics, τ. 16(2), σ. 251-275.
  50. Jackson W., 2011, “Liberal intellectuals and the politics of security”, in M. Neocleous & G. Rigakos (eds) Anti-Security, Red Quill Books, Ottawa – Canada.
  51. Bauman Z, 2000, “Social Issues of Law and Order”, British Journal of Criminology, τ. 40, σ. 205-221.
  52. Tombs S., 2015, “Crisis, what Crisis? Regulation and the Academic Orthodoxy, The Howard Journal of Criminal Justice, τ. 54(1), σ. 67.
  53. Βλ. Rakoff J., 2014, “The Financial Crisis: Why Have No High-Level Executives Been Prosecuted?”, The New York Review, τ. XI, σ. 6.
  54. Βλ. Mills W., 2000, The Power Elite, Oxford University press, Oxford – New York.
  55. Rodopoulos I., 2013, « La crise financière est elle (aussi) une crise du droit pénal ? Esquisse d’ une dialectique entre une crise factuelle et une crise normative » Revue de Science Criminelle et de Droit Pénal Comparé, τ. 1, σ.22-23.
  56. Χουλιάρας Α., 2013, Η Ανάλυση του Διεθνούς Ποινικού Συστήματος – Όψεις της συστημικής διεθνούς εγκληματικότητας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, σ. 209.
  57. Χουλιάρας Α., 2012, «Ποινική Δικαιοσύνη και Ανθρώπινα Δικαιώματα: Η Λογική μιας Επαμφοτερίζουσας Σχέσης», Εγκληματολογίας, τ. 2, σ. 59-74.
  58. Galbraith J., 2009, «Who Are These Economists, Anyway?”, Thought & Action, τ. 25, σ. 85-97.
  59. Πρβλ. Πανούσης Γ., 1988, Το ζητούμενο στην Εγκληματολογία, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, Κομοτηνή.
  60. Persak N., 2007, Criminalizing Harmful ConductThe Harm Principle, its Limits and Continental Counterparts, Springer .
  61. Σπυράκος Δ., 1996, «Η κριτική λειτουργία της έννοιας του εννόμου αγαθού», Μελέτες, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή.
  62. Hillyard P. & Tombs S., 2004, “Beyond Criminology?”, in P. Hillyard, Ch. Pantazis, S. Tombs & D. Gordon eds. “Beyond Criminology – Taking Harm Seriously”, Plutto Press, London-Ann Arbor Mi, Fernwood Publishing, Black Point-Nova Scotia, σ. 10-29.
  63. Σύμφωνα με τον S. Pemberton οι μεταβολές που σημειώθηκαν στη μετανεωτερική αναδιοργάνωση του κεφαλαίου και οι νεοφιλελεύθερες αξίες επέφεραν θεμελιακές αλλαγές στην εργασιακή ηθική. Πιο συγκεκριμένα, υπογραμμίζεται ότι οι σύγχρονες επισφαλείς συνθήκες εργασίας συμβάλλουν καθοριστικά στο να διαλύονται και να υπερβαίνονται συναισθήματα κοινωνικής ενοχής για τη «νέο – φτώχεια» και τα δεινά της. Ο εξόριστος από την αγορά εργασίας πληθυσμός, ως παράπλευρη απώλεια της ελεύθερης αγοράς, λειτουργεί, επιπλέον, σε επίπεδο συμβόλων ως «οικείο κακό» για όσους εξακολουθούν να μετέχουν στην αγορά αυτή. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η αντίληψη περί κοινωνικής ευθύνης εξατμίζεται, παραχωρώντας τη θέση της στην κοινωνική και πολιτική αδιαφορία, ως μέθοδος εξορκισμού. Η επιβολή της κοινωνικής αδιαφορίας επιτρέπει με τη σειρά της στους υπερεθνικούς παγκόσμιους οργανισμούς να αδιαφορούν δικαιολογημένα για τις συνέπειες της οικονομικής τους πολιτικής σε βάρος των εθνικών κρατών και προς όφελος του παγκόσμιου κεφαλαίου. «Στο πλαίσιο της όψιμης νεωτερικότητας, η ηθική σκέψη στις καπιταλιστικές κοινωνίες έχει «αποικιοκρατηθεί» από την έγνοια του οικονομικού ορθολογισμού…Κατά συνέπεια η εργασιακή ηθική έχει μετατραπεί σε όψη «αδιαφοροποίησης» («adiaphorisation”) καθώς τροφοδοτεί ένα σύστημα μέτρησης που αξιολογεί το αν αυτοί οι οποίοι βιώνουν μια διαρκή δυστυχία αξίζουν τη συμπόνια μας.» Pemberton S., 2004, “A theory of moral indifference: understanding the production of harm by the capitalist state”, in P. Hillyard, C. Pantazis, S. Tombs & D. Gordon, “Beyond Criminology – Taking Harm Seriously”, Pluto Press (London-Ann Arbor, Mi) & Fernwood Publishing (Black Point, Nova Scotia), σ. 81.
  64. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζεται για την ατομοκεντρική δομή της εγκληματολογίας και της αντεγκληματικής πολιτικής: «υποστηρίζουμε ότι η υπόθεση παραμένει έτσι παρά τις δεκαετίες αντίστασης σε αυτές τις έννοιες από το εσωτερικό της εγκληματολογικής επιστήμης. Με άλλα λόγια για εμάς, η εγκληματολογία δεν μπορεί να διαφύγει εντελώς από τέτοιες ανακόλουθες πρακτικές γιατί αυτό είναι η ίδια, εκεί γεννήθηκε και έτσι έχει δομηθεί.» Hillyard P., Pantazis C., Tombs S. & Gordon D., 2007, ““Social harm” and its limits?” in R. Roberts & W. McMahon (eds), Social Justice and Criminal Justice, Harm & Society, Centre for Crime and Justice Studies, σ. 64.
  65. O T. Mathiesen εξηγεί ότι «…είναι ζωτικής σημασίας να αναθρέψουμε μια νέα έρευνα που να βλέπει από κάτω, παίρνοντας ως σημείο αφετηρίας μας τα συμφέροντα αυτών που βρίσκονται εκτός εξουσίας παρά εκείνων εντός εξουσίας, αυτών που καταπιέζονται περισσότερο παρά εκείνων που περισσότερο καταπιέζουν, αυτών που κυβερνώνται παρά εκείνων που κυβερνούν, αυτών που υπολείπονται επικοινωνιακών καναλιών για να δραστηριοποιηθούν και να παρέμβουν στους νομοθετικούς φορείς και θεσμούς παρά εκείνων που διαθέτουν τέτοια κανάλια και που για την ακρίβεια είναι οι νομοθετικοί φορείς και θεσμοί. Αυτό που λέω εδώ έχει ειπωθεί και στο παρελθόν. Αποτελεί μέρος χθεσινής ιδεολογίας. Αλλά σήμερα είναι μεγάλη ανάγκη να επαναληφθεί και να αναβιώσει. Ένα τέτοιο πρόγραμμα θέτει πολλά δύσκολα ζητήματα, μεταξύ άλλων ζητήματα που αφορούν στις σχέσεις και σε πιθανές συγκρούσεις μεταξύ συμφερόντων που προσεγγίζονται από κάτω, τα οποία με τη σειρά τους θέτουν ζητήματα επιλογής μεταξύ αξιών.» Mathiesen T., 2004, Silently Silenced, Waterside Press, Winchester, σ. 78 .
  66. Σε ρόλο Κασσάνδρας ο Thorsten Sellin πάνω από 70 χρόνια πριν είχε προειδοποιήσει ότι το μόνο μέλλον της εγκληματολογίας, ως επιστημονικού κλάδου είναι μακριά από κρατικές επιρροές ως προς τη διαμόρφωση του γνωστικού αντικείμενου της και άρα από αντίστοιχους ορισμούς περί εγκλήματος. Sellin T., 1938, Culture, Conflict and Crime, Social Science Research Council, New York.
  67. Krausse M. G., 2013, op. cit, σ. 10.

[68] Cohen S., 1993, “Human Rights and Crimes of the State: The Culture of Denial”, Australian & New Zeeland Journal of Criminology, τ. 26, σ. 97 – 115

[69] Mathiesen T., 1986, “The Politics of Abolition”, Contemporary Crises, τ.10, σ.81-94

[70] Delmas – Marty Μ., 1974, “La criminalité d’affaires”, Revue de science criminelle et de droit pénal compare, τ.1, σ.46