Ο κλάδος της Ιδιωτικής Ασφάλειας στην Ελλάδα την εποχή της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης

Ευάγγελος I. Χαϊνάς

Ο κλάδος της Ιδιωτικής Ασφάλειας στην Ελλάδα την εποχή της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης: Ερευνητικά δεδομένα, θεωρητικές επισημάνσεις και προβληματισμοί

Ευάγγελος I. Χαϊνάς, Κοινωνιολόγος, Yπ. Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών

Το άρθρο αυτό αφιερώνεται στον κ. Νέστορα Κουράκη, Ομότιμο Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ως ελάχιστο δείγμα σεβασμού, εκτίμησης, ευγνωμοσύνης και αναγνώρισης της πολυετούς ακαδημαϊκής προσφοράς του και του διδακτικού, ερευνητικού και συγγραφικού του έργου, που συνέβαλαν καταλυτικά στην ανάπτυξη της επιστήμης της εγκληματολογίας. Αναμφισβήτητα, η συνεισφορά του στην επιστήμη της εγκληματολογίας είναι ανεκτίμητη και το επιστημονικό του έργο αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς για κάθε νέο, και όχι μόνον, επιστήμονα. Ταυτόχρονα, είναι αξιοσημείωτη η στάση ζωής του, ως Ανθρώπου, με κύρια χαρακτηριστικά την πολυμάθεια, την εντιμότητα, την καλοσύνη, τη γενναιοδωρία και τις ηθικές του αξίες και αρχές. Ευκαιρίας δοθείσης, απ’ αυτό το βήμα, επιθυμώ ειλικρινά να εκφράσω τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη για όλα όσα έχει προσφέρει σ’ εμάς και στην επιστήμη της εγκληματολογίας.
  1. Το διακύβευμα της ασφάλειας: θεωρητικές προσεγγίσεις και σύγχρονες κατευθύνσεις

Αναντίρρητα, τα τελευταία χρόνια η Παγκόσμια Κοινότητα βρίσκεται σε μία περίοδο έντονων αλλαγών και εξελίξεων σε όλους τους τομείς (πολιτική, οικονομία, εγκληματικότητα κ.ά.) (Πάκος, 2001). Η γρήγορη και πολύπλευρη ανάπτυξη της τεχνολογίας κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα έχει αλλάξει βαθμιαία τους όρους της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα βασικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τη διαμόρφωση των νέων συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο είναι η παγκοσμιοποίηση (Βεργόπουλος, 1999 & Μπεκ, 1999) όχι μόνο της οικονομίας αλλά και της εγκληματικότητας (Δημόπουλος, 2003 & Τσήτσουρα, 2003) που σηματοδοτείται από την έξαρση της διεθνούς τρομοκρατίας και τη μετάλλαξη των παραδοσιακών μορφών εγκληματικότητας, διαμορφώνοντας μια νέα, διεθνή τυπολογία του οργανωμένου εγκλήματος, όπου τα σύνορα μιας χώρας δεν αρκούν πλέον για να την αντιμετωπίσουν.

Ο αντίκτυπος των αλλαγών στο επίπεδο της εγκληματικότητας ήταν να δημιουργηθεί μία αντίστοιχη κατάσταση «παγκοσμιοποιημένης ανασφάλειας» η οποία συντηρείται μέσα από το γενικότερο πλαίσιο της «κοινωνίας της διακινδύνευσης» (Beck, 1992). Με τον όρο «κοινωνίες της διακινδύνευσης» ή «risk societies» ο Beck εννοεί τις σημερινές δυτικές κοινωνίες που έχουν μετατραπεί σε ένα απέραντο εργαστήριο όπου κανείς δεν είναι υπεύθυνος για τα συντελούμενα πειράματα. Έτσι, οι πάντες είναι δυνάμει αποδέκτες, θύματα και πρωταγωνιστές ανεξέλεγκτων διακινδυνεύσεων. Η «κοινωνία της διακινδύνευσης», (risk society), έννοια «μετανεωτερικού χαρακτήρα» (Giddens, 2001) οδηγεί σε ένα «κράτος διαχείρισης κινδύνων», δηλαδή σε ένα «κράτος διαχείρισης κρίσεων», μικρών ή μεγάλων και επίσης σε ένα διεθνές σύστημα διαχείρισης κινδύνων και άρα κρίσεων (Βενιζέλος, 2005: 39). Στην εποχή της «ύστερης νεοτερικότητας», οι κοινωνίες είναι κοινωνίες βασικά «ρίσκου» ή «κινδύνου» (Ανθόπουλος, Κοντιάδης & Παπαθεοδώρου, 2005).

Οι «αβεβαιότητες» (Beck, 2000: 216) και το «ρίσκο» (Μανωλεδάκης, 2005: 183-186) σχετίζονται άμεσα με την οικονομική εξέλιξη. Κατά τον Beck η αίσθηση της διακινδύνευσης ξεκινάει εκεί που τελειώνει η εμπιστοσύνη στην ασφάλεια και η πίστη στην πρόοδο. Έτσι, εμφανίζεται ένα μοντέλο συμπεριφοράς που ο Beck το ονομάζει «no-longer-but-not-yet» (no longer trust/security, not yet destruction/disaster). Δηλαδή, οι πολίτες δεν αισθάνονται εμπιστοσύνη και ασφάλεια στον κρατικό μηχανισμό γιατί θεωρούν ότι η ζημιά θα επέλθει αργά ή γρήγορα (Beck, 1996).

Επιπρόσθετα, η κατάλυση του κράτους πρόνοιας σε παγκόσμιο επίπεδο (Κοντιάδης, 2001) συνοδεύτηκε από την παγκοσμιοποίηση της καταστολής και την ενδυνάμωση του παγκοσμιοποιημένου πλέον κράτους ασφάλειας (Πανούσης, 2004: 1156). Πλέον πια, η έννοια της ασφάλειας δεν περιορίζεται μόνο σε αυστηρά γεωπολιτικούς και στρατιωτικούς όρους. Στη σύγχρονη εποχή υπό τον όρο ασφάλεια νοούμε περισσότερα πράγματα. Συμπεριλαμβάνονται θέματα οικονομικής ανάπτυξης, τεχνολογίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ίσες ευκαιρίες, προστασία του περιβάλλοντος και γενικά κάθε αξία που προάγει την ανθρώπινη ευημερία.

Σε διεθνές επίπεδο, η αστυνομική και δικαστική συνεργασία (Συμεωνίδου-Καστανίδου, 2004: 191-201) αποτελεί το μέσο επίτευξης του στόχου της ασφάλειας εις βάρος ακόμα και της ελευθερίας (Αργυρόπουλος, 2004: 8), στο πλαίσιο του τρόπου λειτουργίας των σύγχρονων κοινωνιών της «διακινδύνευσης» ή του «ρίσκου» (risk societies), μέσα από την εμφάνιση συνεχώς νέων απειλών και κινδύνων. Συγκεκριμένα, απόρροια των σύγχρονων τάσεων αυστηροποίησης της αντεγκληματικής πολιτικής αποτελεί η επέκταση του επίσημου κοινωνικού ελέγχου και των νέων τεχνικών-μορφών της μέσα και από την εφαρμογή προληπτικών πολιτικών για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας (Λαμπροπούλου, 1994, Χάιδου, 2003). Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται διεθνώς, μία συνεχώς αυξανόμενη τάση τιμωρητικότητας (Ζαραφωνίτου, 2008), που επηρεάζει άμεσα τις συνθήκες που οδηγούν στην αύξηση του σωφρονιστικού πληθυσμού (Παπαθεοδώρου, 2005β: 105), αφού πλέον πια οι «πλειοψηφίες είναι στο στόχαστρο» (Παρασκευόπουλος, 2003) και τέλος, καταγράφεται «ένταση της αστυνόμευσης ως συνέπεια και της αύξησης των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, οι οποίες δρουν παράλληλα με την επέκταση των τεχνικών και ηλεκτρονικών μέσων επιτήρησης» (Ζαραφωνίτου, 2004: 2049).

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η βασική μορφή πίεσης που τα τελευταία χρόνια προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές ασφάλειας των ευρωπαϊκών κρατών απορρέει από την αυξανόμενη προσφυγή των πολιτών στην ιδιωτική ασφάλεια. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα παρατηρείται η εκτεταμένη αξιοποίηση των εταιρειών που ανήκουν στον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλειας, τόσο από την πλευρά των πολιτών, όσο και από την πλευρά του Κράτους, των Δήμων και των ιδιωτικών εταιρειών (π.χ. τράπεζες, πολυεθνικές επιχειρήσεις, super markets, εμπορικά κέντρα κ.λπ.) (Παπαθανασόπουλος 1998 & 2000). Στη βάση αυτή, με σκοπό να αντιμετωπιστεί η συνεχώς αυξανόμενη μικροεγκληματικότητα (street crime) στις πόλεις και να μειωθεί το αίσθημα ανασφάλειας και ο φόβος του εγκλήματος (Ζαραφωνίτου, 2002), η προσφυγή των πολιτών, των ιδιωτικών επιχειρήσεων-οργανισμών και των κρατικών υπηρεσιών και φορέων στις εταιρείες ιδιωτικής ασφάλειας, θεωρείται μεταξύ των άλλων πρακτικών αντιμετώπισης του φαινομένου, ως η πιο συνηθισμένη.

H χωροταξική διαμόρφωση του εσωτερικού των πόλεων προσδιορίζεται από τη αρχιτεκτονική και περιβαλλοντική σχεδίαση, η οποία δρα με πιο εκλεπτυσμένο τρόπο στην άσκηση κοινωνικού ελέγχου από την παραδοσιακή πρόληψη με τις συλλήψεις, τις καταδίκες και τις φυλακίσεις παραβατών (Λαμπροπούλου, 1994). Ο St. Cohen (1985: 1) υποστηρίζει ότι ο κοινωνικός έλεγχος περιλαμβάνει όλους τους οργανωμένους τρόπους αντίδρασης της κοινωνίας σε σχέση με την ανθρώπινη συμπεριφορά η οποία ορίζεται ως παρεκκλίνουσα, προβληματική, ενοχλητική ή ανεπιθύμητη.

 Επιπρόσθετα, τα μέτρα πρόληψης σταδιακά μετατοπίζονται από το δράστη στο δυνητικό παραβάτη και θύμα. Τα σύγχρονα εμπορικά κέντρα, τα πάρκα ψυχαγωγίας, τα σχολικά κτίρια, οι συνοικισμοί και οι δρόμοι, επανασχεδιάζονται με άξονα την ασφάλεια των κατοίκων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τάσης αυτής, μέσω των οποίων αναπτύσσονται νέες μορφές κοινωνικού ελέγχου είναι οι «gated communities», οι οποίοι είναι οικισμοί εύπορων κοινωνικών στρωμάτων που τοποθετούνται μακριά από περιοχές που θα χαρακτηρίζονταν ως «προβληματικές», για να μη «διατρέχουν κίνδυνο» οι ένοικοί τους (Λαμπροπούλου, 2001).

Κύριο χαρακτηριστικό των οικισμών αυτών είναι τα αυξημένα μέτρα ασφάλειας. Ενδεικτικά κάποια από τα μέτρα ασφάλειας που χρησιμοποιούνται σε αυτούς, είναι η πρόσληψη προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας, οι μπάρες, ο ηλεκτρονικός έλεγχος και τα συστήματα παρακολούθησης με βιντεοκάμερες σε όλο τον οικισμό. Μέχρι το 1997, οι οικισμοί αυτοί ανέρχονταν στις είκοσι χιλιάδες μόνο στις Η.Π.Α. με 8.4 εκατομμύρια ανθρώπους να ζουν σ’ αυτές (Λαμπροπούλου, 2003: 788-789).

Αξιοσημείωτο είναι ότι η τάση αυτή προϋπήρχε ήδη από τον Μεσαίωνα. Οι «επικίνδυνες τάξεις» (επαίτες, φτωχοί) αντιμετωπίζονταν ύποπτα από τους φεουδάρχες και τους βασιλείς, το ίδιο και οι σημερινοί φτωχοί -και γενικότερα το κοινωνικό περιθώριο- από εκείνους που ζουν στα «κάστρα του πλούτου». Οι ευκατάστατοι μπορούν να «οχυρώνονται» σε πολυτελή διαμερίσματα και κοινωνικά ομοιογενείς γειτονιές, εξαρτώντας την ασφάλειά τους κυρίως από ιδιωτικές επιχειρήσεις ασφάλειας που λειτουργούν ως ιδιωτικός στρατός (Λαμπροπούλου, 2001: 76-80). Σε αυτό πλαίσιο, το μοντέλο του Oscar Newman για τον «υπερασπίσιμο χώρο» (defensible space) (Newman, 1972), βρίσκει άμεση εφαρμογή. Στην Ελλάδα αυτή η τάση έχει εμφανιστεί εδώ και μία δεκαετία -χωρίς να έχει λάβει τις ίδιες διαστάσεις όπως σε άλλες χώρες- και εντοπίζεται κυρίως σε κάποιες περιοχές της Αθήνας όπως (Εκάλη, Πολιτεία, Νέο Ψυχικό κ.ά.).

Το εν λόγω μοντέλο αφορά παρεμβάσεις τεχνικής φύσεως στο περιβάλλον ώστε να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή και η αποτελεσματικότητα του κοινωνικού ελέγχου. Σύμφωνα με τον Newman (1972) ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος σε μια περιοχή αυξάνει ανάλογα με το βαθμό ταύτισης των κατοίκων με αυτήν, δηλαδή με το πόσο φιλική και ασφαλή τη νιώθουν. Για την ασφάλεια προτείνει μια σειρά τεχνικών μέτρων, για παράδειγμα να έχουν οι οικοδομές λίγους ορόφους, να υπάρχουν μικρού μήκους διάδρομοι στα κτίρια, να δημιουργηθούν φυσικά όρια (π.χ. τάφροι, ρείθρα κ.λπ.) ή τεχνητά εμπόδια μεταξύ των οικοπέδων ή ανάμεσα στα δημόσια και τα ιδιωτικά ακίνητα (κιγκλιδώσεις, περίφραξη), να δημιουργηθούν χώροι συνεύρεσης των ενοίκων στις πολυκατοικίες, να είναι δυνατή η εξωτερική εποπτεία των κοινόχρηστων χώρων των πολυκατοικιών, ακόμη και τμήματος των διαμερισμάτων κ.ά. (Λαμπροπούλου, 2003: 788-789).

Ο T. Hope στην ανάλυση της εξέλιξης της «κοινοτικής πρόληψης» που επιχειρεί, αναφέρει ότι η βασισμένη στην αστεακή ανάπτυξη πρόληψη που είχε ως αφετηρία, κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, την «κοινωνική αποδιοργάνωση», εστιάστηκε μεταπολεμικά στα «κοινωνικά προβλήματα» και, μετά το 1980, εντοπίζεται πλέον στο πλαίσιο της «τρομοκρατημένης πόλης», δηλαδή, «στους πολίτες που ανησυχούν για την ασφάλεια τους και την απειλή πιθανής θυματοποίησής τους στην περιοχή της κατοικίας τους» (Hope, 1995: 41-42).

Η θεωρητική τοποθέτηση T. Hope επιβεβαιώνεται από έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί σε περιοχές με μεγάλη εγκληματικότητα που αναφέρονται στο φόβο θυματοποίησης από το έγκλημα. Γενικά, όταν ο χώρος που μας περιβάλλει είναι σε αναταραχή, ή σε σύγχυση (disordered) εκλαμβάνεται ως «επικίνδυνος», με αποτέλεσμα η αντίληψη αυτή να συντελεί στην γενίκευση του φόβου. Ειδικότερα, τα graffiti, τα εγκαταλελειμμένα σπίτια, τα σπασμένα παράθυρα, η κατεστραμμένη δημόσια ιδιοκτησία στα πάρκα και στα γήπεδα, αποτελούν ορατά σημάδια που χαρακτηρίζουν αρνητικά τη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία εκλαμβάνεται εξαιτίας

του φόβου, ως μια τοποθεσία που οι πολίτες αποφεύγουν να περπατήσουν σε αυτή (Ζαραφωνίτου, 2004).

Τέτοιες περιοχές δεν είναι άλλες από τις φτωχές συνοικίες ή περιοχές, οι οποίες στιγματίζονται ως επικίνδυνες και στις οποίες συγκεντρώνονται ως επί το πλείστον το περιθώριο (επαίτες, μετανάστες κ.ά.). Ο ξένος και ο άγνωστος συνιστούν τις απειλές για τον ιδιωτικό χώρο των πολιτών (Shearing & Stenning, 1987: 317-323). Κατά συνέπεια, αυτές οι κοινωνικές ομάδες προξενούν φόβο και εκλαμβάνονται ως «κακοί» και «απειλητικοί» και ταιριάζουν στο προφίλ της θεωρίας αστυνόμευσης για τα «σπασμένα παράθυρα» (broken windows), η οποία υποστηρίζει ότι εάν δεν τιμωρηθούν οι δημόσιες συμπεριφορές αποδιοργάνωσης, θα εκλύσουν και άλλους εγκληματίες, οδηγώντας έτσι σε πιο σοβαρά εγκλήματα.

Αναντίρρητα, η εισαγωγή νέων τεχνολογιών καταστολής εξυπηρετεί την αστυνόμευση, την καταστολή της μικρομεσαίας εγκληματικότητας και τον ποινικό έλεγχο των πληθυσμών (Παρασκευόπουλος, 2004, Παπαθεοδώρου, 2009). Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνεται στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η εφαρμογή στις Η.Π.Α. του δόγματος της «μηδενικής ανοχής» για την αντιμετώπιση της μικροεγκληματικότητας και της κοινωνικής απειθαρχίας (Δημόπουλος, 2003: 49), η οποία μετέπειτα εξάχθηκε σταδιακά και στον ευρύτερο χώρο της Ευρώπης. Στην Ευρώπη ο προβληματισμός γύρω από την έννοια της ασφάλειας και τη λειτουργία της ως δικαιώματος του πολίτη και ως κοινού κοινωνικού αγαθού αναπτύχθηκε κυρίως προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και είχε ως άμεσο επακόλουθο τη ψήφιση πολλών νομοθετημάτων σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Αγγλία και το Βέλγιο, ως αποτέλεσμα της «ηγεμονικής αντίληψης για την αντεγκληματική πολιτική» (Παπαθεοδώρου, 2005α: 198) που πρεσβευόταν από την πλευρά της Αμερικής.

Στο πλαίσιο ανάπτυξης αυτής της τάσης χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ μέχρι πρόσφατα ο προδραστικός έλεγχος συνδεόταν με όλες εκείνες τις μορφές άσκησης πολιτικής για την αποτροπή της δημιουργίας όρων εκδήλωσης «παρεκκλίνουσας» συμπεριφοράς, η σύγχρονη εκδοχή του προδραστικού ελέγχου συνίσταται όλο και περισσότερο σε τεχνικές μορφές πρόληψης με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας (Παπαθεοδώρου, 2009). Κυρίαρχο χαρακτηριστικό του μοντέρνου κοινωνικού ελέγχου είναι η «εμπορευματοποίηση» της ασφάλειας, η οποία έχει ως άξονες την ανάπτυξη των εταιρειών ιδιωτικής ασφάλειας και της περιστασιακής πρόληψης μέσω της επέκτασης των τεχνικών και ηλεκτρονικών μέσων επιτήρησης (Μαγγανάς, 2001: 274-284).

  1. II. Ο κλάδος της ιδιωτικής ασφάλειας στην Ελλάδα. Περιγραφή της επικρατούσας κατάστασης

 

Α. Γενικός τίτλος της ειδικότητας του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας

Στην ελληνική αγορά εργασίας, ο πλέον ευρέως γνωστός όρος άσκησης του συγκεκριμένου επαγγέλματος είναι «παροχή υπηρεσιών ασφαλείας» το οποίο περιλαμβάνει όλο το εύρος από κάθε είδους παροχών υπηρεσιών ασφαλείας.

Οι επιχειρήσεις που ασκούν αυτές τις υπηρεσίες ονομάζονται Ιδιωτικές Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας (Ι.Ε.Π.Υ.Α.)[1] και το προσωπικό αυτών προσωπικό των Ιδιωτικών Επιχειρήσεων Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας[2]. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο ο προτεινόμενος τίτλος του επαγγέλματος είναι «Προσωπικό Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας». Όμως, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη σχετική νομοθεσία και έπειτα από πρόταση των εκπρόσωπων των εργαζομένων και εργοδοτών στο επάγγελμα, ο πιο δόκιμος τίτλος που ανταποκρίνεται στην αγορά εργασίας είναι Ιδιωτικό Προσωπικό Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας (Ι.Π.Π.Υ.Α.) (ΕΚΕΠΙΣ, 2006: 7-8).

Ωστόσο, εκτός από το προσωπικό των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, γενικότερα όλοι όσοι ασκούν τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, όπως αυτοί που λειτουργούν ως προσωπικό εσωτερικής ασφάλειας των ίδιων των επιχειρήσεων (in house security, υπεύθυνοι ασφαλείας διάφορων επιχειρήσεων και οργανισμών κ.ά.), ή γενικώς όσοι παρέχουν ασφάλεια εκτός των επιχειρήσεων ιδιωτικής ασφάλειας (πλην των θυρωρών, φυλάκων μουσείων και νυκτοφυλάκων που υπάγονται σε διαφορετική ταξινόμηση βάσει του ΣΤΕΠ 92 και συγκεκριμένα στο 9152) υπάγονται ως προσωπικό στον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλειας.

Σήμερα, στην ελληνική οικονομική δραστηριότητα, οι Ι.Ε.Π.Υ.Α. αναγνωρίζουν και δραστηριοποιούν, ως κυριότερες ειδικότητες με απασχόληση του μεγαλύτερου ποσοστού του προσωπικού τους, τις κάτωθι (ΕΚΕΠΙΣ, 2006: 7):

  1. Ειδικότητα: Ιδιωτικό Προσωπικό Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Σταθερών Φυλάξεων.
  2. Ειδικότητα: Ιδιωτικό Προσωπικό Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Χρηματαποστολών.
  3. Ειδικότητα: Ιδιωτικό Προσωπικό Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Χειρισμού Κ.Σ.Λ.Σ (Κεντρικού Σταθμού Λήψης Σημάτων).
  4. Ειδικότητα: Ιδιωτικό Προσωπικό Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Εποχούμενης Φύλαξης.

      Τελευταία, προστέθηκε και η ειδικότητα: «παροχή υπηρεσιών από ένοπλους ιδιώτες φρουρούς σε εμπορικά πλοία υπό ελληνική σημαία», που προστέθηκε με το άρ.11 του Νόμου υπ’ αριθμ. N. 4058 – Α’ 63 – 22/3/2012 με τίτλο: «Παροχή υπηρεσιών ασφαλείας από ένοπλους φρουρούς σε εμπορικά πλοία και άλλες διατάξεις».

Αναφορικά με τους τρόπους που οι Ι.Ε.Π.Υ.Α. παρέχουν τις υπηρεσίες τους και τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές καταγράφονται κυρίως δύο: α) με έμψυχο δυναμικό και β) με ηλεκτρονικά μέσα (ηλεκτρονικά συστήματα επιτήρησης CCTV κ.λπ.) (ΕΚΕΠΙΣ, 2006: 13).

Β. Γενική περιγραφή του περιεχομένου και σκοπός της ειδικότητας του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας

Ως ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας ορίζεται ο εργαζόμενος του ιδιωτικού τομέα που αναλαμβάνει να επιτηρεί και να ελέγχει με κάθε σύννομο μέσο και τρόπο υλικά και άυλα αγαθά και αξίες με σκοπό την ελαχιστοποίηση των πάσης φύσεως κινδύνων (ΕΚΕΠΙΣ, 2006: 8).

Συνοπτικά το προσωπικό των Ι.Ε.Π.Υ.Α. «καλείται να προσφέρει τις υπηρεσίες του προς διαφύλαξη περιουσιών, αγαθών και αξιών (οικιών, εγκαταστάσεων, τραπεζών, διάφορων χώρων, εμπορικών καταστημάτων, εταιρικών μυστικών, χρημάτων, πολύτιμων αντικειμένων και αξιών κ.λπ.) και φυσικών προσώπων (ιδιωτών, πλήθους ατόμων, υπαλλήλων διάφορων επιχειρήσεων και οργανισμών, σημαντικών προσώπων κ.λπ.), από κινδύνους απρόβλεπτους (όπως ατυχήματα, σεισμούς, πυρκαγιά, κατολισθήσεις, ακραία καιρικά φαινόμενα) καθώς και εσκεμμένους (όπως τρομοκρατικά χτυπήματα, απόπειρες ομηρίας ή δολοφονίας, κλοπές, ληστείες, διαρρήξεις, δολιοφθορές, προβοκάτσια κ.λπ.)» (Άνθης, 2004).

Ειδικότερα, το προσωπικό των Ι.Ε.Π.Υ.Α. καθώς περιγράφει ενδεικτικά και ο νόμος 3707/2008 «Ρυθμίσεις θεμάτων Ιδιωτικών Επιχειρήσεων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας και Γραφείων Ιδιωτικών Ερευνών» ασκεί (ενδεικτικά και όχι περιοριστικά) τα παρακάτω καθήκοντα (ΕΚΕΠΙΣ, 2006: 8-9):

α. Επιτήρηση ή φύλαξη κινητών και ακίνητων περιουσιών, αγαθών και εγκαταστάσεων.

β. Προστασία Φυσικών προσώπων.

γ. Προστασία θεαμάτων, εκθέσεων, συνεδρίων, διαγωνισμών και αθλητικών εκδηλώσεων.

δ. Ασφαλή μεταφορά χρημάτων, αξιών και πολυτίμων αντικειμένων.

ε. Έλεγχο και διαβίβαση σημάτων συναγερμού.

στ. Έλεγχο ασφάλειας πληρωμάτων, επιβατών, χειραποσκευών, αποσκευών, φορτίου και ταχυδρομικού υλικού σε αερολιμένες και λιμένες, καθώς και έλεγχο πρόσβασης στους χώρους και εν γένει, στις εγκαταστάσεις αυτών, μετά από έγκριση της αρμόδιας αεροπορικής ή λιμενικής αρχής (καθώς τροποποιήθηκε από τον Ν.2801/2000 ΦΕΚ. Α΄ 46 της 3-3-2000)[3].

ζ. Συνοδεία αθλητικών αποστολών για την ασφαλή μετακίνησή τους.

η. Εκπόνηση μελετών και σχεδιασμό μέτρων για την ασφαλή πραγματοποίηση των δραστηριοτήτων των περιπτώσεων α΄ έως και ζ΄.

θ. Εγκατάσταση, συντήρηση και παρακολούθηση λειτουργίας μηχανημάτων και συστημάτων ασφαλείας και συναγερμού, πλην αυτών που τοποθετούνται σε αυτοκίνητο.

ι. Εκμετάλλευση κέντρων λήψης, ελέγχου και διαβίβασης σημάτων συναγερμού.

ια. Εκπόνηση μελετών και σχεδιασμό συστημάτων ασφαλείας, αναφορικά με τις δραστηριότητες των περιπτώσεων θ΄ και ι΄.

ιβ. Υπηρεσίες ασφαλείας από ένοπλους ιδιώτες φρουρούς σε υπό ελληνική σημαία εμπορικά πλοία για την προστασία των επιβαινόντων, του πλοίου και του φορτίου αυτού από επιθέσεις που συνιστούν πειρατεία κατά την έννοια του όρου αυτού σύμφωνα με τα άρθρα 101 και 103 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (ν. 2321/1995 «Κύρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δίκαιο της Θάλασσας και της Συμφωνίας που αφορά την εφαρμογή του μέρους ΧΙ της Σύμβασης», Α’ 136) (άρ.11 του Νόμου 4058 – Α’ 63 – 22/3/2012 με τίτλο: «Παροχή υπηρεσιών ασφαλείας από ένοπλους φρουρούς σε εμπορικά πλοία και άλλες διατάξεις».

Τα ανωτέρω καθήκοντα ωστόσο, καλύπτουν συνοπτικά το φάσμα ακόμα και αυτών των εργαζομένων που εξασκούν καθήκοντα προσωπικού ασφαλείας ως εσωτερική ασφάλεια διάφορων επιχειρήσεων και οργανισμών ή ως προσωπικό ασφαλείας που έχει προσληφθεί από ιδιώτες.

 

Γ. Τυπικές και θεσμικές προϋποθέσεις για την άσκηση του επαγγέλματος

  1. Άδειες λειτουργίας Ι.Ε.Π.Υ.Α.

Για την εξάσκηση του επαγγέλματος, όσον αφορά στην λειτουργία των επιχειρήσεων και τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, βάσει του άρθρου 2 του Νόμου 3707/2008 όπως τροποποιήθηκε βάσει του παλαιότερου Νόμου 2518/1997 απαιτείται έκδοση αδείας λειτουργίας, κατόπιν υποβολής δικαιολογητικών, η οποία εκδίδεται από τον Προϊστάμενο του Επιτελείου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας ύστερα από γνώμη τριμελούς επιτροπής αποτελούμενης από υψηλόβαθμα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας. Η ανωτέρω άδεια δεν μεταβιβάζεται, ισχύει για πέντε (5) χρόνια και ανανεώνεται για ίσο χρονικό διάστημα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αρχικής χορήγησης»[4].

 

  1. Άδειες εργασίας προσωπικού Ι.Ε.Π.Υ.Α.

Σχετικά με το προσωπικό των Ι.Ε.Π.Υ.Α. βάσει του άρθρου 3 του Νόμου 3707/2008  απαιτείται έκδοση αδείας εργασίας κατόπιν υποβολής δικαιολογητικών «η οποία εκδίδεται από την Διεύθυνση του νομού ή την Διεύθυνση Ασφαλείας του τόπου κατοικίας του, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Η άδεια εργασίας είναι προσωπική, ισχύει για πέντε (5) χρόνια και ανανεώνεται για ίσο χρονικό διάστημα εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αρχικής χορήγησης»[5]. Ειδική άδεια απαιτείται για όσους προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε αεροδρόμια της χώρας, η οποία εκδίδεται από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας βάσει του Εθνικού Κανονισμού Ασφάλειας Πολιτικής Αεροπορίας.

 

Δ. Ιστορική αναδρομή και εξέλιξη της ιδιωτικής ασφάλειας

Είναι κοινός τόπος ότι ο θεσμός της ιδιωτικής ασφάλειας έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Η ιδιωτική ασφάλεια προηγήθηκε της δημόσιας επειδή η δημόσια τάξη προήλθε μέσα από ολοκληρωμένες και οργανωμένες πολιτείες (Purpura & Κυριακάκης, 2005: 52). Μάλιστα, στο βιβλίο του Πλάτωνα με τίτλο: «Πολιτεία» διατυπώνονται ολόκληρες προτάσεις για την αγωγή και την παιδεία των φυλάκων κατά την αρχαιότητα σε τέτοιο βαθμό που γίνεται λόγος για την «επιστήμη των φυλάκων» (Purpura & Κυριακάκης, 2005: 52).

Ωστόσο, ο κλάδος της ιδιωτικής ασφάλειας οργανωμένα υπό την μορφή των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας εμφανίζεται στην Αμερική από τα μέσα του 19ου Αιώνα μ.Χ. (Dempsey, 2008, Ηess, 2009) ενώ στην Ευρώπη στις αρχές του 20ου αιώνα μ.Χ. με χώρες όπως η Γερμανία (1901) και η Δανία (1901). Η εξάπλωση όμως του κλάδου σε παγκόσμια κλίμακα, φαίνεται να ανθίζει από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70» (Άνθης, 2004: 11).

Αναφορικά με την κατάσταση στην Ελλάδα η λειτουργία του επαγγέλματος έχει την αφετηρία της στα μέσα της δεκαετίας του ΄70. Αρχικά, οι Ι.Ε.Π.Υ.Α., εκείνο το χρονικό διάστημα παρείχαν τις ακόλουθες υπηρεσίες: ασφαλή μεταφορά χρημάτων, αξιών και πολυτίμων αντικειμένων (με ειδικά θωρακισμένα οχήματα για τον σκοπό αυτό), φύλαξη προσωπικού και εγκαταστάσεων από πυρκαγιές, ατυχήματα και εγκληματικές ενέργειες, με φύλακες σταθερών σημείων και εποχούμενες περιπολούσες φυλάξεις (patrol), φύλαξη πρεσβειών και τραπεζών, φύλαξη φυσικών προσώπων με παροχή σωματοφυλάκων και συνοδών, εγκατάσταση συστημάτων συναγερμού και επιτήρησης μέσω κλειστού κυκλώματος με κάμερες και λίγο αργότερα τη λειτουργία κέντρων λήψης σημάτων συναγερμού και ενημέρωσης των αρχών (ΕΚΕΠΙΣ, 2006: 11).

Ε. Γενική περιγραφή των τάσεων του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλειας στην ελληνική αγορά

Στην Ελλάδα ο κλάδος της ιδιωτικής ασφάλειας εμφανίζεται σχεδόν σε όλους του κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας. Έχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και διαρκώς επεκτείνεται σε ένα όλο και ευρύτερο φάσμα δράσεων. Βασικός λόγος της ανοδικής αυτής τάσης είναι η εκχώρηση δικαιωμάτων και μέρους των καθηκόντων της δημόσιας τάξης και ασφάλειας στις Ι.Ε.Π.Υ.Α., οι οποίες προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε όλους πλέον τους κλάδους της οικονομίας του ιδιωτικού αλλά και του δημοσίου τομέα. Ειδικότερα, το προσωπικό ιδιωτικής ασφαλείας απασχολείται πλέον και σε φυλάξεις με χαρακτήρα δημόσιας τάξεως ή χώρων γενικώς προσιτών στο κοινό (όπως νοσοκομεία, εμπορικά κέντρα, λαϊκές αγορές, πολυκαταστήματα, κ.ά.) (ΕΚΕΠΙΣ, 2006: 12). Ακόμα αρχίζει να επικρατεί η διεθνής πρακτική για χρήση ιδιωτικού προσωπικού ασφάλειας προς προστασία διαφόρων μεταφορικών μέσων (από πειρατεία, ομηρία, τρομοκρατική ενέργεια και κάθε είδους απειλή και έκτακτη ανάγκη) όπως αεροσκαφών εν πτήση, πλοίων εν πλω, τρένων κατά την εκτέλεση δρομολογίων τους, καθώς και την ασφάλεια σιδηροδρομικών σταθμών, αεροδρομίων, λιμανιών και δικτύων αυτών (ΕΚΕΠΙΣ, 2006: 12).

Αξίζει να επισημανθεί ότι οι Ι.Ε.Π.Υ.Α. με το προσωπικό τους έχουν αναλάβει την ασφάλεια των αθλητικών εκδηλώσεων βάσει σχεδιασμού κατά της αθλητικής βίας στα γήπεδα, κατόπιν διευκρινιστικών διατάξεων[6]. Επιπρόσθετα, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος και ειδικά ο τραπεζικός, χρησιμοποιεί όλο και πιο συχνά το προσωπικό των Ι.Ε.Π.Υ.Α. σε επίπεδο σταθερών φυλάξεων και χρηματαποστολών καθώς και στον χρηματικό ανεφοδιασμό των Αυτόματων Μηχανημάτων Ανάληψης Μετρητών (ΕΚΕΠΙΣ, 2006: 13).

Επίσης, αρκετοί είναι οι Δήμοι και οι υπηρεσίες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που αναθέτουν σε προσωπικό ιδιωτικής ασφαλείας την περιφρούρησή των χώρων και εγκαταστάσεών τους μέσω εποχούμενης φύλαξης (Patrols), προβαίνοντας στην επιτήρηση των δημόσιων χώρων και εγκαταστάσεων και την ενημέρωση των αρχών κατά τον εντοπισμό παράνομων ενεργειών, καθώς και την πυρασφάλεια των ευαίσθητων περιοχών στα όρια του Δήμου ή των οικισμών.

 

ΣΤ. Περιγραφή υπάρχουσας κατάστασης της απασχόλησης

Στον ελληνικό χώρο, όπως αναφέρθηκε πρωτύτερα, ο κλάδος της ιδιωτικής ασφάλειας ξεκινά την ανάπτυξή του από την δεκαετία του ’70, αλλά γνωρίζει αλματώδη εξέλιξη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπου και εμφανίζονται στον χώρο εκατοντάδες Ι.Ε.Π.Υ.Α. Το 2007 είχαν καταγραφεί 1.000 Ι.Ε.Π.Υ.Α. με αριθμό υπαλλήλων άνω των 35.000 (σταθερής και εποχιακής απασχόλησης)[7].

Το 2012 έχουν καταγραφεί 2.150 περίπου επιχειρήσεις με άδεια λειτουργίας και 45.000 άτομα με άδειες εργασίας. Μία σύντομη ανάλυση του μεριδίου απασχόλησης των Ι.Ε.Π.Υ.Α.  στην ελληνική αγορά κατά το 2012, έχει ως εξής (ICAP Group, 2014):

  • Τρεις (3) επιχειρήσεις με κύριο μερίδιο στην αγορά και προσωπικό άνω των χιλίων πεντακοσίων (1500) υπαλλήλων.
  • Τρεις (3) επιχειρήσεις με προσωπικό επτακόσιους (700) υπαλλήλους.
  • Τέσσερις (4) επιχειρήσεις με προσωπικό τετρακόσιους (400) υπαλλήλους.
  • Δέκα (10) επιχειρήσεις με προσωπικό εκατόν πενήντα (150) υπαλλήλους.
  • Δεκάδες επιχειρήσεις με προσωπικό μέχρι είκοσι (20) υπαλλήλους.

 

Ζ. Οικονομικοί δείκτες

Είναι γεγονός ότι η ελληνική αγορά των ιδιωτικών υπηρεσιών ασφαλείας και ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά, αναφέρονται παρακάτω κάποια οικονομικά δεδομένα:

  • Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της κλαδικής μελέτης της ICAP Group (2014), η συνολική εγχώρια αγορά των ιδιωτικών υπηρεσιών ασφαλείας (βάσει αξίας) αυξήθηκαν μεταξύ 1998 και 2009, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 19,2%. Το 2009, ιδίως, υπήρξε μια αύξηση της τάξης του 6,6% από το 2008.
  • Οι υπηρεσίες φύλαξης αντιπροσωπεύουν τη μερίδα του λέοντος της συνολικής εγχώριας αγοράς κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών. Ειδικότερα, η αγορά των υπηρεσιών φύλαξης είχε μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 9,5% ανά έτος 2004 – 2009. Η παραπάνω κατηγορία αντιπροσώπευε το 59,2% της συνολικής αξίας της αγοράς το 2009.
  • Η μεταφορά χρημάτων και η μεταφορά πολύτιμων αντικειμένων είχαν μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 11,8% την περίοδο αυτή, κερδίζοντας ένα μερίδιο 11,2% της συνολικής αγοράς το 2009.
  • Ηλεκτρονικά συστήματα ασφαλείας και οι υπηρεσίες κέντρου ελέγχου συναγερμού έχουν επίσης σημαντικά μερίδια αγοράς. Συγκεκριμένα, η αγορά των ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας (συμπεριλαμβανομένων και των κέντρων ελέγχου συναγερμού) προχώρησε με μέσο ετήσιο ρυθμό 15,8% το 2004-2009, φθάνοντας σε ποσοστό 19,9% το 2009.
  • Η ασφάλεια των αεροδρομίων και αεροπορικών υπηρεσιών ασφαλείας έχει σημειώσει ανάπτυξη (με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 11,7% μεταξύ 2004 και 2009) και αντιπροσώπευε το 9,7% της συνολικής αξίας για το 2009.
  • Οι επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους στον τομέα των ιδιωτικών υπηρεσιών ασφαλείας είναι λίγες. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του κλάδου είναι η διαφοροποίηση μεταξύ του φάσματος των προϊόντων και των υπηρεσιών που προσφέρονται από κάθε εταιρεία. Αρκετές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας ασχολούνται με την εισαγωγή και πώληση ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας (συναγερμούς, κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης κ.λπ.).
  • Μεταξύ των βασικών παραγόντων της ζήτησης για παροχή υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλειας είναι η ανάπτυξη των επιχειρήσεων, καθώς και η ολοκλήρωση και λειτουργία μεγάλων έργων και επενδύσεων από το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα (μεγάλα εμπορικά κέντρα, κυβερνητικά κτίρια, δημόσια έργα κ.λπ.). Επίσης, τα αυξημένα επίπεδα της εγκληματικότητας διαμορφώνουν τη ζήτηση για ιδιωτικές υπηρεσίες ασφαλείας και ηλεκτρονικών συστημάτων, δεδομένου ότι επιφέρει αισθήματα ανασφάλειας στον πληθυσμό.
  • Οι πωλήσεις (σε αξία) των ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας από τις εταιρείες που λειτουργούν σε καθαρά εμπορική επιχείρηση (εισαγωγή, εμπορία, εγκατάσταση, συντήρηση), χωρίς να παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης κέντρου ελέγχου, έχουν βρεθεί σε άνοδο τα τελευταία χρόνια.

Η. Τάσεις και προοπτικές

Η τάση μεγέθυνσης του κλάδου στην αγορά είναι αλματώδης. Ένας από τους λόγους της ανοδικής αυτής τάσης, είναι η εφαρμογή της διεθνούς πρακτικής, δηλαδή της εκχώρησης δικαιωμάτων και μέρους των καθηκόντων της δημόσιας τάξης στις Ι.Ε.Π.Υ.Α. Στην ελληνική περίπτωση, οι Ι.Ε.Π.Υ.Α. αναγνωρίζουν και δραστηριοποιούν, ως κυριότερες ειδικότητες με απασχόληση του μεγαλύτερου ποσοστού του προσωπικού τους, τις κάτωθι (ΕΚΕΠΙΣ, 2006: 16-17):

  1. Ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας σταθερών σημείων για εγκαταστάσεις και φυσικά πρόσωπα.

Η εν λόγω ειδικότητα αποτελεί την πιο δυναμική αλλά και την πιο πολυπληθή κατεύθυνση του κλάδου.

Στη συγκεκριμένη ειδικότητα περιλαμβάνονται οι παρακάτω θέσεις εργασίας:

– Ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας βιομηχανικών χώρων (βιομηχανίες και βιοτεχνίες).

– Ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας πολυκαταστημάτων, εμπορικών κέντρων και αλυσίδων λιανικού εμπορίου.

– Ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας μαζικών εκδηλώσεων (καλλιτεχνικών, αθλητικών, πολιτιστικών).

– Ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας διαχείρισης κτιρίων.

– Ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας οικιών, οικισμών και χωριών.

– Ιδιωτικό προσωπικό ασφάλειας στόχων υψηλής ευθύνης (όπως πρεσβειών και γενικώς διπλωματικών αποστολών).

Επιπλέον, περιλαμβάνονται οι θέσεις εργασίας που αντιστοιχούν στο ιδιωτικό προσωπικό παροχής υπηρεσιών ασφαλείας Αεροδρομίων (Ελεγκτές Ασφαλείας Αερομεταφορών), σιδηροδρομικών εγκαταστάσεων και συρμών, λιμένων και εν γένει λιμενικών εγκαταστάσεων.

  1. Ιδιωτικό προσωπικό παροχής υπηρεσιών ασφαλείας χρηματαποστολών, μεταφοράς χρημάτων, αξιών και πολυτίμων αντικειμένων στο οποίο εντάσσονται οι ακόλουθες θέσεις εργασίας.

– Ιδιωτικό προσωπικό παροχής υπηρεσιών ασφαλείας – Οδηγοί χρηματαποστολών.

– Ιδιωτικό προσωπικό παροχής υπηρεσιών ασφαλείας – Συνοδοί χρηματαποστολών.

– Ιδιωτικό προσωπικό παροχής υπηρεσιών ασφαλείας – Καταμετρητές χρημάτων.

– Ιδιωτικό προσωπικό παροχής υπηρεσιών ασφαλείας – Ανεφοδιαστές ΑΤΜ.

– Ιδιωτικό προσωπικό παροχής υπηρεσιών ασφαλείας – Υπάλληλοι θησαυροφυλακίου.

  1. Ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας εποχούμενης φύλαξης (ελεγκτών σημείων και μονάδων άμεσης επέμβασης γνωστών στον κλάδο ως “Patrol”).
  2. Ιδιωτικό προσωπικό Ασφαλείας Κεντρικού Σταθμού και Λήψης Σημάτων.

Θ. Εκπαιδευτικό επίπεδο

Σχετικά με το εκπαιδευτικό επίπεδο των εργαζομένων στον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλειας προκύπτει ότι απασχολούνται κατά κύριο λόγο απόφοιτοι δημοτικού σε ποσοστό 15%, απόφοιτοι γυμνασίου σε ποσοστό 30%, απόφοιτοι λυκείου και σχολών μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε ποσοστό 45% και 10% απόφοιτοι σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα δεδομένα αυτά διαφοροποιούνται ως προς το προσωπικό των Κέντρων Λήψης Σημάτων όπου η πλειοψηφία είναι απόφοιτοι λυκείου και ανωτάτων σχολών (ΕΚΕΠΙΣ, 2006: 17). Τα τελευταία τρία χρόνια, μεταξύ άλλων και λόγω της οικονομικής κρίσης, απασχολούνται στον κλάδο άτομα με υψηλά τυπικά προσόντα (απόφοιτοι σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης).

Ως προς την απασχόληση των γυναικών στον κλάδο, το 2007 καταγράφηκε ραγδαία είσοδός τους που αγγίζει το 10% των απασχολούμενων στον κλάδο (ΕΚΕΠΙΣ, 2006: 17). Το 2012, το ποσοστό έχει αυξηθεί σε 20% περίπου.

 

Ι. Διεθνείς τάσεις του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλειας

Οι διεθνείς αναφορές για τις τάσεις που έχουν παρατηρηθεί στον συγκεκριμένο κλάδο είναι οι κάτωθι (ΕΚΕΠΙΣ, 2006: 17, Dempsey, 2008, Ηess, 2009):

  1. Ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας εγκαταστάσεων, περιουσιών και προσώπων (γραφείων, οικιών, καταστημάτων, τραπεζών, εξωτερικοί περίμετροι, αλυσίδες καταστημάτων κ.λπ.) στατικό ή κινούμενο, με πεζή περίπολο καθώς και με περίπολα οχήματα.
  2. Ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας των εποχούμενων φυλάξεων “Patrol” ως ελεγκτών σημείων και μονάδων άμεσης επέμβασης.
  3. Ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας ως συνοδοί και οδηγοί χρηματαποστολών, για μεταφορά χρημάτων, αξιών και πολυτίμων αντικειμένων, συμπεριλαμβανομένου των υποειδικοτήτων τους.
  4. Ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας ελεγκτών μέσων αερομεταφοράς και στόχων υψηλής ευθύνης (αεροδρόμια, λιμένες, πρεσβείες, διεθνείς οργανισμοί, εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου, υποδομές ζωτικής σημασίας-κρίσιμες υποδομές κ.λπ.).
  5. Ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας χειριστών σκύλων ασφάλειας και ανίχνευσης.
  6. Σωματοφύλακες και συνοδοί ασφαλείας υψηλών προσώπων (VIPs).
  7. Τεχνικοί υπάλληλοι, εγκαταστάτες συναγερμού και συντήρησης των συστημάτων ασφάλειας.
  8. Ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας επί διαφόρων μεταφορικών μέσων διασφάλισής τους από πειρατεία, ομηρία ή τρομοκρατική ενέργεια καθώς και φύλαξη των δικτύων αυτών (όπως αεροσκάφη, πλοία, τρένα κ.λπ.).
  9. Σύμβουλοι ασφάλειας.

Σύμφωνα με ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η βιομηχανία ασφάλειας είναι τομέας με σημαντικό δυναμικό ανάπτυξης και απασχόλησης. Την τελευταία δεκαετία η παγκόσμια αγορά υπηρεσιών ασφάλειας σχεδόν δεκαπλασιάστηκε σε μέγεθος, από 10 δισεκατομμύρια ευρώ σε 100 δισεκατομμύρια ευρώ το 2011 (Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2012: 2). Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αγοράς περιλαμβάνει βεβαίως την παραγωγή και προσφορά προϊόντων και τεχνολογιών ασφάλειας, με πρωτοπόρες χώρες στον τομέα αυτό τις Η.Π.Α. καθώς και ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Γαλλία).

Η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2012: 5) αναφέρει ότι η αγορά ασφάλειας έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά:

  • Είναι εξαιρετικά κατακερματισμένη αγορά που διαιρείται με βάση τα εθνικά ή ακόμη και τα περιφερειακά σύνορα. Η ιδιωτική ασφάλεια, η οποία είναι ένας από τους πιο ευαίσθητους τομείς άσκησης πολιτικής, είναι παράλληλα ένας από τους τομείς στους οποίους τα κράτη μέλη δεν έχουν καταφέρει να αναπτύξουν εναρμονισμένες διαδικασίες πιστοποίησης και προτύπων.
  • Είναι μια θεσμική αγορά. Μεγάλο μέρος της αγοράς ασφάλειας είναι θεσμική αγορά, δηλ. οι αγοραστές είναι σε μεγάλο ποσοστό δημόσιες αρχές. Ακόμη και σε τομείς στους οποίους η αγορά ασφάλειας είναι εμπορική αγορά, οι απαιτήσεις ασφάλειας εξακολουθούν, σε μεγάλο βαθμό, να τίθενται σε ένα πλαίσιο αυστηρής νομοθεσίας. Η συνθήκη αυτή εμποδίζει την αγορά να αναπτύξει νέους πρωτοπόρους τομείς έρευνας και αγοράς που ξεφεύγουν από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο.
  • Έχει έντονη κοινωνική διάσταση. Η ασφάλεια δεν είναι μόνο μία από τις βασικές ανάγκες των ανθρώπων αλλά και ένας εξαιρετικά ευαίσθητος τομέας. Τα μέτρα και οι τεχνολογίες ασφάλειας μπορούν να έχουν συνέπειες για τα θεμελιώδη δικαιώματα και συχνά προκαλούν φόβο για πιθανή παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. Ως εκ τούτου, το επίπεδο της κοινωνικής αποδοχής και της ζήτησης για τις Ι.Ε.Π.Υ.Α. διαφέρει από κράτος σε κράτος.

Τα παραπάνω τρία χαρακτηριστικά ισχύουν και στην περίπτωση της Ελλάδας. Ένα μάλιστα πρόσθετο χαρακτηριστικό στην ελληνική περίπτωση, είναι ότι σε ένα σημαντικό βαθμό το ίδιο το κράτος έχει σημαντικό ρόλο στη ζήτηση προϊόντων ιδιωτικής ασφάλειας. Μεγάλα ποσά του κρατικού προϋπολογισμού διατίθενται για την παροχή υπηρεσιών ασφάλειας από ιδιωτικές επιχειρήσεις και ιδίως για τη φύλαξη δημόσιων κτιρίων, υπουργείων, κυβερνητικών οργανισμών, επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, λιμανιών, αεροδρομίων, κ.λπ. (Ζέρβας, 2011).

Συγκρίνοντας την αγορά της Ελλάδας με άλλες αλλοδαπές αγορές κρατών της Ευρώπης, σύμφωνα με πανευρωπαϊκή συγκριτική μελέτη για το έτος 2011, διαπιστώνονται τα παρακάτω αποτελέσματα (Confederation of European Security Services, 2011):

  • Ανάμεσα στα 35 κράτη που ερευνήθηκαν, με κριτήριο τον ετήσιο τζίρο της αγοράς ασφάλειας, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 23 θέση, με διακινούμενο τζίρο τα 275 εκ. ευρώ.
  • Με κριτήριο τον αριθμό των Ι.Ε.Π.Υ.Α., η Ελλάδα καταλαμβάνει την 14η θέση (1.200 εταιρείες σύμφωνα με τα στοιχεία μέχρι το 2010). Το 2012 έχουν καταγραφεί 2.150 περίπου εταιρείες.
  • Με κριτήριο των αριθμό των απασχολούμενων υπαλλήλων, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 15η θέση (30.000 υπάλληλοι σύμφωνα με τα στοιχεία μέχρι το 2010). Επίσης, η μέση αναλογία προσωπικού ανά εταιρεία είναι 25 υπάλληλοι, αριθμός που κατατάσσει την Ελλάδα στην 24η θέση.
  • Ο μέσος όρος μισθού των υπαλλήλων ιδιωτικής ασφάλειας για το έτος 2011, είναι 700€, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 17η θέση.
  • Η ποσοστιαία εκπροσώπηση των γυναικών ως υπάλληλοι στη συγκεκριμένη αγορά κυμαίνεται για την Ελλάδα στο 20%, η οποία αποτελεί και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
  • Η αναλογία του πληθυσμού προς έναν υπάλληλο στην Ελλάδα είναι 376 προς 1 κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 17η θέση. Αντίστοιχα η αναλογία πληθυσμού προς έναν αστυνομικό είναι 226 προς 1, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 26η θέση.

Κ. Προβλήματα του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλειας – Ανησυχίες και προβληματισμοί

Υπογραμμίζεται ότι η εντυπωσιακά ποσοτική αύξηση του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας και των Ι.Ε.Π.Υ.Α. δε συνοδεύτηκε με την ποιοτική αναβάθμιση του κλάδου. Σε αντίθεση, το προσωπικό στη μεγάλη του πλειοψηφία αντιμετωπίζει αρκετά και σοβαρά προβλήματα. Μέχρι σήμερα, η εκπαίδευση του προσωπικού καθοριζόταν από τις «απαιτήσεις» των πελατών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εργαζομένων πολλών ταχυτήτων, ήτοι:

  • Τουςεκπαιδευμένους και ικανοποιητικά καταρτισμένους επαγγελματίες, υψηλά αμειβόμενους και με μακροχρόνια εμπειρία στον κλάδο.
  • Τους εργαζόμενους με μηδαμινή ή ελάχιστη εκπαίδευση, χαμηλά αμειβόμενους (η συντριπτική πλειοψηφία αμείβεται με το κατώτερο όριο αμοιβής), που αντιμετωπίζουν το επάγγελμα ως προσωρινή λύση ανάγκης.

Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις, παρατηρείται εκμετάλλευση του υψηλού ποσοστού ανεργίας, καταστρατήγηση των διατάξεων περί κατώτερου μισθού και παρέχονται ακόμη χαμηλότερες αμοιβές, από τις προβλεπόμενες, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Επίσης, είναι γεγονός η υπενοικίαση προσωπικού από εταιρεία σε εταιρεία καθώς και η ύπαρξη ανασφάλιστων ή μερικώς ασφαλισμένων εργαζομένων.

Αναπόφευκτο επακόλουθο της πρόσληψης προσωπικού χαμηλού κόστους είναι η παροχή χαμηλής ποιότητας υπηρεσιών. Δεν παραγνωρίζεται βέβαια το γεγονός ότι οι κανόνες της αγοράς επιβάλουν με τον τρόπο τους, κατά τις σχετικές προκηρύξεις διαγωνισμών, ως βασικό κριτήριο επιλογής το χαμηλότερο κόστος, οδηγώντας τις εταιρείες να περιορίζουν τις αμοιβές κάτω από τα όρια της νομιμότητας.

Δεν πρέπει να παραληφθεί να αναφερθεί ότι η προσφυγή των πολιτών στην ιδιωτική ασφάλεια μπορεί να ενέχει σοβαρές επιπτώσεις. Η χρησιμοποίηση της ιδιωτικής ασφάλειας από την πλευρά των πλούσιων πολιτών δημιουργεί ένα χάσμα και μία όξυνση των ανισοτήτων μεταξύ των πλούσιων οικονομικά τάξεων και των οικονομικά ασθενέστερων. Συγκεκριμένα, οι πολίτες που δεν είναι εύποροι αρκούνται στην ασφάλεια που τους παρέχει το κράτος, εν αντιθέσει με τους πλούσιους πολίτες που έχουν τη δυνατότητα προσφυγής στις Ι.Ε.Π.Υ.Α. Όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, διευρύνεται και ενισχύεται ο κοινωνικός αποκλεισμός των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων. Μία άλλη σοβαρή συνέπεια είναι η «ιδιωτικοποίηση» της ασφάλειας, η αντιμετώπιση δηλαδή της ασφάλειας ως ένα καταναλωτικό αγαθό και η ανάπτυξη ιδιωτικών πεδίων διαχείρισης του φόβου και της ανασφάλειας (Παπαθεοδώρου, 2005β).

Στο πλαίσιο των παραπάνω παραδοχών, τα βασικά προβλήματα του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλειας επικεντρώνονται στα παρακάτω:

  • Επί τρεις δεκαετίες δεν υπήρξε επαρκές και σαφές οριοθετημένο νομοθετικό πλαίσιο για τον τρόπο λειτουργίας των Ι.Ε.Π.Υ.Α.
  • Η εκπαίδευση-κατάρτιση του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας μέχρι και το 2012 ήταν ελλιπής έως σχεδόν ανύπαρκτη.
  • Ελλιπής υποστήριξη του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας από τις Ι.Ε.Π.Υ.Α. σε επίπεδο παροχής υλικοτεχνικής υποδομής (π.χ. αλεξίσφαιρο γιλέκο, ασύρματος, στολή, εξοπλισμός).
  • Ασαφές, κάποιες φορές, πεδίο δραστηριότητας των Ι.Ε.Π.Υ.Α. (υποχρεώσεις-δικαιώματα-αρμοδιότητες του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας).
  • Μικρή κοινωνική αναγνώριση του κλάδου που σε αρκετές περιπτώσεις αγγίζει τα όρια της υποτίμησης και του χλευασμού του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας από την κοινή γνώμη.
  • Οι συνθήκες εργασίας είναι ψυχοφθόρες και επικίνδυνες με χαμηλές αποδοχές και σε κάποιες περιπτώσεις το προσωπικό είναι σε καθεστώς ανασφάλιστης «μαύρης» εργασίας.
  • Το μορφωτικό επίπεδο του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας είναι σχετικά χαμηλό, γεγονός που επηρεάζει καθοριστικά την «εικόνα» του κλάδου στην κοινή γνώμη.

Οι προβληματισμοί και οι ανησυχίες για τη λειτουργία και δράση των Ι.Ε.Π.Υ.Α. και του προσωπικού τους, κατά την άποψή μας, έγκεινται στα εξής:

  • Αυξημένες αρμοδιότητες, ευρύ πλαίσιο καθηκόντων που συνεπάγεται αρκετές δεξιότητες και γνώσεις στο πεδίο ασφάλειας χωρίς να υπάρχει το αντίστοιχο θεωρητικό και πρακτικό υποβάθρο σε μεγάλο μέρος του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας.
  • Οι τεχνολογίες και τα συστήματα ασφάλειας που χρησιμοποιούν οι Ι.Ε.Π.Υ.Α. μπορεί να πλήξουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες (λ.χ. δικαιώματα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικότητας ή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας) σε περίπτωση λανθασμένης ή/και αλόγιστης χρήσης τους από το προσωπικό τους.
  • Πιθανή παραβίαση των ατομικών ελευθεριών και των δικαιωμάτων των πολιτών λόγω έλλειψης γνώσεων του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας σε νομικά θέματα, σε περιπτώσεις σωματικού ελέγχου, σύλληψης, οπλοφορίας, περιπολίας, εκτέλεσης καθηκόντων κ.λπ.
  • Έχουν καταγραφεί περιπτώσεις που το προσωπικό των Ι.Ε.Π.Υ.Α. συνδέεται με το οργανωμένο έγκλημα και με παράνομες δραστηριότητες καθώς και με ακροδεξιές παρατάξεις και ιδεολογίες.
  • Έχουν σημειωθεί περιπτώσεις απασχόλησης ακατάλληλων για τον κλάδο υπαλλήλων (χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών, άτομα με μειωμένες ικανότητες, άτομα χωρίς την προβλεπόμενη άδεια εργασίας).
  • Η κοινή γνώμη σε ένα μεγάλο ποσοστό υποτιμά και απαξιώνει τον συγκεκριμένο κλάδο, γεγονός που δε συμβάλει στη διαμόρφωση ενός ικανοποιητικού πλαισίου συνεργασίας και επικοινωνίας ανάμεσά τους και ως εκ τούτου δυσχεραίνει την εφαρμογή πρακτικών και ενεργειών που σχετίζονται με τα μοντέλα συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής.
  • Η ασφάλεια έχει καταστεί ένα οικονομικό φαινόμενο, ένα φαινόμενο κατανάλωσης με κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις.

III. Συμπεράσματα και προτάσεις

Αδιαμφισβήτητα, τα τελευταία χρόνια καταγράφηκαν σημαντικές αλλαγές στον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλειας. Οι αυξημένοι ρυθμοί ανάπτυξης του κλάδου σε διεθνές επίπεδο, ως αποτέλεσμα της ανάγκης για επέκταση της ασφάλειας, δημιούργησαν νέες εργασιακές ευκαιρίες αλλά και προκλήσεις στο πεδίο της ασφάλειας. Παράλληλα, ανέδειξαν την ανάγκη για σύγχρονα επαγγελματικά περιγράμματα των εργαζομένων στον κλάδο αυτό, που στηρίζονται στη σύγχρονη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, σε κοινά πρότυπα και εργασιακές πρακτικές.

Η διεθνής και ευρωπαϊκή εμπειρία σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό περιβάλλον, έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι είναι αναγκαία η σύγκλιση του πλαισίου των επαγγελματικών καθηκόντων του «προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας» και η βελτίωση των προσφερόμενων υπηρεσιών από εργαζόμενους με κατοχυρωμένες επαγγελματικές γνώσεις και εμπειρία. Η κατάλληλη και ουσιαστική εκπαιδευτική διαδικασία που επιτελείται μέσω της κατάρτισης, αλλά και η εξέταση της γνώσης αυτής, καθώς και των δεξιοτήτων-ικανοτήτων που πιστοποιούνται, συνιστά έναν βασικό παράγοντα που συνεισφέρει σε κάθε επίπεδο[8].

Η πιστοποίηση του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας είναι μια διαδικασία εξαιρετικά σημαντική, καθώς αφορά δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενων που πρέπει να ανανεώσουν την άδεια εργασίας τους, αλλά και όλους όσους επιθυμούν να ενταχθούν στον κλάδο με την έκδοση νέας άδειας εργασίας. Η ειδικότητα «προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας» συγκαταλέγεται πλέον ανάμεσα στις ειδικότητες που συμπεριλαμβάνονται στο Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων και κατά συνέπεια στο αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Πλαίσιο. Ο τίτλος αυτός αναγνωρίζεται σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.[9]  Συγκεκριμένα, ο Εθνικός Οργανισμός Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.) ως αποκλειστικά αρμόδιος για την πιστοποίηση επαγγελματιών της ειδικότητας προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, οι οποίοι δε διαθέτουν αναγνωρισμένο επαγγελματικό τίτλο, έχει αναθέσει την οργάνωση και διενέργεια των εξετάσεων πιστοποίησης στο Κέντρο Μελετών Ασφάλειας (ΚΕ.ΜΕ.Α.) του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, στο πλαίσιο της συνεργασίας που έχει αναπτυχθεί, σύμφωνα με την κοινή απόφαση των αρμοδίων Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Παιδείας Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.

Το θεσμικό πλαίσιο που ορίζει τη διαδικασία διεξαγωγής των εξετάσεων από το ΚΕ.ΜΕ.Α., η εξεταστέα ύλη για την πιστοποίηση της επαγγελματικής επάρκειας του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας το οποίο δε διαθέτει κάποιο αναγνωρισμένο τίτλο, καθώς και ο τύπος του τίτλου επαγγελματικής πιστοποίησης που χορηγείται από τον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., περιγράφονται διεξοδικά στο δικτυακό τόπο του ΚΕ.ΜΕ.Α.[10]

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστούν τα οφέλη της λειτουργίας των Ι.Ε.Π.Υ.Α., τα οποία σε γενικές γραμμές συνοψίζονται στα ακόλουθα:

  • Συμβολή στην πρόληψη και αποτροπή των παράνομων πράξεων.
  • Συμβολή στην εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών.
  • Μείωση των ευκαιριών διάπραξης έκνομων ενεργειών μέσω της εμφανούς παρουσίας.
  • Συνεργασία με την Αστυνομία για την πρόληψη της εγκληματικότητας (επικουρικός ρόλος).
  • Ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
  • Νέες θέσεις εργασίας – καταπολέμηση της ανεργίας.

Οι προτάσεις που κατατίθενται στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης είναι οι κάτωθι:

  • Αναγνώριση της χρησιμότητας και του ρόλου του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλειας από την κοινή γνώμη μέσα από την ενημέρωση και ευαισθητοποίησή της (αποσαφήνιση γκρίζων σημείων-αποτελεσματική επικοινωνιακή στρατηγική και πολιτική) τόσο από τις Ι.Ε.Π.Υ.Α. όσο και από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς.
  • Διαμόρφωση Κώδικα Δεοντολογίας του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας και των Ι.Ε.Π.Υ.Α.
  • Κατάρτιση επικαιροποιημένου μητρώου με το πιστοποιημένο προσωπικό του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλειας.
  • Εφαρμογή της νομοθεσίας και αυστηροποίησή της σε περιπτώσεις που οι Ι.Ε.Π.Υ.Α. την παραβιάζουν, ιδίως, σε περιπτώσεις παράνομης οπλοκατοχής, οπλοφορίας και έλλειψης της κατάλληλης υλικοτεχνικής υποδομής.
  • Διενέργεια τακτικών, εξειδικευμένων και εξατομικευμένων, ανάλογα με τη φύλαξη, εκπαιδεύσεων του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας από τις Ι.Ε.Π.Υ.Α. αλλά και από κρατικούς φορείς και οργανισμούς, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο.
  • Αναθεώρηση και βελτίωση του τρόπου εξέτασης των γνώσεων, δεξιοτήτων και στάσεων του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας.
  • Πιστοποίηση (κρατική) ειδικών σεμιναρίων σε εξειδικευμένα αντικείμενα (λ.χ. ένοπλος φρουρός στα πλοία, προστασία επισήμων, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας σε λιμένες και αερολιμένες καθώς και σε αθλητικές υποδομές).
  • Έμφαση στην καθημερινή πρακτική (πρακτική άσκηση) κατά τη διάρκεια των εκπαιδεύσεων του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας.
  • Έλεγχος των προσλήψεων στις Ι.Ε.Π.Υ.Α. και διενέργεια αιφνίδιων ελέγχων σε φυλάξεις από την Ελληνική Αστυνομία.
  • Διαμόρφωση πλαισίου συνεργασίας με τους φορείς δημόσιας δύναμης και ασφάλειας (Ελληνική Αστυνομία, Πυροσβεστικό Σώμα, Λιμενικό Σώμα, Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας κ.λπ.).
  • Η εκπαίδευση του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας θα πρέπει να στηρίζεται σε μία ανθρωποκεντρική προσέγγιση με γνώμονα το σεβασμό και τη διασφάλιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

      Τέλος, κατά την εκτίμησή μας, είναι εξόχως σημαντικό για την πρόοδο και ανάπτυξη του κλάδου να διενεργηθούν μελέτες και έρευνες σε σχέση με:

  • Τις στάσεις και αντιλήψεις της κοινής γνώμης για το ρόλο και τις αρμοδιότητες του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας.
  • Τις στάσεις του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας για το ρόλο και τις αρμοδιότητές τους στο πλαίσιο εξάσκησης των καθηκόντων τους.
  • Τις στάσεις του προσωπικού των αρχών επιβολής του Νόμου (αστυνομία κ.λπ.) σε σχέση με το ρόλο και τις αρμοδιότητες του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας και το πλαίσιο της μεταξύ τους αποτελεσματικής επικοινωνίας και συνεργασίας.
  • Τις στάσεις των εκπαιδευτών και της ακαδημαϊκής κοινότητας για τη διαδικασία κατάρτισης και πιστοποίησης του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας.
  • Τις διαδικασίες πιστοποίησης και κατάρτισης του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο με συγκριτική προσέγγιση και οπτική.
  • Την κατάρτιση και αξιοποίηση των επαγγελματικών περιγραμμάτων του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο με συγκριτική προσέγγιση και οπτική.

Έχουμε την πεποίθηση ότι η συγκρότηση και υλοποίηση του επαγγελματικού περιγράμματος της ειδικότητας προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας που έλαβε χώρα το 2006, η θεσμοθέτηση της εκπαίδευσης-κατάρτισης του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας που εφαρμόστηκε, επί της ουσίας, το 2012, καθώς και η επαρκής νομοθετική κατοχύρωση του επαγγέλματος, αναμφίβολα, θα συντελέσουν σε μεγάλο βαθμό στη λειτουργικότητα, κοινωνική χρησιμότητα και ανάπτυξη του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλειας στην Ελλάδα.

  1. IV. Αντί επιλόγου

Απώτερος σκοπός της λειτουργίας της ιδιωτικής ασφάλειας είναι ο έλεγχος, η επιτήρηση, η πρόληψη και η αποτροπή ενδεχόμενων απειλών και εγκληματικών ενεργειών που μπορεί να προέλθουν από ανθρωπογενείς και μη ανθρωπογενείς κινδύνους, η εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών σε προσωπικό επίπεδο αλλά και σ’ επίπεδο δημόσιας τάξης και ασφάλειας και τέλος η ενίσχυση και τόνωση της κοινωνικής συνοχής, καταδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, μεταξύ άλλων και την κοινωνική – οικονομική χρησιμότητα του κλάδου.

Αξίζει να επισημανθεί ότι πίσω από την έξαρση των φαινομένων βίας, ανομίας και αταξίας στην ελληνική κοινωνία δεν υποκρύπτεται μόνο η οικονομική κρίση και οι κοινωνικές της προεκτάσεις, αλλά κυρίως η κατάρρευση ενός ολόκληρου συστήματος θεσμών, αξιών και αρχών. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η διαμόρφωση ενός έντονου αισθήματος ανασφάλειας που οδηγεί στη συγκρότηση μιας «κουλτούρας φόβου». «Υπό τις συνθήκες αυτές, η εμπέδωση μιας «κουλτούρας ελέγχου», όπου οι τρομοκρατημένοι πολίτες παραιτούνται οικειοθελώς από βασικά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, απέχει μόλις ένα βήμα» (Καρύδης, 2009: 15).

      Πλέον πια, σε κάποιο βαθμό, η ευθύνη διαχείρισης της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, της αταξίας και κάποιων μορφών μικροεγκληματικότητας έχει μετατεθεί από τις αρχές επιβολής του νόμου στην ιδιωτική ασφάλεια. Συνεπώς, η ανάπτυξη της ιδιωτικής ασφάλειας στο πεδίο του κοινωνικού ελέγχου είχε ως συνέπεια αφενός τον περιορισμό του ρόλου του κράτους και αφετέρου μια αυξημένη ζήτηση για εξατομικευμένη ασφάλεια. Στο πλαίσιο αυτό, βάσιμα μπορεί να υποστηριχθεί ότι όσο αναπτύσσεται ο κλάδος της ιδιωτικής ασφάλειας, χωρίς να διασφαλίζεται η προάσπιση των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων και η τήρηση της νομοθεσίας, τόσο συχνότερα θα δημιουργούνται συγκρούσεις αρμοδιοτήτων μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής αστυνομίας (Μαγγανάς, 2001) και ενδεχόμενα παραβίαση των ατομικών ελευθεριών των πολιτών.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τονιστεί ότι οι «ασφαλείς πόλεις» προϋποθέτουν και ασφαλείς επιστήμονες, ασφαλείς εργαζομένους-λειτουργούς και ασφαλή Δημοκρατία. Χωρίς αυτά τα προαπαιτούμενα το σύστημα θα καταρρεύσει δίνοντας επιχειρήματα στους υπέρμαχους της εμπορευματοποίησης του φόβου και της ιδιωτικοποίησης της ασφάλειας (Cusson, 2002: 292-319).

Βιβλιογραφία

Άνθης Α., Η τέχνη της παροχής ασφάλειας – Το βασικό εγχειρίδιο των υπαλλήλων ασφαλείας, αυτοέκδοση, Αθήνα, 2004.

Ανθόπουλος Χαρ., Κοντιάδης Ξ., Παπαθεοδώρου Θ., (επιμ.), Ασφάλεια και δικαιώματα στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005.

Αργυρόπουλος Χρ., «Από τη «σιγουρότητα» στην ασφάλεια ή από τη νομιμότητα στη σκοπιμότητα», Εισήγηση στο Συνέδριο: Δημοκρατία – Ελευθερία – Ασφάλεια, προς τιμήν του Καθηγητή Ι. Μανωλεδάκη, Θεσσαλονίκη, 13-15.5.2004.

Beck U., «Risk Society Revisited: Theory, Politics and Research Programmes», στο: The Risk Society and Beyond. Critical Issues for Social Theory, Sage, London, 2000, σσ.211-229.

Beck U., Η επινόηση του πολιτικού. Για μια θεωρία του ανακλαστικού εκσυγχρονισμού, (μτφρ. Κ. Καβουλάκου), Νέα Σύνορα-Λιβάνης, Αθήνα, 1996.

Beck U., The risk society. Towards a new modernity, Sage, London, 1992.

Βενιζέλος Ε., «Η σχέση δημοκρατίας, κράτους δικαίου και ασφάλειας ως πρόβλημα κυριαρχίας και άρα πολιτικής – Το παράδειγμα της Ολυμπιακής ασφάλειας», στο: Χαρ. Ανθόπουλος, Ξ. Ι. Κοντιάδης, Θ. Παπαθεοδώρου, (επιμ.), Ασφάλεια και δικαιώματα στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005.

Βεργόπουλος Κ., Παγκοσμιοποίηση: Η μεγάλη χίμαιρα, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1999.

Cohen St., Visions of Social Control. Crime, Punishment and Classification, Polity press, Cambridge, 1985, p.1.

Cusson M., Σύγχρονη Εγκληματολογία, (μτφρ. Η. Σαγκουνίδου-Δασκαλάκη), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2002, σσ.292-319.

Confederation of European Security Services, Private Security Services in Europe: CoESS Facts & Figures, url:

http://www.coess.org/_Uploads/dbsAttachedFiles/Private_Security_Services_in_Europe-CoESS_Facts_and_Figures_2011%281%29.pdf, Confederation of European Security Services, Belgium, 2011, πρόσβαση στις 27/03/2015.

Dempsey J., Introduction to Private Security, 2nd Edition, State University of NY – Empire College, New York, 2008.

Δημόπουλος Χαρ., Η παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος (κατά την αγγλοσαξωνική βιβλιογραφία), Εγκληματο-λογικά 24, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2003.

ΕΚΕΠΙΣ, Πιστοποιημένο Επαγγελματικό Περίγραμμα της ειδικότητας: «Ιδιωτικό Προσωπικό Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας», Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης, Αθήνα, 2006.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Βιομηχανική πολιτική για τον τομέα της ασφάλειας. Σχέδιο δράσης για καινοτόμο και ανταγωνιστικό τομέα ασφάλειας, Ανακοίνωση της επιτροπής προς το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την ευρωπαϊκή οικονομική και κοινωνική Επιτροπή, COM(2012) 417 final, Βρυξέλλες, 26.7.2012.

Giddens A., Οι συνέπειες της νεοτερικότητας, (επιμ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος, μτφρ. Γ. Μερτίκας), Κριτική, Αθήνα, 2001.

Ηess K., Introduction to Private Security, 5th Edition, State University of New York, Brockport, New York, 2009.

Hope T., «Community crime prevention», στο: M. Tonry & D. Farrington (eds), Building a safer society. Strategic approaches to crime, University of Chicago Press, Chicago, 1995, σσ.21-89, (41-42).

ICAP Group, Ιδιωτικές υπηρεσίες ασφάλειας – ηλεκτρονικά συστήματα ασφάλειας, 10/2014, http://www.icap.gr/Default.aspx?id=2023&nt=149&lang=1, πρόσβαση στις 27/03/2015.

Καρύδης Β.,  «Η κουλτούρα του φόβου», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15/03/2009, σ.15.

Κοντιάδης Ξ., Μεταμορφώσεις του κοινωνικού κράτους στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Παπαζήσης, Αθήνα, 2001.

Κυριακάκης Σ., Κανάλης Γ., Εγκυκλοπαιδικό εγχειρίδιο του Security Manager, Pressline, Αθήνα, 2008.

Λαμπροπούλου Εφ., «Κοινοτισμός και κοινοτική πρόληψη: Το «νέο παράδειγμα» στην αντεγκληματική πολιτική;», στον: Α. Μαγγανάς (εκδ. επιμ.), Τιμητικό Τόμο για την Αλ. Γιωτοπούλου- Μαραγκοπούλου, τόμ. Α΄, Νομική Βιβλιοθήκη-Bruylant, Αθήνα, 2003 σσ.777-797.

Λαμπροπούλου Εφ., Εσωτερική ασφάλεια και κοινωνία του ελέγχου, Κριτική, Αθήνα, 2001.

Λαμπροπούλου Εφ., Κοινωνικός έλεγχος του Εγκλήματος, Παπαζήσης, Αθήνα, 1994.

Μαγγανάς Α., «Η ιδιωτική ασφάλεια (private security). Προβληματισμοί και επισημάνσεις», Ποινική Δικαιοσύνη, 3/2001, σσ.274-284.

Μανωλεδάκης Ι., «Κοινωνία της διακινδύνευσης: Μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας», στο: Χαρ. Ανθόπουλος, Ξ. Ι. Κοντιάδης, Θ. Παπαθεοδώρου, (επιμ.), Ασφάλεια και δικαιώματα στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005, σσ.183-186.

Μπεκ Ουρ., Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, (μτφρ. Γ. Παυλόπουλος), Καστανιώτης, Αθήνα, 1999.

Newman O., Defensible Space, MacMillan, N. York, 1972.

Πάκος Θ., (επιμ.), «Κοινωνία των 2/3». Διαστάσεις του Σύγχρονου Κοινωνικού Προβλήματος, Διεθνές Συνέδριο, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα, 2001.

Πανούσης Γ., «Ανασφάλεια, το «σκιάχτρο» της παγκοσμιοποίησης», Ποινική Δικαιοσύνη, 10/2004, σσ.1153-1165.

Παπαθανασόπουλος Ε., «Προσφορά ιδιωτικής περιπολίας από επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και το νέο νομικό πλαίσιο λειτουργίας των», στο: Ν. Κουράκης, (εκδ. επιμ.), Αντεγκληματική Πολιτική ΙΙ, Ποινικά 59, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000, σσ.373-379.

Παπαθανασόπουλος Ε., «Η ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα στην πρόληψη της εγκληματικότητας», Ποινική Δικαιοσύνη, 4/1998, σσ.355-358.

Παπαθεοδώρου Θ., Επιτηρούμενη Δημοκρατία. Η ηλεκτρονική παρακολούθηση των πολιτών στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2009.

Παπαθεοδώρου Θ., «Ασφάλεια: Δικαίωμα του πολίτη ή άλλοθι ποινικοποίησης;», στο: Χαρ. Ανθόπουλος, Ξ. Ι. Κοντιάδης, Θ. Παπαθεοδώρου, (επιμ.), Ασφάλεια και δικαιώματα στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005α.

Παπαθεοδώρου Θ., Δημόσια ασφάλεια και αντεγκληματική πολιτική. Συγκριτική προσέγγιση, Β΄ έκδοση, Νομική βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2005β.

Παρασκευόπουλος Ν., «Ευρωπαϊκή ενοποίηση στο όνομα της ασφάλειας», Ελευθεροτυπία, 30.6.2004, χ.σ.

Παρασκευόπουλος Ν., Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο, τρομοκρατία και κράτος δικαίου, Πατάκης, Αθήνα, 2003.

Purpura Ph., C.P.P., Κυριακάκης Σ., Security – Το βασικό βοήθημα Στελεχών Εγγύτατης Ασφάλειας & Ιδιωτικών, ΙΩΝ, Αθήνα, 2005.

Shearing D. C., Stenning C. P., «SAY “CHEESE”: The Disney Order That Is Not So Mickey Mouse», στο: C. D. Shearing, P. C. Stenning, (eds.), Private Policing, Sage, Newbury Park, Cal. 1987, σσ.317-323.

Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελ., «Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος», Ποινική Δικαιοσύνη, 2/2004, σσ.191-201.

Τσήτσουρα Α., «Εγκληματικότητα και αντεγκληματική πολιτική στην εποχή της παγκοσμιοποίησης», στον: Α. Μαγγανάς (εκδ. επιμ.), Τιμητικό Τόμο για την Αλ. Γιωτοπούλου- Μαραγκοπούλου, τόμ. Β΄, Νομική Βιβλιοθήκη-Bruylant, Αθήνα, 2003, σσ.1405-1422.

Χάιδου Ανθ., Εγκληματολογικά Κείμενα. Ανήλικοι – Ναρκωτικά – Κοινωνικός Έλεγχος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003.

Ζαραφωνίτου Χρ., Tιμωρητικότητα. Σύγχρονες τάσεις, διαστάσεις και εγκληματολογικοί προβληματισμοί, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2008.

Ζαραφωνίτου Χρ., «Ανασφάλεια και επέκταση του κοινωνικού ελέγχου: Ποινικοποίηση των «αντικοινωνικοτήτων» και της «αταξίας», Ποινικός Λόγος, Ιούλιος-Αύγουστος 2004, σσ.2049-2059.

Ζαραφωνίτου Χρ., Ο Φόβος του εγκλήματος/Εγκληματολογικές προσεγγίσεις και προβληματισμοί με βάση την εμπειρική διερεύνηση του φαινομένου στο εσωτερικό της Αθήνας, Μελέτες Ευρωπαϊκής Νομικής Επιστήμης, Διεύθυνση Σειράς: Π. Δαγτόγλου, Ν. Κουράκης, Μ. Σταθόπουλος, Νο3, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2002.

Ζέρβας Χ., «Το Δημόσιο μεγαλοπελάτης των εταιρειών σεκιούριτι», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 2011, url: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=299906, πρόσβαση στις 27/03/2015.

Νομοθεσία – αποφάσεις

  1. N. 4058/2012 (ΦΕΚ 63 τ.Α΄ /22.3.2012). «Παροχή υπηρεσιών ασφαλείας από ένοπλους φρουρούς σε εμπορικά πλοία και άλλες διατάξεις».

Ν. 3262/2004 (ΦΕΚ 173 Α’) (άρθρο 4.1.). «Περί πρόσληψης προσωπικού ικανού για την ασφάλεια των αγώνων προσωπικό και για την εφαρμογή μέτρων ευταξίας των γηπέδων, το οποίο πρέπει να είναι εφοδιασμένο με την άδεια εργασίας που προβλέπεται από το άρθρο 3 του ν. 2518/1997 (ΦΕΚ 164 Α’)».

Ν. 3103/2003 (ΦΕΚ 23, τ.Α΄ /29.1.2003). Άρθρο 14 παρ. 2 περί προσθέσεως στον Ν.2518/97 και στο άρθρο 1 της παραγράφου θ αυτού περί «Πραγματοποίησης συνοδειών για ασφαλή κίνηση οχημάτων που μεταφέρουν ογκώδη ή βαρέα αντικείμενα, με ειδικά οχήματα που φέρουν φορητές συσκευές φωτεινής προειδοποίησης».

Ν. 2801/2000 (ΦΕΚ 46 τ.Α΄ /3.3.2000). Περί αντικαταστάσεως της παραγράφου 1ζ του άρθρου 1 σχετικά με τον έλεγχο σε αεροδρόμια και λιμάνια από προσωπικό των ΙΕΠΥΑ.

Ν. 2518/97 (ΦΕΚ 164 Α’). «Περί προϋποθέσεων λειτουργίας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής ασφαλείας-Προσόντα και υποχρεώσεις του προσωπικού αυτών και άλλες διατάξεις».

Ν. 2472/1997 «Περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με ενσωματωμένες τροποποιήσεις».

Ν. 2168/1993 (ΦΕΚ-Α 147τ.Α΄). «Όπλων, πυρομαχικών, εκρηκτικών υλών, εκρηκτικών μηχανισμών και άλλες διατάξεις».

[1] Βάσει και του νόμου 2518/1997 «Περί προϋποθέσεων λειτουργίας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής ασφαλείας. Προσόντα και υποχρεώσεις του προσωπικού αυτών και άλλες διατάξεις».

[2] Ένας άλλως ευρέως γνωστός όρος για το προσωπικό των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, που χρησιμοποιείται από όσους αποδέχονται τις υπηρεσίες τους ή από το πλατύ κοινό που γνωρίζει το επάγγελμα, είναι ο αγγλικός και συνάμα διεθνής όρος “Security”, ο οποίος χρησιμοποιείται ως συμπληρωματικό προσωνύμιο, τόσο στην αγγλική επωνυμία διάφορων επιχειρήσεων του χώρου, όσο και για το προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας με όρους όπως “Security Guard” ή “Security Officer”. Ωστόσο, αυτός δεν είναι ο πλέον επίσημος όρος αναγνώρισής από τα όργανα της Ελληνικής Πολιτείας, τα οποία τόσο βάσει του ΣΤΕΠ 92, όσο και του Ν.2518/97 αναγνωρίζουν τις επιχειρήσεις και το προσωπικό με τους όρους που ανωτέρω αναφέρθησαν.

[3] Ν.2801/2000. ΦΕΚ 46 τ.Α. /3.3.2000. Περί αντικαταστάσεως της παραγράφου 1ζ του άρθρου 1 σχετικά με τον έλεγχο σε αεροδρόμια και λιμάνια από προσωπικό των Ι.Ε.Π.Υ.Α.

[4] Άρθρο 2 Ν. 3707/2008.

[5] Άρθρο 3 Ν. 3707/2008.

[6] Σχετικά αναφέρει ο Ν.3262/2004 (άρθρο 4.1.): «Οι Π.Α.Ε. που αγωνίζονται στα εθνικό επαγγελματικό πρωταθλήματα Α’ και Β’ εθνικής κατηγορίας ποδοσφαίρου και οι Κ.Α.Ε. της Α 1 εθνικής κατηγορίας καλαθοσφαίρισης, από την αγωνιστική περίοδο 2004-2005 υποχρεούνται να προσλαμβάνουν ικανό για την ασφάλεια των αγώνων προσωπικό για την εφαρμογή μέτρων ευταξίας των γηπέδων, το οποίο πρέπει να είναι εφοδιασμένο με την άδεια εργασίας που προβλέπεται από το άρθρο 3 του ν. 2518/1997 (ΦΕΚ 164 Α’)».

[7] Σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδίας Υπαλλήλων Προσωπικού Ασφαλείας Ελλάδος (ΟΜ.Υ.Π.Α.Ε.).

[8] http://www.kemea.gr/index.php/el/sxetika

[9] http://www.kemea.gr/index.php/el/sxetika

[10] http://www.kemea.gr/index.php/el/thesmiko-plaisio