Οικονομική κρίση και κρατούμενοι για οικονομικά εγκλήματα και εγκλήματα του «λευκού κολάρου» Οι επιδράσεις του εγκλεισμού στην κοινωνική τους ταυτότητα

ΑΝΝΑ ΚΑΣΑΠΟΓΛΟΥ

 Οικονομική κρίση και κρατούμενοι

για οικονομικά εγκλήματα και εγκλήματα του «λευκού κολάρου»

Οι επιδράσεις του εγκλεισμού

στην κοινωνική τους ταυτότητα

 

Αννα Κασαπογλου*

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι πρώιμες προσεγγίσεις στην Εγκληματολογία εστίαζαν κυρίως στις αιτίες του εγκλήματος και στα χαρακτηριστικά του εγκληματία, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους στα εγκλήματα του δρόμου (street crimes) και στους εγκληματίες που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, παγιώνοντας με τον τρόπο αυτό μια αιτιοκρατική αντίληψη του εγκληματικού φαινομένου. Ωστόσο, αφ’ ης στιγμής το ενδιαφέρον μετατοπίσθηκε από τις αιτίες του εγκλήματος στις διαδικασίες χαρακτηρισμού κάποιων πράξεων ως εγκληματικές, τότε αναδύθηκαν και άλλες μορφές εγκλημάτων οι οποίες ήταν στην αφάνεια μέχρι πρότινος. Η στροφή στις περισσότερο δομικές προσεγγίσεις (Κριτική Εγκληματολογία κι επιμέρους ρεύματα) έφεραν στο προσκήνιο την εγκληματικότητα του λευκού περιλαιμίου (Sutherland, 1941), αποδεικνύοντας πως οι προηγούμενες θεωρήσεις για το έγκλημα αδυνατούσαν να εξηγήσουν το εγκληματικό φαινόμενο στο σύνολό του. Τα εγκλήματα αυτά διαχωρίζονται σαφώς από το κοινό έγκλημα και δεν αντιστοιχούν στο στερεότυπο του εγκλήματος (Croall, 2001, σσ. 8-11).

Πατέρας του όρου «έγκλημα λευκού περιλαιμίου» (white collar crime) είναι ο Sutherland, ο οποίος πραγματοποιώντας μια συγκριτική μελέτη μεταξύ ατόμων προερχόμενων από ανώτερες και κατώτερες κοινωνικές τάξεις, κατέληξε πως η λευκή εγκληματικότητα είναι πραγματική εγκληματικότητα, διαφέρει από εκείνη των χαμηλότερων στρωμάτων και οι εγκληματολογικές θεωρίες που υποστηρίζουν πως το έγκλημα οφείλεται στη φτώχεια, σε ψυχοπαθολογικές καταστάσεις και σε κοινωνικές παθογένειες, δεν είναι έγκυρες καθώς βασίζονται σε δείγματα τα οποία είναι μεροληπτικά παίρνοντας κάθε φορά άτομα από συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα, και επίσης αυτά τα αποτελέσματα δεν βρίσκουν εφαρμογή σε δράστες εγκλημάτων λευκού περιλαίμιου (Sutherland, 1940, σσ. 11-12).

Έτσι, έδωσε τον ευρέως διαδεδομένο ορισμό του εγκλήματος λευκού περιλαιμίου ως «ένα έγκλημα το οποίο διαπράττεται από ανθρώπους αξιοσέβαστους και με υψηλό κοινωνικό status μέσα στο πλαίσιο της εργασίας τους» (Sutherland, 1941, σ.112). Ο ορισμός εστιάζει στην κοινωνική θέση του δράστη και όχι στην οικονομική του κατάσταση. Αυτό που ενδιαφέρει είναι πόσο ευυπόληπτος και υψηλού κύρους είναι ο δράστης, και μάλιστα υποδεικνύεται τί δεν είναι έγκλημα λευκού περιλαιμίου. Δηλαδή, η απάτη που πραγματοποιείται από άτομο του υποκόσμου, ή μια δολοφονία που διαπράττει ένας επιχειρηματίας, δεν είναι αντίστοιχα εγκλήματα λευκού περιλαιμίου (Sutherland, 1941, σ. 112). Ακόμη και ο ίδιος ο Sutherland θεωρεί πως ο ορισμός του δεν είναι ιδιαίτερα συγκεκριμένος, γεγονός όμως το οποίο δεν θεωρεί και απαραίτητο. Αυτό που θέλει να αναδείξει είναι πως το έγκλημα λευκού περιλαιμίου μοιράζεται χαρακτηριστικά με το κοινό έγκλημα, κι ένα από τα πιο συνήθη χαρακτηριστικά του λευκού εγκλήματος είναι η κατάχρηση της εμπιστοσύνης από πλευράς του δράστη. Η εμπιστοσύνη είναι προϋπόθεση της σχέσης μεταξύ δράστη και θύματος, έτσι ώστε ο δράστης να είναι σε θέση να διαπράξει το έγκλημα (Sutherland, 1941, σ.112).

Το σοβαρό οικονομικό έγκλημα αποτελεί μια σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα και σε επίπεδο ποινικής τυποποίησης ταυτίζεται με πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα (Βιδάλη, 2014, σσ.112-113). Τα εγκλήματα του λευκού περιλαιμίου δεν έχουν τυποποιηθεί σε έναν συγκεκριμένο ορισμό και υπάρχουν αρκετές προσπάθειες προσδιορισμού των, χωρίς να έχει υπάρξει συναίνεση ως προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Κάποια γενικά χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν ως εξής: πλαίσιο νόμιμης απασχόλησης, οικονομικό κέρδος, απουσία άμεσης βίας. Από την άλλη, επιμέρους κατηγορίες σοβαρής οικονομικής εγκληματικότητας αποτελούν τα εγκλήματα των ισχυρών, με κύριες μορφές τη δωροδοκία και τη διαφθορά (Δημόπουλος, 2005: Λάζος, 2005), μια κατηγορία εγκλημάτων η οποία αναδείχθηκε από το ρεύμα της Κριτικής Εγκληματολογίας και ασχολείται με τους λόγους οι οποίοι συντρέχουν έτσι ώστε εκείνοι οι οποίοι φτιάχνουν τους νόμους, καταλήγουν να τους καταπατούν οι ίδιοι, και το κρατικό εταιρικό έγκλημα το οποίο θέτει στο επίκεντρο τις σχέσεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, σ ένα πλαίσιο όπου οι επιχειρήσεις και η πολιτική διαπλέκονται και δύσκολα διακρίνονται (Kramer et al, 2002). Επιπρόσθετες κατηγορίες σοβαρού οικονομικού εγκλήματος οι οποίες προκύπτουν κυρίως από τον εκάστοτε ορισμό και τα χαρακτηριστικά που τους αποδίδονται, είναι η επαγγελματική εγκληματικότητα (occupational crimes) (Shover, 1998: Croall, 2001), τα οργανωσιακά εγκλήματα (organizational crimes) (Shill Schrager & Short, 1978), και κάποιες φορές και το οργανωμένο έγκλημα (Chambliss, 2001). Οι κατηγορίες αυτές αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα εγκλημάτων τα οποία επιφέρουν τεράστιες βλάβες στο κοινωνικό σύνολο, οι δράστες σπάνια συλλαμβάνονται, κατηγορούνται και καταδικάζονται, αλλά ακόμη και σ` αυτή την περίπτωση οι επιβαλλόμενες ποινές είναι ιδιαίτερα επιεικείς (Reiman, 2007, σσ. 123-126).

Καθώς αναφέρθηκε και πρωτύτερα, η Κριτική Εγκληματολογία είναι το ρεύμα εκείνο το οποίο ανέδειξε και συστηματοποίησε την κατηγορία των οικονομικών εγκλημάτων. Με μαρξιστικές καταβολές, ο Ολλανδός εγκληματολόγος Willem Bonger είναι από τους πρώτους εγκληματολόγους που προσπάθησε να εντάξει συστηματικά τη θεωρία της πολιτικής οικονομίας του Marx και του Engels στην εγκληματολογική σκέψη (Newburn, 2007, σ. 248: Βασιλαντωνοπούλου, 2014, σ. 119). Όσον αφορά στο οικονομικό έγκλημα συγκεκριμένα, ασχολήθηκε με την εγκληματικότητα των κεφαλαιοκρατών και χώρισε τα κίνητρα που συνδέοντα με την εγκληματικότητα των λευκών κολάρων σε δύο κατηγορίες: τα κίνητρα της οικονομικής καμπής και της απληστίας. Οι κεφαλαιοκράτες δεν εκπροσωπούνται στις επίσημες στατιστικές, καθώς τα εγκλήματά τους διαπράττονται τμηματικά, τα θύματά τους μπορεί να είναι πληθυσμιακές μάζες οι οποίες μπορεί να μην γνωρίζουν ότι όντως αποτελούν θύματα κάποιου εγκλήματος, και ως συνέπεια δεν είναι εύκολη η εξιχνίασή τους, παρόλο που το κόστος τους για την κοινωνία είναι μεγάλο και δυσανάλογο με εκείνο του κοινού εγκλήματος των χαμηλότερων τάξεων. Τέλος, σε περίπτωση που γίνουν αντιληπτά, η επιβαλλόμενη ποινή είναι ιδιαίτερα επιεικής και μικρή, σε σύγκριση με ποινές που επιβάλλονται σε άλλου είδους εγκλήματα, ή σε οικονομικού περιεχομένου εγκλήματα τα οποία όμως διαπράττονται από τις χαμηλότερες τάξεις (Bonger, 2003, σσ. 61-63). Έτσι, για τον Bonger ο ποινικός νόμος έχει ξεκάθαρα ταξικό χαρακτήρα και τα λευκά εγκλήματα είναι, για τον ίδιο, τυπικά της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Καθοριστικής σημασίας συμβολή στην Κριτική Εγκληματολογία, είναι οι προσεγγίσεις των William Chambliss και Richard Quinney, οι οποίοι συνέδεσαν τη «σοβαρή εγκληματικότητα», με τις «σοβαρές επιχειρήσεις» (Βασιλαντωνοπούλου, 2014, σ. 124). Ο Chambliss ανέλυσε τα λευκά εγκλήματα υπό το πρίσμα του νομικού ρεαλισμού, αμφισβητώντας την ηθική και πολιτική ουδετερότητα του νόμων και της λειτουργίας του νομικού συστήματος. Ο ποινικός νόμος και το έγκλημα έχουν άμεση συνάρτηση με την ταξική εξουσία (Chambliss, 1975, σσ. 152-153). Έπειτα από μια δεκαετή έρευνα που διεξήγαγε σχετικά με την εγκληματικότητα στις Η.Π.Α. και τη Νιγηρία, δυο χώρες με πολιτισμικές διαφορές, που ωστόσο εφαρμόζουν το αγγλοσαξονικό δίκαιο, ο Chambliss παρατήρησε ότι συστηματικά καταδικάζονται κάποιες συμπεριφορές, ενώ κάποια εγκλήματα μένουν συστηματικά ατιμώρητα. Τα εγκλήματα αυτά αντιστοιχούν σε εκείνα του λευκού περιλαιμίου, με δράστες άτομα με έντονη οικονομική δραστηριότητα και πολιτική επιρροή (Chambliss, 1975, σσ.157-167). Αυτό συμβαίνει, κατά τον συγγραφέα, επειδή η άρχουσα τάξη είναι εκείνη που διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να διαμορφώνει τον ποινικό νόμο κατά το δοκούν κάνοντας χρήση της πολιτικής της επιρροής και η εγκληματική δράση αποτελεί ευθεία αντανάκλαση της κοινωνικής κλίμακας (Chambliss, 2003, σ. 254). Τέλος, στην εγκληματικότητα του λευκού περιλαιμίου εμπλέκονται το κράτος (κρατικοί λειτουργοί και πολιτικοί αξιωματούχοι), η οικονομική δυνατότητα (επιχειρηματίες) και η χρήση της ωμής βίας (μέλη οργανωμένου εγκλήματος), με τέτοιο τρόπο ώστε το έγκλημα του λευκού περιλαιμίου καταλήγει να είναι μια υπόθεση ενός δικτύου γνωριμιών κι ενός κοινού πλέγματος συμφερόντων που εξασφαλίζει μεγάλα οικονομικά κέρδη μέσω παράνομων δραστηριοτήτων, οι οποίες παραμένουν ατιμώρητες (Chambliss, 1975), ενώ παράλληλα υπονομεύεται η νομιμότητα του ίδιου του συστήματος (Chambliss, 2001, σ. 170).

Από τους πρωτοπόρους της κριτικής εγκληματολογίας, και σημαντική φιγούρα της Αμερικανικής ριζοσπαστικής εγκληματολογίας, ο Richard Quinney, όπως και οι υπόλοιποι κριτικοί εγκληματολόγοι, ασχολήθηκε με την κοινωνική κατασκευή του εγκλήματος και το συσχετισμό της με τις σχέσεις εξουσίας στη σύγχρονη κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα, ο Quinney θεωρεί πολιτική διαδικασία τη διαδικασία κατά την οποία μια πράξη χαρακτηρίζεται ως έγκλημα, απορρίπτοντας την ουδετερότητα του νόμου, και υποστηρίζοντας πως στην κατασκευή του εγκλήματος συμμετέχουν όσοι έχουν τη δύναμη να μετατρέπουν τα συμφέροντά τους σε κρατικές πολιτικές. Με τον τρόπο αυτό υποδεικνύει ότι οι εξουσιοδοτημένοι φορείς μιας πολιτικά οργανωμένης κοινωνίας είναι αυτοί οι οποίοι ορίζουν μια συγκεκριμένη ανθρώπινη συμπεριφορά ως έγκλημα. Οι αναφερθέντες φορείς εξουσίας είναι αυτοί που επιβάλλουν τον ποινικό νόμο, ο οποίος έχει περισσότερες πιθανότητες να εφαρμοστεί στους περισσότερο κοινωνικά αδύναμους, ειδικά όταν οι συμπεριφορές των τελευταίων συγκρούονται με τα συμφέροντα των φορέων αυτών (Quinney, 1970, σσ. 15-18).

Στην εγκληματολογική ανάλυση του εγκλήματος λευκού περιλαιμίου, ο Quinney εντοπίζει κάποιους προβληματισμούς και ασάφειες. Κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι η νομική κατηγορία του συγκεκριμένου είδους εγκλήματος περιλαμβάνει διαφορετικές συμπεριφορές οι οποίες όμως υπόκεινται σε κοινές εξηγήσεις, αποτελεί για το συγγραφέα μια πηγή ασάφειας (Quinney, 1964, σσ.208-209). Συνεπώς, ο όρος υπόκειται σε έλλειψη άμεσης σύνδεσης μεταξύ του όρου και του συνόλου των συμπεριφορών που αυτός υποδεικνύει, γεγονός που συνδέεται άμεσα με το ότι τα κριτήρια σχετικά με τις συμπεριφορές που εντάσσονται στην έννοια «λευκό περιλαίμιο» δεν είναι ευκρινή. Για την αποσαφήνιση του όρου, είναι απαραίτητος είτε ο επιμερισμός σε κατηγορίες μέσα από την επεξεργασία των συστατικών του, είτε η συρρίκνωση του ίδιου του όρου (Quinney, 1964, σσ. 209-212).

Στην Ελλάδα, η αύξηση των σοβαρών οικονομικών εγκλημάτων συνδέεται με μια σειρά παράγοντες, καθώς επίσης συνδέεται και με την κατάρρευση της οικονομίας, την απαξίωση του πολιτικού συστήματος και τη γενικότερη ανομία που επικρατεί στη χώρα (Βιδάλη, 2014, σ. 172). Η σχέση οικονομίας και κράτους είναι κομβικής σημασίας στην κατανόηση των σοβαρών οικονομικών εγκλημάτων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Βιδάλη (2014, σσ. 172-176), «οι λειτουργίες του κρατικού και κομματικού μηχανισμού, η αλλοίωση των όρων ιδιωτικοποίησης κρατικών τομέων ή συνεργασίας κράτους και ιδιωτών, ο ακραία αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ πολυεθνικών επιχειρήσεων και η ανέλεγκτη επέκταση της αγοράς της χρηματοπιστωτικής οικονομίας» (σ. 172) αποτέλεσαν το υπόβαθρο για τη δημιουργία πληθώρας ευκαιριών που έλκυαν την παραβίαση του νόμου.

Το Δεκέμβριο του 2010 ξεκίνησε μια μελέτη της ελληνικής οικονομίας την οποία ανέλαβε η εταιρεία MacKinsey & Company για λογαριασμό του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ). Η εν λόγω μελέτη ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 2011 και τιτλοφορείται Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά. Στόχος της μελέτης αυτής ήταν ο προσδιορισμός του μοντέλου και της στρατηγικής ανάπτυξης για την Ελλάδα, που απαιτείται σε ορίζοντα δεκαετίας. Ωστόσο, για την επίτευξη του στόχου αυτού κατέστη προϋπόθεση η ανάλυση της δομής και των προοπτικών ανάπτυξης βασικών τομέων της οικονομίας, όπως επίσης και η ανάλυση δομικών παραγόντων, προβλημάτων κι ευκαιριών στην ελληνική οικονομία συνολικά (MacKinsey & Company, 2011, σ. 5). Μεταξύ άλλων, η μελέτη της MacKinsey & Company διαπίστωσε το αδιέξοδο του ελληνικού οικονομικού μοντέλου, υποστηρίζοντας συγκεκριμένα πως: «Η κρίση κατέστησε σαφές ότι το προϋπάρχον ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης υπέφερε από δομικά μειονεκτήματα. Ο υπερδανεισμός και η υπερκατανάλωση του δημοσίου τροφοδότησε την υπερκατανάλωση του ιδιωτικού τομέα, συντηρώντας σημαντικά ελλείμματα στην ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα. Κατά την περίοδο 2000-2008, η αυξανόμενη ιδιωτική και δημόσια καταναλωτική δαπάνη οδήγησε σε ένα διαρκώς διευρυνόμενο εμπορικό έλλειμμα, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν επαρκούσε να καλύψει τη ζήτηση, ενώ το χαμηλό ύψος των εγχώριων και ξένων επενδύσεων δεν επαρκούσε για να αυξήσει την παραγωγή στα απαιτούμενα επίπεδα» (MacKinsey & Company, 2011, σ. 11).

Η αναφερθείσα διαπίστωση, απόρροια της μελέτης της ελληνικής οικονομίας, εκφράζει τη βασική ερμηνεία των κυρίαρχων κύκλων για την οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, η μεταπολιτευτική πορεία της χώρα χαρακτηρίστηκε από μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς των εργαζομένων και τη διόγκωση του δημόσιου τομέα. Σημαντική ευθύνη αναλογεί τόσο στις κυβερνήσεις της περιόδου αυτής, οι οποίες ενίσχυσαν το προϋπάρχον πελατειακό σύστημα, όσο και στα συνδικάτα τα οποία διεκδικούσαν υπερβολικές παροχές τις οποίες δεν μπορούσε να αντέξει η ελληνική οικονομία (Σακελλαρόπουλος, 2014, σ. 33). Στα παραπάνω αν προστεθούν, η υψηλή διαφθορά, η χαμηλή αποδοτικότητα του διοικητικού συστήματος και η γραφειοκρατική επιβάρυνση, η επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή των μεσαίων-ανώτερων στρωμάτων, το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, με αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα της χώρας, δεν προκαλεί εντύπωση η τελική κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας (Βούλγαρης, 2013, σ. 449). Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η Ελλάδα κατανάλωνε περισσότερα από όσα μπορούσε να πληρώσει και να παραγάγει (Βούλγαρης, 2013, σ. 452).

Στο παρόν κείμενο, η αναφορά στην οικονομική κρίση έχει ως στόχο να αναδείξει μια περίοδο η οποία υποβοήθησε και ενίσχυσε κάποιες κοινωνικές ομάδες ή τάξεις έτσι ώστε να χρησιμοποιήσουν θεμιτά κι αθέμιτα μέσα για την επίτευξη του πλουτισμού. Συνεπώς, αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι η αμιγώς οικονομική ανάλυση ή η αναζήτηση των αιτιών της κρίσης.

Η κομβική σχέση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αναπτύχθηκε τόσο μέσα από τις παραδοσιακές πελατειακές σχέσεις, όσο και από πρακτικές παρανομίας και αθέμιτης αξιοποίησης του νόμου, που οδήγησαν στην «κανονικοποίηση» τέτοιων παράνομων πρακτικών. Συντελεστική στην αύξηση αυτή των οικονομικών εγκλημάτων ήταν και η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η οποία δημιούργησε νέους τρόπους κι ευκαιρίες σοβαρής εγκληματικότητας, αλλά σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν η αδρανοποίηση θεσμικών ελέγχων κι εφαρμογής του νόμου, οι πελατειακές σχέσεις, η διαφθορά σε χαμηλότερα επίπεδα υπαλλήλων και αξιωματούχων η οποία με τη σειρά της δημιούργησε μια σειρά αντιλήψεων και νοοτροπιών αποδοχής στενών σχέσεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, παγιώνοντας με τον τρόπο αυτό ευρύτερες συναινέσεις σε ανομικές καταστάσεις (Βιδάλη, 2014, σσ. 137-138).

Ειδικότερα, εκτός από τη γενική αύξηση των σοβαρών εγκλημάτων με οικονομικό αντικείμενο που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού, μια σειρά από βαριά οικονομικά εγκλήματα αποκαλύπτονται συνεχώς τα τελευταία σχεδόν 10 χρόνια: οι υποθέσεις-σκάνδαλα (απάτες, διαφθορά, υπόγειες σχέσεις κράτους και εταιρειών, απάτες κατά του χρηματιστηρίου κ.α.) που έλαβαν χώρα σχεδόν πάνω από μια εικοσαετία πριν, αλλά οι συνέπειες έγιναν ορατές προς το τέλος της δεκαετίας του 2000 (Βιδάλη, 2013β, σ. 70), τείνουν να αλλάζουν το περιβάλλον της φυλακής. Χαρακτηριστικές μεταξύ αυτών είναι οι υποθέσεις της Siemens (όπου εξωχώριες εταιρείες ιδρυμένες από διευθυντικά στελέχη της Siemens κατέβαλλαν πληρωμές σε κυβερνητικά και πολιτικά πρόσωπα της χώρας, με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων της εταιρείας στην Ελλάδα (Βιδάλη, 2013β, σσ. 105-107), εκείνη της Μονής Βατοπεδίου (όπου πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή δημόσιας γης μεταξύ του μοναστηριού και του ελληνικού κράτους (Βιδάλη, 2013β, σσ. 107-108)), και η υπόθεση υπεξαίρεσης ταμείων κοινωνικής ασφάλισης (όπου μέσα από ύποπτες συμφωνίες επήλθε παράνομη κερδοσκοπία σε σχέση με τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων μέσω επενδύσεων σε υψηλού κινδύνου δομημένα ομόλογα (Βιδάλη, 2013β, σσ. 70, 108-111).

Η ανωτέρω περιγραφή της αύξουσας τάσης των σοβαρών οικονομικών εγκλημάτων είχε αντίκτυπο όχι μόνο σε ό, τι αφορά τις αποκαλύψεις τέτοιων εγκλημάτων, αλλά και σε ό, τι αφορά την καταδίκη σε ποινές στέρησης της ελευθερίας. Ωστόσο, παρά την αυξητική τάση των εγκλημάτων αυτού του είδους, οι κρατούμενοι που προέρχονται από μεσοαστικά ή ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, αποτελούν τη συντριπτική μειονότητα του συνόλου του έγκλειστου πληθυσμού, η οποία παρόλα αυτά επιδεικνύει μιαν αυξητική τάση σε σύγκριση με το παρελθόν. Οι συγκεκριμένες αλλαγές είναι μέρος μιας ευρύτερης αλλαγής που διαπιστώνεται στον πληθυσμό των φυλακών, αλλαγής η οποία είναι τόσο ποσοτική, όσο και ποιοτική (Karydis & Koulouris, 2013, σ. 273) και αντανακλά αλλαγές στην ίδια την κοινωνία και το έγκλημα.

Ωστόσο, φαίνεται νέες κοινωνικές ομάδες που δεν ανήκουν στον παραδοσιακό τύπο εγκληματιών (για παράδειγμα οι κρατούμενοι του παραδικαστικού κυκλώματος) να «εμπλουτίζουν» τον πληθυσμό των κρατουμένων, ενώ με τον τρόπο αυτό η αναδιάταξη αυτή του πληθυσμού των φυλακών επιτείνει «την εν τοις πράγμασι λειτουργία της φυλακής ως χώρου απορρόφησης των συνεπειών των κοινωνικών και οικονομικών ανακατατάξεων» (Βιδάλη, 2008, σ. 53).

Έτσι παρά το γεγονός ότι οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και η δεσπόζουσα τάση έστρεψαν το ενδιαφέρον στα εγκλήματα του δρόμου και τα κατώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, το τμήμα του πληθυσμού της φυλακής που καταδικάστηκε για βαριά οικονομικά εγκλήματα και προέρχεται από μεσαία ή ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα παρέμεινε «ανεξερεύνητο». Αυτός ήταν και ο λόγος που η διδακτορική διατριβή της γράφουσας, μέρος της οποίας αποτελεί το παρόν κείμενο, έθεσε ως αντικείμενο την αποτελεσματικότητα της ποινής στέρησης της ελευθερίας για τη συγκεκριμένη κατηγορία κρατουμένων, τον τρόπο προσαρμογής των κρατουμένων αυτών στο περιβάλλον της φυλακής και το ρόλο της φυλακής στη συμπεριφορά και την κοινωνική τους ταυτότητα. Καθώς στα ζητήματα αυτά η ελληνική βιβλιογραφία είναι ιδιαίτερα φτωχή, η πληθώρα των πηγών προέρχεται από τη διεθνή βιβλιογραφία. Στην Ελλάδα, το ζήτημα των εγκληματιών του λευκού κολάρου (με την ευρεία έννοια) έχει προσεγγιστεί περιορισμένα και για το λόγο αυτό η παρούσα έρευνα εστίασε στην επίδραση της φυλακής κρατουμένων μεσοαστικής προέλευσης (τάξη), οι οποίοι όμως έχουν διαπράξει σοβαρό οικονομικό έγκλημα.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ

Η αναζήτηση των όρων μεταβολής-μεταμόρφωσης της κοινωνικής ταυτότητας του κρατούμενου, που αποτελεί και το κύριο ερευνητικό πρόβλημα της συγκεκριμένης έρευνας, παραπέμπει, στη διερεύνηση της διαφορετικής επίδρασης που έχουν οι συνθήκες κράτησης σε κάθε κρατούμενο, και πιο συγκεκριμένα στον τρόπο με τον οποίο προσαρμόζεται κάθε κρατούμενος σε συνθήκες κοινές για όλους. Ένα σημείο στο οποίο η έρευνα θα επιμείνει είναι αν ο περιορισμός της ελευθερίας επιφέρει αλλαγές στη συγκεκριμένη ομάδα των κρατουμένων η οποία δεν ανταποκρίνεται στον τυπικό κρατούμενο, αφού τα άτομα αυτά διέθεταν, πριν τον εγκλεισμό, κοινωνικό βίο που δεν προσιδιάζει στη διαβίωση εντός της φυλακής. Ένα άτομο το οποίο αποσπάται από έντονη κοινωνική ζωή και εντάσσεται σε ένα ξένο προς αυτό περιβάλλον το οποίο αποτελείται από το περιβάλλον των σωφρονιστικών υπαλλήλων κι εκείνο των άλλων κρατουμένων, έχει περιορισμένη ελευθερία κινήσεων και περιορισμένη ελεύθερη βούληση, ενώ όλα ρυθμίζονται από τις σωφρονιστικές διατάξεις και τους υπαλλήλους, αλλά και από τον άτυπο κώδικα των κρατουμένων, καταλήγει τελικά να περάσει αλώβητο όλη αυτή την εμπειρία της στέρησης της ελευθερίας; Ένα άλλο ερώτημα το οποίο γεννάται και θα διερευνηθεί είναι κατά πόσο η ποικιλία ιδιοσυστασίας των προσωπικοτήτων των κρατουμένων και του πρότερου βίου τους τούς φέρνουν αντιμέτωπους με μια δυσκολία συναναστροφής. Συνεπώς, σημασία έχει η ατομική ιστορία (Μπεζέ, 1991, σσ. 56-57), η οποία αφορά σε διάφορες καταστάσεις που έχει βιώσει κάθε κρατούμενος πριν τον εγκλεισμό του κι έχει μάθει να αντιδρά με ένα συγκεκριμένο τρόπο, ο οποίος θα μελετηθεί για το αν και σε ποιο βαθμό επηρεάζει τη διαδικασία προσαρμογής μέσα στο ίδρυμα.

Μιλώντας γενικά την προσαρμογή των κρατουμένων στο καθεστώς στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, υπάρχουν διάφορες τυπολογίες που αφορούν σε εναλλακτικές στρατηγικές προσαρμογής. Ωστόσο, ποικίλοι είναι οι παράγοντες οι οποίοι τελικά οδηγούν ένα άτομο να επιλέξει έναν τρόπο προσαρμογής στο νέο περιβάλλον. Κυριότεροι των παραγόντων αυτών είναι το κοινωνικό υπόβαθρο, τα ασυνείδητα σχήματα αντίληψης και πρακτικής που έχουν αφομοιωθεί, και τα σχέδια που έχει το άτομο για το μέλλον (Αλοσκόφης, 2009, σ. 51). Οι φάσεις από τις οποίες διέρχεται ένας κρατούμενος σχετίζονται κατά βάση με τη φάση έκτισης της ποινής και έμμεσα με τη διάρκεια της ποινής. Αναλυτικότερα, η πρώτη περίοδος εισόδου στο σωφρονιστικό κατάστημα συνοδεύεται από ανασφάλεια και στόχος είναι η αναζήτηση πληροφοριών σχετικά με τη νέα κατάσταση, ενώ οι συναναστροφές είναι περιορισμένες και επιλεκτικές. Κατά το μεσοδιάστημα της ιδρυματικής ζωής ο έγκλειστος προσανατολίζεται σε ένα πλάνο το οποίο θα ακολουθήσει κατά την παραμονή του μέσα στη φυλακή, το οποίο συχνά επηρεάζεται από τις συναναστροφές που έχει πραγματοποιήσει κατά την πρώτη περίοδο του εγκλεισμού. Στη φάση αυτή θα επιλέξει εάν θα υιοθετήσει μια στάση περισσότερο κοινωνική ή προτιμήσει την απομόνωση. Τέλος, η περίοδος πριν την αποφυλάκιση αποτελεί μια εξαιρετικά πιεστική ψυχολογικά κατάσταση, καθώς υπάρχει έντονο το συναίσθημα της αβεβαιότητας για το μέλλον και τη ζωή εκτός καταστήματος (Λαμπροπούλου, 1986, σσ. 421-422: Αλοσκόφης, 2009, σσ. 51-52).

Επιπλέον παράγοντες που επηρεάζουν την ιδρυματική ζωή είναι ο τρόπος με τον οποίο ένας κρατούμενος αντεπεξέρχεται στα «δεινά του εγκλεισμού» (Sykes, 1958), τα ίδια τα χαρακτηριστικά ενός ολοπαγούς ιδρύματος όπως είναι η φυλακή (Goffman, 1994), ο χωροχρόνος της φυλακής (Matthews, 1999), η επίδραση των συνθηκών του εγκλεισμού στην ψυχική κατάσταση των εγκλείστων (Θεμελή, 2008), όπως και η διαδικασία της αποδόμησης και της επαναδόμησης της κοινωνικής ταυτότητας (Matza, 2010). Οι παράγοντες αυτοί, μεμονωμένοι ή συνδυασμένοι, μπορούν να επιδράσουν τόσο στη συμπεριφορά των κρατουμένων, όσο και στην αλληλεπίδραση των κρατουμένων και του προσωπικού, διαμορφώνοντας την έννοια της κουλτούρας της φυλακής (Λαμπροπούλου, 1986, σ. 27: Αλοσκόφης, 2009, σ. 12). Αυτό σημαίνει πως οι υποπολιτισμικές αξίες που ευδοκιμούν στο χώρο της φυλακής διαμορφώνουν με τη σειρά τους άγραφους κι άτυπους κανόνες συμπεριφοράς οι οποίοι δύναται να αντιτίθενται και να συγκρούονται με τους επίσημους κανόνες και θεσμούς (Δημόπουλος, 2004, σ. 362).

Η αφομοίωση των υποπολιτισμικών αυτών αξιών είναι γνωστή με τον όρο «ιδρυματοποίηση». Ο όρος ανήκει στον Clemmer (1958), και περιγράφει τη διαδικασία της περισσότερο ή λιγότερο αποδοχής κι εσωτερίκευσης της κουλτούρας της φυλακής. Σε ποιο βαθμό δηλαδή αφομοιώνεται η υποκουλτούρα της φυλακής από τους κρατούμενους και σε ποιο βαθμό εντάσσονται σε υποπολιτισμικές ομάδες και συμμορφώνονται με τις επικρατούσες αξίες και τους κανόνες των (Clemmer, 1958, σ. 299). Ο βαθμός αφομοίωσης της υποκουλτούρας της φυλακής εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως για παράδειγμα η διάρκεια της ποινής, η προσωπικότητα, οι κοινωνικοί δεσμοί εκτός φυλακής, η ηλικία, η εθνικότητα κ.α., όπως επίσης και από τυχαίους παράγοντες (Clemmer, 1958, σσ. 300-301), ενώ ο βαθμός συμμόρφωσης σε μια υποπολιτισμική ομάδα είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη φάση φυλάκισης την οποία διανύει, όπως επίσης και με το καθεστώς κράτησης. Όσο περισσότερο αυστηρό είναι το καθεστώς κράτησης και υπάρχει ένταση στα «δεινά» του εγκλεισμού, τόσο μεγαλύτερη είναι η συμμόρφωση στις επιταγές της υποπολιτισμικής ομάδας (Αλοσκόφης, 2009, σσ. 20-21).

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Α. Η έρευνα των ιστοριών ζωής ως υπόδειγμα για την παρούσα έρευνα

Η πραγμάτευση του πολιτισμικού νοήματος, αλλά και η κατασκευή των νοημάτων γενικότερα, όπως και ο τρόπος με τον οποίο τα άτομα επιλέγουν να αφηγηθούν την ιστορία τους, διαπλέκεται έντονα με την εγκληματική εμπειρία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των μελετών αναφορικά με τα «δεινά» του εγκλεισμού, όπου οι κοινωνικές συνθήκες και οι πολιτισμικές δυναμικές της εμπειρίας του εγκλεισμού διαμορφώνουν μια διαλεκτική σχέση, με την κάθε παράμετρο να σχηματοποιεί και να ανασχηματοποιεί την άλλη. Ενώ το σύνολο των κρατουμένων έχει την ίδια εμπειρία στα «δεινά» του εγκλεισμού, η έκταση και η φύση αυτών των «δεινών» διαμεσολαβούνται από την ανάδυση διαφόρων πολιτισμικών πλαισίων, όπως η κοινωνική τάξη, το φύλο, η ηλικία ή η εθνότητα, και ακόμη πιο συγκεκριμένα, η βιωμένη εμπειρία του κάθε κρατούμενου και η νοηματοδότηση των πραγμάτων, θέματα τα οποία κάθε έγκλειστος «φέρνει» μαζί του στη φυλακή, έχοντας ως συνέπεια την κατασκευή διαφορετικών νοημάτων για την εμπειρία του εγκλεισμού, και ακόμη περισσότερο για την αφήγηση αυτής. Δηλαδή, μεταξύ των ατόμων διαφέρουν τα σημεία εκείνα της ιστορίας και της εμπειρίας στα οποία θα επικεντρωθεί και θα φωτίσει ένα άτομο, ενώ ταυτόχρονα κάποιο άλλο μπορεί να επιλέξει να τα αποκρύψει (Ferrell, Hayward & Young, 2008, σ. 3).

Για το λόγο αυτό, οι ιστορίες ζωής αποτελούν την περισσότερο κατάλληλη μέθοδο αφού ζητούμενο της έρευνας είναι η κατανόηση της προσαρμογής ενός ατόμου στις συνθήκες του εγκλεισμού, και συγκεκριμένα οι βιωμένες εμπειρίες του σε συνδυασμό με την κοινωνική πραγματικότητα. Μέσα από μια ιστορία ζωής αποκαλύπτεται το πώς τα άτομα «βλέπουν» τον εαυτό τους, αλλά και πως θέλουν οι άλλοι να τους «βλέπουν» (Atkinson, 1998, σ. 24). Η διαδικασία της συνέντευξης σε μια έρευνα ιστοριών ζωής είναι ιδιαίτερα ανοιχτή και ευέλικτη, τόσο σχετικά με τη διάρκεια, όσο και με τη δομή και τη θεματολογία (Atkinson, 1998, σσ. 24-25), και υπάρχουν κάποιες γενικές αρχές που αφορούν στη δομή και τη διαδικασία μιας τέτοιου είδους συνέντευξης.

Η παρούσα έρευνα περιορίστηκε στις δομημένες συνεντεύξεις συγκεκριμένης διάρκειας, διάρκεια που αφορά τον καθορισμένο από τη φυλακή χρόνο όπου το ημερήσιο πρόγραμμα είναι αυστηρά προσδιορισμένο. Σχετικά όμως με τη διάρκεια των συνεντεύξεων εντός του διαθέσιμου από τη φυλακή χρόνου, κάποιες συνεντεύξεις κράτησαν περισσότερο και κάποιες λιγότερο, αφού αυτό ήταν άμεση συνάρτηση με την ανάγκη και τη διάθεση που είχε κάθε συμμετέχων να μιλήσει. Επιπλέον, επειδή η έρευνα πραγματοποιήθηκε μεταξύ δύο διαφορετικών καταστημάτων κράτησης, το Χ και το Α, οι ερωτήσεις αλλά και η διάρκεια των συνεντεύξεων από το ένα κατάστημα στο άλλο διαφοροποιήθηκε σημαντικά. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η παρούσα έρευνα προσανατολίστηκε σε θέματα εγκληματολογικού ενδιαφέροντος και παραλείφθηκαν σκόπιμα ερωτήσεις οι οποίες θα οδηγούσαν σε περισσότερο ψυχολογικού τύπου πληροφορίες. Για παράδειγμα, διερευνήθηκε η άποψη που έχει ο κρατούμενος για τον εαυτό του, ποια είναι η αυτοεκτίμησή του, η στάση του απέναντι στο νόμο και την παρανομία, και εάν αυτή η στάση σχετίζεται με την κοινωνική του ταυτότητα εκτός φυλακής, και όχι πώς ήταν τα παιδικά του χρόνια και αν υπήρξαν τραυματικά γεγονότα που μπορεί και να τον είχαν οδηγήσει στο έγκλημα.

Β. Ο τόπος διεξαγωγής της έρευνας

Τα καταστήματα κράτησης, Χ και Α, επιλέχθηκαν γιατί στα συγκεκριμένα υπήρχαν όσο το δυνατόν περισσότεροι έγκλειστοι που εντάσσονται στο αντικείμενο της έρευνας. Το κατάστημα κράτησης Χ βρίσκεται σε μεγάλο αστικό κέντρο με έντονη την παρουσία οικονομικών εγκλημάτων μεταξύ υποδίκων και καταδίκων κι εκεί πραγματοποιήθηκε η πιλοτική έρευνα (προέρευνα), που όμως τα στοιχεία που προέκυψαν αξιοποιήθηκαν στο τελικό συμπέρασμα. Επίσης, επιλέχθηκε το κατάστημα κράτησης Α που εκεί κατά κανόνα συγκεντρώνονται μετά την καταδίκη τους οικονομικοί εγκληματίες. Τα συγκεκριμένα κριτήρια αποδείχθηκαν εξαιρετικά βοηθητικά και συνάμα περιοριστικά αφού σε σύνολο 650 ατόμων περίπου στη φυλακή Χ και 270 περίπου στη φυλακή Α, επιλέχθηκαν 15 και 12 κρατούμενοι αντίστοιχα. Αυτό είναι λογικό αφού η κατηγορία αυτή των κρατουμένων που ανήκαν σε μεσοαστικά στρώματα αποτελεί μειονότητα και υποεκπροσωπείται στο σωφρονιστικό πληθυσμό. Με βασικό ερώτημα της έρευνας τον τρόπο προσαρμογής της συγκεκριμένης ομάδας κρατουμένων στο περιβάλλον της φυλακής, και την αλλαγή ή όχι της κοινωνικής τους ταυτότητας έπειτα από τον εγκλεισμό, οι κύριες ενότητες της συνέντευξης σχετίζονταν με τα κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά του δείγματος, την ποινική τους κατάσταση, την πρώτη περίοδο του εγκλεισμού (2-3 πρώτοι μήνες), την πορεία του εγκλεισμού τους και την περίοδο πριν την αποφυλάκιση. Οι γενικές αυτές θεματικές αναλύθηκαν σε μικρότερες έτσι ώστε να εξεταστούν επιμέρους ζητήματα της ιδρυματικής ζωής, της προσαρμογής σε αυτήν, της εμπλοκής του δείγματος με το έγκλημα, του αυτοπροσδιορισμού του και των προσδοκιών του έπειτα από την εμπειρία του εγκλεισμού.

Γ. Τα κριτήρια επιλογής των ατόμων του δείγματος

Βασικό κριτήριο επιλογής των ατόμων του δείγματος αποτέλεσε το είδος του εγκλήματος που διέπραξαν οι συγκεκριμένοι κρατούμενοι. Την έρευνα απασχόλησαν τα εγκλήματα που σχετίζονται με το οικονομικό έγκλημα υπό την ευρεία έννοια. Πιο συγκεκριμένα, οι απάτες εις βάρος του δημοσίου, αλλά και εκείνες στον ιδιωτικό τομέα, η υπεξαίρεση χρημάτων, το λαθρεμπόριο, τα εγκλήματα τελωνειακού τύπου, η αρχαιοκαπηλία, η διαφθορά, η φοροδιαφυγή, καθώς και εκείνες οι εγκληματικές δραστηριότητες που μπορεί να οδηγήσουν σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), σύμφωνα με το νόμο 3691/08 (Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις, [ΦΕΚ Α’ 166/05.08.2008]) οι οποίες όμως αφορούν οικονομικά εγκλήματα και δεν συνιστούν περιβάλλουσες εγκληματικές πράξεις άλλων εγκλημάτων, όπως της τρομοκρατίας, της εμπορίας ανθρώπων κ.α. Πρόκειται για αδικήματα όπως εγκληματική οργάνωση, τρομοκρατικές πράξεις και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, παθητική δωροδοκία, ενεργητική δωροδοκία, δωροδοκία δικαστή, εμπορία ανθρώπων, απάτη με υπολογιστή, σωματεμπορία, καθώς και συγκεκριμένα άρθρα του «Κώδικα Νόμου για τα Ναρκωτικά» που σχετίζονται με τη δράση υπαλλήλων σε ευαίσθητους χώρους, ή τη χορήγηση ουσιών από ειδικούς όπως γιατροί και φαρμακοποιοί.

Το δείγμα των ατόμων της έρευνας ήταν ενήλικες άνδρες οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε ποινή στερητική της ελευθερίας, είχαν διαπράξει κακούργημα, χωρίς όμως να έχουν ποινικό προηγούμενο σε βαθμό κακουργήματος. Στην αρχική φάση της έρευνας είχε υπολογιστεί τα άτομα του δείγματος να έχουν εκτίσει μακροχρόνια ποινή κατά της ελευθερίας, αλλά από το σύνολο των ατόμων του δείγματος αποδείχθηκε ότι αυτό δεν ήταν εφικτό. Σε κάθε περίπτωση όμως, τα άτομα του δείγματος δεν ανήκαν πριν τον εγκλεισμό τους σε χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα και το προφίλ τους δεν αντιστοιχούσε στο προφίλ του μέσου κρατούμενου (άνδρας, νέος, ανύπαντρος, χαμηλού οικονομικού στρώματος, και χαμηλής εκπαίδευσης). Το επάγγελμα των συμμετεχόντων, πριν τον εγκλεισμό, περιελάμβανε όλους τους τομείς αρχικά, αλλά σημαντικό ρόλο έπαιξε η θέση στο επάγγελμα, η θέση ευθύνης και η εξειδίκευση που απαιτείτο κατά την άσκησή του.

ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Α. Ο αστός ως τύπος ανθρώπου: Χαρακτηριστικά

Ο Κονδύλης (2011) έχει παρουσιάσει με γλαφυρό τρόπο την αστική τάξη όπως αυτή διαμορφώθηκε στην Ελλάδα κατά την περίοδο όχι μόνον της μεταπολίτευσης, αλλά της μακράς διάρκειας της Νεωτερικότητας. Αυτό που υποστήριξε είναι πως στην Ελλάδα δεν υπήρξε «καθαρόαιμη» αστική τάξη, αλλά μια χαλαρή και ετερογενής συμπόρευση κοινωνικών ομάδων υιοθετώντας επιμέρους στοιχεία του ευρωπαϊκού αστικού πολιτισμού (Κονδύλης, 2011, σ. 12). Σε αντίθεση με την αστό της Ευρώπης, ο οποίος για μεγάλη χρονική περίοδο αποτελούσε τον αντίπαλο της αριστοκρατίας με πολλές θετικές συμπαραδηλώσεις, στην Ελλάδα η αστική τάξη αποτελούσε τον αντίπαλο της εργατικής τάξης έχοντας πρόσημο αρνητικό. Επιπλέον, η οικονομική δραστηριότητα της ελληνικής αστικής τάξης, ακόμη και με την είσοδο των καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων διέπονταν από μια ιδιότυπη πατριαρχική οργάνωση και νοοτροπία (Κονδύλης, 2011, σσ. 14-23).

Ο Sombart (1998, σ.115) από την άλλη, υποστηρίζει ότι ο αστός πρωτοπαρουσιάστηκε σε ολοκληρωμένη μορφή στη Φλωρεντία κατά τον 14ο αιώνα. Ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει πως με την έννοια αστός δεν εννοεί τον κάτοικο μιας πόλης, αλλά ένα ξεχωριστό μόρφωμα, έναν άνθρωπο με ιδιαίτερη ψυχική συγκρότηση. Αυτό που ξεχώρισε τον συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου από τους παλιούς φεουδάρχες ή αριστοκράτες ήταν η διαδικασία της εκλογίκευσης της οικονομικής διαχείρισης. Απέρριψε την οικονομία της δαπάνης κι επιδίωκε τα έξοδα να μην είναι περισσότερα από τα έσοδά του, και με τον τρόπο αυτό εισήχθη και η ιδέα της αποταμίευσης. Ωστόσο, μπορεί οι δαπάνες να μην έπρεπε να είναι μεγαλύτερες από τις ανάγκες, αλλά επίσης επιβαλλόταν οι δαπάνες να μην είναι μικρότερες από αυτό που επέβαλλε η ευπρέπεια. Επιπλέον καινοτόμο χαρακτηριστικό του πρώιμου αστού ήταν και η σωστή εκμετάλλευση του χρόνου του (Sombart, 1998, σσ. 116-121).

Μπορεί ο αστός όταν εμφανίστηκε ως τύπος να είχε τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αλλά ο περισσότερο σύγχρονος τύπος αστού προσιδιάζει στο σύγχρονο οικονομικό άνθρωπο ο οποίος συγκεντρώνει συγκεκριμένα γνωρίσματα που συνιστούν ένα ενιαίο πνεύμα. Για τον νέο αυτό τύπο η εργασία και το κέρδος, για το οποίο δεν υπάρχει κάποιο όριο, είναι υψίστης σημασίας ζητήματα. Είναι τόσο μεγάλη η προσήλωση στη δουλειά που καταλήγει να νοηματοδοτεί τις δραστηριότητές του (Sombart, 1998, σσ. 176-179). Ο αστός αυτού του τύπου θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του οτιδήποτε είναι απτό και μετρήσιμο σε μέγεθος, όπως επίσης τον γοητεύει η ταχύτητα των δραστηριοτήτων και η καινοτομία. Μέσα στον κύκλο αυτό, στο επίκεντρο τίθεται το αίσθημα της ισχύος το οποίο απολαμβάνει να επιδεικνύει (Sombart, 1998, σσ. 180-183). Βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση κι επιδιώκει την επέκταση των δραστηριοτήτων του, και η σχέση του με τις γυναίκες παίρνει είτε τη μορφή της απάθειας, είτε της επιφανειακής κάλυψης των σεξουαλικών του επιθυμιών. Λειτουργεί με απόλυτη ορθολογικότητα κι επιδεικνύει αποφασιστικότητα με στόχο να επιβάλλει τη θέλησή του (Sombart, 1998, σσ.185-186).

Για την απρόσκοπτη επίτευξη των στόχων που θέτει ο αστός και που αφορούν στην προσοδοφορία του, καλλιεργεί και προτάσσει τον ανταγωνισμό και την ελευθερία του να πράττει ό, τι απαιτείται έτσι ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του. Με τον τρόπο αυτό αποδεσμεύει τον εαυτό του από ηθικούς ενδοιασμούς κι αναστολές. Η επίτευξη του κέρδους είναι υπέρ πάντων (Sombart, 1998, σσ.188-189). Έτσι, καταφέρνει να διαχωρίσει πλήρως το πρόσωπό του από την ιδιότητά του. Για παράδειγμα, η φερεγγυότητα μιας επιχείρησης κι ενός επιχειρηματία δεν έχει τίποτα να κάνει με τη φερεγγυότητα του προσώπου που φέρει την ιδιότητα. Ο δεύτερος μπορεί να είναι ηθικά επιλήψιμος (σσ.192-193).             Τέλος, ο αστός, ή αλλιώς ο σύγχρονος οικονομικός άνθρωπος είναι επιχειρηματική φύση η οποία υποδεικνύει πως είναι ευφυής, γρήγορος στην αντίληψη και την κρίση του, εύστροφος, είναι γνωστικός, κρίνει τους ανθρώπους και τους μεταχειρίζεται ανάλογα, κι επίσης είναι σωστός στην εκτίμηση των συνθηκών του περιβάλλοντός του, και είναι πνευματώδης, με πλούσιες και πρωτότυπες ιδέες, αλλά και φαντασία (Sombart, 1998, σσ. 207-209).

Η αναφορά στα χαρακτηριστικά του αστού- σύγχρονου οικονομικού ανθρώπου δεν έγινε τυχαία. Μελετώντας τα συμπεράσματα της έρευνας, που πραγματοποιήθηκε σε κρατούμενους που πριν τον εγκλεισμό τους ανήκαν σε μεσαία ή ανώτερα κοινωνικοικονομικά στρώματα, αντιλαμβάνεται κανείς πως ο αστός που περιγράφηκε παραπάνω, θα μπορούσε να ήταν κάποιος από τα άτομα του δείγματος.

Β. Συμπεράσματα[1]

Κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά των κρατουμένων

Τόσο η πιλοτική έρευνα στο κατάστημα κράτησης Χ, όσο και η έρευνα αυτή καθαυτή στο κατάστημα κράτησης Α κατέληξαν σε κοινά συμπεράσματα, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων. Το προφίλ των κρατουμένων που προέρχονται από μεσοαστικά στρώματα και κατηγορούνται για βαριά οικονομικά εγκλήματα ανήκει ηλικιακά περίπου στη δεκαετία των 50 ετών (μια δεκαετία διαφορά: 40-50 για το κατάστημα Χ και 50-60 για το κατάστημα Α). Συνεπώς ηλικιακά είναι μεγαλύτεροι μέσα στη φυλακή, σε σύγκριση με το μέσο κρατούμενο ο οποίος είναι νεότερος. Αποτυπώνουν τον τυπικό Έλληνα οικογενειάρχη, αφού είναι έγγαμοι με παιδιά. Προέρχονται από μεγάλα αστικά κέντρα, δηλαδή είναι άνθρωποι της πόλης και τα επαγγέλματά τους ανήκουν σε ανώτερα κοινωνικοοικονομικά κλιμάκια, έχουν κύρος ή/και εξουσία, γεγονός που αυξάνει τις ευκαιρίες διάπραξης οικονομικών εγκλημάτων, πράγμα που επιβεβαιώνεται στην πράξη αφού η φύση της απασχόλησης των κρατουμένων αυτής της κατηγορίας έχει άμεση σχέση με το αδίκημα για το οποίο κατηγορούνται. Διαθέτουν ανωτάτη εκπαίδευση και εξαιρετικά υψηλό επίπεδο μόρφωσης, γεγονός που ενίσχυσε τις θέσεις ευθύνης, εξουσίας ή/και κύρους που κατείχαν.

Τα κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά των κρατουμένων, οι οποίοι στη βιβλιογραφία χαρακτηρίζονται ως εγκληματίες του λευκού περιλαιμίου, επιβεβαιώνονται και από τη διεθνή βιβλιογραφία κι έρευνα. Συγκεκριμένα, οι εγκληματίες του λευκού κολάρου είναι άτομα οικονομικά εύρωστα, με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, κοινωνικά δικτυωμένα κι εργάζονται σε νόμιμες επιχειρήσεις (Filstad & Gottschalk, 2012, σ. 175). Ο Sutherland, ο οποίος εισήγαγε την έννοια του εγκλήματος του «λευκού περιλαιμίου», ορίζει τον εγκληματία του λευκού περιλαιμίου ως ένα άτομο ευυπόληπτο με υψηλό κοινωνικό επίπεδο, το οποίο διαπράττει το έγκλημα στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας (Sutherland, ως παράθεση στο Filstad & Gottschalk, 2012, σ. 176). Ωστόσο, πέρα από τον ορισμό του Sutherland, υπάρχουν διάφοροι ορισμοί και χαρακτηριστικά για τους εγκληματίες της κατηγορίας αυτής. Συγκεντρώνοντάς τα προκύπτει ότι οι εγκληματίες του λευκού κολάρου διαπράττουν μη βίαια εγκλήματα με σκοπό το κέρδος και τον πλουτισμό, δεν έχουν προηγούμενη εμπλοκή με το έγκλημα, είναι άτομα που ανήκουν σε ανώτερη κοινωνικοοικονομική τάξη, έχουν πλούτο και εξουσία τέτοια που να τους επιτρέπει να αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν την ευθύνη των πράξεών τους και η πράξη τους εμπεριέχει την κατάχρηση της εμπιστοσύνης. Είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία σε σύγκριση με δράστες άλλων κατηγοριών εγκλημάτων, κι αυτό είναι λογικό αφού για να καταφέρει κάποιος να απασχοληθεί σε θέσεις υψηλού status ή ευθύνης χρειάζεται χρόνος, σπουδές, γνωριμίες, που δεν είναι εύκολο για ένα άτομο να τα κατακτήσει αυτά σε νεότερη ηλικία. (Filstad & Gottschalk, 2012, σσ. 176-177: Payne, 2003, σσ. 10, 21: Croall, 2001, σσ. 50-51, 56-58: Benson & Cullen, 1988, σ. 208).

Τα ευρήματα της έρευνας των Benson και Cullen (1988), συμπίπτουν με αυτά της παρούσας έρευνας στα καταστήματα κράτησης Χ και Α. Οι κρατούμενοι είναι κατά μέσο όρο 50 ετών, τα επαγγέλματά τους αποτελούν τυπικά επαγγέλματα λευκού περιλαιμίου, όπως δικηγόροι κ.α., και τα αδικήματά τους είναι τυπικά οικονομικά εγκλήματα όπως απάτη, φοροδιαφυγή και υπεξαίρεση. Επιπλέον, πρόκειται για ανθρώπους με υψηλά εισοδήματα, υψηλή μόρφωση και γενικότερα έναν τρόπο ζωής που αντιστοιχεί σε άτομα της μεσαίας ή ανώτερης κοινωνικής τάξης (σ. 208).

Ποινική κατάσταση

Τα οικονομικά εγκλήματα επισύρουν μεγάλες ποινές (περίπου τα 15 χρόνια), και ο μέσος πραγματικός χρόνος κράτησης για τους κρατούμενους και των δύο καταστημάτων είναι τα 3 χρόνια περίπου.

Αυτοπροσδιορισμός

Οι περισσότεροι από αυτούς δεν ήταν προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των πράξεών τους, και ακόμη περισσότερο να αντιμετωπίσουν τον εγκλεισμό, αφού δεν είχαν συνυπολογίσει τους κινδύνους της παράνομης δραστηριότητας. Σ` αυτό συνετέλεσε και η βεβαιότητα μη αποκάλυψής της, όπως και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ατιμωρησίας, κι έτσι δεν λειτούργησαν τόσο ορθολογικά, όσο θα ήταν αναμενόμενο.

Είσοδος στη φυλακή

Ακριβώς για το λόγο ότι δεν ήταν προετοιμασμένοι για τις συνέπειες των πράξεών τους, η πρώτη εμπειρία και ανάμνηση των κρατουμένων αυτής της κατηγορίας από τη φυλακή είναι το σοκ του εγκλεισμού. Οι πρώτες εντυπώσεις βιώθηκαν με έντονα αρνητικό τρόπο από τους κρατούμενους και των δύο καταστημάτων κράτησης και αφορούν κυρίως αρνητικά συναισθήματα και δυσφορία για τις συνθήκες κράτησης. Η αίσθηση απώλειας του περιβάλλοντος, η ανασφάλεια και ο αποχωρισμός είναι από τα πρώτα συναισθήματα που βίωσαν οι κρατούμενοι.

Παρόλο που το σοκ του εγκλεισμού ήταν μια έντονη ψυχολογική διαδικασία, οι κρατούμενοι του δείγματος αντιμετώπισαν με ψυχραιμία τις εισαγωγικές στη φυλακή διαδικασίες, οι οποίες ωστόσο δεν είναι ίδιες για όλους, αλλά εξαρτώνται από το προσωπικό που έχει υπηρεσία τη στιγμή εκείνη, παρά τα όσα προβλέπει ο Σωφρονιστικός Κώδικας, εκλογικεύοντας ακόμη και τις πιο δύσκολες διαδικασίες όπως είναι αυτή του σωματικού ελέγχου. Όπως όλοι οι κρατούμενοι, έτσι και οι κρατούμενοι μεσοαστικής προέλευσης, μόλις πέρασαν το πρώτο σοκ του εγκλεισμού άρχισαν να συμφιλιώνονται με τη νέα κατάσταση και να προσαρμόζονται στο νέο περιβάλλον (Benson & Cullen, 1988, σ. 209). Επιπλέον, πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι έχουν μάθει να χειρίζονται τα συναισθήματά τους, πράγμα που αποτελεί σημαντικό μηχανισμό για την αντιμετώπιση του άγχους του εγκλεισμού. Σ` αυτό συνετέλεσε η προηγούμενη επαγγελματική δραστηριότητα των κρατουμένων αφού πρόκειται για επαγγέλματα τα οποία καλλιεργούν την ικανότητα διαχείρισης των συναισθημάτων. Επίσης, η επαγγελματική επιτυχία, την οποία διέθεταν οι κρατούμενοι, απαιτεί μια γενικότερη στάση ζωής προσανατολισμένης στην επίτευξη στόχων. Συνεπώς, η κοινωνική τάξη προέλευσης και η οικονομική επιτυχία υποδεικνύουν μια ικανότητα αντιμετώπισης προβλημάτων και ζητημάτων, ικανότητα η οποία ακολούθως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στο περιβάλλον της φυλακής όπως ακριβώς στην καθημερινή ζωή. Έτσι, η κατηγορία αυτή είναι περισσότερο ικανή να αντεπεξέλθει στο ψυχολογικό άγχος που επιφέρει η ζωή στη φυλακή, σε σύγκριση με κρατούμενους άλλων κατηγοριών (Benson & Cullen, 1988, σ. 211).

Διαβίωση

Οι πιο ουσιώδεις ελλείψεις ήταν γι’ αυτούς, κατ’ αρχάς, ο αποχωρισμός από την οικογένεια και το άμεσο περιβάλλον, κι ακολούθως οι υλικές συνθήκες και υποδομές της φυλακής, τις οποίες όμως αντιμετωπίζουν με εκλογίκευση χωρίς να αφήνουν να τους επηρεάσουν αρνητικά. Τα προσωπικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά τους, όπως η εκπαίδευση, οι οικογενειακοί δεσμοί και οι μη εγκληματικές ταυτότητες πριν τον εγκλεισμό ενισχύουν την ικανότητα των κρατουμένων να αντεπεξέλθουν στην εμπειρία του εγκλεισμού (Benson & Cullen, 1988, σ. 210). Επιπλέον δυσκολία, κυρίως για τους κρατούμενους του καταστήματος Α, ήταν ο συγχρωτισμός με εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου και το γεγονός ότι έγιναν μάρτυρες στις καταστάσεις βίας που επικρατούν στη φυλακή. Ωστόσο, οι κρατούμενοι της κατηγορίας αυτής βρήκαν τρόπο να αντεπεξέλθουν και στη δυσκολία αυτή, διαχωρίζοντας σαφώς τον εαυτό τους από τους «άλλους», τους ποινικούς, τηρώντας απόσταση από όσα συμβαίνουν σαν να μην τους αφορούν και παρατηρώντας απλά τις καταστάσεις. Οι τεχνικές αυτές ουδετεροποίησης συμβάλλουν στην ψυχολογική αυτοπροστασία των ανθρώπων αυτών, και κατά την πρώτη αυτή περίοδο στη φυλακή (2-3 πρώτοι μήνες), την οποία κάποιοι χαρακτήρισαν «μεταβατική», εισέρχονται σε μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού του εαυτού. Σε αντίθεση με ό, τι περίμεναν ή είχαν ακούσει για τη φυλακή πριν τον εγκλεισμό, οι διαδικασίες και η μεταχείριση τούς φάνηκε πιο ανθρώπινη σε σύγκριση με τις φήμες. Έπειτα, από την πρώτη περίοδο επαναπροσδιορισμού που αναφέρθηκε προηγουμένως, οι κρατούμενοι έμαθαν τους κανόνες του νέου περιβάλλοντος και, όσο και να διαχωρίζουν τον εαυτό τους από τους υπόλοιπους κρατούμενους, διαπίστωσαν ότι δεν είναι «οι κακοί στη φυλακή» (Benson & Cullen, 2008, σ. 209).

Η εμπλοκή με την παρανομία

Η εμπλοκή των κρατουμένων του δείγματος με την παρανομία, και κατ’ επέκταση με τα οικονομικά εγκλήματα είναι φυσικό συνεπακόλουθο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας με στόχους μεγιστοποίησης τους κέρδους. Πρόκειται για τυπικά οικονομικά εγκλήματα, κυρίως του λευκού περιλαιμίου. Η κατηγορία αυτή, ακόμη κι όταν αποδέχεται την πράξη για την οποία κατηγορείται, συνήθως τη δικαιολογεί ακόμη κι όταν οι λόγοι εμπλοκής είναι ξεκάθαροι, ενώ αρκετοί είναι εκείνοι που δεν αποδέχονται την πράξη τους υποστηρίζοντας πως κάποιοι άλλοι τους έμπλεξαν. Και στις δύο περιπτώσεις, χαρακτηριστικό της κατηγορίας αυτής είναι η τάση για ουδετεροποίηση της πράξης, και μάλιστα δεν χαρακτηρίζουν την πράξη τους «έγκλημα» και τον εαυτό τους «εγκληματία», αλλά θεωρούν πως είναι απλά παραβατικοί. Πιστεύουν πως το έγκλημα αναπαριστά μόνο ένα μικρό μέρος της ζωής τους, και όχι τον εαυτό τους στο σύνολό του (Benson, 1985, σ. 295). Γενικότερα, αρνούνται ότι έχουν διαπράξει έγκλημα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία (Benson, 1985, σ. 300).

Προσαρμογή στη φυλακή

Η άρνηση της ευθύνης για την πράξη, ή ακόμη και η άρνηση της ίδιας της πράξης ή ο καταλογισμός της ευθύνης σε τρίτους οδηγεί σε συναισθήματα αδικίας τους κρατούμενους και μπορεί να δυσχεράνει την προσαρμογή τους στο νέο περιβάλλον, όμως η γενικότερη τάση είναι οι άνθρωποι αυτοί να προσαρμόζονται στη φυλακή, όπως θα προσαρμόζονταν και σε κάθε νέο περιβάλλον. Οι τρόποι προσαρμογής είναι που διαφέρουν από κρατούμενο σε κρατούμενο, ακόμη και σε αυτούς που ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Τα προσωπικά χαρακτηριστικά και οι κοινωνικές καταβολές αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον της φυλακής και «παράγουν» διαφορετικούς τρόπους προσαρμογής (Benson & Cullen, 1988, σ. 210). Ενισχυτικός παράγων στην προσαρμογή είναι η εργασία μέσα στη φυλακή, αλλά βοηθάει και ο βαθμός αποδοχής της πράξης με την έννοια της συμφιλίωσης με τη νέα κατάσταση. Επίσης, ως στρατηγικές προσαρμογής θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν η άρνηση της πράξης τους ως εγκληματικής, η συμμόρφωση με τους κανόνες της φυλακής και η αίσθηση ότι είναι ανώτεροι των υπόλοιπων κρατουμένων (Benson & Cullen, 1988, σ. 214).

Σχέσεις με το περιβάλλον της φυλακής

Οι κοινωνικές σχέσεις των κρατουμένων αυτών μέσα στη φυλακή χαρακτηρίζονται γενικά καλές και ισορροπημένες. Αυτό όμως που είναι έκδηλο στις σχέσεις αυτές είναι ότι βασίζονται στις ιδιότυπες ανάγκες που επιβάλλει ο εγκλεισμός. Για το λόγο αυτό οι κρατούμενοι είναι διστακτικοί απέναντι στις νέες φιλίες, οι οποίες έχουν ως βάση το αναγκαστικό της συνύπαρξης και το συμφέρον. Ωστόσο, η τάση που παρατηρείται είναι ότι επιδιώκουν να κοινωνικοποιηθούν στο νέο περιβάλλον, αλλά είναι προσεκτικοί επιλέγοντας και περιορίζοντας τις επαφές τους, κυρίως με ανθρώπους που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τους ίδιους (Benson & Cullen, 1988, σ. 212), διαχωρίζοντας συνεχώς τον εαυτό τους από το σύνολο των κρατουμένων, χωρίς όμως να προκαλούν. Επιδεικνύουν μια αίσθηση υπεροχής τονίζοντας τις διαφορές τους με τους υπόλοιπους κρατούμενους, ψάχνοντας με τον τρόπο αυτό να βρουν τρόπους να ενισχύσουν την ήδη υψηλή αυτοεκτίμησή τους και μέσα στη φυλακή (Benson & Cullen, 1988, σ. 212).

Σχέσεις με τη διοίκηση και το προσωπικό

Από την άλλη, η ίδια τάση καθορίζει και τις σχέσεις με το προσωπικό οι οποίες περιγράφονται εξαιρετικά θετικές. Οι κρατούμενοι πειθαρχούν στους κανόνες και δεν δημιουργούν προβλήματα (Benson & Cullen, 1988, σ. 212), κι από την άλλη το προσωπικό προσπαθεί να τηρεί τους κανόνες για τη λειτουργία του συστήματος. Με το να συμμορφώνονται οι ίδιοι με τους κανόνες της φυλακής και να έχουν καλές σχέσεις με το προσωπικό εκπληρώνουν δύο υποκειμενικούς στόχους. Από τη μια αποστασιοποιούνται από το σύνολο των κρατουμένων, κι από την άλλη επικυρώνουν την ταυτότητα που είχαν πριν τον εγκλεισμό, εκείνη του νομοταγούς και συμμορφωμένου με τους κανόνες πολίτη (Benson & Cullen, 1988, σ. 213). Επιπλέον, το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί διέθεταν επιχειρηματική εμπειρία βοηθάει στην κατανόηση των διαδικασιών και των κανόνων που ισχύουν στη φυλακή, αν αναλογιστεί κανείς πως η φυλακή μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια επιχείρηση στην οποία υπάρχουν συγκεκριμένες γραφειοκρατικές διαδικασίες (Benson & Cullen, 1988, σ. 211). Ενισχυτικός παράγων στις σχέσεις μεταξύ των κρατουμένων της κατηγορίας αυτής και του προσωπικού, είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι κρατούμενοι απασχολούνται σε θέσεις εργασίας μέσα στη φυλακή, και μάλιστα σε θέσεις προνομιούχες, όπως είναι εκείνες στις οποίες υπάρχει διαχείριση χρημάτων. Για τις θέσεις αυτές η υπηρεσία επιζητά κρατούμενους της κατηγορίας αυτής αφού εκτός από το επίπεδο γνώσεων ή εξειδίκευσης το οποίο διαθέτουν, θεωρούνται περισσότερο αξιόπιστοι σε σύγκριση, για παράδειγμα, με έναν χρήστη ναρκωτικών. Σε ανάλογο συμπέρασμα κατέληξαν και οι Benson και Cullen (1988, σ.213), οι οποίοι διαπίστωσαν πως η υπηρεσία της φυλακής χρησιμοποιεί τις γνώσεις και την εξειδίκευση της συγκεκριμένης κατηγορίας κρατουμένων, γεγονός που ενισχύει την αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση των τελευταίων.

Σχέσεις με το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον

Οι κοινωνικές σχέσεις εκτός φυλακής είναι επίσης θετικά προσδιορισμένες για τους κρατούμενους αυτούς. Το οικογενειακό περιβάλλον στηρίζει τόσο συναισθηματικά, όσο και πρακτικά τους κρατούμενους και οι σχέσεις αυτές μέσα από την εμπειρία του εγκλεισμού ενισχύονται, παρά αποδυναμώνονται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα σε άλλης κατηγορίας κρατούμενους οι οποίοι μπορεί να προέρχονται από δυσλειτουργικά οικογενειακά περιβάλλοντα τα οποία γίνονται ακόμη πιο δυσλειτουργικά στην περίπτωση του εγκλεισμού. Το υποστηρικτικό αυτό περιβάλλον μειώνει δραστικά τις πιθανότητες ιδρυματοποίησης της συγκεκριμένης κατηγορίας κρατουμένων, καθώς επίσης και τα σταθερά οικογενειακά περιβάλλοντα από τα οποία προέρχονται μειώνουν τις αρνητικές επιπτώσεις της φυλάκισης στην ψυχική τους ισορροπία (Benson & Cullen, 1988, σ. 210). Από την άλλη, το φιλικό περιβάλλον δεν γνωρίζει πάντοτε τη θέση στην οποία βρίσκονται οι κρατούμενοι, πράγμα που αποτελεί δική τους επιλογή χωρίς να σημαίνει ότι το φιλικό περιβάλλον θα απέρριπτε ή δεν θα στήριζε τους κρατούμενους. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι κι εκείνοι οι οποίοι έχουν άριστες σχέσεις τόσο με το φιλικό, όσο και με το επαγγελματικό περιβάλλον και αιτούνται συνεχώς άδειες για να τους επισκέπτονται άτομα που δεν ανήκουν στους στενούς συγγενείς .

Εργασία και κοινωνική ταυτότητα

Ο ρόλος της εργασίας στη ζωή των κρατουμένων του δείγματος είναι υψίστης σημασίας και καθοριστικός παράγων, αφού η εργασία περιγράφεται ως ζωή και η απώλειά της ως θάνατος. Για το λόγο αυτό ο αποχωρισμός από το περιβάλλον αυτό βιώθηκε ιδιαίτερα έντονα και περιγράφηκε με ζοφερές διατυπώσεις, κυρίως από εκείνους οι οποίοι ήταν ενεργοί επαγγελματίες πριν τον εγκλεισμό (στο κατάστημα Χ υπήρχαν και κάποιοι συνταξιούχοι για τους οποίους δεν αποτέλεσε πλήγμα ο αποχωρισμός από το επαγγελματικό περιβάλλον).

Αυτοεκτίμηση

Παρόλο που οι κρατούμενοι εξορθολογίζουν τις συνθήκες κράτησης, δεν βιώνουν ορθολογικά την κοινωνική τους αυτοτοποθέτηση στη νέα κατάσταση και περιγράφουν τη σημασία της κατάστασής τους με τρόπο αρνητικό ο οποίος διαφέρει στην ένταση. Ωστόσο, σχετικά με την αυτοεκτίμηση, η τάση είναι η τελευταία να μην επηρεάζεται αρνητικά, αλλά να παραμένει σταθερή, και σε κάποιες περιπτώσεις να ενισχύθηκε κιόλας. Οι άνθρωποι αυτοί βρίσκουν τρόπους να αντεπεξέρχονται στα προβλήματα που τους απασχολούν και να περιφρουρούν την αυτοεκτίμησή τους, καλλιεργώντας μέσα από τις διαδικασίες αυτές τον αυτοέλεγχό τους. Η εργασία που έκαναν πριν τον εγκλεισμό σε συνδυασμό με την προσωπικότητά τους οδηγεί στην αναζήτηση τεχνικών και μεθόδων ώστε να μην καταρρεύσουν και να αντεπεξέλθουν στη νέα κατάσταση.

Σεβασμός και σχέσεις εξουσίας μεταξύ κρατουμένων, άτυποι κανόνες και άτυπες ομάδες ελέγχου της φυλακής

Το αμιγώς «φυλακίστικο» κομμάτι δεν τους αγγίζει και αποστασιοποιούνται απ` αυτό. Με τον τρόπο αυτό διαχωρίζουν τον εαυτό τους από την κουλτούρα της φυλακής, υπογραμμίζοντας πως ο σεβασμός αποκτά άλλη έννοια μέσα κι άλλη έξω από τη φυλακή. Τους άτυπους κανόνες που ισχύουν τους κατανοούν και τους εφαρμόζουν, ωστόσο τους υποτιμούν και μειώνουν την αξία τους, ενώ το κομμάτι των «ισχυρών» κρατουμένων δεν τους απασχολεί και δεν εμπλέκονται. Ο μοναδικός κίνδυνος που έχουν νιώσει στη φυλακή είναι η υγεία, αλλά κατά τα άλλα η βία ή πράξεις που χαρακτηρίζονται εγκλήματα (κλοπές κτλ.) είναι συνηθισμένα στο περιβάλλον της φυλακής, που όμως δεν συμβαίνουν στους ίδιους. Γενικότερα, όχι μόνον αντιστέκονται στην κουλτούρα της φυλακής και δεν την αφομοιώνουν, αλλά ταυτόχρονα την απορρίπτουν κιόλας (Benson & Cullen, 1988, σσ. 210, 212-213)

Μεταβολή απόψεων, αναδόμηση του εαυτού και προοπτικές μετά την αποφυλάκιση

Τέλος, οι κρατούμενοι μεσοαστικής προέλευσης θεωρούν πως το σωφρονιστικό σύστημα δυσλειτουργεί, αλλά τους ίδιους δεν τους επηρεάζει αφού εκτός φυλακής η ζωή τους θα συνεχιστεί. Έχουν πολλές προοπτικές βγαίνοντας και δεν προβληματίζονται για την κοινωνική τους επανένταξη, αφού θεωρούν πως είναι ήδη ενταγμένοι, όπως το ίδιο θεωρεί και το στενό και ευρύτερο περιβάλλον τους. Για τους ίδιους οι πιθανότητες στιγματισμού μειώνονται, και αν αλλάξει κάτι σε σχέση με τους ίδιους θα είναι η σκληρότητα και η επιφυλακτικότητα σε σχέση με την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Γενικά, «αντιστέκονται» στην ταμπέλα του εγκληματία, πράγμα που σημαίνει ότι δεν δέχονται παθητικά τα συναισθήματα της ντροπής και της ενοχής, δεν νοηματοδοτούν με τρόπο αρνητικό τις πράξεις τους, τις εκλογικεύουν και αρνούνται οποιαδήποτε ηθική προέκταση της εμπλοκής τους με την παρανομία. Με την απόρριψη του στιγματισμού, απορρίπτουν ταυτόχρονα, ή έτσι διαχειρίζονται, και τα συναισθήματα που τον συνοδεύουν. Η ντροπή και η ενοχή εξαρτώνται από την αποδοχή του ορισμού της κατάστασής τους, που όμως δεν δέχονται ορισμούς που έχουν κατασκευάσει άλλοι γι` αυτούς (Benson & Cullen, 1988, σ. 211).

Συγκριτικά με τις υπόλοιπες κατηγορίες κρατουμένων αυτό που αλλάζει περισσότερο στους εγκληματίες του λευκού περιλαιμίου είναι ο τρόπος ζωής. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο εγκλεισμός είναι περισσότερο οδυνηρό γεγονός γι’ αυτούς και λιγότερο για τους άλλους, ούτε επίσης ότι οι συγκεκριμένοι κρατούμενοι δεν προσαρμόζονται στο νέο περιβάλλον της φυλακής. Αυτό που ουσιαστικά συμβαίνει είναι ότι ο εγκλεισμός βιώνεται με τρόπο διαφορετικό για τους κρατούμενους μεσοαστικής προέλευσης. Συνολικά, μάλιστα προκύπτει ότι οι κρατούμενοι του λευκού κολάρου διαθέτουν περισσότερα εφόδια ώστε να αντεπεξέλθουν και να προσαρμοστούν στον εγκλεισμό (Benson & Cullen, 1988).

Γ. Συζήτηση: Η επίδραση του εγκλεισμού στην κοινωνική ταυτότητα κρατουμένων μεσοαστικής προέλευσης

Πριν εξεταστεί εάν και σε ποιο βαθμό έχει αλλάξει η κοινωνική ταυτότητα των ατόμων του δείγματος έπειτα από τον εγκλεισμό τους, είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί η κοινωνική ταυτότητα των κρατουμένων του δείγματος πριν τον εγκλεισμό έτσι ώστε να διαπιστωθεί η οποιαδήποτε αλλαγή, εφόσον υπάρχει. Οι κρατούμενοι που συμμετείχαν στην έρευνα είναι άτομα τα οποία ανήκουν σε ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, είναι μορφωμένοι, επιτυχημένοι επαγγελματίες, οικονομικά εύρωστοι και προέρχονται από αστικά κέντρα. Έχουν κύρος, συχνά εξουσία και χαίρουν εκτίμησης, έχουν ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς και ευρύ κοινωνικό δίκτυο, όπως επίσης χαρακτηριστικό τους είναι οι μή εγκληματικές ταυτότητες. Συνεπώς, έχουν μια θετικά προσδιορισμένη κοινωνική ταυτότητα που τους προσδίδει υψηλό κοινωνικό status και κύρος.

Η κοινωνική ταυτότητα σχετίζεται με ομοιότητες και χαρακτηριστικά που έχουν τα άτομα που ανήκουν στην ίδια ομάδα (Hogg, 2005, σ.463), και κατά συνέπεια η κοινωνική ταυτότητα που περιγράφηκε παραπάνω αφορά στο σύνολο τα άτομα του δείγματος, χαρακτηριστικό των οποίων είναι η σημασία που αποδίδουν τα ίδια τα άτομα σ` αυτήν. Συγκεκριμένα, οι κρατούμενοι αυτής της κατηγορίας δίνουν μεγάλη σημασία στην κοινωνική ταυτότητα της προ εγκλεισμού ζωής τους και προσπαθούν να τη διατηρήσουν και μέσα στη φυλακή. Η «διαδικασία» διατήρησης της κοινωνικής τους ταυτότητας ξεκινά με το σαφή διαχωρισμό του εαυτού τους από τους υπόλοιπους κρατούμενους, εκείνους του κοινού ποινικού δικαίου. Προκύπτει έτσι η πιο σημαντική διάκριση για τους ίδιους τους κρατούμενους μεσοαστικής προέλευσης που είναι εκείνη των κρατουμένων του οικονομικού εγκλήματος από εκείνους του κοινού ποινικού δικαίου.

Όταν αναφέρεται κανείς στην ταυτότητα ενός ατόμου, αναφέρεται στην αίσθηση που έχει το ίδιο το άτομο για τον εαυτό του, τα κίνητρα, τις αξιολογήσεις και τις αντιλήψεις που υποδεικνύει η συμμετοχή σε μια ομάδα (Brown, 2004, σ.61). Αν θεωρηθεί ότι για την παρούσα διατριβή η κοινωνική ομάδα στην οποία γίνεται αναφορά είναι η ανώτερη κοινωνικοοικονομική τάξη, τα άτομα που ανήκουν σ` αυτήν, και εν προκειμένω οι κρατούμενοι που ανήκαν στην τάξη αυτή πριν τον εγκλεισμό τους, έχουν συγκεκριμένες αντιλήψεις για τον εαυτό τους τον οποίο τον τοποθετούν στο νέο περιβάλλον σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές. Συνεπώς, το γεγονός ότι προβάλλουν συνεχώς την αίσθηση ότι διαφέρουν, καθώς και ότι επιλέγουν να συναναστρέφονται με ανθρώπους που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τους ίδιους, επιδεικνύοντας μια αίσθηση υπεροχής έναντι των υπόλοιπων κρατουμένων, μαρτυρά πως η κοινωνική τους ταυτότητα είναι εξαιρετικά σημαντική γι’ αυτούς και χρησιμοποιούν όλα τα εφόδια και τα προσωπικά χαρακτηριστικά που διαθέτουν για να τη διατηρήσουν.

Η έννοια της ομάδας είναι άμεσα συνυφασμένη με την έννοια της κοινωνικής ταυτότητας και αναφέρεται σε άτομα που αλληλεπιδρούν σε σύνολα και μοιράζονται έναν κοινό ορισμό και μια κοινή αξιολόγηση των εαυτών τους (Hogg & Vaughan, 2010, σ. 164). Με την έννοια αυτή, της κοινής αξιολόγησης, μπορεί να χαρακτηριστεί η κατηγορία των κρατουμένων μεσοαστικής προέλευσης ως ομάδα. Τα άτομα που συμμετείχαν στην έρευνα μοιράζονται τις ίδιες αντιλήψεις σχετικά με τον εαυτό τους και τις αξίες τις οποίες πρεσβεύουν, οι οποίες διαφέρουν από εκείνες του μέσου κρατουμένου (όπως έχει αναφερθεί σε προηγούμενα κεφάλαια στη διατριβή). Είναι χαρακτηριστικό ότι τα άτομα της ομάδας αυτής, δηλαδή των οικονομικών εγκληματιών, δεν θεωρούν ότι είναι εγκληματίες, αλλά ότι είναι παραβατικοί. Επιπλέον, οι ομάδες διακρίνονται μεταξύ του ως προς το status και το κύρος τους. Συνεπώς, η κατηγορία των κρατουμένων μεσοαστικής προέλευσης μπορεί να θεωρηθεί μια τέτοια ομάδα που στο σύνολό της διακρίνεται για υψηλό status και κύρος τόσο εντός, όσο κι εκτός φυλακής. Υπάρχουν πολλοί λόγοι δημιουργίας και ένταξης σε μια ομάδα, με έναν από αυτούς να είναι η εγγύτητα στο χώρο (Hogg and Vaughan, 2010, σ. 386). Οι κρατούμενοι γενικά, και οι υπό συζήτηση κρατούμενοι ειδικά, ανήκουν στις περιπτώσεις εκείνες όπου η εγγύτητα στο χώρο αγγίζει υψηλά επίπεδα, αν αναλογιστεί κανείς το φαινόμενο του υπερσυνωστισμού που επικρατεί στις ελληνικές φυλακές. Έτσι, τόσο η αναγκαστική και στενή συμβίωση των κρατουμένων μεσοαστικής προέλευσης με άλλους κρατούμενους, όσο και η ανάγκη τους για επικοινωνία, τούς ωθεί να συγκροτήσουν μια ομάδα κρατουμένων οι οποίοι έχουν διαπράξει οικονομικά εγκλήματα, και διαφέρουν από τους υπόλοιπους κρατούμενους μέσα στη φυλακή. Τέλος, τα κίνητρα για να θεωρήσει ένας κρατούμενος της κατηγορίας αυτής ότι ανήκει όντως στην κατηγορία αυτή είναι περισσότερο η ανάγκη όχι μόνον να ανήκει κάπου, αλλά να ανήκει στην ομάδα που ανήκε πριν τον εγκλεισμό. Υπάρχει αγωνία για τη διατήρηση της προηγούμενης κοινωνικής ταυτότητας, και συγκεκριμένα της διατήρησης μιας θετικά προσδιορισμένης κοινωνικής ταυτότητας σε ένα αρνητικά προσδιορισμένο περιβάλλον.

Ωστόσο, από την άποψη των χαρακτηριστικών μιας ομάδας όπως εκείνα της συνοχής, της αλληλεξάρτησης, των κοινών στόχων, της διάκρισης ρόλων ή της ικανοποίησης αναγκών δεν προκύπτει από την έρευνα ότι τα άτομα αυτά συγκροτούν μια ομάδα με κοινό προσανατολισμό (Johnson & Johnson, 1987, ως παράθεση στο Hogg & Vaughan, 2010, σσ. 345-346). Είναι άτομα προσανατολισμένα περισσότερο στο ατομικό συμφέρον και στη βέλτιστη έκτιση της ποινής τους, παρά διαπνέονται από ομαδικότητα, ακόμη κι όταν πρόκειται για άτομα του ίδιου επιπέδου. Αυτό που ικανοποιούν μέσα από μια τέτοια συναναστροφή είναι η ανάγκη για επικοινωνία με άτομα ίδιου μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου μ` αυτά, αφού το μορφωτικό επίπεδο του μέσου κρατουμένου είναι εξαιρετικά χαμηλό (βλ. παραπάνω κεφάλαια), καθώς και της ανάγκης διατήρησης στοιχείων της κοινωνικής ταυτότητας που διέθεταν πριν τον εγκλεισμό, αλλά δεν θα μπορούσε να ειπωθεί πως οι κρατούμενοι της κατηγορίας αυτής συνιστούν ομάδα με τα χαρακτηριστικά που θέτει η κοινωνική ψυχολογία. Δεν υπάρχει ένας κοινός στόχος τον οποίο επιθυμούν να επιλύσουν μέσα από ομαδικές πράξεις, δεν διεκδικούν για παράδειγμα δικαιώματα υπέρ των οικονομικών εγκληματιών ή κάτι ανάλογο ώστε να μπορέσουν να αποτελέσουν ομάδα με την έννοια της επίτευξης των κοινών στόχων. Τέλος, ούτε η ασφάλεια ή η ατομική τους προστασία δεν εξασφαλίζεται μέσα από τη συγκρότηση μιας ομάδας κρατουμένων μεσοαστικής προέλευσης. Γενικότερα, από τα συμπεράσματα της έρευνας δεν προέκυψε καμία άλλη αυτό-κατηγοριοποίηση ή ένταξη σε ομάδα των κρατουμένων σε κάποια άλλη ομάδα, εκτός από αυτή των κρατουμένων του «οικονομικού».

Το υπόδειγμα των ελαχίστων ομάδων, το οποίο είναι μια πειραματική μεθοδολογία και τα ευρήματα του οποίου αποτέλεσαν την αρχή της θεωρίας της κοινωνικής ταυτότητας, υποστηρίζει τη δημιουργία ομάδων εκ των ενόντων με αυθαίρετα κριτήρια, διερευνώντας με τον τρόπο αυτό την επίδραση της κοινωνικής κατηγοριοποίησης στη συμπεριφορά (Wetherell, 2004β, σ. 297). Συγκεκριμένα τονίζεται η διομαδική διάκριση. Η μεθοδολογία αυτή δεν βρίσκει ιδιαίτερη εφαρμογή στην παρούσα έρευνα, καθώς αν υποτεθεί ότι η ενδο-ομάδα που δημιουργείται είναι αυτή των κρατουμένων και η εξω-ομάδα εκείνη των σωφρονιστικών υπαλλήλων, οι κρατούμενοι μεσοαστικής προέλευσης δεν ταυτίζονται σε καμία περίπτωση με τους υπόλοιπους κρατούμενους, παρά μόνον με όσους διαθέτουν το ίδιο επίπεδο με αυτούς, κι επίσης από την έρευνα προέκυψε πως δεν υπάρχει ανταγωνιστική σχέση με το σωφρονιστικό προσωπικό, αντίθετα υπάρχει συνεργασία λόγω του ότι οι κρατούμενοι της κατηγορίας αυτής εργάζονται σε καίριες θέσεις μέσα στη φυλακή και μάλιστα το σωφρονιστικό προσωπικό τους προτιμά σε σύγκριση με κρατουμένους άλλων κατηγοριών (βλ. συμπεράσματα έρευνας). Επίσης, δεν υπάρχει κατηγοριοποίηση των ατόμων του δείγματος σε κάποια ομάδα με στόχο τη μείωση της αβεβαιότητας και την επίδειξη έντονης διομαδικής διάκρισης. Συγκεκριμένα, μπορεί οι κρατούμενοι αυτής της κατηγορίας να περνούν κάποια έντονα ψυχολογικά στάδια κατά την εισαγωγή τους, ή ακόμη και το πρώτο διάστημα της κράτησής τους, αλλά αυτό που τους βοηθά να αντεπεξέρθουν στις δυσκολίες δεν είναι η ένταξη σε κάποια ομάδα. Αντίθετα, τα ατομικά τους χαρακτηριστικά και οι κοινωνικές τους καταβολές είναι αυτά που χρησιμοποιούν για να «τα βγάλουν πέρα» (βλ. συμπεράσματα έρευνας).

Η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας υποστηρίζει πως τα άτομα επιδιώκουν μια θετική εικόνα για τον εαυτό τους μέσω της διομαδικής συμπεριφοράς, και συγκεκριμένα περνούν μια ψυχολογική διαδικασία τριών σταδίων: την κοινωνική κατηγοριοποίηση, την κοινωνική ταύτιση και την κοινωνική σύγκριση (Brown, 2007, σ. 666: Wetherell, 2004β, σ. 299). Στην προκείμενη περίπτωση των κρατουμένων μεσοαστικής προέλευσης, παρατηρείται το πρώτο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή η κοινωνική κατηγοριοποίηση κατά την οποία τα άτομα του δείγματος διαχώριζαν σαφώς τον εαυτό τους από το σύνολο των κρατουμένων, κατατάσσοντάς τον στους κρατούμενους του οικονομικού εγκλήματος. Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας η κατηγοριοποίηση οδηγεί στον τονισμό των διομαδικών διαφορών και ενδοομαδικών ομοιοτήτων, που με τη σειρά τους οδηγούν σε στερεότυπα. Πράγματι, διαπιστώθηκαν τέτοια στερεότυπα, όπως για παράδειγμα εκείνα που υποδεικνύουν για τους κρατούμενους του δείγματος συγκεκριμένες συμπεριφορές και ανήκουν σε χρήστες ναρκωτικών, Τσιγγάνους, Αλβανούς, Ρώσους (βλ. αναλυτικά στα συμπεράσματα των καταστημάτων κράτησης Χ και Α). Επίσης, δεν ήταν λίγες οι αναφορές σε συμπεριφορές των κρατουμένων του κοινού ποινικού δικαίου (ότι δηλαδή φτύνουν, βρίζουν κτλ.).

Η επόμενη διαδικασία, πάντα κατά τη θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας, είναι η κοινωνική ταύτιση. Στο σημείο αυτό τα πράγματα κάπως διαφοροποιούνται αφού οι κρατούμενοι που πριν τον εγκλεισμό τους ανήκαν σε ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα θεωρούν ότι αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία κρατουμένων, αλλά τείνουν να ταυτίζονται κοινωνικά με τα στρώματα στα οποία ανήκαν πριν τον εγκλεισμό, παρά με μια έτσι κι αλλιώς για τους ίδιους ξεχωριστή κατηγορία κρατουμένων. Προσπαθούν συνεχώς να διατηρήσουν την κοινωνική ταυτότητα που διέθεταν πριν τον εγκλεισμό, παρά με το γεγονός ότι είναι κρατούμενοι έστω όμως και διαφορετικοί από τους υπόλοιπους. Η αυτό-αξιολόγησή τους γίνεται με όρους που ισχύουν εκτός φυλακής και η αυτό-εκτίμησή τους είτε μένει ανεπηρέαστη, είτε ενισχύεται (βλ. συμπεράσματα έρευνας).

Τέλος, η ομάδα υπαγωγής ενός ατόμου οδηγεί σε θετικά ή αρνητικά προσδιορισμένη κοινωνική σύγκριση. Η διαδικασία αυτή διαπιστώθηκε στα άτομα της έρευνας, αφού τα τελευταία συνεχώς συνέκριναν τον εαυτό τους με τους υπόλοιπους κρατούμενους υπογραμμίζοντας την υπεροχή τους και τη διαφορετικότητά τους. Από τη μια πλευρά ήταν οι ίδιοι, δηλαδή οι μορφωμένοι, οι επαγγελματίες, οι οικονομικά εύρωστοι με διευρυμένο οικογενειακό και κοινωνικό δίκτυο, και από την άλλη οι αμόρφωτοι που προέρχονται από δυσλειτουργικά περιβάλλοντα, που δεν έχουν κάποιον ή κάτι να τους περιμένει βγαίνοντας από τη φυλακή.

Αυτό που συμπεραίνεται από όλα όσα αναφέρθηκαν για την κοινωνική ταυτότητα είναι πως οι κρατούμενοι του δείγματος, οι οποίοι πριν τον εγκλεισμό τους ανήκαν σε ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα δεν συγκροτούν μια ομάδα με κοινούς στόχους και προσανατολισμό, αλλά περισσότερο αποτελούν μια ξεχωριστή κατηγορία του έγκλειστου πληθυσμού την οποία «ενώνουν» κάποια κοινά χαρακτηριστικά, όπως αυτό του επιπέδου εκπαίδευσης, της επαγγελματικής δραστηριότητας, της οικονομικής δύναμης κτλ. Επιπλέον, αυτό που ενισχύει το συγχρωτισμό μεταξύ κρατουμένων αυτής της κατηγορίας είναι η ανάγκη για επικοινωνία με ανθρώπους που διαθέτουν ίδιο πνευματικό, κυρίως, επίπεδο κι έχουν κοινά ενδιαφέροντα, παρά η επίλυση κάποιου προβλήματος ή αβεβαιότητας. Οι κρατούμενοι κινούνται περισσότερο ατομοκεντρικά, παρά με άξονα κάποιες ομαδικές αρχές ή αξίες.

Από την έρευνα προέκυψε επίσης ότι οι συγκεκριμένοι κρατούμενοι προσπαθούν, και τελικά φαίνεται πως τα καταφέρνουν, να διατηρήσουν την κοινωνική ταυτότητα που διέθεταν πριν τον εγκλεισμό. Διαχωρίζουν σαφώς και συνεχώς τον εαυτό τους τόσο από τους υπόλοιπους κρατούμενους, όσο και από το ίδιο το περιβάλλον της φυλακής, επιλέγουν να συναναστρέφονται με ανθρώπους που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, αντεπεξέρχονται σε όλες τις δυσκολίες, έχουν υποστηρικτικό οικογενειακό και ακόμη και φιλικό περιβάλλον, η αυτοεκτίμησή τους είτε παραμένει ανεπηρέαστη, είτε έχει ενισχυθεί, δεν αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, και σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα έχουν εξασφαλιστεί οικονομικά για το υπόλοιπο της ζωής τους, αντιλαμβάνονται τον εγκλεισμό ως μια προσωρινή διακοπή, δεν θεωρούν ότι θα στιγματιστούν, έχουν προοπτικές έπειτα από την αποφυλάκιση και αν κάτι αλλάξει για τους ίδιους, αυτό θα είναι η εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Συνεπώς, φαίνεται ότι η κοινωνική τους ταυτότητα δεν έχει μεταβληθεί και σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονται με εγκληματικές ταυτότητες. Δεν θα αντιμετωπίσουν τις καταστροφικές συνέπειες που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος κατώτερης κοινωνικής τάξης αν μπει στη φυλακή, και το σημαντικότερο, δεν φαίνεται ότι θα αντιμετωπίσουν τον κοινωνικό αποκλεισμό που αντιμετωπίζει ο μέσος κρατούμενος. Άρα η κοινωνική τους ταυτότητα παραμένει ανεπηρέαστη, και οποιαδήποτε αλλαγή συμβαίνει, συμβαίνει περισσότερο σε ένα συναισθηματικό επίπεδο, παρά στην ίδια την κοινωνική ταυτότητα. Περισσότερα συμπεράσματα για την κοινωνική τους επανένταξη δεν μπορούν να συναχθούν στην παρούσα φάση, αφού πρόκειται για άτομα που είναι έγκλειστα και η έρευνα βασίστηκε περισσότερο σε αυτά που απάντησαν στις σχετικές ερωτήσεις. Το συγκεκριμένο ζήτημα χρίζει περαιτέρω έρευνας, αφού όπως έχει ειπωθεί σε αρκετά σημεία της διατριβής, διαφαίνεται η τάση αλλαγής της σύνθεσης του πληθυσμού των φυλακών χωρίς ακόμη να είναι ιδιαίτερα έντονη. Επιπλέον, ο μέσος χρόνος κράτησης των συγκεκριμένων κρατουμένων είναι τα 3 έτη περίπου, οπότε ακόμη δεν μπορούν να συναχθούν ασφαλή αποτελέσματα, αν οι κρατούμενοι της κατηγορίας αυτής δεν αποφυλακιστούν ώστε να μπορέσουν να ερευνηθούν σχετικά με την κοινωνική τους επανένταξη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αλοσκόφης, Ο. (2009). Ο άτυπος κώδικας συμπεριφοράς των κρατουμένων. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα

Βασιλαντωνοπούλου, Β. (2014). «Λευκά κολάρα» και οικονομικό έγκλημα: Κοινωνική βλάβη και αντεγκληματική πολιτική. Αθήνα: Π.Ν.Σάκκουλας

Βεργόπουλος, Κ. (2005). Η αρπαγή του πλούτου: Χρήμα, εξουσία και διαπλοκή στην Ελλάδα. Αθήνα: Α.Α.Λιβάνη

Βιδάλη, Σ. (2014). Αντεγκληματική πολιτική: Από τη μικροεγκληματικότητα έως το οργανωμένο έγκλημα (2η έκδοση). Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

Βιδάλη, Σ. (2013α). Εισαγωγή στην εγκληματολογία. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

Βιδάλη, Σ. (2013β). Αντεγκληματική πολιτική: Από τη μικροεγκληματικότητα έως το οργανωμένο έγκλημα. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

Βιδάλη, Σ. και Ζαγούρα, Π. (επιμ.) (2008). Συμβουλευτική και φυλακή. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα

Βούλγαρης, Γ. (2013). Η μεταπολιτευτική Ελλάδα 1974-2009. Αθήνα: Πόλις

Δημόπουλος, Χ. (2005). Η διαφθορά. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

Δημόπουλος, Χ. (2004). Η μεταχείριση των επικίνδυνων κρατουμένων. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

Θεμελή, Ο. (2008). Τα “δεινά του εγκλεισμού” και η συμβουλευτική κρατουμένων, στο Βιδάλη, Σ. και Ζαγούρα, Π. (επιμ.), Συμβουλευτική και φυλακή, Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα, σσ. 21-39

Καρακούσης, Α. (2006). Μετέωρη χώρα: Από την κοινωνία της ανάγκης στην κοινωνία της επιθυμίας (1975-2005). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Κονδύλης, Π. (2011). Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας: Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία. Αθήνα: Θεμέλιο

Λάζος, Γ. (2005). Διαφθορά και αντιδιαφθορά. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

Λαμπροπούλου, Ε. (1986). Είναι η φυλακή κλειστό σύστημα; Μια κοινωνιολογική ανάλυση της κοινωνίας των κρατουμένων και η δυναμική των αντιδράσεών τους. Ποινικά Χρονικά, ΛΣΤ’, 417-435

Μπεζέ, Λ. (1991). Στοιχεία για την ψυχολογία του κρατουμένου. Χρονικά Εργαστηρίου Εγκληματολογίας και Δικαστικής Ψυχιατρικής, 1, 55-74

Σακελλαρόπουλος, Σ. (2014). Κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Αθήνα: Τόπος

Brown, R. (2007). Σχέσεις μεταξύ των ομάδων, στο Hewstone, M and Wolfgang, S. (επιμ.), Εισαγωγή στην κοινωνική ψυχολογία, Αθήνα: Παπαζήσης, σσ.641-684

Brown, H. (2004). Θεματικές πειραματικής έρευνας για τις ομάδες από τη δεκαετία του 1930 ως και τη δεκαετία του 1990, στο Wetherell, M. (επιμ.), Ταυτότητες, ομάδες και κοινωνικά ζητήματα, Αθήνα: Μεταίχμιο, σσ. 32-104

Goffman, E. (1994). Άσυλα. Αθήνα: Ευρύαλος

Hogg, M. and Vaughan, G. (2010). Κοινωνική ψυχολογία. Αθήνα: Gutenberg

McKinsey and Company 2011, Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά. Προσδιορίζοντας το νέο μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας. http://www.sev.org.gr/Uploads/pdf/Greece_10_Years_Ahead_Executive_summary_Greek_version_small.pdf, προσπέλαση στις 28/08/2015

Sombart, W. (1998). Ο Αστός: Πνευματικές προϋποθέσεις και ιστορική πορεία του δυτικού καπιταλισμού. Αθήνα: Νεφέλη

Wetherell, M. (επιμ.) (2004a). Ταυτότητες, ομάδες και κοινωνικά ζητήματα. Αθήνα: Μεταίχμιο

Wetherell, M. (2004b). Ομαδική σύγκρουση και η κοινωνική ψυχολογία του ρατσισμού, στο Wetherell, M. (επιμ.), Ταυτότητες, ομάδες και κοινωνικά ζητήματα, Αθήνα: Μεταίχμιο, σσ. 254-334

Atkinson, R. (1998). The life story interview. Thousand Oaks: Sage

Benson, M. and Cullen, F. (1988). The special sensitivity of white collar offenders to prison: A critique and research agenda. Journal of Criminal Justice, 16, pp.207-215

Benson, M. (1985). Denying the guilty mind: Accounting for involvement in a white-collar crime. Criminology, 23(4), pp. 583-607

Bonger, W. (2003). Criminality and economic conditions, in McLaughlin, E., Muncie, J. and Hughes, G., Criminological perspectives: Essential readings (2nd ed.). London: Sage, pp. 58-64

Chambliss, W. (2003). Toward a political economy of crime, in McLaughlin, E., Muncie, J. and Hughes, G., Criminological perspectives: Essential readings (2nd ed.). London: Sage, pp.249-256

Chambliss, W. (2001). Power, politics and crime. Oxford: Westview

Chambliss, W. (1975). Toward a political economy of crime. Theory and Society, 2(2), 149-170

Clemmer, D. (1958). The prison community. New York: Holt, Rinehart & Winston

Croall, H. (2001). Understanding white collar crime. Buckingham: Open University Press

Ferrell, J., Hayward, K. and Young, J. (2008). Cultural criminology: An invitation. London: Sage

Filstad, C. and Gottschalk, P. (2012). Characteristics of white-collar criminals: A Norwegian study. Journal of Money Laundering Control, 15(2), 175-187

Hogg, M. (2005). Social identity, in Leary, M.R. and Tangney, J.P. (Eds), Handbook of self and identity. New York: The Guildford Press, pp. 462-479

Karydis, V. and Koulouris, N. (2013). Greece: Prisons are bad but necessary (and expanding), policies are necessary but bad (and declining), in Ruggiero, V. and Ryan, M. (Eds), Punishment in Europe: A critical anatomy of penal systems, Hampshire: Macmillan, pp. 263-286

Kramer, R.C, Michalowski, R.J. and Kauzlarich, D. (2002). The origins and development of the concept and theory of state-corporate crime. Crime & Delinquency, 48(2), 263-282

Matza, D. (2010). Becoming deviant. London: Transaction Publishers

Newburn, T. (2007). Criminology. Cullompton: Willan

Payne, K.B. (2003). Incarcerating white-collar offenders: The prison experience and beyond. Springfield: Thomas

Quinney, R. (1970). The social reality of crime. Boston: Little, Brown & Company

Quinney, R. (1964). The study of white collar crime: Toward a reorientation in theory and research. Journal of Criminal Law and Criminology, 55(2), 208-214

Reiman, J. (2007). The rich get richer and the poor get prison (8th edition). New York: Pearson Allyn & Bacon

Shill Schrager, L. and Short, J. (1978). Toward a sociology of organizational crime. Social Problems, 25, 407-419

Shover, N. (1998). White-collar crime, in Tonry, M., The handbook of crime and punishment, Oxford: Oxford University Press, pp.133-158

Sutherland, E. (1941). Crime and business. The Annals of the American Academy of Political and Social Science, 217, 112-118

Sutherland, E. (1940). White collar criminality. American Sociological Review, 5(1), 1-12

Sykes, G. (1958). The society of captives. Princeton: Princeton University Press

* Διδάκτωρ Εγκληματολογίας του τμήματος Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

[1] Οι κατηγοριοποιήσεις των θεματικών προέκυψαν από την κατηγοριοποίηση των ερωτήσεων της έρευνας.