Οι σύγχρονες συνθήκες κράτησης στις φυλακές: μεταξύ ευρωπαϊκού ιδεαλισμού και ελληνικού ρεαλισμού

ΓΕΩΡΓΙΑ Σ. ΧΑΤΖΗΘΕΟΔΩΡΟΥ

 Οι σύγχρονες συνθήκες κράτησης

στις φυλακές: μεταξύ ευρωπαϊκού

ιδεαλισμού και ελληνικού ρεαλισμού

Γεωργια Σ. Χατζηθεοδωρου*

 

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο βαρυποινίτης, Τζακ Άμποτ, δημοσίευσε το βιβλίο του «Στην κοιλιά του κτήνους».[1] Στις σελίδες του περιέγραφε τη ζωή του σε μια αμερικάνικη φυλακή και, ιδιαιτέρως, τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησής του, κατηγορώντας ουσιαστικά τον τρόπο λειτουργίας του σωφρονιστικού συστήματος ως τη βασική αιτία, εξαιτίας της οποίας, από καταδικασμένος για ήσσονος βαρύτητας εγκλήματα, κατέληξε να εκτίει πολυετείς ποινές κάθειρξης για ανθρωποκτονίες.

Είναι γεγονός ότι τα απομνημονεύματα των κρατούμενων αποτελούν, ίσως, την καλύτερη πηγή πληροφόρησης για τις συνθήκες διαβίωσης στη φυλακή. Μία άλλη, αρκετά αξιόπιστη πηγή αποτελούν (και) οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), πρωτίστως όσες αφορούν στην επικρατούσα στη χώρα μας κατάσταση. Νομική βάση των αποφάσεων αυτών αποτελεί το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (Σύμβαση), το οποίο απαγορεύει ρητώς τα βασανιστήρια και κάθε είδους εξευτελιστική ή απάνθρωπη μεταχείριση.[2]

Αν και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν φαίνεται να υιοθετεί έναν σαφή και διαχρονικό ορισμό για τις ανωτέρω έννοιες, ως βασανιστήρια, συνήθως, νοεί όλες τις πράξεις με τις οποίες εκ προθέσεως επιβάλλονται είτε σωματικός ή ψυχικός πόνος, είτε έντονη οδύνη, σε αντίθεση με τις λοιπές πράξεις «κακομεταχείρισης», που τείνουν να υπολείπονται αυτής της έντασης.[3] Στην πραγματικότητα η -κατά το ΕΔΔΑ- διαφορά μεταξύ βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης είναι περισσότερο ποσοτική, παρά ποιοτική, υπό την έννοια ότι είθισται να αποτιμάται υψηλότερα η χρηματική αποζημίωση του εκάστοτε προσφεύγοντος, εάν κριθεί ότι τούτος έχει υποστεί βασανιστήρια και όχι άλλου είδους κακομεταχείριση.[4]

Η παρούσα μελέτη στοχεύει, με κύριο γνώμονα τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, καθώς και διάφορα άλλα εθνικά ή διεθνή κείμενα, στον σχηματισμό μίας όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικής εικόνας για τις σημερινές συνθήκες κράτησης στα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας, έτσι ώστε να εντοπισθούν οι βασικές παθογένειές τους και, ίσως, και η θεραπεία τους.

ΙΙ. Η νομολογιακή οπτική του ΕΔΔΑ

Υπό τα σύγχρονα ευρωπαϊκά δεδομένα, θα ήταν αναμενόμενο ότι το ΕΔΔΑ θα είχε λάβει, ήδη από της ιδρύσεώς του (1959), σαφή θέση απέναντι σε ζητήματα που αφορούν στην κράτηση σε σωφρονιστικά καταστήματα, καθώς τούτη δείχνει να εγκυμονεί, τουλάχιστον, προβληματικές καταστάσεις αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, αν όχι παραβιάσεις αυτών. Τούτο, ωστόσο, συνέβη για πρώτη φορά μόλις το 1975, στην υπόθεση «Golder κατά Μεγάλης Βρετανίας».[5] Μέχρι το σημείο αυτό, το ΕΔΔΑ απέρριπτε σχετικές προσφυγές κρατούμενων, υπό το σκεπτικό ότι η απώλεια της ελευθερίας (ήτοι της ελευθερίας μετακίνησης, που επέρχεται με τη φυλάκιση), συνεπάγεται αυτομάτως και την απώλεια άλλων δικαιωμάτων και ελευθεριών.[6]

Στην υπόθεση Golder, ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μετέβαλλε τη νομολογιακή άποψή του και έκρινε ότι οι κρατούμενοι είχαν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ), όσο και το δικαίωμα σεβασμού της αλληλογραφίας (άρ. 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ) και ότι τυχόν περιορισμός αυτών των δικαιωμάτων θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο των οριζόμενων από τη Σύμβαση.[7] Παρόλα αυτά, το ΕΔΔΑ αρνήθηκε να θέσει ένα γενικότερο θεωρητικό πλαίσιο, υπό το οποίο θα είναι ανεκτοί τέτοιου είδους περιορισμοί σε περιπτώσεις κρατούμενων.[8] Πλέον τούτου, και οι μεταγενέστερες αυτής αποφάσεις, αφορούσαν όλες σε δικονομικά δικαιώματα των φυλακισμένων και όχι στις συνθήκες κράτησής τους.[9] Το ΕΔΔΑ δεν προσέφερε επαρκή προστασία στους κρατούμενους, παρά μετά την πάροδο είκοσι πέντε ετών και δη το 2001, με την υπόθεση «Peers κατά Ελλάδος».[10] Στο πλαίσιο αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ για τον προσφεύγοντα, ο οποίος κρατείτο υπό άθλιες συνθήκες, αρχικώς στη μονάδα απομόνωσης της Δ΄ πτέρυγας και, εν συνεχεία, στην Α΄ πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού.[11] Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η παραβίαση της Σύμβασης δεν απαιτεί την ύπαρξη πρόθεσης παραβίασής της∙ εν προκειμένω, κατά το ΕΔΔΑ, το γεγονός ότι οι Αρχές ουδέν έπραξαν για να βελτιώσουν τις αντικειμενικά απαράδεκτες συνθήκες, έδειχνε μία σαφή έλλειψη σεβασμού για τον προσφεύγοντα και, ως εκ τούτου, συνιστούσε ταπεινωτική μεταχείριση αυτού.[12]

Από το 2001 μέχρι και σήμερα, η Ελλάδα μετράει τουλάχιστον πενήντα πέντε καταδικαστικές αποφάσεις για παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων εκδόθηκαν την τελευταία πενταετία. Η πλέον πρόσφατη (καταδικαστική)[13] απόφαση του ΕΔΔΑ αφορά στην υπόθεση «Μπούρος κ.ά. κατά Ελλάδος», όπου οι προσφεύγοντες διαμαρτύρονταν για τις συνθήκες κράτησής τους στις φυλακές Κορυδαλλού, Λάρισας και Διαβατών.[14] Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τις καταγγελίες τους[15] σχετικά με τον υπερπληθυσμό των κρατουμένων στις φυλακές, τις ιδιαιτέρως δυσμενείς συνθήκες υγιεινής, την έλλειψη επίπλων και θέρμανσης στα κελιά και την αφόρητη οσμή από απορρίμματα που ρίχνονταν στον προαύλιο χώρο, έξω από τα παράθυρα των κελιών των κρατουμένων.

Μία δεκαετία από την έκδοση της απόφασης Peers, το ζήτημα των συνθηκών κράτησης τέθηκε υπό νέο πρίσμα, με την υπόθεση «Νησιώτης κατά Ελλάδας».[16] Σύμφωνα με αυτή, και μόνο το στοιχείο του υπερπληθυσμού στις φυλακές, ήτοι χώρος μικρότερος από τρία τετραγωνικά μέτρα ανά άτομο, καταδεικνύει την παντελή έλλειψη προσωπικού χώρου και, επομένως, συνιστά παραβίαση της ΕΣΔΑ. Αυτή ήταν η πρώτη απόφαση για τις φυλακές Ιωαννίνων, ενώ με παρόμοιο σκεπτικό, έχουν εκδοθεί αποφάσεις για τις φυλακές Κορυδαλλού,[17] Λάρισας,[18] Αλικαρνασσού,[19] Ναυπλίου[20] κ.ά.

Από τις  δυσμενείς συνθήκες των φυλακών δεν ξεφεύγουν ούτε οι ασθενείς, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις έχει διαπιστωθεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείρισή τους λόγω μη παροχής επαρκούς ιατρικής περίθαλψης. Η πλέον πρόσφατη επί του ζητήματος απόφαση είναι η «Τσόκας κ.ά. κατά Ελλάδας»,[21] η οποία αφορά -μεταξύ άλλων- σε κρατούμενο της φυλακής Τρίπολης, ο οποίος διαγνώστηκε με καρκίνο και έλαβε την πρώτη θεραπευτική αγωγή μετά τη μετάσταση της ασθένειάς του, με αποτέλεσμα να αποβιώσει εντός του σωφρονιστικού καταστήματος. Σημειωτέον ότι το ΕΔΔΑ απαγορεύει τα βασανιστήρια και την κακομεταχείριση, ανεξαρτήτως από τις συνθήκες και τις ενέργειες του θύματος.[22] Η φύση, δηλαδή, του αδικήματος για το οποίο ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε είναι άνευ σημασίας για την παρεχόμενη εκ του άρθρου 3 της Σύμβασης προστασία.[23] Αναφορικά με την ιατρική μεταχείριση του κρατουμένου, το ΕΔΔΑ επιβάλλει στα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής Ε.Ε.) να προστατεύουν τη φυσική ακεραιότητα των ατόμων που έχουν στερηθεί την ελευθερία τους, κυρίως με το να τους παρέχουν την απαραίτητη ιατρική περίθαλψη, η έλλειψη δε κατάλληλης ιατρικής μέριμνας και γενικότερα η κράτηση ενός άρρωστου ατόμου σε ανεπαρκείς συνθήκες συνιστά παραβίαση της ΕΣΔΑ.[24]

Η συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων που έφτασαν μέχρι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αφορά στην κράτηση αλλοδαπών υπό απέλαση καθώς και υποδίκων. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι αστυνομικοί χώροι προορίζονται για περιορισμένο χρόνο κράτησης και, επομένως, εάν κάποιος κρατείται επί μακρόν μέσα σε ακατάλληλους προς τούτο χώρους, υπό άθλιες συνθήκες υγιεινής και συνωστισμού, τότε (και) αυτό συνιστά κακομεταχείριση.[25]

Από τα στατιστικά στοιχεία δεν λείπουν και οι περιπτώσεις της αστυνομικής βίας. Η χώρα μας μετράει καταδίκες και για τέτοιες υποθέσεις, ενώ από το ΕΔΔΑ υπογραμμίζεται ότι πρόσωπο που τραυματίζεται, ενόσω βρίσκεται υπό τον έλεγχο της αστυνομίας τεκμαίρεται ότι έπεσε θύμα κακομεταχείρισης και το κράτος οφείλει να αποδείξει ότι οι τραυματισμοί δεν οφείλονται σε ενέργειες των αστυνομικών οργάνων.[26]

Προφανώς, σε μια τόσο συνοπτική περιγραφή των υποθέσεων δεν δίνεται παρά μία γενική οπτική της νομολογίας του ΕΔΔΑ επί των συνθηκών στις ελληνικές φυλακές, η οποία (νομολογία), βεβαίως, εξελίσσεται με το πέρασμα των χρόνων. Σημειώνεται, πάντως, ότι οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, έχουν και οικονομικό κόστος, καθώς η χώρα μας καλείται να καταβάλει στους παθόντες βαρύτατες χρηματικές αποζημιώσεις και, μάλιστα, σε καιρούς σφοδρής οικονομικής κρίσης. Τούτο φαίνεται να μην επηρεάζει το ΕΔΔΑ, το οποίο έχει αποφανθεί ότι τα οικονομικά προβλήματα που τυχόν αντιμετωπίζει ένα κράτος-μέλος δεν δύνανται να αποτελέσουν ούτε αιτιολογία, ούτε δικαιολογία για την αποτυχία του να διασφαλίσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που προβλέπει η Σύμβαση, ιδίως αναφορικά με ζητήματα που άπτονται του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.[27]

ΙΙΙ. Πορίσματα διεθνών και ελληνικών ερευνών

Σε παράλληλη τροχιά με τη νομολογία του ΕΔΔΑ κινούνται και τα ευρήματα -μεταξύ άλλων- της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά των Βασανιστηρίων, του Έλληνα Συνηγόρου του Πολίτη και του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Φυλακών, αναδεικνύοντας τα χρόνια και συστημικά προβλήματα που χαρακτηρίζουν τις ελληνικές φυλακές.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων (CPT) επισκέπτεται σωφρονιστικά καταστήματα των κρατών-μελών και ελέγχει την μεταχείριση των κρατούμενων, υπό την οπτική της ενδυνάμωσης της προστασίας αυτών των ατόμων από τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία.[28] Έχει απεριόριστη πρόσβαση στις φυλακές και δύναται να συνομιλεί με κρατούμενους ιδιωτικά. Η Επιτροπή, μετά από κάθε επίσκεψή της, αφενός ανοίγει διάλογο με το κράτος-μέλος σχετικά με τα ευρήματά της και τις συνέπειες που έχουν για τη χώρα[29] και αφετέρου, σε διάστημα έξι μηνών, συντάσσει και αποστέλλει στο κράτος-μέλος μία αναφορά, δίνοντας στη χώρα παράλληλα τη δυνατότητα να απαντήσει και να προβεί σε παρατηρήσεις επ’ αυτής. Οι περισσότερες αναφορές δημοσιεύονται, με διαφορετικό βαθμό καθυστέρησης εκάστη. Αν και το ΕΔΔΑ και η Επιτροπή διαθέτουν διαφορετικές αποστολές, το Δικαστήριο συχνά αξιοποιεί τα ευρήματα της τελευταίας και στηρίζεται σε αυτά κατά την έκδοση των αποφάσεών του αναφορικά με την παραβίαση συνθηκών κράτησης. Το αντίστροφο δεν φαίνεται να συμβαίνει, καθώς η Επιτροπή ασχολείται με τις καταστάσεις προληπτικά, προτού, δηλαδή, διαπιστωθεί η παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, ενώ το ΕΔΔΑ λειτουργεί περισσότερο «θεραπευτικά», ήτοι ως ένας μηχανισμός αντίδρασης, καθώς επιλαμβάνεται μίας κατάστασης, μόνον μετά από συγκεκριμένη καταγγελία για παραβίαση της Σύμβασης.[30]

Αναφορικά προς την Ελλάδα, η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει (από το 1993 μέχρι σήμερα) έντεκα αναφορές.[31] Η πλέον πρόσφατη δημοσιεύθηκε την 16.10.2014,[32] συνεπεία της τελευταίας επίσκεψής της στη χώρα.[33] Στο κείμενο, που εκτείνεται σε ενενήντα πέντε σελίδες, γίνεται (για άλλη μία φορά) ιδιαίτερη μνεία  τόσο στις άθλιες συνθήκες κράτησης, όσο και στον υπερσυνωστισμό των φυλακών.[34] Η Επιτροπή χαρακτηρίζει ως εξαιρετικά επείγον το ζήτημα και καλεί τις ελληνικές αρχές όπως μεριμνήσουν, ώστε: α) κάθε κρατούμενος να διαθέτει δικό του κρεβάτι με καθαρά κλινοσκεπάσματα και, τουλάχιστον, τέσσερα τετραγωνικά μέτρα προσωπικού χώρου, β) τα κελιά να χωρίζονται από διάδρομο, γ) να διατηρείται η σωστή θερμοκρασία εντός του κελιού σε όλες τις εποχές του χρόνου κ.ά.

Στην αυτή κατεύθυνση κινούνται και οι επισημάνσεις του Συνηγόρου του Πολίτη. Στην από 22.05.2013 επιστολή του προς το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης[35] επισημαίνει ότι «η χώρα για μία ακόμη φορά αντιμετωπίζει μία κατάσταση έκτακτης σωφρονιστικής έκρηξης με άδηλα αποτελέσματα για την κοινωνική ειρήνη και σταθερότητα, τη λειτουργικότητα του σωφρονιστικού συστήματος αλλά και τα βασικά δικαιώματα των ίδιων των κρατουμένων», καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η αυστηρή κριτική που δέχεται η Ελλάδα, τόσο από διεθνείς οργανισμούς (πχ CPT και Ειδικός Απεσταλμένος του ΟΗΕ, Μ. Νοwak), όσο και από δικαστήρια (ΕΔΔΑ), δεν φαίνεται να αντιμετωπίζεται με τη δέουσα μέριμνα, επισημαίνοντας εμφατικά το πρόβλημα των κακών συνθηκών κράτησης αλλά, και του εν γένει πληθωρισμού του ποινικού εγκλεισμού.

Στο ίδιο, περίπου, μήκος κύματος κινείται και η έκθεση που εκπόνησε το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Φυλακών, με τη στήριξη της Ε.Ε. και τη συνεργασία της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης, Antigone, καθώς και του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.[36] Στο κείμενο αυτό επισημαίνεται ξανά το πρόβλημα του συνεχώς αυξανόμενου τα τελευταία τριάντα χρόνια υπερσυνωστισμού των φυλακών ως το βασικότερο πρόβλημα των ελληνικών φυλακών. Ως κύριες αιτίες αυτού εντοπίζονται αφενός η δια της επιβολής βαρύτερων ποινών προσπάθεια των δικαστών να εξισορροπήσουν τα μέτρα που οδηγούν στην αποφόρτιση των φυλακών (τα οποία, συχνά έχουν ως αποτέλεσμα την ακύρωση των επιβαλλόμενων δια των δικαστικών αποφάσεων ποινών) και αφετέρου η αθρόα φυλάκιση αλλοδαπών υπηκόων.

 Από την απλή επισκόπηση των κειμένων των εθνικών αρχών και διακρατικών οργανισμών, που όλως ενδεικτικώς παρατίθενται ανωτέρω, παρατηρείται ότι όχι μόνο οι επισημάνσεις όλων των διεθνών και εγχώριων οργάνων συγκλίνουν και αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά, κυρίως (ότι) σε βάθος χρόνου, το περιεχόμενό τους δεν διαφοροποιείται. Toύτο αποδεικνύει ότι, αν και το πρόβλημα υπογραμμίζεται ποικιλοτρόπως και με οδυνηρό τρόπο, δεν φαίνεται ακόμη να προσφέρεται κάποια αποτελεσματική θεραπεία του.

ΙV. Ο υπερπληθυσμός ως διαχρονικό πρόβλημα

Ένα από τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα των ελληνικών φυλακών στα χρόνια της οικονομικής κρίσης είναι ο υπερπληθυσμός, σύμφωνα και με τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία που παρουσίασε το Συμβούλιο της Ευρώπης, σε έρευνα που διενεργήθηκε από το Ινστιτούτο Εγκληματολογίας και Ποινικού Δικαίου της Λωζάννης.[37] Την ίδια στιγμή, η ως άνω έρευνα δείχνει ότι η χώρα μας κατέχει την πρωτιά στο θέμα της αυστηρότητας των ποινών, καθώς έχει το μεγαλύτερο ποσοστό κρατουμένων στην Ευρώπη με ποινές φυλάκισης από είκοσι έτη και άνω (18,6%) και ισόβιας κάθειρξης (10,4%). Τα στατιστικά στοιχεία συνδέουν το πρόβλημα του συνωστισμού με την οικονομική κρίση, αφού καταδεικνύουν ότι, ενώ στην Ευρώπη ο αριθμός των κρατουμένων αυξήθηκε μόλις κατά 2,7%, στις χώρες που επηρεάστηκαν από την κρίση, όπως η Ελλάδα, αλλά και η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και άλλες βαλκανικές χώρες, το αντίστοιχο ποσοστό ξεπέρασε το 20%.[38]

Οι βασικές αιτίες δεν ανάγονται πρωτίστως σε τυχόν αύξηση της εγκληματικότητας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης,[39] αλλά, αφενός μεν στην αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου, λχ δια της αναγωγής πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξεων σε κακουργήματα και την συνεπακόλουθη επιβολή βαρύτερων ποινών,[40] αφετέρου δε στην συχνότατη επιλογή επιβολής της προσωρινής κράτησης έναντι περιοριστικών όρων.[41] Κατά αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο εισέρχονται περισσότεροι στις φυλακές, αλλά τείνουν να παραμένουν εντός αυτών για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.[42]

Ειδικότερα, όσον αφορά το ζήτημα της επιβολής των ποινών, η χώρα μας  δείχνει να κινείται αντίθετα από την γενικότερη τάση που χαρακτηρίζει το ΕΔΔΑ τα τελευταία έτη. Είναι γεγονός ότι, προσφάτως, μία ροπή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου προς την υιοθέτηση ελαστικότερων ποινών, οι οποίες παράλληλα προσφέρουν στους καταδικασθέντες μία ρεαλιστική και αληθινή προοπτική αποφυλάκισης.[43] Το ΕΔΔΑ φαίνεται ότι δίνει προτεραιότητα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την οποία χαρακτηρίζει σε αποφάσεις του ως την πεμπτουσία, το βασικό συστατικό της Σύμβασης και λαμβάνει υπόψη του την συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 3, 5, 6 και 7 της Σύμβασης, που προκρίνει την αρχή της νομιμότητας κατά την επιβολή των ποινών, αναδεικνύοντας, έτσι, αυτό που δείχνει να αποτελεί μία εξελισσόμενη οπτική του Δικαστηρίου αναφορικά με τον σκοπό επιβολής και την εκτέλεση των ποινών.[44]

  1. V. Υποθέσεις έκδοσης: η παράπλευρη συνέπεια του προβλήματος

Όπως προαναφέρθηκε, το ΕΔΔΑ, πρωτίστως, λειτουργεί ως αντίδραση σε συγκεκριμένη καταγγελία περί παραβίασης της Σύμβασης, παρά προληπτικά. Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελούν οι υποθέσεις έκδοσης, όπου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφασίζει εκ των προτέρων και δη προκειμένου να αποτραπεί ή όχι η έκδοση σε άλλη χώρα (είτε σε κράτος-μέλος, είτε σε τρίτη χώρα) κάποιου κρατούμενου. Από τη συνδυαστική ερμηνεία των άρ. 3 της ΕΣΔΑ, άρ. 4 και 19 παρ. 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και του άρ. 3 της Σύμβασης του ΟΗΕ για την Απαγόρευση των Βασανιστηρίων και άλλης σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας προκύπτει ότι οι συνθήκες κράτησης που επικρατούν στο σωφρονιστικό κατάστημα της χώρας, η οποία υποβάλλει το αίτημα για έκδοση, είναι δυνατόν να αποτρέψουν την πραγματοποίησή της, εάν διαπιστωθεί ότι τούτες δύνανται να οδηγήσουν σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση.[45]

Διαφωτιστική περί του σκεπτικού του Δικαστηρίου σε τέτοιου είδους ζητήματα είναι η απόφαση Ahmad κ.ά. κατά Μεγάλης Βρετανίας.[46] Στην υπόθεση αυτή εξετάστηκε, μεταξύ άλλων ζητημάτων, το κατά πόσον οι συνθήκες κράτησης που επικρατούσαν σε μία αμερικάνικη φυλακή υψίστης ασφαλείας (ADX Florence) μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά για την έκδοση κρατουμένων από την Αγγλία στις ΗΠΑ, για εγκλήματα που αφορούσαν σε τρομοκρατικές ενέργειες. Σημειωτέον ότι η αίτηση περί της έκδοσης συνοδευόταν από διαβεβαιώσεις των Η.Π.Α. ότι ούτε θα επιδιωχθεί, ούτε θα εκτελεστεί η θανατική ποινή και (ότι) οι δίκες θα διεξάγονταν ενώπιον Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου.

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν συνιστά κάθε πράξη κακομεταχείρισης αποτρεπτικό λόγο για την έκδοση ενός κρατουμένου, πολύ περισσότερο σε κράτος που δεν είναι μέλος της Ε.Ε. Με αυτό το δεδομένο, έκρινε ότι μεταχείριση, που δύναται να παραβιάζει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ εντός των ορίων της Ε.Ε., δεν δύναται ταυτόχρονα να υπερβαίνει το ελάχιστο όριο αυστηρότητας, που απαιτείται σε ένα μη κράτος-μέλος, έτσι ώστε να αποτελέσει και εκεί παραβίαση του άρθρου. Υπό την έννοια αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι το επίπεδο της κακομεταχείρισης δύναται να ποικίλει μεταξύ κρατών-μελών και μη κρατών-μελών. Το ΕΔΔΑ παρέθεσε μία λίστα παραγόντων που πρέπει να συντρέχουν, προκειμένου να μην εκδοθεί ο κρατούμενος, όπως η ύπαρξη έντονης προκατάληψης και η σαφής πρόθεση ταπείνωσης και υποβάθμισης της προσωπικότητάς του.

To Δικαστήριο ανέφερε ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανεύρει αποτρεπτικό λόγο για την έκδοση, ιδίως όταν το κράτος που αιτείται (Η.Π.Α.) έχει μία μακρά ιστορία σεβασμού της δημοκρατίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των κανόνων δικαίου.[47] Στα ως άνω πλαίσια, αποφάνθηκε ότι οι συνθήκες κράτησης του συγκεκριμένου σωφρονιστικού καταστήματος δεν παραβιάζουν το άρ. 3 της ΕΣΔΑ. Πλέον συγκεκριμένα, ως προς την πιθανότητα κράτησης των προσφευγόντων σε καθεστώς απομόνωσης ή απαγόρευσης επικοινωνίας με άλλους κρατούμενους, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τούτη δεν αποτελούσε per se κακομεταχείριση, αν τηρούνταν συγκεκριμένες δικονομικές δικλείδες και (εάν) συνέτρεχαν συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως ορισμένη διάρκεια αυτής ή ειδικοί λόγοι ασφαλείας.[48]

Η απόφαση αυτή δέχθηκε τόσο θετική,[49] όσο και αρνητική κριτική.[50] Η τελευταία επικεντρώθηκε, κυρίως, στον τρόπο ερμηνείας της παρεχόμενης εκ του άρθρου 3 της Σύμβασης προστασίας. Κατά τους επικριτές της απόφασης, το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ ερμηνεύθηκε κατά τρόπο σχετικό, έτσι ώστε, αφενός, η προστασία που παρέχει να μην εκλαμβάνεται ως απόλυτη, αλλά, ως επιδεχόμενη εξαιρέσεων,[51] αφετέρου, το περιεχόμενό της να διαφοροποιείται σημασιολογικά, όταν οι κρινόμενες συνθήκες κράτησης ευρίσκονται εκτός των ορίων της Ε.Ε.[52] Τούτο δε επισημάνθηκε ενόψει του γεγονότος ότι, η Μείζων Σύνθεση του ΕΔΔΑ έχει, ήδη, επιβεβαιώσει ότι «η προστασία που παρέχεται από το άρθρο 3 είναι απόλυτη και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατή η έκδοση ή απέλαση ενός προσώπου που, εξαιτίας αυτής, διατρέχει τον υπαρκτό κίνδυνο να υποστεί τέτοιου είδους μεταχείριση (σ.σ. βασανιστήριο ή κακομεταχείριση).[53]

Στην πραγματικότητα, το ΕΔΔΑ, δεν διαφοροποιείται στην απόφαση αυτή από τη μέχρι σήμερα στάση του επί του ζητήματος, αλλά, δείχνει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι εξαρτά την κρίση του περί των συνθηκών κράτησης (και της εξαρτώμενης από αυτές έκδοσης) από το κατά ποσόν η χώρα που αιτείται την έκδοση (εντός της οποίας ευρίσκεται και το υπό κρίση σωφρονιστικό κατάστημα) τοποθετείται στο διεθνές στερέωμα μεταξύ εκείνων που δείχνουν σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές αξίες. Πλοηγό, δηλαδή για την τελική απόφαση του Δικαστηρίου  αποτελεί το κράτος που αιτείται την έκδοση και όχι το εκάστοτε σωφρονιστικό κατάστημα.[54]

  1. VI. Πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις και αποσυμφόρηση των φυλακών

Κατά καιρούς έχουν θεσπισθεί, υπό το πρίσμα της αποφόρτισης των φυλακών, διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις αναφορικά με την πρόωρη αποφυλάκιση κρατουμένων, η εφάπαξ εφαρμογή των οποίων δεν δείχνει να επιλύει το πρόβλημα μακροπρόθεσμα.[55] Ο προσφάτως ψηφισθείς Ν. 4322/2015,[56] υπό τον τίτλο «Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση καταστημάτων κράτησης τύπου Γ’ και άλλες διατάξεις», κινείται προς την ίδια κατεύθυνση, επιφέροντας τροποποιήσεις, μεταξύ άλλων, επί του άρθρου 105 Π.Κ. και θεσπίζοντας έκτακτα μέτρα για την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης (άρ. 6 και 12, αντιστοίχως). Ήδη, ωστόσο, έχουν διατυπωθεί επ’ αυτού σημαντικές ενστάσεις και δη αναφορικά με τον τρόπο διαχείρισης συγκεκριμένων προβλημάτων του σωφρονιστικού συστήματος.[57] Συνοπτικώς, αναφέρουμε:[58]

α) Όπως, ειδικότερα, προκύπτει από το άρ. 12 Ν. 4322/2015, «σπάει» για πρώτη φορά το φράγμα της δεκαετούς κάθειρξης ως απώτατου ορίου για την πρόωρη αποφυλάκιση. Κατά τον τρόπο αυτό ανοίγει, ουσιαστικά, η πόρτα της εξόδου από τη φυλακή, ακόμη και σε καταδικασθέντες σε ισόβια κάθειρξη, εάν αυτοί πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια (κυρίως, υγείας). Περαιτέρω, παρατηρείται η ισότιμη αντιμετώπιση καταδικασθέντων λχ για οικονομικές παραβάσεις με όσους τέλεσαν βαρύτατης ηθικής απαξίας εγκλήματα, όπως ανθρωποκτονίες ή βιασμούς.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στην ανωτέρω περίπτωση δείχνει να παραβλέπεται εντελώς το κριτήριο της επικινδυνότητας του εγκληματία,[59] το οποίο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ακόμη και στις πλέον προοδευτικές αποφάσεις του, θεωρεί ως αποτρεπτικό κριτήριο για την αποφυλάκιση του δράστη, χωρίς να αρκείται στα κριτήρια των εθνικών δικαστηρίων περί ανταπόδοσης και εκφοβισμού.[60]

Τούτο, ουσιαστικά, οδηγεί σε μία αυτόματη αποφυλάκιση, χωρίς την πρόβλεψη της εξέτασης μίας εκάστης περίπτωσης χωριστά, ιδίως για τους εκτίοντες μακροχρόνιες ποινές κάθειρξης. Το ΕΔΔΑ, στη μνημειώδη πλέον απόφαση της Μείζονος Συνθέσεώς του, Vinter κ.ά. κατά Μεγάλης Βρετανίας, έχει επισημάνει την αναγκαιότητα μίας τακτικής (επαν)εξέτασης της συνδρομής των βασικών σωφρονιστικών κριτηρίων, προκειμένου να κριθεί η συνέχιση ή μη του εγκλεισμού,[61] σύμφωνα και με τη νομολογία του Δικαστηρίου επί της αρχής της νομιμότητας και του άρθρου 5 παρ. 4 της  Σύμβασης.[62]

Στο πλαίσιο της ως άνω απόφασης, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι (προκειμένου για καταδικασθέντες σε ισόβια κάθειρξη), πρέπει να υφίσταται μία εθνική αρχή (δικαστική ή διοικητική), η οποία θα επανεξετάζει την ποινή και θα κρίνει περί της συνέχισής της ή όχι. Τούτη δε, θα πρέπει να ενεργεί με γνώμονα συγκεκριμένα βασικά ποινολογικά κριτήρια: τιμωρία, αποτροπή, εκφοβισμός, προστασία της δημόσιας ασφάλειας και κοινωνική επανένταξη του δράστη.  Εάν, μετά τον εγκλεισμό του δράστη για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα, δεν υφίσταται, σύμφωνα με τα ως άνω κριτήρια, λόγος συνέχισης αυτού (του εγκλεισμού), τότε ο καταδικασθείς θα πρέπει να αποφυλακίζεται. Αν, όμως, οι σωφρονιστικοί λόγοι του εγκλεισμού του δράστη είναι ακόμη υπαρκτοί, τότε η κράτησή του θα πρέπει να συνεχίζεται.

Στον Ν. 4322/2015, ωστόσο, ουδεμία πρόβλεψη περί τούτου υφίσταται και παραβλέπεται  εντελώς η εξέταση της προσωπικότητας του δράστη πριν την αποφυλάκισή του, στοιχείο κρίσιμο όχι μόνο για τις  εκτίοντες μακροχρόνιες ποινές κάθειρξης, αλλά (ακόμη) και για εκείνους που έχουν καταδικασθεί σε τυχόν βραχύτερες ποινές εγκλεισμού.

β) Δημιουργούνται (τουλάχιστον) επιφυλάξεις για την εγκυρότητα και αποτελεσματικότητα της ιατρικής διαδικασίας ελέγχου, η οποία θα πιστοποιεί τα προβλήματα υγείας, η διαπίστωση των οποίων θα δίνει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη δυνατότητα για έξοδο από τη φυλακή. Τούτο επισημαίνεται σε συνέχεια αντίστοιχων περιστατικών του παρελθόντος, όπου, σύμφωνα με δημοσιεύματα του τύπου,[63] έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα κατάχρησης του συγκεκριμένου ιατρικού συστήματος προς αυτή την κατεύθυνση.

VII. Αντί επιλόγου: Προτεραιότητα στο κριτήριο της κοινωνικής επανένταξης

Έχει επανειλημμένως επισημανθεί ότι το σωφρονιστικό σύστημα δεν αλλάζει με μεμονωμένες και αποσπασματικές νομοθετικές τροπολογίες.[64] Ωστόσο, ακόμη και αν η άποψη ότι μέσω της φυλακής μπορεί να υπάρξει βελτίωση του εγκληματία χαρακτηρίζεται συχνά ως φενάκη,[65] είναι γεγονός ότι η επιδίωξη αυτού του σκοπού είναι το κριτήριο βάσει του οποίου οφείλει, σε ιδανικά πλαίσια, να διαμορφώνεται ένα σωφρονιστικό σύστημα.[66] Ως εκ τούτου, όσες λύσεις προτείνονται πρέπει να εξετάζονται μέσα από το πρίσμα της κοινωνικής επανένταξης του δράστη.[67]

Aυτό ακριβώς επισημαίνεται και στους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες.[68] Οι υποδείξεις αυτές, που αποτελούν το minimum των κριτηρίων που πρέπει να εφαρμόζονται στα σωφρονιστικά καταστήματα, κατευθύνουν τα κράτη-μέλη στη θέσπιση και εφαρμογή των οικείων νομοθετικών κανόνων. Πολλοί από τους Κανόνες επηρεάζονται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ και, παράλληλα, το τελευταίο, συχνά, αναφέρεται στους Κανόνες ως ένδειξη της επιδίωξής του περί προώθησης μίας κοινής πολιτικής ανάμεσα στα κράτη-μέλη.[69]

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού αποτελεί ο Κανόνας (6), που ως βασικό αξίωμα διατρέχει το σύνολο των Κανόνων: «Το σύνολο της κράτησης πρέπει να διενεργείται κατά τρόπο ώστε να προωθεί την επανένταξη όσων έχουν στερηθεί την ελευθερία τους σε μία ελεύθερη κοινωνία». Ο Κανόνας αυτός αναγνωρίζει ότι οι κρατούμενοι, πρόσωπα καταδικασμένα ή μη, θα επιστρέψουν κάποτε να ζήσουν μέσα σε μία ελεύθερη κοινωνία και ότι η ζωή στη φυλακή πρέπει να είναι οργανωμένη κατά τρόπο ώστε να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός αυτό. Πρέπει οι κρατούμενοι να διατηρούνται σε καλή φυσική και ψυχική υγεία και να έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται και να μορφώνονται. Σε περίπτωση μακροχρόνιων ποινών, επισημαίνει η Επιτροπή των Υπουργών, η όψη αυτή της ζωής πρέπει να προγραμματίζεται επιμελώς, ώστε να μειώνονται, στο ελάχιστο δυνατό, οι δυσμενείς συνέπειες του εγκλεισμού και να επιτρέπεται στους κρατούμενους να αξιοποιούν τον ελεύθερο χρόνο τους.

Περαιτέρω, ο Κανόνας 102.1 (Σκοπός του καθεστώτος κράτησης των κατάδικων κρατουμένων) αναφέρει: «Επιπροσθέτως των κανόνων που ισχύουν για όλους τους κρατούμενους, το καθεστώς κράτησης των τελευταίων πρέπει να είναι τέτοιο που να επιτρέπει σε αυτούς να διάγουν έναν υπεύθυνο και απαλλαγμένο από το έγκλημα βίο». Ο Κανόνας αυτός είναι σύμφωνος προς τις απαιτήσεις των διεθνών κειμένων, όπως το άρθρο 10(3) του Διεθνούς Συμφώνου περί Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, το οποίο ορίζει ότι «το σωφρονιστικό σύστημα θα προβλέπει μεταχείριση των καταδίκων της οποίας βασικός σκοπός είναι η αλλαγή τους[70] και η κοινωνική αποκατάστασή τους». Εξάλλου, ακόμη και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, μέσω μίας σειράς αποφάσεών του, που εκδόθηκαν κατά την τελευταία πενταετία, φαίνεται να δίνει πλέον μεγαλύτερη έμφαση στην επανένταξη του εγκληματία, παρά στους τιμωρητικούς σκοπούς της ποινής.[71] Στο πλαίσιο αυτά παρατηρείται ότι το ΕΔΔΑ δεν θεωρεί τη βαρύτητα του εγκλήματος ως καθοριστικό παράγοντα κατά την επιβολή της ποινής, προκρίνοντας την επανένταξη μεταξύ των λοιπών βασικών ποινολογικών κριτηρίων, ήτοι την τιμωρία, την αποτροπή, τον εκφοβισμό και προστασία της δημόσιας ασφάλειας, ιδίως αναφορικά με τις μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης.[72]

Σε συνέχεια των ανωτέρω, είναι προφανές ότι η κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως φιλανθρωπία ή ως μία πολυτέλεια, αλλά, ως υποχρέωση του κοινωνικού Κράτους.[73] Μία υποχρέωση, η οποία μεταφράζεται στην ύπαρξη κατάλληλων δομών, επαρκούς και εκπαιδευμένου προσωπικού, στη μέριμνα για την αποφυγή της συνεχιζόμενης υποτροπής των αποφυλακιζόμενων, στην ύπαρξη συνεννόησης και συντονισμένης δράσης μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων και στην αποδοχή ταυτόχρονα της κοινής ευθύνης που τους βαραίνει στον τομέα αυτό.[74] Πρωτίστως, όμως, απαιτείται η απεμπλοκή, όχι μόνο των κυβερνώντων, αλλά ολόκληρης της κοινωνίας από τις όποιες προκαταλήψεις και αγκυλώσεις συνοδεύουν το σύστημα των φυλακών και τους κρατούμενους.[75] Με άλλα λόγια, ο σωφρονισμός δεν πρέπει να ισοδυναμεί με αφανισμό και οι θεωρίες περί αχρήστευσης των εγκληματιών που οδηγούν στον κοινωνικό (τουλάχιστον) θάνατο των κρατουμένων δεν πρέπει να έχουν θέση σε μία σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα.[76] Πλέον συγκεκριμένα, πρέπει να προωθούνται πρακτικές, οι οποίες (ενδεικτικώς) συμβάλλουν:[77]

α) στην ανάπτυξη μίας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μέσα στη φυλακή, κατά τρόπο που να οικοδομείται ένας διάλογος μεταξύ των κρατουμένων και του προσωπικού των σωφρονιστικών καταστημάτων και, έτσι, να οδηγούνται σε εκτόνωση τυχόν εντάσεις[78]

(β) στη δυνατότητα εργασίας εντός της φυλακής όσο το δυνατόν περισσότερων κρατουμένων, (ιδίως) δια της αύξησης του αριθμού των αγροτικών φυλακών∙ εργασία, η οποία πρωτίστως θα στοχεύει στην εργασιοθεραπεία και τη δημιουργική απασχόληση των εγκλείστων·

(γ) στην ανάπτυξη της διαμεσολάβησης και άλλων αποκαταστατικών πρακτικών κατά την εφαρμογή των πειθαρχικών διαδικασιών·[79]

(δ) στη δυνατότητα συχνής επικοινωνίας των κρατουμένων με συγγενικά τους πρόσωπα, με πρόβλεψη λχ ιδιωτικών χώρων συνάντησης με τους οικείους τους και, όπου αυτό είναι αδύνατο (εξαιτίας πχ απόστασης, κόστους, ασθένειας, ηλικίας κλπ), στη δυνατότητα  ηλεκτρονικής μεταξύ αυτών, επικοινωνίας (λχ μέσω βίντεο)·[80]

(ε) στην εκπαίδευση των κρατούμενων, έτσι ώστε να αποκτήσουν τεχνικές δεξιότητες με άμεση πρακτική εφαρμογή (λχ ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, ψυκτικοί, μηχανολόγοι κλπ) και να ανεύρουν εργασία μετά τη φυλακή, αποφεύγοντας την υποτροπή τους σε νέες εγκληματικές συμπεριφορές·

(στ) στην εκπαίδευση των σωφρονιστικών υπαλλήλων σε νέες τεχνικές ή μεθόδους, κατά τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα σε δύσκολες καταστάσεις και, ιδίως, κατά την αντιμετώπιση των ψυχολογικών προβλημάτων των κρατουμένων που προκαλούνται εξαιτίας της κράτησης·[81]

(ζ) στην ορθολογικότερη κατανομή των κρατουμένων, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη φύση του εγκλήματος που διέπραξαν·

(η) στην επιλεκτική χρήση της προσωρινής κράτησης και στην επιλογή εναλλακτικών μέσων κράτησης (λχ κατ’ οίκον περιορισμός)·

(θ) στο δεσμευτικό προκαθορισμό συγκεκριμένου αριθμού θέσεων κράτησης (numerus clausus) ανά κατάστημα κράτησης, στη λήψη μέτρων για την μη υπέρβαση του αριθμού αυτού και στην ηλεκτρονική παρακολούθηση του πληθυσμού των κρατούμενων με τη μορφή της αποφυλάκισης ήδη κρατούμενων καταδίκων, όταν παρατηρείται υπέρβαση του αποδεκτού ποσοστού κάλυψης των προκαθορισμένων σε κάθε κατάστημα κράτησης και κατανεμημένων στις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές θέσεων κράτησης[82] και

(ι) στον εξορθολογισμό των επιβαλλόμενων δια των δικαστηρίων ποινών, είτε δια της επιβολής εξατομικευμένων-ελαστικών ποινών,[83] είτε δια της αποποινικοποίησης συγκεκριμένων μορφών συμπεριφοράς, είτε δια της ανα-κατηγοριοποίησης παραβατικών συμπεριφορών, έτσι ώστε η τέλεσή τους να μην συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας.[84]

Εμπειρικές έρευνες επί της ποιότητας του βίου εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων έχουν καταδείξει ότι υπάρχουν κάποια στοιχεία που καθιστούν μία φυλακή πιο ανεκτή και πιο «βιώσιμη» από μία άλλη.[85] Οι ίδιοι οι κρατούμενοι περιγράφουν ηθικής και συναισθηματικής φύσης στοιχεία που διαφοροποιούν τις φυλακές μεταξύ τους. Οι διαφορές που φαίνεται να διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο αφορούν περισσότερο στη δυνατότητα ύπαρξης διαπροσωπικών σχέσεων με συγγενικά και οικεία πρόσωπα και επαρκούς ιατρικής μέριμνας, αλλά και στον τρόπο άσκησης της εξουσίας από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, στοιχείο που οδηγεί στην εμπέδωση ενός αισθήματος δικαίου και ασφάλειας μεταξύ των κρατουμένων. Οι διακριτές αυτές διαφορές μεταξύ σωφρονιστικών καταστημάτων δύνανται να αποτελέσουν ερμηνευτικό εργαλείο και για το ΕΔΔΑ, όταν ασχολείται με τέτοιου είδους ζητήματα. Αξίες, όπως «ανθρωπισμός» και «αξιοπρέπεια», αν και είναι αντικειμενικά δύσκολο να λειτουργήσουν στην πράξη, πρέπει να αποτελούν την κατευθυντήρια γραμμή.

Ιδιαιτέρως στην εποχή της οικονομικής κρίσης, η σύμπλευση με τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πιο επιτακτική από κάθε άλλη φορά, όχι μόνο επειδή η κρίση θίγει τις πλέον ευπαθείς ομάδες,[86] αλλά και επειδή τα ανθρώπινα δικαιώματα συμβάλλουν στην ίδια την οικονομική ανάκαμψη με την εγκαθίδρυση των συνθηκών που είναι απαραίτητες για την σταθερότητα και τη νομιμότητα, συστατικά στοιχεία της ανάπτυξης.[87] Πολλές σύγχρονες φωνές υποστηρίζουν ότι η οικονομική κρίση δεν είναι μία ατέρμονη χρονική περίοδος γεμάτη δυσχέρειες, αλλά μία δυναμική, εξελισσόμενη περίοδος μετάβασης από μία εποχή σε μία άλλη.[88] Παρά τις όποιες λογικές επιφυλάξεις δύνανται να εκφράζονται επ’ αυτού, τούτη η οπτική καταδεικνύει, τουλάχιστον, τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα που ανακύπτουν (και) στο σωφρονιστικό χώρο∙ όχι με απαισιοδοξία, αλλά με αποφασιστικότητα.

* Δικηγόρος – Υ.Δ. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

  1. Abbott, J.H. (1981) In the belly of the beast: Letters from prison, Random House Inc., New York (α΄ έκδ.), Vintage Books Edition (β’ έκδοση: 1991).
  2. Διεξοδική ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, σε: Aisling R. (2002) The prohibition of torture – A guide to the implementation of article 3 of the European Convention on Human Rights, Human Rights Handbook, No. 6, Strasbourg και Εhlers, D. (2007) European Fundamental Rights and Freedoms, De Gruyter Rechtswissenshaften Verlags, Berlin, ιδίως σ. 81-85.
  3. Τζιόλα, Δ. (2013) Οι συνθήκες προσωρινής κράτησης και η απονομή της δικαιοσύνης στην Ελλάδα στο επίκεντρο (ξανά) του ΕΔΔΑ (Δημόπουλος κατά Ελλάδος), σε: www.constitutionalism.gr/site/2482-oi-syntikes-proswrinis-kratisis-kai-i-aponomi-dika/.
  4. Έτσι, Robertson, G. (2006) Foreword to torture: A human rights perspective, σε: Roth, K./Warden, M. (επιμ.), Torture: Does it make us suffer? Is it ever OK?: A humans rights perspective, Νew York, The New Press, σ. 1-4, όπου γίνεται αναφορά στη νομολογία του ΕΔΔΑ (μεταξύ των οποίων σε αποφάσεις που αφορούν στην εφαρμογή βασανιστηρίων κατά την περίοδο της ελληνικής Χούντας), με σκοπό τη σαφέστερη διάκριση μεταξύ των εννοιών.
  5. Της 21.02.1975, με αρ. προσφυγής 4451/1970.
  6. Van Zyl Smit, D./Snacken, S. (2009), Principles of European Prison Law and Policy, Penology and Human Rights, Oxford University Press, 10.
  7. Βλ. παρ. 40 και 45 της απόφασης.
  8. Βλ. παρ. 39 της απόφασης.
  9. Van Zyl Smit/Snacken, 11-12.
  10. Peers κατά Ελλάδος, της 19.04.2011 (αρ. προσφυγής 28524/1995).
  11. Έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες, σε κελί χωρίς εξαερισμό, μη δυνατότητα ιδιωτικής χρήσης του αποχωρητηρίου λόγω συνύπαρξης κρατουμένων σε κελί που προοριζόταν για ένα άτομο κλπ.
  12. Βλ. παρ. 74-75 της απόφασης.
  13. Πρβλ την απορριπτική απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση «Aarabi κατά Ελλάδος» (αρ. προσφυγής 39766/2009, της 2.04.2015)).
  14. Bouros κ.ά. κατά Ελλάδος, της 12.03.2015. (αρ. προσφυγών: 51653/12, 50753/11, 25032/12, 66616,12 και 67930/12).
  15. Πλην ενός εξ αυτών, ο οποίος κρατείτο στις φυλακές Λάρισας.
  16. Αρ. προσφυγής 34704/2008 (της 10.02.2011).
  17. Κανάκης κατά Ελλάδος, της 12.12.2013 (αρ. προσφυγής 40146/2011).
  18. Ενδεικτικώς, Kaja κατά Ελλάδος, της 27.07.2006 (αρ. προσφυγής 32927/2003).
  19. Αθανασίου κ.ά. κατά Ελλάδος, της 23.10.2014 (αρ. προσφυγής 36546/2010).
  20. Λογοθέτης κ.ά. κατά Ελλάδος, της 25.09.2014 (αρ. προσφυγής 740/2013).
  21. Αρ. προσφυγής 41513/2012 (της 21.05.2014).
  22. Ενδεικτικώς, Saadi κατά Μεγάλης Βρετανίας (Μείζων Σύνθεση ΕΔΔΑ), της 29.01.2008 (αρ. προσφυγής 13229/2003) και Chahal κατά Μεγάλης Βρετανίας, της 15.11.1996 (αρ. προσφυγής 22414/1993).
  23. Αντί πολλών, Shalmayev κ.ά. κατά Ρωσίας και Γεωργίας (της 12.4.2005), Selmouni κατά Γαλλίας (Μείζων Σύνθεση ΕΔΔΑ), της 28.07.1999 και Assenov κ.ά. κατά Βουλγαρίας, της 28.10.1998.
  24. Ενδεικτικώς, Σερίφης κατά Ελλάδος, της 2.11.2006 (αρ. προσφυγής 27695/2003) και Seydmajed Ahmade κατά Ελλάδος, της 25.09.2012 (αρ. προσφυγής 6376/2012).
  25. Lin κατά Ελλάδος, της 6.11.2012 (αρ. προσφυγής 58158/2010), Bygylashvili κατά Ελλάδος, της 25.09.2012 (αρ. προσφυγής 58164/2010) και Seydmajed Ahmade κατά Ελλάδος, όπ.π. Πρβλ και την 682/2012 ΜονΠλημΗγουμενίτσας (ΠοινΧρ 2013/301, με παρατηρήσεις Ι. Μοροζίνη καθώς και ΠοινΔνη 2013/194, με παρατηρήσεις Κ. Κοσμάτου), η οποία έκρινε αθώους τους κατηγορουμένους για απόδραση από τα κρατητήρια της αστυνομικής διεύθυνσης Θεσπρωτίας αλλοδαπούς υπηκόους, που είχαν συλληφθεί για παράνομη είσοδο στην ημεδαπή ή/και κατοχή, χρήση πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων και κρατούνταν, προκειμένου να εκτελεσθεί η απέλασή τους. Το δικαστήριο, πιο συγκεκριμένα, έκρινε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρ. 32 Π.Κ., καθώς οι κατηγορούμενοι «απέδρασαν για να αποτρέψουν σοβαρό και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο για τη ζωή τους και ειδικότερα για να αποτρέψουν τη μόλυνσή τους από μεταδοτικές ασθένειες, δεδομένης της ιδιαιτέρως δυσχερούς πρόσβασής τους σε ιατρική φροντίδα, φαρμακευτική αγωγή και νοσοκομειακή περίθαλψη».
  26. Ενδεικτικώς, Alsayed Allaham κατά Ελλάδος, της 18.01.2007 (αρ. προσφυγής 25771/2003).
  27. Ενδεικτικώς, Σαμαράς κ.ά. κατά Ελλάδος (αρ. προσφυγής 11463/2009, της 28.02.2012), Orchowski κατά Πολωνίας (αρ. προσφυγής 17885/2004, της 22.10.2009) και Poltoratski κατά Ουκρανίας (αρ. προσφυγής 38812/1997, της 29.04.2003). Την αυτή στάση τηρεί το ΕΔΔΑ και σε άλλες περιπτώσεις και όχι μόνο σε εκείνες που έχουν να κάνουν με ζητήματα συνθηκών διαβίωσης σε φυλακές ή κέντρα κράτησης. Μεταξύ άλλων, βλ. Ducret κατά Γαλλίας (αρ. προσφυγής 40191/2002, απόφαση της 12.06.2007) και Nencheva κ.ά. κατά Βουλγαρίας (αρ. προσφυγής 48609/2006, απόφαση της 18.06.2013)∙ στην τελευταία, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στη ζωή), στην περίπτωση κατά την οποία, λόγω της οικονομικής κρίσης, δεκαπέντε παιδιά με ειδικές ανάγκες που ευρίσκονταν υπό κρατική επίβλεψη, απεβίωσαν εξαιτίας της έλλειψης τροφής, θέρμανσης και επαρκούς ιατρικής φροντίδας.
  28. Βλ. άρθρο 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Αποτροπή των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας.
  29. Murdoch, J. (2006) The treatment of prisoners-European standards, Council of Europe, 131-132.
  30. Murdoch, 45-46 και Barrett, J. (2001) The Prohibition of Torture under International Law. Part 1: The Institutional Organisation, The International Journal of Human Rights 5 (1): 1-36 (19).
  31. Προσβάσιμες σε: www.cpt.coe.int/states/grc.htm.
  32. Προσβάσιμη σε: www.cpt.coe.int/documents/grc/2014-26-inf-eng.pdf. Πρβλ. και την από 15.3.2011 αναφορά, προσβάσιμη σε: http://www.cpt.coe.int/ documents/grc/2011-03-15-grc.htm
  33. Έλαβε χώρα κατά το διάστημα από 4.04.2013 έως 16.04.2013.
  34. Βλ. σ. 55-61.
  35. Bλ. την από 22.05.2013 Επιστολή του Συνηγόρου του Πολίτη προς το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης με θέμα «Ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης και αποφόρτιση των φυλακών», προσβάσιμη σε: http://www.synigoros.gr/ resources/epistolh-pros-geniko-grammatea.pdf.
  36. Κοulouris, N./Aloskofis, W. (2013) Prison conditions in Greece, European Prison Observatory, Antigone Edizioni.
  37. Αφορά στα ερευνητικά προγράμματα «SPACE I & ΙΙ 2013», που πραγματοποιήθηκαν από το Συμβούλιο της Ευρώπης με τη συνεργασία του Πανεπιστημίου της Λωζάννης, τα πορίσματα των οποίων δημοσιεύθηκαν τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους σε: wp.unil.c/spave/2015/space-i-and-space-ii-2013.
  38. Το πρόβλημα, βεβαίως, δεν είναι μόνον ελληνικό, ή έστω ευρωπαϊκό, αλλά παγκόσμιο. Είναι γεγονός ότι λχ και οι Η.Π.Α. μαστίζονται από τον υπερπληθυσμό των φυλακών. Στο πλαίσιο αυτά εκδόθηκε, μάλιστα, η μνημειώδης για την αμερικανική νομολογία απόφαση, Brown v. Plata (2011). Εν προκειμένω, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, αφενός αποφάνθηκε ότι ο υπερσυνωστισμός που παρατηρείτο στις φυλακές της California (η χωρητικότητά τους αντιστοιχούσε σε 85.000 άτομα, ενώ ο αριθμός των κρατουμένων ήσαν διπλάσιος) ήταν υπεύθυνος για την ανεπαρκή ιατρική μέριμνα των φυλακισμένων και αφετέρου υποχρέωσε το σωφρονιστικό σύστημα της Πολιτείας να αναδιανείμει τους κρατούμενους και τους υπόδικους με ασφάλεια και κατά τρόπο που θα μείωνε τον συνολικό πληθυσμό σε αποδεκτά από το νόμο επίπεδα. Ενδεικτικώς, Newman, W./Scott, C. (2012) Brown v. Plata: Prison overcrowding in California, Journal of the American Academy of Psychiatry and Law, 40: 547-552, Petersilia, J. (2014) California prison downsizing and its impact on local criminal justice system, Harvard Law and Policy Review, 8: 801-832 και Pitts, J./Griffin, H. III./WesleyJohnson, W. (2014) Contemporary prison overcrowding: short term fixes to a perpetual problem: Contemporary Justice Review, 17(1): 124-139.
  39. Επί της σχέσης μεταξύ του εγκλήματος και της πρόσφατης οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, Xenakis, S./Cheliotis, L. (2009) Crime and economic turndown, British Journal of Criminology, 53: 719-745 (passim) και Κοulouris/Aloskofis, 43-44.
  40. Σύμφωνα (και) με τον Υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Ν. Παρασκευόπουλο, αυτή είναι η βασική αιτία συμφόρησης των ελληνικών φυλακών. Βλ. Προγραμματικές Δηλώσεις, προσβάσιμες σε: www.ministryofjustice.gr/site/el/%CE%91%CE%A1% CE%A7%CE%99%CE%9A%CE%97.aspx και Παπαδόπουλος, Γ. (2015) Η ακτινογραφία των φυλακών σε Ελλάδα και Ευρώπη, εφημερίδα «Η Καθημερινή» (της 11.02.2015).
  41. Για τη διαδεδομένη χρήση της προσωρινής κράτησης στη χώρα, βλ. Fair Trials International (2013) Ανακοινωθέν, εκδοθέν μετά το πέρας της συνάντησης της Περιφερειακής Ομάδας Εμπειρογνωμόνων (Ελλάδα), της 27ης Απριλίου 2013 με θέμα «Η προσωρινή κράτηση στην Ελλάδα», σ. 3 επ., προσβάσιμο σε: http://www.fairtrials.org/publications/greece-report-highlights-misuse-of-pre-trial-detention/. Το φαινόμενο, πάντως, φαίνεται να έχει διεθνείς διαστάσεις· στις Η.Π.Α., σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, κάθε μέρα κρατούνται προσωρινώς 500.000 άτομα, επειδή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα καταβολής της επιβληθείσας εγγυοδοσίας, ακόμη και για ήσσονος σημασίας ποινικά αδικήματα. Τούτο δε, ενώ, σύμφωνα με το νομικό σύστημα της χώρας, η προφυλάκιση πρέπει να αποτελεί την ιδιαιτέρως περιορισμένης έκτασης εξαίρεση, βλ. Karakatsanis, A. (2015) Policing, mass imprisonment and the failure of Αmerican lawyers, Harvard Law Review, 128: 253-267 (264).
  42. Τα ανωτέρω απηχούν, ίσως, έναν γενικότερο «ποινικό λαϊκισμό» και μία νέα αντίληψη περί τιμωρητικότητας, που τείνει να ανθεί σε εποχές με δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, βλ. Zarafonitou, C. (2011) Punitivess, fear of crime and social views, Kury, H./Shea, E. (eds) Punitiveness: world wide perspective, Vol. II, Bochum,: Universitätsverlag, 269-294 (270).
  43. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων αποφάσεων αποτελούν οι: Bodein κατά Γαλλίας (13.11.2014), Harakchiev και Tolumov κατά Βουλγαρίας (8.07.2014), Oçalan κατά Τουρκίας (12.05.2014), Del Rio Prada κατά Ισπανίας (21.10.2013), Damjanović-Mactouf κατά Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (18.07.2013) και Vinter κ.ά. κατά Μεγάλης Βρετανίας (9.07.2013).
  44. Έτσι, Vinter, όπ.π.
  45. Χαρακτηριστική είναι η Soering κατά Μεγάλης Βρετανίας (7.07.1989), η οποία είναι και η πρώτη απόφαση του ΕΔΔΑ που επισημαίνει τα ανωτέρω. Πρέπει να επισημανθεί ότι, αν και η ΕΣΔΑ δεν δύναται να αποφαίνεται κυριαρχικά επί ζητημάτων έκδοσης, απέλασης ή περί της νομοθεσίας περί ασύλου, τα Συμβαλλόμενα Κράτη, κατά την ενάσκηση του δικαιώματός τους να ορίζουν την είσοδο, διαμονή και απέλαση τρίτων, έχουν την υποχρέωση να μην παραβλέπουν τα δικαιώματα που εγγυάται η Σύμβαση (έτσι, Vilvarahja κ.ά. κατά Μεγάλης Βρετανίας, της 30.10.1991) Βλ. και N. 4307/2014, περί ενσωμάτωσης στο ελληνικό δίκαιο, μεταξύ άλλων, της Απόφασης-Πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27.11.2008, σχετικά με την αρχή της εφαρμογής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις που επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ε.Ε. και τις αναφερόμενες εκεί προϋποθέσεις έκδοσης και, κυρίως, την Πράσινη Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επί ζητημάτων κράτησης [της 14.06.2011, COM (2011) 327].
  46. Απόφαση της 10.04.2012 (αρ. προσφυγών 24027/2007, 11949/2008, 36742/2008, 66911/2009 και 67354/ 2009).
  47. Παρ.179 της απόφασης.
  48. Παρ. 235-244 της απόφασης. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι Ramirez Sanchez κατά Γαλλίας, της 4.07.2006 (αρ. προσφυγής 59450/2000) και Khider κατά Γαλλίας, της 25.10.2013 (αρ. προσφυγής 56054/2012). Απαντώνται, βεβαίως, και αποφάσεις που επισημαίνουν ότι η άνευ βάσιμης αιτιολογίας απομόνωση και η ολοκληρωτική στέρηση επικοινωνίας του κρατούμενου λχ με τους οικείους ή τους συνηγόρους του, συνιστά παραβίαση του άρ. 3 της ΕΣΔΑ∙ ενδεικτικώς, Ilascu κ.ά. κατά Μολδαβίας και Ρωσίας (Μείζων Σύνθεση ΕΔΔΑ), της 8.07.2004 (αρ. προσφυγής 48787/2009), Ramishvili και Κοkhreidze κατά Γεωργίας, της 27.01.2009 (αρ. προσφυγής 1704/2006) και Χ κατά Τουρκίας, της 9.10.2012 (αρ. προσφυγής 24626/2009).
  49. Κυρίως, από την Βρετανική Κυβέρνηση (η οποία επικρότησε την απόφαση: http://www.homeoffice.gov.uk/mediacentre/news/Abu-Hamza) και μερίδα του εγχώριου τύπου: The Guardian (10.04.2012) Abu Hamza extradition ruling praised by David Cameron, Rosenberg, J. (The Guardian, 10.04.2012) European court makes the right call on Abu Ηamza, The Independent (10.04.2012), A ruling that confounds Strasbourg’s critics και Whitehead, T./Beckford, M. (The Daily Telegraph, 10.04.2012) Landmark victory to send Hamza and terror suspects to US.
  50. Arnell, P. (2013) The European Human Rights influence upon UK extradition-Myth debunked, European Journal of Crime, Criminal Law and Criminal Justice, 21(3-4) 317-337 και Mavronicola, N./Messineo, F. (2013) Relatively absolute? The undermining of Article 3 ECHR in Ahmad v UK, The Modern Law Review, 76(3): 589-603.
  51. Ο απόλυτος χαρακτήρας του άρ. 3 της ΕΣΔΑ συνίσταται στα εξής στοιχεία: α) δεν επιδέχεται εξαιρέσεις, β) δεν υπόκειται σε οιαδήποτε παρέκκλιση, υπό την έννοια του άρ. 15 της Σύμβασης και γ) εφαρμόζεται σε όλα ανεξαιρέτως τα φυσικά πρόσωπα, βλ. Mavronicola/Messineo, 601.
  52. Arnell, 325-328.
  53. Παρ. 138 της απόφασης Saadi κατά Μεγάλης Βρετανίας όπ.π., υποσημ. 22.
  54. Πρβλ, έτσι, τις υπό υποσημ. (49) αποφάσεις, Ramirez Sanchez κατά Γαλλίας και Khider κατά Γαλλίας, όπου το ΕΔΔΑ έκρινε θετικά ως προς την έκδοση και τις Ilascu κ.ά. κατά Μολδαβίας και Ρωσίας, Ramishvili και Κοkhreidze κατά Γεωργίας) και Χ κατά Τουρκίας, όπου έκρινε αρνητικά.
  55. Μόνο κατά την τελευταία δεκαετία, εκδόθηκαν με σταθερή συχνότητα πλείστοι νόμοι που κινούνταν προς την κατεύθυνση της αποφόρτισης του σωφρονιστικού συστήματος (ενδεικτικώς: 3346/2005, 3727/2008, 3772/2009, 3904/2010, 4043/2010, 4198/2013, άρ. 11 ν. 4274/2014). Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει και η από 22.05.2013 Επιστολή του Συνηγόρου του Πολίτη, όπ.π., σ. 2-3.
  56. ΦΕΚ Α’ 42/27.04.2015.
  57. Βλ. λχ την από 1.04.2015 Ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, όπου επισημαίνεται ότι οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου είναι αποσπασματικές και ευκαιριακές, αντίθετες, εν τέλει, προς το δόγμα του ποινικού δικαίου, προσβάσιμη σε: enosieisaggeleon.gr/σχέδιο-νόμου-για-την-κατάργηση-καταστ/.
  58. Το νομοσχέδιο, στην αρχική του μορφή, δεν θεωρούσε ως αποτρεπτικό παράγοντα το γεγονός ότι ο κρατούμενος έχει υποπέσει σε πειθαρχικά παραπτώματα κατά τη διάρκεια της κράτησής του, με αποτέλεσμα παραπτώματα, όπως λχ η κατοχή απαγορευμένων αντικειμένων ή η άσκηση βίας προς άλλο συγκρατούμενο ή σωφρονιστικό υπάλληλο να μην ασκούν ιδιαίτερη επιρροή στην τελική απόφαση για την αποφυλάκιση. Τούτο επισημάνθηκε (και) από την γράφουσα, κατά την Εισήγησή της στo πλαίσιo του Εγκληματολογικού Συνεδρίου «Κρίση, έγκλημα και σύστημα ποινικής καταστολής», που διοργανώθηκε προς τιμή του Ομότ. Καθηγητή, Ν. Ε. Κουράκη (2-4 Απριλίου 2015). Ωστόσο, με τις τελευταίες τροποποιήσεις επί του νόμου (άρ. 5 του ν. 4322/2015), τροποποιήθηκε το αρ. 94ΠΚ, δια της προσθήκης μίας νέας παραγράφου (με αρ. 4), η οποία ορίζει: «Ποινές, οι οποίες επιβάλλονται για κακουργήματα ή με δόλο τελούμενα πλημμελήματα και εμπεριέχουν άσκηση σωματικής βίας και έχουν διαπραχθεί από κρατούμενους εντός των καταστημάτων κράτησης κατά άλλων κρατουμένων ή υπαλλήλων των καταστημάτων κράτησης ή κατά τη διάρκεια άδειας, εκτίονται ολόκληρες μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή που θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ήταν κρατούμενος ο υπαίτιος» (βλ. και σ. 4 της Αιτιολογικής Έκθεσης του οικείου Νόμου).
  59. Ομιλούμε, βεβαίως, για την επικινδυνότητα του ήδη καταδικασθέντος εγκληματία και όχι για την «προεγκληματική», η οποία αντιμετωπίζεται στo πλαίσιo της γενικής πρόληψης. Βλ. Δημόπουλος, Χ. (1988) Η προεγκληματική επικινδυνότητα και τα μέτρα για την αντιμετώπισή της, Αντ .Ν. Σάκκουλας, σ. 22 επ. Στο ελληνικό ποινικό σύστημα, τα κριτήρια βάσει των οποίων κρίνεται η επικινδυνότητα του καταδικασθέντος εντοπίζονται, κυρίως, στο άρ. 19 παρ. 2 του Σωφρονιστικού Κώδικα (όπως τροπ. με το Ν. 4274/14.07.2014), τα οποία, σωρευτικά ή διαζευκτικά, αφορούν στη βαρύτητα του εγκλήματος, την πιθανότητα τέλεσης νέων εγκλημάτων, την ύπαρξη στοιχείων για την περαιτέρω εγκληματική δραστηριότητα του κρατούμενου, από άλλες συναρμόδιες για τον έλεγχο του εγκλήματος αρχές, την ύπαρξη υποδικίας ή άλλων καταδικαστικών αποφάσεων για κακουργήματα και την προσωπικότητα του υποδίκου ή καταδίκου.
  60. Έτσι, Vinter, όπ.π., υποσημ. 44.
  61. Αναλυτικά σε Van Zyl Smit, D./Weatherby, P./Creighton, S. (2014) Whole life sentences and the tide of European human rights jurisprudence: What is to be done? Human Rights Law Review, 14: 59-84.
  62. Ενδεικτικώς, Oldham κατά Μεγάλης Βρετανίας (της 26.09.2000, αρ. προσφυγής 36273/1997) και Blackstock κατά Μεγάλης Βρετανίας (της 21.06.2005, 59512/2000).
  63. Μεταξύ άλλων, Κακαουνάκη Μ. (2015) Αποφυλακίζονται ακόμη και … βαρυποινίτες, Εφημερίδα «Η Καθημερινή της Κυριακής» της 29.03.2015.
  64. Στο σημείο αυτό δείχνει να συγκλίνει τόσο η Αιτιολογική Έκθεση επί του Ν. 4322/2015 (σ. 6), όσο και η από 1.04.2015 Ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος.
  65. Κιούπης, Δ. (2001) Η επίδραση του Διαφωτισμού στο ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρ ΝΑ’/577-584 (582).
  66. Επί του γενικότερου ζητήματος της δυνατότητας συνέτισης του κρατούμενου μέσα στη φυλακή, Κουράκης, Ν. (1997) Ποινική Καταστολή, σ. 94επ.
  67. Αν και στα περισσότερα δικαιϊκά συστήματα γίνεται χρήση του όρου «επανένταξη», στη Γερμανία χρησιμοποιείται ο όρος «επανακοινωνικοποίηση», όχι υπό την έννοια του σωφρονισμού ή της θεραπείας του δράστη, αλλά της αποκατάστασης της σχέσης αυτού με την κοινωνία και της εκ νέου ενσωμάτωσης του δράστη στην κοινωνία ως κοινωνικά υπεύθυνου πλέον πολίτη, κατά τρόπο ώστε να αποφευχθεί στο μέλλον η διάπραξη νέων εγκλημάτων. Το (Δυτικό) Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (στην υπόθεση «Lebach», BVerfGE, 35, 202, ιδίως 235-236), ήδη από το 1973, συνέδεσε την επανακοινωνικοποίηση με την προστασία της αξιοπρέπειας του κρατουμένου, κρίνοντας ότι: «από συνταγματικής απόψεως, η απαίτηση αυτή (σ.σ. για επανακοινωνικοποίηση) ανταποκρίνεται σε μία κοινωνία που τοποθετεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια στο κέντρο της αξιακής της τάξης … Ως υποκείμενο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων που τη διασφαλίζουν, ο εγκληματίας πρέπει να έχει τη δυνατότητα, μετά την έκτιση της ποινής του, να ενταχθεί στην κοινωνία». Επ’ αυτών, ενδεικτικώς, Lazarus, L. (2004) Contrasting prisoners’ rights: A comparative examination of England and Germany, Oxford University Press, σ. 61, της ιδίας (2006), Conceptions of liberty deprivation, The Modern Law Review, 69(5): 738-769, Morgenstern, C. (2011) Judicial rehabilitation in Germany, European Journal of Probation, 3(1): 20-35 (21-22) και Van Zyl Smit, D. (2010) Outlawing irreducible life sentences: Europe on the brink? Federal Sentencing Reporter, 23(1) 39-48 (40).
  68. Σύσταση Rec (2006)2 της Επιτροπής Υπουργών των Κρατών Μελών, σε: www.coe.int/t/DGHL/STANDARDSETTIN/PRISONS/EPR/EPR greek.pdf.
  69. Ενδεικτικώς, Rivière κατά Γαλλίας (της 11.07.2006) και Dybecu κατά Αλβανίας (18.12.2007).
  70. Σε αντίθεση προς το Διεθνές Σύμφωνο, η έκφραση που χρησιμοποιείται στον Κανόνα 102, αποφεύγει εσκεμμένα τη χρήση του όρου «αλλαγή», επειδή, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, είναι δυνατόν να εκληφθεί ως μεταχείριση ηθικοπλαστικού χαρακτήρα.
  71. Χατζηθεοδώρου, όπ.π. Ενδεικτικώς, MM κατά Ηνωμένου Βασιλείου (της 13.11.2012, αρ. προσφυγής 24029/2007) και Velyo Velev κατά Βουλγαρίας (της 27.05.2014, αρ. προσφυγής 16032/2007).
  72. Χατζηθεοδώρου, όπ.π. και Mavronicola, Ν. (2014) Ιnhuman and degrading punishment, dignity and limits of retribution, The Μodern Law Review, 77(2): 292-307 (297).
  73. Έτσι, Πανούσης, Γ. (2007) Οι σκληροί κυβερνούν τις φυλακές και οι φύλακες τους διαδρόμους, Εφημερίδα «Ημερησία» της 28.04.2007, σε: http://giannis panousis.gr/politics/042007/ και του ιδίου (2011) Η κοινωνική επανένταξη ως αυτοτελές δικαίωμα των κρατουμένων – Αρχή διαλόγου, προσβάσιμο σε: www. epanodos.org.gr/documents/10199/22195/.
  74. Πανούσης (2007), όπ.π.
  75. Πανούσης (2007), όπ.π.
  76. Πανούσης, Γ. (2014) Φυλακές υψίστης ασφαλείας, σε: http: //tvxs.gr/news/ellada/fylakes-ypsistis-asfaleias-o-sofronismos-egine-afanismos-kratoymenon.
  77. Ενδεικτικώς, Crétenot, M. (2013) From national practices to European guidelines: interesting initiatives in prison management, European Prison Observatory. Detention conditions in the European Union, Associazione Antigone Onlus, Rome.
  78. Crétenot, 32.
  79. Crétenot, 32.
  80. Crétenot, 33.
  81. Giavrimis, P. (2012) The training of prison guards: The case of Greece, International Journal of Criminology and Sociological Theory, 5(1): 871-885 (passim).
  82. Έτσι, Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ηλεκτρονική επιτήρηση σε υπόδικους, κατάδικους και κρατούμενους σε άδεια» (επί του άρθρου 1).
  83. Πανούσης (2011), όπ.π.
  84. Vos, H./Gilbert, E. (2015) Reducing prison population: Overview of the legal and policy framework on alternatives to imprisonment at European level, Criminal Justice Program of the European Union, Leuven Institute of Criminology.
  85. Ενδεικτικώς, Crewe, B. κ.ά. (2011) Staff culture, use of authority and prisoner quality of life in public and private sector prisons, Australia and New Zealand Journal of Criminology, 44(1): 94-115, Liebling A. (2004), Prisons and their moral performances: A study of values, quality and prison life, Oxford: Clarendon Press, Liebling, A. κ.ά. (2005) Revisiting prison suicide: The role of fairness and distress, σε: Liebling A/Messner, S. (επιμ.). The effects of imprisonment, Cullompton: Willan Publishing, σ. 209-231, Liebling, A. κ.ά. (2011), Staff prisoner relationships, at HMP Whitemoor: Twelve years on, London: Home Office, Sparks, R./Bottoms, A. (2008), Legitimacy and imprisonment revisited: Some notes on the problem of order ten years after, σε: Byrne,J./Hammer, D./Taxman F. (επιμ.) The culture of prison violence, Boston, MA: Allyn and Bacon, σ. 91-104 και Sparks, R. κ.ά. (1996) Prisons and the Problem of Order, Oxford: Clarendon Press.
  86. Cf European Parliament (2013) Report on the impact of the financial and economic crisis on human rights (Vaidere, I. : rapporteur), Committee on Foreign Affairs (1.03.2013), καθώς, επίσης, Bailien-Gainche, M.L. (2013) Rapport annuel 2012 de l’Agence des droits fondamentaux de l’Union européenne: les droits fondamentaux, victimes de la crise, Lettre «Actualités Droits – Libertés» du CREDOF (24.06.2013), προσβάσιμο σε: http://reddh.org/letter-dl.
  87. Tulkens, F. (2013) The European Convention on Human Rights and the Economic Crisis: The Issue of Poverty, Academy of European Law, Distinguished Lectures of the Academy, EUI Working Paper AEL 2013/8.
  88. Επί του γενικότερου ζητήματος της σύγχρονης οικονομικής κρίσης, βλ. Revault d’Allonnes, M. (2012) La crise sans fin. Essai sur l’expérience moderne du temps, Paris, SEUIL.