Δικονομικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση του οικονομικού εγκλήματος και της διαφθοράς στον δημόσιο τομέα

ΘΕΟΧΑΡΗΣ Ι. ΔΑΛΑΚΟΥΡΑΣ

Δικονομικές ρυθμίσεις για

την αντιμετώπιση του οικονομικού

εγκλήματος και της διαφθοράς

στον δημόσιο τομέα

(Μια πρώτη αποτίμηση των προτάσεων του Συνεκτικού Σχεδίου για την αντιμετώπιση του οικονομικού εγκλήματος και της διαφθοράς στον δημόσιο τομέα)

 

ΘΕΟΧΑΡΗΣ Ι. ΔΑΛΑΚΟΥΡΑΣ*

Ι. Εισαγωγικές σκέψεις

Ήδη εκ προοιμίου οφείλει να διατυπωθεί ότι για να εξασφαλισθεί στην πράξη η αποτελεσματική διερεύνηση, παραπομπή και εκδίκαση των πράξεων διαφθοράς και οικονομικής εγκληματικότητας στον δημόσιο τομέα δεν αρκεί ούτε η διαδήλωση της νομοθετικής πρόθεσης καταπολέμησής της ούτε όμως και  η αποσπασματική τροποποίηση των σχετικών διατάξεων του ΚΠΔ. Απαιτείται, προδήλως, η διαμόρφωση μιας γενικότερης νομοθετικής κατάστρωσης, η οποία – υπακούοντας στις σύνθετες αναγκαιότητες της ελληνικής και διεθνούς ποινικής καταστολής – θα προωθεί σε δικαιοκρατικό επίπεδο ισόρροπα τις αξιώσεις της αποτελεσματικής προστασίας τόσο του δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος.

Υπό το φως αυτής της διαπίστωσης αποκτά ιδιαίτερη σημασία το υπό συζήτηση συνεκτικό σχέδιο για την αντιμετώπιση του οικονομικού εγκλήματος και της διαφθοράς στον δημόσιο τομέα, στο βαθμό που αυτό – αξιοποιώντας με μεθοδικότητα τόσο τα συγκριτικά δεδομένα της σύγχρονης ευρωπαϊκής και διεθνούς νομικής πραγματικότητας όσο και τις προκλήσεις της ελληνικής νομοθεσίας – εγγράφεται ως η πρώτη ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση νομοθέτησης.

ΙΙ. Η συστηματική ένταξη των σχετικών δικονομικών ρυθμίσεων

Η ένταξη των δικονομικών ρυθμίσεων αντιμετώπισης της εμφανιζόμενης στον δημόσιο τομέα διαφθοράς και οικονομικής εγκληματικότητας στο ισχύον ποινικό δικονομικό σύστημα καταφάσκεται μεν απρόσκοπτα από άποψη δικαιοπολιτικής αναγκαιότητας, θέτει επιτακτικά ωστόσο ζητήματα εναρμόνισής της σε δύο τουλάχιστον κατευθύνσεις: Αφενός στην κατεύθυνση διεύρυνσης της μετάλλαξης του παραδοσιακού κατασταλτικού δικονομικού συστήματος και αφετέρου στην κατεύθυνση ουσιαστικής εξασφάλισης της αποτελεσματικότητας των ρυθμίσεων που εντάσσονται αποσπασματικά σ’ ένα βραδέως λειτουργούν δικαιικό σύστημα.

  1. Η διεύρυνση της μετάλλαξης του κατασταλτικού δικονομικού συστήματος

Κοινό τόπο αποτελεί η διαπίστωση ότι ο προσανατολισμός του δικονομικού συστήματος στην εξιχνίαση του τελεσθέντος εγκλήματος νοθεύτηκε αρχικά με τη θέσπιση των πρώτων προληπτικών μέτρων, όπως λ.χ. της προληπτικής προσωρινής κράτησης, αλλοιώθηκε αποφασιστικότερα με την πρόβλεψη των λεγόμενων ειδικών ανακριτικών πράξεων του άρθρου 253A ΚΠΔ και συνεχίζει να μεταλλάσσεται με την κύρωση των αυξανόμενων στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης οδηγιών. Υπό αυτό το πρίσμα η επελθούσα με τον ν. 4254/2014 διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των ειδικών (μυστικών – προληπτικών) ανακριτικών πράξεων της συγκαλυμμένης έρευνας, της άρσης του απορρήτου, της καταγραφής δραστηριότητας εκτός κατοικίας και της συσχέτισης προσωπικών δεδομένων και επί εγκλημάτων διαφθοράς (άρθρο  253Β ΚΠΔ)  καθιστά περισσότερο από ποτέ αναγκαία την ανάπτυξη προτάσεων ενίσχυσης της αξιακής δομής του συστήματος, ώστε να τούτο να μπορεί να λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά όσο εν ταυτώ και εγγυητικά υπό δικαιοκρατικό πρίσμα.

Μόλις χρειάζεται να προστεθεί, μάλιστα, ότι ανεξάρτητα από τη δεδομένη επίδραση των οδηγιών (παλαιότερα αποφάσεων – πλαισίων) της ΕΕ στη μορφή του παραδοσιακού δικονομικού συστήματός μας, οι οδηγίες αυτές – όπως η σχετιζόμενη με την προβληματική μας υπ’ αριθμ. 42214 Οδηγία – θέτουν σε γενικότερο επίπεδο ένα ευρύτερο ζήτημα: Αυτό της ενεργοποίησης ειδικών επιστημόνων από την ελληνική πλευρά κατά τη θέσπισή τους, έτσι ώστε σε πρώιμο στάδιο να λαμβάνεται κατά το δυνατόν μέριμνα αποτροπής επεμβάσεων θεσμικής μορφής που αποδυναμώνουν εγχώριους εγγυητικούς  μηχανισμούς. Αυτονόητα απαιτείται περαιτέρω, βέβαια, η ενίσχυση του ουσιαστικού επιστημονικού ελέγχου πριν από την νομοθετική ενσωμάτωση των οδηγιών στο ελληνικό δίκαιο, ώστε να καταδεικνύονται τα ειδικότερα προβλήματα θεσμικών δυσαρμονιών και να παρέχεται υλικό για την ερμηνευτική διεργασία. Δεν πρέπει να παραβλέπεται, άλλωστε, ότι υπό το φως της αυξημένης τυπικής ισχύος των οδηγιών αυτών η ερμηνευτική δικαστική διεργασία κατά την εφαρμογή του καθέκαστον κυρωτικού νόμου αναδεικνύεται σε κομβικό παράγοντα πρακτικής εναρμόνισής τους στο ποινικό μας σύστημα. Τούτο σημαίνει ότι στο επίπεδο των δικονομικών επεμβάσεων η δικαστική οριοθέτηση των σχετικών διατάξεων επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας ανάγεται στον αποφασιστικότερο παράγοντα ουσιαστικής νομιμότητάς τους.

  1. Η αποσπασματικά προωθούμενη αποτελεσματικότητα των σχετικών ρυθμίσεων

Η στόχευση της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των πράξεων διαφθοράς και της οικονομικής εγκληματικότητας σε βάρος του δημοσίου θέτει, ομοίως, μια σειρά γενικότερων ερωτημάτων σε σχέση αφενός με τη δυνατότητα δικαιολόγησης μιας ιδιαίτερης δικονομικής μεταχείρισης και πρόταξης των πράξεων αυτών, αφετέρου με τη δυνατότητα  υπέρβασης των παθογενειών του δικονομικού συστήματος μέσω της θέσπισης ειδικών διατάξεων επιτάχυνσης της διαδικασίας εκδίκασης συγκεκριμένων εγκλημάτων.

Σε σχέση με το πρώτο ερώτημα, εύστοχα επισημαίνεται στην εισαγωγή της 10ης ενότητας του υπό συζήτηση Σχεδίου, ότι «ενόψει των περιορισμένων εξ ορισμού πόρων και δυνατοτήτων του, ο ποινικός μηχανισμός μπορεί βέβαια να θέτει ιεραρχήσεις και ειδικές ρυθμίσεις με αναφορά σε συγκεκριμένη ύλη, στο μέτρο ωστόσο που αυτές που δικαιολογούνται από τα ειδικά χαρακτηριστικά της και στη βάση ορθολογικών και γενικεύσιμων κριτηρίων. Η απουσία των τελευταίων, όχι μόνο  προβληματίζει ως προς την παραβίαση της αρχής της ισότητας, αλλά και συνδέεται κάποτε με τη διαμόρφωση ενός κλίματος εξαιρετικής συνθήκης, που ασκεί έμμεσες και άμεσες πιέσεις στο δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας». Άλλωστε, ακόμα κι όταν κάποιες παρεμβάσεις κρίνονται ως αναγκαίες, «η ζητούμενη αυτή ποιότητα, που μπορεί μακροπρόθεσμα να αποδώσει καρπούς στην αντιμετώπιση και των κύριων προβλημάτων που κινητοποιούν το δικονομικό νομοθέτη … δεν μπορεί παρά να επιδιώκεται κατά κανόνα με γενικές ρυθμίσεις, χωρίς δηλ. ειδική στόχευση σε επιμέρους τομείς εγκληματικότητας».Τούτη η διαπιστωτική κρίση στρέφει εύλογα το ενδιαφέρον στο κεντρικότερο ερώτημα, αν και κατά πόσο στο πλαίσιο ενός δυσλειτουργούντος δικονομικού συστήματος μπορεί να αναπτυχθεί μια διαφορετικής ταχύτητας ποινική δικαιοσύνη για την εκδίκαση συγκεκριμένων εγκλημάτων που θα λειτουργεί ανεπηρέαστη από τις όποιες παθογένειές του. Περαιτέρω, αν στο πλαίσιο του ιδίου συστήματος μπορεί να δικαιολογηθεί η συρρίκνωση συγκεκριμένων θεσμικών εγγυήσεων (λ.χ. ενημέρωσης για ληφθέντα ανακριτικά μέτρα, απλούστευση διαδικασίας παραπομπής, κατάργηση ενδίκων μέσων, διεξαγωγή δίκης απουσία διαδίκων) χάριν της ταχύτερης εκδίκασης συγκεκριμένων εγκλημάτων. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις αποδεικνύεται σε βάθος χρόνου ότι οι μεμονωμένες επεμβάσεις στο δικονομικό σύστημα ούτε την ταχεία κινητοποίηση του δικονομικού μηχανισμού στους επιλεγμένους τομείς επιτυγχάνουν ούτε τα δομικά προβλήματα δυσλειτουργίας του συστήματος κατορθώνουν να υπερβούν.

Υπό αυτό το πρίσμα γίνεται σαφές ότι, χωρίς την προώθηση συνολικών λύσεων, η καταπολέμηση της διαφθοράς με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο θα εμφανίζεται να υπακούει σε αναγκαιότητες που υπερβαίνουν το ίδιο το κρατούν σύστημα. Ευλόγως άλλωστε, αφού λ.χ. η πρόταξη διερεύνησης των πράξεων διαφθοράς θα παραμένει πρόταξη περιορισμένης αποτελεσματικότητας, αν δεν συνοδεύεται από την πρόβλεψη και ενίσχυση ανάλογου διερευνητικού ειδικού μηχανισμού. Ομοίως, ο κατ’ απόλυτη προτεραιότητα ορισμός δικασίμου στις περιπτώσεις κατηγορουμένων για πράξεις διαφθοράς (άρθρο 320 ΚΠΔ) θα συνεχίσει να λειτουργεί ως ελάχιστο όχημα επιτάχυνσης ενός βραδυκίνητου συστήματος, αν δεν συμπληρωθεί με γενικότερου χαρακτήρα ρυθμίσεις αναδιοργάνωσης της ποινικής προδικασίας και των λοιπών σταδίων της δίκης, αλλά και εμπέδωσης εναλλακτικών μορφών απονομής ποινικής δικαιοσύνης.

  1. Μια πρώτη αποτίμηση των προτάσεων του συνεκτικού σχεδίου

Αφετηρία συνιστά εν προκειμένω η διαπίστωση ότι ο χαρακτήρας του υπό συζήτηση Σχεδίου ως συνεκτικού επιτρέπει τη θέση ζητημάτων από ένα μεγάλο μέρος κομβικών θεματικών τόσο της ποινικής διαδικασίας όσο και του οργανισμού δικαστηρίων, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα ανάπτυξης συγκροτημένων συστηματικών λύσεων.

  1. Η σχετικοποίηση της αρχής της νομιμότητας κατά τη δίωξη των εγκλημάτων

Ως πρώτη πρόταση προωθείται εύστοχα στην κατεύθυνση αυτή η γενικότερης αποδοχής στη δικονομική επιστήμη[1] πρόταση της διεύρυνσης του θεσμού της οριστικής αποχής από την ποινική δίωξη σε περιπτώσεις ανυπαρξίας σοβαρού δημόσιου συμφέροντος για δίωξη συγκεκριμένων πλημμελημάτων καθώς και της προσωρινής υπό όρους αποχής από την άσκηση της ποινικής δίωξης στα πλημμελήματα με απειλούμενη ποινή φυλάκισης μέχρι τριών ετών. Η εξάρτηση της εισαγωγής αυτών των ευρέως γνωστών στον ευρωπαϊκό χώρο εναλλακτικών διαδικασιών[2] από  ελάχιστες εγγυήσεις για την εφαρμογή τους, όπως λ.χ. από τη συνδρομή επαρκών ενδείξεων δίωξης, από τη συνδρομή της αβίαστης συναίνεσης του υπόπτου, από την προηγούμενη ενημέρωση του παθόντος για τη διαδικασία της προσωρινής αποχής, καθώς και από τον έλεγχο της κρίσης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών από τον εισαγγελέα εφετών, εγγυάται τόσο την εναρμονισμένη ένταξή τους στο δικονομικό σύστημά μας όσο και την απρόσκοπτη και αποτελεσματική εφαρμογή τους.

Ως δεύτερη πρόταση διατυπώνεται εξίσου εύστοχα στην ίδια κατεύθυνση η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του προβλεπόμενου στο άρθρο 308Β ΚΠΔ θεσμού της ποινικής συνδιαλλαγής και σε περιουσιακής φύσεως εγκλήματα. Η ένταξη στην εμβέλεια της ρύθμισης και των αδικημάτων σε βάρος του δημοσίου, τα οποία αρχικά είχαν εξαιρεθεί από το θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής ενώ στη συνέχεια υπήχθησαν στο Ν. 4312/2014, είναι άλλωστε επιβεβλημένη τόσο από άποψη συστηματικής συνέπειας όσο και για πρακτικούς λόγους που συνέχονται με την αποτελεσματικότητα του προδήλως χρήσιμου αυτού θεσμού της λεγόμενης αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Προς τούτο απαιτείται, βεβαίως, επιπρόσθετα η εμπέδωση μιας διαφορετικής νοοτροπίας στον νομικό μας κόσμο, ώστε η επιλογή εφαρμογής του άρθρου 308Β ΚΠΔ να αποκτήσει ελκυστικό περιεχόμενο και να μην απωθείται ολοκληρωτικά από την επικρατούσα στην πράξη επιλογή της άνευ ετέρου «αθώωσης ελλείψει δόλου» στις περιπτώσεις πλήρους εξόφλησης.

Ως τρίτη πρόταση εξειδικεύεται στην ίδια κατεύθυνση, αν και με ορατές επιφυλάξεις, η εισαγωγή του αμερικανικής προέλευσης θεσμού της “ποινικής διαπραγμάτευσης” (plea bargaining) προς αποσυμφόρηση δικαστικής ύλης. Η ουσιώδης διαφοροποίηση του θεσμού αυτού από τον θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής τόσο σε επίπεδο σκοπών όσο και σε επίπεδο διαδικασίας και συμμετεχόντων προσώπων, αλλά και ο χαρακτήρας του ως «οχήματος διαμόρφωσης συμφωνιών επί της ενοχής και επί της ποινής» καθιστά δυσχερέστερη από συστηματική άποψη την εισαγωγή του στο δίκαιό μας εξαιτίας της προφανούς δυσαρμονίας του με θεμελιώδεις αρχές της παραδοσιακής ηπειρωτικής ποινικής δίκης[3]. Τούτου δοθέντος, η όποια προσπάθεια εισαγωγής του θεσμού αυτού οφείλει να τύχει ενδελεχούς επεξεργασίας και να επικροτηθεί περιορισμένα, μόνον εφόσον εξασφαλισθεί σε νομοτεχνικό επίπεδο η υπέρβαση μιας σειράς αξονικών επιφυλάξεων σε σχέση αφενός με το πεδίο εφαρμογής του θεσμού και αφετέρου με τα πρόσωπα της διαπραγμάτευσης (εισαγγελέας ή δικαστής και κατηγορούμενος), την πρωτοβουλία για τη διαπραγμάτευση, το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης, την ύπαρξη ή μη προηγούμενης ομολογίας ενοχής, τη δυνατότητα απόρριψης της διαπραγμάτευσης εκ μέρους του δικαστηρίου, αλλά και τη δυνατότητα άσκησης έφεσης εκ μέρους του κατηγορουμένου για το ύψος της επιβληθείσας σ’ αυτόν ποινής.

  1. Η ποιοτική αναβάθμιση των προδικαστικών ερευνών

Όπως ευλόγως επισημαίνεται από τους συντάκτες του παρόντος Σχεδίου «μια συνεκτική μεταρρυθμιστική προσπάθεια στο δικονομικό πεδίο» προϋποθέτει απαραίτητα «την αναβάθμιση της ποιότητας των προδικαστικών ερευνών». Στην κατεύθυνση αυτήν επικροτείται η καθιέρωση ειδικών διωκτικών δομών για τη διερεύνηση και τη δίωξη των οικονομικών εγκλημάτων σε βάρος του δημοσίου και των πράξεων διαφθοράς στο δημόσιο τομέα τόσο αναφορικά με την πρόβλεψη εξειδικευμένων εισαγγελικών λειτουργών όσο και αναφορικά με την ανάπτυξη εξειδικευμένων προανακριτικών υπαλλήλων.

Ωστόσο, ενόψει των αναδυθεισών δυσλειτουργιών κατά την εφαρμογή των νόμων 3943/2011 και 4022/2011, με τους οποίους καθιερώθηκαν αντίστοιχα οι θεσμοί του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, προτείνεται εν τέλει από τους συντάκτες του Σχεδίου η ενοποίηση των δύο «ειδικών» Εισαγγελέων με την καθιέρωση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και Διαφθοράς σε κάθε εφετειακή περιφέρεια, που θα εποπτεύεται από τον οριζόμενο σχετικώς Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Είναι αληθές, βεβαίως, ότι και υπό το φως του κρατούντος θεσμικού πλαισίου η Εισαγγελία Διαφθοράς[4] είναι ευχερώς διακριτή από άποψη λειτουργικής αρμοδιότητας, στο βαθμό που η δράση της προσανατολίζεται αφενός στην εξιχνίαση εγκλημάτων διαφθοράς με διεθνείς αναφορές και αφετέρου στο πρόσωπο του δράστη.

Πάντως, ανεξάρτητα από την αποδοχή ή μη της πρότασης ενοποίησης των δύο «ειδικών» Εισαγγελέων, ως κυρίαρχο πρόβλημα στο χώρο των προδικαστικών ερευνών αναδύεται ο έλεγχος της διαδικασίας συλλογής του προανακριτικού υλικού και συνακόλουθα η διαχείρισή του και η περαιτέρω αξιοποίησή του σε άλλες διαδικασίες.

Κατά τούτο, οφείλει να θεωρηθεί ως αναντίλεκτα επιτακτική για την υλοποίηση του στόχου της ποιοτικής αναβάθμισης των προδικαστικών ερευνών και του συνακόλουθου ελέγχου των συλλεγόμενων πληροφοριών η προτεινόμενη στο Συνεκτικό Σχέδιο «σύσταση υπηρεσιακών μονάδων ειδικών προανακριτικών υπαλλήλων, οι οποίες θα εποπτεύονται από τον εκάστοτε τοπικά αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών (στο πρότυπο του Γραφείου Ειδικών Εμπειρογνωμόνων του ν. 4022/2011, του ΣΔΟΕ και της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ.) και θα συνεργάζονται με τις διοικητικές ελεγκτικές αρχές». Άξια θετικής αναφοράς είναι, επιπρόσθετα, και η πρόταση σύστασης και λειτουργίας στους κόλπους κάθε εισαγγελίας ενός ειδικού τμήματος διερεύνησης της περιουσιακής κατάστασης και ανάκτησης των εγκληματικών εσόδων.

Στην ίδια κατεύθυνση οφείλει να εξαρθεί και η πρόταση θέσπισης γενικότερων κριτηρίων αφενός για την αναβάθμιση της επιστημονικής και ηθικής ποιότητας των οριζόμενων πραγματογνωμόνων και αφετέρου για την αντιμετώπιση της καθυστέρησης στη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης (λ.χ. θέσπιση σύντομων προθεσμιών ολοκλήρωσής της, απειλή κυρώσεων μη επαναδιορισμού κ.ο.κ.). Επαινέσιμη, αν και δυσχερώς υλοποιήσιμη λόγω της  οικονομικής αδυναμίας στελέχωσης και διατήρησής της, είναι αντιστοίχως η πρόταση σύστασης μιας αυτοτελούς Υπηρεσίας Δικαστικών Πραγματογνωμόνων με επαρκή στελεχιακή και υλικοτεχνική υποδομή. Στο βαθμό, βεβαίως, που η υπηρεσία αυτή θα υπακούει στις αρχές και την αξιακή δομή της ποινικής διαδικασίας, η προβλεπόμενη στην παρ. 4 του άρθρου 1 του Σχεδίου παράλειψη γνωστοποίησης των ονοματεπώνυμων των πραγματογνωμόνων στους διαδίκους δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού αντίκειται στην αξίωση ελεγξιμότητας της αμεροληψίας και αξιοπιστίας των πραγματογνωμόνων.

  1. Ο δικαιοκρατικά οριοθετημένος έλεγχος των περιουσιακών στοιχείων των εμπλεκομένων προσώπων

Οι προτάσεις που προωθούν οι συντάκτες του Σχεδίου στον σύνθετο αυτόν τομέα του ελέγχου των περιουσιακών στοιχείων των εμπλεκομένων προσώπων, καθώς και των συγγενών τους, εμφανίζουν και λογική συνέπεια και δικαιοκρατική ευαισθησία. Πολύ δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί, άλλωστε, τόσο η αναγκαιότητα κατάρτισης ειδικού λογισμικού που θα επιτρέπει την ομοιόμορφη ηλεκτρονική αποστολή των στοιχείων από όλες τις τραπεζικές εταιρείες και ιδίως την εύκολη επεξεργασία τους, όσο και η αναγκαιότητα σύστασης και λειτουργίας στους κόλπους κάθε εφετειακής εισαγγελίας Ειδικού Τμήματος Διερεύνησης της Περιουσιακής Κατάστασης και Ανάκτησης των Εγκληματικών Εσόδων[5].

Στην ίδια κατεύθυνση είναι ιδιαιτέρως πρόσφορη και από άποψη πρακτικής αρμονίας ευχερώς προωθήσιμη η προτεινόμενη λύση για τον επιμερισμό της αρμοδιότητας της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων στις επιμέρους διαδικαστικές φάσεις της προδικασίας. Κατ’ εφαρμογή αυτής της ρυθμισθησόμενης στον ΚΠΔ λύσης η εν λόγω δέσμευση θα επιτρέπεται: (i) Στο μεν πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης να διατάσσεται από τον εισαγγελέα, να παρατείνεται από το δικαστικό συμβούλιο και να αμφισβητείται με δυνατότητα έφεσης και αίτησης ανάκλησης από τον ενδιαφερόμενο, (ii) στο πλαίσιο της κύριας ανάκρισης να διατάσσεται από τον ανακριτή με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση και να παρέχεται δυνατότητα προσφυγής και αίτησης ανάκλησης στον ενδιαφερόμενο, ενώ (iii) σε πρωιμότερες φάσεις συνδρομής υπονοιών διακίνησης ή απόκρυψης «βρώμικου χρήματος» να διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής του ν. 3691/2008 για περιορισμένη χρονικά περίοδο δύο μηνών, να παρέχεται δυνατότητα διατήρησής της με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών στο πλαίσιο της ακολουθούσας προκαταρκτικής εξέτασης, αλλά και δυνατότητα έφεσης και αίτησης ανάκλησης από τον ενδιαφερόμενο[6]. Εξάλλου, ως αναγκαία υπό δικαιοκρατικό πρίσμα κρίνεται και η θέσπιση προϋπόθεσης απόφανσης (επικύρωσης ή άρσης ή το πρώτον επιβολής) από το επιφορτισμένο με την αρμοδιότητα της ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης δικαιοδοτικό όργανο στο σύνολο των ως άνω περιπτώσεων, κατά το πρότυπο της προσωρινής κράτησης. Ως εξίσου αναγκαία κρίνεται, ωστόσο, και η πρόταση ειδικής πρόβλεψης για την υποχρέωση του κράτους σε πλήρη αποζημίωση του υπόπτου, κατηγορουμένου ή τρίτου σε περίπτωση απαλλαγής του ή κρίσης του αρμόδιου δικαστηρίου ότι παρά την καταδίκη δεν πρέπει να επιβληθούν οι κυρώσεις της δήμευσης ή αποστέρησης της περιουσίας[7]. Τέλος, ενόψει και των προβλεπόμενων δυνατοτήτων της ποινικής συνδιαλλαγής ή της έμπρακτης μετάνοιας οφείλει να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο υπό προϋποθέσεις η δυνατότητα αποδέσμευσης χρηματικών διαθεσίμων ή και ακινήτων σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα εξασφαλισθεί η εφαρμογή της εναλλακτικής αυτής μορφής περάτωσης της δίκης και θα διευκολυνθεί η υπέρβαση στερεοτύπων και ιδεοληψιών ως προς την προστασία του Δημοσίου ή το αδιαπραγμάτευτο των οφειλών στο Δημόσιο.

Περαιτέρω, μόλις χρειάζεται να επισημανθούν ορισμένες κρίσιμες για τον δικαιοκρατικό χαρακτήρα των προτεινόμενων ή υφισταμένων ρυθμίσεων απαιτήσεις. Έτσι, για παράδειγμα, είναι αυτονόητο ότι οι προϋποτιθέμενες για τη διερεύνηση της περιουσιακής κατάστασης ενδείξεις απαιτείται – ως ελάχιστος όρος δικονομικής εναρμόνισης με το σύστημα υπονοιών και τις διέπουσες αυτό αρχές της αναλογικότητας και του προσήκοντος βαθμού ισχύος των ενδείξεων – να κρίνονται ως βάσιμες. Τούτο σημαίνει ότι δεν αρκεί να πιθανολογείται αόριστα ότι υφίστανται περιουσιακά στοιχεία προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότητα, αφού για την κατάφαση της βασιμότητας των ενδείξεων αξιώνεται υπό το φως των ως άνω αρχών (i) οι ενδείξεις να είναι λογικά και επαρκώς συγκεκριμενοποιημένες, και (ii) να αναδεικνύεται η διασύνδεσή τους με το έγκλημα[8].

  1. Η δικαιοκρατική ενίσχυση της χρήσης ειδικών ανακριτικών πράξεων

Ήδη αφετηριακά διαπιστώθηκε ότι η επελθούσα με τον ν. 4254/2014 διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των ειδικών (μυστικών – προληπτικών) ανακριτικών πράξεων της συγκαλυμμένης έρευνας, της άρσης του απορρήτου, της καταγραφής δραστηριότητας εκτός κατοικίας και της συσχέτισης προσωπικών δεδομένων και επί εγκλημάτων διαφθοράς (άρθρο  253Β ΚΠΔ)  καθιστά περισσότερο από ποτέ αναγκαία την ανάπτυξη προτάσεων ενίσχυσης της αξιακής δομής του συστήματος, ώστε να τούτο να μπορεί να λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά όσο εν ταυτώ και εγγυητικά υπό δικαιοκρατικό πρίσμα. Στην κατεύθυνση αυτή αξίζει να επικροτηθούν στο σύνολό τους οι προωθούμενες από την επιστημονική ομάδα του Σχεδίου προτάσεις: (i) τόσο για την αναγκαιότητα της πρόβλεψης διορισμού ενός αυτεπάγγελτα διοριζόμενου συνηγόρου υπεράσπισης του θιγόμενου προσώπου στη διαδικασία διεξαγωγής της ανακριτικής διείσδυσης ή συγκαλυμμένης έρευνας[9], (ii) όσο και για την αναγκαιότητα τήρησης αξιόπιστων πρακτικών για τις ενέργειες των συγκεκαλυμμένα δρώντων με τη χρήση σύγχρονων μέσων (βιντεοσκόπηση και μαγνητοφώνηση), (iii) όσο, τέλος, και για την αναγκαιότητα ρητής  θέσπισης ορίων στη διεξαγωγή μυστικών ανακριτικών πράξεων, όπως π.χ. της άρσης του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών ή της ανακριτικής διείσδυσης και της συγκαλυμμένης έρευνας, έτσι ώστε να μην καταλύονται έμμεσα δικαιώματα επαγγελματικού απορρήτου, όπως π.χ. του γιατρού ή του συνηγόρου[10] και κυρίως να μην ακυρώνεται εμμέσως η άσκηση των υπερασπιστικών καθηκόντων εκ μέρους του επιλεγέντος συνηγόρου.

  1. Η ενίσχυση της αποδεικτικής τεκμηρίωσης συμπεριφορών διαφθοράς και οικονομικής εγκληματικότητας με τη λήψη μέτρων προστασίας μαρτύρων

Αντίστοιχης επικρότησης χρήζουν συνοπτικά και οι προωθούμενες στο πλαίσιο του Σχεδίου προτάσεις για την προστασία των μαρτύρων. Έτσι, σταθμίζοντας τις αντικρουόμενες αξιώσεις αφενός της καταστολής και αφετέρου της προστασίας του ατόμου, προτείνεται εύστοχα κατά πρώτον η επέκταση του μέτρου φύλαξης των εν λόγω μαρτύρων και πέραν των ορίων της ποινικής διαδικασίας και κατά δεύτερον η επαναδιατύπωση με θέση συγκεκριμένων ορίων της δυνατότητας αποχής από τη δίωξη των μαρτύρων ειδικού καθεστώτος.

  1. Ειδικότερες παρεμβάσεις στην ενδιάμεση διαδικασία

Η αναγκαιότητα ειδικότερων παρεμβάσεων στον χώρο αυτόν προκύπτει από την απλή ανάγνωση των διατάξεων που διέπουν την παραπομπή στο ακροατήριο κατηγορουμένων για πράξεις διαφθοράς και οικονομικής εγκληματικότητας στο δημόσιο τομέα. Καθώς, λοιπόν, τα κακουργήματα της φοροδιαφυγής και της λαθρεμπορίας παραπέμπονται στο ακροατήριο με απευθείας κλήση του εισαγγελέα εφετών κατόπιν έκφρασης σύμφωνης γνώμης του προέδρου εφετών, τα  εγκλήματα του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 και του άρθρου 1 του ν. 4022/2011 παραπέμπονται με βούλευμα του συμβουλίου εφετών, τα  εγκλήματα σε βάρος του δημοσίου όπου η ζημία που επιδιώχθηκε ή επιτεύχθηκε ή το αντίστοιχο επιδιωχθέν ή επιτευχθέν όφελος του δράστη δεν υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ παραπέμπονται με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών, γίνεται φανερό ότι υφίσταται ανάγκη απλούστευσης της ενδιάμεσης διαδικασίας που σχετίζεται με οικονομική εγκληματικότητα και διαφθορά στο δημόσιο τομέα, ώστε να εξασφαλίζεται η συστηματική συνέπεια κατά την αντιμετώπιση της ίδιας δικαστικής ύλης, αλλά και η αξιοπιστία του συστήματος που πλήττεται με την προώθηση παράλληλων δικονομιών διαφορετικών ταχυτήτων.

Τούτου δοθέντος είναι καθόλα δικαιολογημένη και υλοποιήσιμη η πρόταση θέσπισης ενός ενιαίου τρόπου παραπομπής των παραπάνω υποθέσεων στο ακροατήριο, όπως επιτάσσει άλλωστε η διαπίστωση των κοινών αναφορών των συγκεκριμένων εγκλημάτων σε σχέση με τη συνθετότητα των αποδεικτικών στοιχείων θεμελίωσής τους. Αντιστοίχως υλοποιήσιμη είναι και η περαιτέρω πρόταση ορισμού του συμβουλίου πλημμελειοδικών ως μοναδικού αρμόδιου οργάνου για την ουσιαστική περάτωση της κύριας ανάκρισης όλων των παραπάνω εγκλημάτων, με παράλληλη αναγνώριση δικαιώματος έφεσης για απόλυτη ακυρότητα ή εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Παρά δε τις επιμέρους αντιδράσεις από τον χώρο της πράξης, οφείλει να επαναφερθεί η ρύθμιση για την υποχρεωτικότητα της αυτοπρόσωπης εμφάνισης και ακρόασης των διαδίκων ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, ώστε να καταστεί ουσιαστικότερος και πληρέστερος ο έλεγχος της παραπομπής ενός προσώπου στο ακροατήριο με ό,τι αυτό σημαίνει για τον κατηγορούμενο αλλά και για την ίδια την αξιοπιστία του δικονομικού συστήματος.

  1. Ειδικότερες παρεμβάσεις στην κύρια διαδικασία

Ως αναγκαίες κρίνονται εν προκειμένω οι νομοθετικές επεμβάσεις τόσο σε σχέση με την  υπαγωγή των συγκεκριμένων πράξεων στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων όσο και σε σχέση με τον κατά προτεραιότητα ορισμό δικασίμου στις συγκεκριμένες πράξεις, αλλά και την εξέταση των προσώπων που διενήργησαν ΕΔΕ ως μαρτύρων. Αυτόδηλο είναι, βεβαίως, ότι οι επεμβάσεις αυτές οφείλουν να υπακούουν στα γενικότερα κριτήρια που αξιώνει η δικονομική έννομη τάξη, όπως καθορίζονται αυτά με την αναφορά στο Σύνταγμα, στα διεθνή κείμενα και τις αρχές του συστήματος.

Έτσι, ειδικότερα, σε σχέση με την καθ’ ύλη αρμοδιότητα στις περιπτώσεις των οικονομικών εγκλημάτων σε βάρος του δημοσίου και της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα, η επιλογή του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, αντί του Μονομελούς, επιτάσσεται κατά πρώτον για λόγους συνταγματικής εναρμόνισης με το γράμμα του άρθρου 97 παρ. 2 εδ. β΄ Σ., κατά δεύτερον για λόγους βαρύτητας της αξιόποινης πράξης και κατά τρίτον για λόγους  αποδεικτικής πολυπλοκότητας, η οποία αποβαίνει στην πράξη στοιχηματική για τον δικαστή της μονομελούς σύνθεσης[11]. Εύστοχα και δικαιολογημένη προωθείται, κατά τούτο, η εν λόγω επιλογή και από τους συντάκτες του Σχεδίου.

Αντιστοίχως, εύστοχα διαφοροποιούνται οι συντάκτες του Σχεδίου από τις αποσπασματικού χαρακτήρα επιλογές του ν. 4022/2011 σε σχέση με τον κατά προτεραιότητα ορισμό δικασίμου στις συγκεκριμένες πράξεις, προτείνοντας τη διατύπωση γενικών κριτηρίων στο πλαίσιο του άρθρ. 320 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως λ.χ. μεταξύ άλλων του κριτηρίου του χρόνου τέλεσης της πράξης ή του κριτηρίου της ύπαρξης δεσμευμένων  περιουσιακών στοιχείων σημαντικού ύψους ή του κριτηρίου της ύπαρξης προσωρινών πειθαρχικών μέτρων σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων.

Περαιτέρω, σε σχέση με την εξέταση ως μαρτύρων των προσώπων που διενήργησαν ΕΔΕ για πράξεις διαφθοράς και οικονομικής εγκληματικότητας στον δημόσιο τομέα η πρόταση του Σχεδίου για ρητή υπαγωγή των προσώπων αυτών στην απαγόρευση του άρθρου 211 εδ. α΄ ΚΠΔ κρίνεται υπό το φως του ισχύοντος νομικού πλαισίου σκόπιμη και θεμελιώνεται με επίκληση πειστικών επιχειρημάτων.

Τέλος, σε σχέση με την προβληματική της πολιτικής αγωγής του δημοσίου σε αντίστοιχες δίκες και το καθεστώς των αποκλίσεων που εισάγονται με σειρά ειδικών νομοθετικών ρυθμίσεων προβάλλει ως ευκταία και συζητήσιμη η πρόταση διατήρησης μόνον της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 2 περ. γ΄ Π.Δ. 282/1996, που αναφέρεται στην επίδοση στον πρόεδρο του νομικού συμβουλίου του κράτους ή τους ορισθέντες από αυτόν συμβούλους ή παρέδρους δικογράφων προς το δημόσιο, και υπερισχύει ως ειδικότερη της ρύθμισης του άρθρου 84 εδάφ. β΄ ΚΠΔ.

  1. Η ανάγκη αναβάθμισης της διεθνούς δικαστικής συνεργασίας

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η απαραίτητη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των διεθνοποιημένων μορφών οικονομικής εγκληματικότητας και διαφθοράς πρόταση βελτιστοποίησης των μηχανισμών διεθνούς συνεργασίας. Εύστοχα τονίζεται εν προκειμένω η ανάγκη αναδιάρθρωσης των διατάξεων του ΚΠΔ για τη δικαστική συνδρομή (άρθρα 457-461 ΚΠΔ) και τη διαδικασία έκδοσης εκζητούμενων προσώπων (άρθρα 436-456 ΚΠΔ). Εξίσου εύστοχα προτείνεται η αυτοτελής ρύθμιση των επιμέρους διαδικασιών δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας στο επίπεδο της διερεύνησης αξιόποινων πράξεων, η  συγκρότηση και λειτουργία ενός κεντρικού φορέα «διαχείρισης» αιτημάτων συνεργασίας, καθώς και η  εισαγωγή ρητής διάταξης που να ρυθμίζει το ζήτημα της αμοιβαιότητας στο πεδίο των διαδικασιών διεθνούς συνεργασίας.

ΙΙΙ. Επίλογος

Οι δικονομικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση του οικονομικού εγκλήματος και της διαφθοράς στον δημόσιο τομέα εγγράφονται ως ένα από τα πλέον σύνθετα διακυβεύματα στην προσπάθεια αφενός αποτελεσματικής αντιμετώπισης του φαινομένου και αφετέρου εκσυγχρονισμού της ποινικής διαδικασίας. Οι προτάσεις του παρόντος συνεκτικού Σχεδίου συνθέτουν ένα σύστημα κανόνων που επιτρέπει την υλοποίηση των νομοθετικών στοχεύσεων, λαμβάνοντας συνάμα υπόψη τις απαιτήσεις σεβασμού των αξιακών δομών της ποινικής δίκης. Η περαιτέρω συζήτηση και αξιοποίησή τους, συνεπώς, αποτελεί πρόκληση τόσο για τον ποινικό νομοθέτη όσο και για την ποινική επιστήμη εν γένει.

* Καθηγητής Νομικής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

  1. Βλ. ιδίως Ν. Ανδρουλάκη, ΠοινΧρ 2011, 161 επ., 166, Δαλακούρα, ΠοινΧρ 2014, 321 επ., Λίβο, ΠοινΧρ 2011, 650 επ., 659 και τα συμπεράσματα από το 11ο Συνέδριο της ΕΕΠΔ για την ποινική προδικασία, ΠοινΧρ 2011, 638-639.
  2. Πρότυπο μπορούν να αποτελέσουν εν προκειμένω οι ρυθμίσεις των άρθρων 40 παρ. 1 γαλλΚΠΔ, 191 και 198 του ΑυστρΚΠΔ και 153a κ.ε. του γερμΚΠΔ.
  3. Βλ. ιδίως Ν. Ανδρουλάκη, ΠοινΧρ 2014, 401 επ. Η δυσκολία σύμπλευσης του θεσμού της ποινικής διαπραγμάτευσης με την επιταγή του άρθρου 96 παρ. 1 του Συντάγματος, την αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, το τεκμήριο αθωότητας, την αρχή nemo tenetur se ipsum accusare, τις αρχές της δημοσιότητας, της προφορικότητας, αλλά και της αμεσότητας επισημαίνεται, άλλωστε, και από τους συντάκτες του υπό συζήτηση Συνεκτικού Σχεδίου.
  4. Σύγκρ. και αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 20α του Αυστριακού ΚΠΔ.
  5. Αυτόδηλο είναι ότι η οργανωτική αυτή δομή είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική διερεύνηση της εγκληματικής διαδρομής της παράνομης περιουσίας.
  6. Ως αυτονόητο προαπαιτούμενο εμφανίζεται εν προκειμένω –παράλληλα με την κατάφαση επείγουσας περίπτωσης– η προϋπόθεση να μην διεξάγεται οποιαδήποτε προδικαστικής μορφής έρευνα, καθώς τούτο θα οδηγούσε σε επικαλύψεις αρμοδιοτήτων και σύγχυση ρόλων. Προφανές είναι, άλλωστε, ότι η συγκεκριμένη διάταξη καθίσταται δικαιοκρατικά ανεκτή μόνον λόγω της εξαιρετικότητάς της, στοιχείο που καθιστά αναγκαία την ειδική αιτιολόγηση της επέμβασης αυτής με την παράθεση στοιχείων θεμελίωσης του άμεσου κινδύνου μη περαιτέρω προσβασιμότητας στην ύποπτη περιουσία. Ευλόγως επιτάσσεται, κατά τούτο, επιπρόσθετα και η οχύρωση της σχετικής διαδικασίας με πρόσθετες εγγυήσεις, ώστε ο στοιχηματικός χαρακτήρας της διερεύνησης να αναπτύσσεται υπό καθεστώς μυστικότητας και ελεγξιμότητας των όποιων ενδεχομένως κακόβουλων ή υστερόβουλων καταγγελιών.
  7. Η προτεινόμενη ρύθμιση εμφανίζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάφαση του δικαιοκρατικού χαρακτήρα του δικονομικού συστήματός μας. Ωστόσο, οι εμπειρίες από την εφαρμογή του αντίστοιχου θεσμού της αποζημίωσης αδίκως καταδικασθέντων ή κρατηθέντων δεν επιτρέπουν θετικές σκέψεις ως προς την παροχή ουσιαστικής προστασίας μέσω της ρύθμισης αυτής. Τούτο μπορεί να καταστεί δυνατό, ως φαίνεται, μόνον σε αστικό επίπεδο με την πρόβλεψη του άρθρ. 2 του Σχεδίου για την αστική ανάκτηση αθέμιτου περιουσιακού οφέλους.
  8. Σύγκρ. επ’ αυτών και Δ. Συμεωνίδη, Κατασχέσεις στην ποινική διαδικασία, 2010, 231 επ.
  9. Βλ. Δαλακούρα, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του ν. 2928/2001, ΠοινΧρον 2001, σ. 1022 επ., Καϊάφα-Γκμπάντι, Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική δίκη, σε: Καϊάφα-Γκμπάντι/C. Prittwitz, Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, 2011, σ. 93, της ίδιας, Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική δίκη, 2010, σ. 86, Λίβου, Οργανωμένο έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του, Πρακτικά Ζ΄ ΠανΣυνΕλλΕταιρΠοινΔικ ΕΕΠΔ, 2000, σ. 56 επ., Μαργαρίτη, Ανακριτική διείσδυση και δικαστικό συμβούλιο (: άρθρο 253Α ΚΠΔ), σε Καϊάφα-Γκμπάντι/C. Prittwitz, ό.π., σ. 141.
  10. Βλ. Καϊαφα-Γκμπάντι, ό.π., σ. 95
  11. Αξίζει, συνεπώς, να αναρωτηθεί κανείς τι υποσημαίνει η διάταξη θέσεων στην έδρα του Μονομελούς με τον δικαστή και τον εισαγγελέα να βρίσκονται δίπλα – δίπλα, παρά τους διακριτούς ρόλους τους.