Η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2012/29/ΕΕ και
η επανορθωτική δικαιοσύνη:
Ένα βήμα μπροστά για την προστασία των θυμάτων εγκληματικότητας;
Βασω Αρτινοπουλου* / Ηρω Μιχαηλ**
Περίληψη
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2012/29/ΕΕ για την θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας δίνει νέα φωνή στα θύματα κατά την διάρκεια των διαδικασιών της Ποινικής Δικαιοσύνης. Αντικείμενο του κεφαλαίου είναι η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών σχετικά με τις νέες εξελίξεις και πρακτικές που προβλέπει η Ευρωπαική Οδηγία, όπως είναι η Αποκαταστατική Δικαιοσύνη. Θα παρουσιαστούν τα ευρήματα πρωτογενούς ευρωπαϊκής έρευνας που αφορούν τα θύματα εγκληματικότητας και τους επαγγελματίες, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές για την διευκόλυνση της εφαρμογής της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ και των πρακτικών της Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης. Το κεφάλαιο στηρίζεται στο έργο του διετούς Ευρωπαϊκού προγράμματος “Restorative Justice in Europe: Safeguarding Victims and Empowering Professionals“ το οποίο πραγματοποιήθηκε σε πέντε χώρες (Ηνωμένο Βασίλειο, Ελλάδα, Γερμανία, Βουλγαρία, Ολλανδία) με στόχο την ανάπτυξη επιστημονικών και πρακτικών γνώσεων και αποτελεσμάτων, διευκολύνοντας την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2012/29/ΕΕ.
Abstract «Directive 2012/29/EU and Restorative Justice: A step forward for victims?»
The EU Directive 2012/29/EU on establishing minimum standards on the rights, support and protection of victims of crime gives new voice to victims during the Criminal Justice processes. The topic of this chapter is to inform and raise awareness of professionals about the new developments and practices laid down by the European Directive, such as restorative justice. Primary European research findings regarding the victims of crime and professionals will be presented, as well as guidelines to facilitate the implementation of Directive 2012/29/EU and of practices of restorative justice. The chapter is based on the work of the European project “Restorative Justice in Europe: Safeguarding Victims and Empowering Professionals” which was held in five countries (United Kingdom, Greece, Germany, Bulgaria, Netherlands), aiming at developing scientific and practical knowledge and results, facilitating the implementation of the European Directive 2012/29/EU.
- Εισαγωγή
Η συζήτηση για την Επανορθωτική (ή Αποκαταστατική) Δικαιοσύνη (ΕΔ) μετρά σχεδόν τριάντα χρόνια. Οι πρακτικές της ΕΔ τοποθετούνται είτε στον πυρήνα είτε στην περιφέρεια των Συστημάτων Απονομής Ποινικής Δικαιοσύνης (Σ.Α.Π.Δ.), καθώς η θεωρία, η έρευνα και η πρακτική της ΕΔ γίνονται όλο και πιο ώριμες. Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέστησε την υποστήριξη των θυμάτων του εγκλήματος προτεραιότητα. Η Οδηγία 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, «για τη Θέσπιση Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία των Θυμάτων της Εγκληματικότητας και για την Αντικατάσταση της Απόφασης Πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου» εξασφαλίζει τα δικαιώματα των θυμάτων και προωθεί την εφαρμογή των πρακτικών της ΕΔ.
Στον Ελληνικό χώρο, η προστασία των θυμάτων έχει απασχολήσει το Ελληνικό Δίκαιο, σε μεγάλο βαθμό και εξαιτίας της υποχρέωσης της χώρας να ενσωματώνει σχετικές Ευρωπαϊκές οδηγίες στο εθνικό Ελληνικό δίκαιο (Βλ. και Lambropoulou, 2005˙ Artinopoulou, 2010a). Παράλληλα, η πραγματοποίηση προγραμμάτων για την υποστήριξη των δικαιωμάτων των θυμάτων συχνά στοχεύει σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού ή ομάδες που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο θυματοποίησης σε συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων. Τέτοια προγράμματα έχουν συνήθως ερευνητικούς σκοπούς για την καταγραφή των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών της εκάστοτε ομάδας θυμάτων, ή την ενίσχυση και ενδυνάμωση του έργου των επαγγελματιών που εργάζονται σε πλαίσια παροχής υπηρεσιών σε θύματα. Ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων προγραμμάτων είναι προγράμματα του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας για την παροχή ψυχοκοινωνικής στήριξης των γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας (Κ.Ε.Θ.Ι.).
Σε ακαδημαϊκό και επιστημονικό επίπεδο, το συγγραφικό έργο των Ελλήνων εγκληματολόγων στο πεδίο μελέτης και έρευνας των θυμάτων είναι σχετικά πλούσιο, γεγονός που αντανακλά και την μακρόχρονη ενασχόλησή τους στο πεδίο της θυματολογίας από τη δεκαετία του ’70. Τα κείμενα καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων γύρω από την μελέτη των θυμάτων που αφορούν το ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο της θυματολογίας, θέματα κακοποίησης και σεξουαλικής βίας, θέματα σχετικά με τις εξελίξεις και απαιτήσεις σε κοινωνικό επίπεδο και στο πλαίσιο της αντεγκληματικής πολιτικής (π.χ. Artinopoulou 2010a; Artinopoulou and Petoussi 2011; Labropoulou 2005; Αρτινοπούλου, 1995, 2001, 2006; Αρτινοπούλου και Μαγγανάς, 1996; Αρτινοπούλου και Παπαθεοδώρου, 2006; Δασκαλάκη κ.ά., 2000; Δημόπουλος και Κοσμάτος, 2006; Ζαγούρα, 2007; Καράμπελα, 2001; Κουράκης, 2007; Λάζος, 2002; Μαγγανάς, 1996; Πανούσης κ.ά., 1994; Πιτσελά, 2004).
Στο πεδίο της ΕΔ, οι επανορθωτικές πρακτικές έχουν αναπτυχθεί στην Ελλάδα κυρίως κατά την τελευταία δεκαετία. Η φιλοσοφία όμως της ΕΔ χάνεται στο βάθος της ιστορίας και των κοινωνιών. Η Αρτινοπούλου (2010a) ισχυρίζεται ότι η ιδέα της ΕΔ εντοπίζεται στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και ειδικά πηγάζει από το «εΕπανορθωτικόν Δίκαιο» του Αριστοτέλη. Η ίδια τονίζει επίσης και άλλα ποιοτικά συστατικά στοιχεία της ΕΔ , όπως είναι η συμμετοχή των πολιτών στην απονομή δικαιοσύνης στην κλασική Αθήνα, καθώς και η εφαρμογή μοντέλων διαμεσολάβησης και διαιτησίας μέσω του θεσμού των «Τεσσαράκοντα» και των δημόσιων διαιτητών (Αρτινοπούλου, 2010a). Παρόλα αυτά, οι επανορθωτικές ιδέες και πρακτικές στην αρχαία Ελλάδα διαφέρουν από τα μοντέλα ΕΔ που εφαρμόζονται σήμερα.
Ιστορικά, η ανάπτυξη της ΕΔ στην σύγχρονη Ελλάδα βασίζεται σε προγράμματα και πρωτοβουλίες που εφαρμόζονται αποσπασματικά και ανά διάφορα χρονικά διαστήματα, παρά σε κάποιο γενικό ή συνολικό πλαίσιο προώθησης της ΕΔ. Πρακτικές της ΕΔ εντοπίζονται τόσο στο Σύστημα Απονομής Ποινικής Δικαιοσύνης (Σ.Α.Π.Δ), όσο και σε άτυπες πρωτοβουλίες, όμως υπάρχουν οργανωτικά, λειτουργικά και οικονομικά εμπόδια που δυσκολεύουν την εφαρμογή και ανάπτυξή τους.
Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στα επιστημονικά και πρακτικά αποτελέσματα τα οποία παρήχθησαν στο πλαίσιο του διετούς Ευρωπαϊκού προγράμματος “Restorative Justice in Europe: Safeguarding Victims & Empowering Professionals” (RJE) (2012-2014), στο οποίο η Ελλάδα συμμετείχε ως εταίρος μέσω του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου (EPLO)[1] . Επιστημονική υπεύθυνη και ερευνήτρια του έργου ήταν οι συγγραφείς του άρθρου αντίστοιχα. Κύριος στόχος του προγράμματος ήταν η ανάπτυξη επιστημονικών και πρακτικών γνώσεων και αποτελεσμάτων που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν άμεσα από υπεύθυνους σε κέντρα λήψης αποφάσεων και χάραξης πολιτικών και τους επαγγελματίες, διευκολύνοντας την εφαρμογή στο εθνικό επίπεδο της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2012/29/EU (ιδιαίτερα των άρθρων 12 και 25) και της πρότασης Οδηγίας για την αμοιβαία αναγνώριση μέτρων προστασίας σε αστικές υποθέσεις.
Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να παρουσιαστούν οι ανάγκες, προσεγγίσεις και προσδοκίες των θυμάτων και των επαγγελματιών στην Ελλάδα σχετικά με την εφαρμογή της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ και της ΕΔ, λαμβάνοντας υπόψη την βιβλιογραφική ανασκόπηση, την έρευνα πεδίου και τα πρακτικά αποτελέσματα όπως αυτά προέκυψαν στο πλαίσιο του προγράμματος RJE. Συνολικά, οι συμμετέχοντες στα πακέτα εργασιών του RJE ανήλθαν στους 700, μόνο για την Ελλάδα. Ομάδες-στόχοι για την Ελληνική ομάδα εργασίας ήταν τα θύματα, οι επαγγελματίες, το κοινό, οι ακαδημαϊκοί και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικών. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε σε ευάλωτα θύματα (λόγω της ηλικίας, φύλου και είδος εγκλήματος), και σε περιβάλλοντα υψηλού κινδύνου και τις επιδράσεις τους στα θύματα.
- Η Οδηγία 2012/29/ΕΕ και η Επανορθωτική Δικαιοσύνη
Η Οδηγία 2012/29/ΕΕ εγκρίθηκε από το Συμβούλιο των Υπουργών της ΕΕ στις 4 Οκτωβρίου 2012 και ο χρόνος εναρμόνισης των εθνικών νομοθεσιών με αυτή έχει ορισθεί στα τρία έτη από τη δημοσίευση της στην επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ (14/11/2012), δηλαδή έως το Νοέμβριο του 2015. Αντικείμενο της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ είναι η θέσπιση των ελάχιστων απαιτήσεων και εγγυήσεων που πρέπει να εφαρμόζονται για να προστατεύονται τα θύματα εγκλημάτων, καθώς και τα μέλη των οικογενειών των θυμάτων από εγκληματική ενέργεια. Σύμφωνα με το Άρθρο 1 της Οδηγίας, «στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να εξασφαλίσει ότι τα θύματα της εγκληματικότητας τυγχάνουν της δέουσας πληροφόρησης, υποστήριξης και προστασίας και είναι ικανά να συμμετέχουν στην ποινική διαδικασία».
Η Οδηγία περιλαμβάνει νέα αλλά και ενισχυμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις της πολιτείας προς τα θύματα. Σύμφωνα με το Άρθρο 2 (– Ορισμοί) της Οδηγίας, ως θύμα ορίζεται τόσο το φυσικό πρόσωπο το οποίο υπέστη ζημία (π.χ. σωματικής, συναισθηματικής, οικονομικής φύσης) από αξιόποινη πράξη, καθώς και τα μέλη της οικογένειας προσώπου τα οποία έχουν υποστεί ζημία εξαιτίας του θανάτου του εν λόγω προσώπου ο οποίος προκλήθηκε από αξιόποινη πράξη. “Η ιδιότητα του θύματος θα πρέπει να αναγνωρίζεται σε πρόσωπο ασχέτως του εντοπισμού, της σύλληψης, της δίωξης ή της καταδίκης του δράστη και ασχέτως της οικογενειακής σχέσης μεταξύ τους” (εισ.παρ.19).
Συνοπτικά, η Οδηγία 2012/29/ΕΕ τοποθετεί την αντιμετώπιση και φροντίδα των θυμάτων στη βάση της εξατομικευμένης, επαγγελματικής και χωρίς διακρίσεις προσέγγισης με σεβασμό και ευαισθησία απέναντι στα θύματα. Πρώτα από όλα, τα θύματα έχουν το δικαίωμα την ενημέρωση για την υπόθεσή τους, κατά τρόπους που να είναι σαφείς και κατανοητοί σε αυτά. Επιπλέον, τα θύματα έχουν δικαίωμα στην προστασία (Άρθρο 18) κατά την διάρκεια όλων των διαδικασιών, και για τον λόγο αυτό η Οδηγία περιέχει ειδικό άρθρο που αναφέρεται στην ατομική αξιολόγηση των θυμάτων (Άρθρο 22) για τον προσδιορισμό της ευαλωτότητάς τους και την ενδεχόμενη ανάγκη για λήψη ειδικών μέτρων προστασίας (Άρθρο 23). Επιπλέον, τα θύματα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη σε κάθε στάδιο των διαδικασιών, ήδη από την αρχή της αστυνομικής έρευνας, και παροχή βοήθειας για να παρίστανται στη δίκη. Κάθε κράτος-μέλος θα πρέπει να διαθέτει υπηρεσία(-ες) υποστήριξης των θυμάτων και το θύμα να έχει πρόσβαση σε αυτή(-ές). Τέλος, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι επαγγελματίες να λαμβάνουν γενική και ειδική εκπαίδευση με ευαισθησία προς το θύμα (victim-led education), ανάλογα με την επαφή που έχουν με θύματα εγκλημάτων. Στο σύνολό τους, τα δικαιώματα που θεσπίζονται στην Οδηγία 2012/29/ΕΕ ισχύουν για όλα τα θύματα χωρίς διακρίσεις, ασχέτως του καθεστώτος διαμονής τους, και σε κάθε επαφή των θυμάτων με τις αρμόδιες αρχές, τις υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων ή τις υπηρεσίες ΕΔ, που ενεργούν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Απώτερος στόχος είναι η αποφυγή της δευτερογενούς και επαναλαμβανόμενης θυματοποίησης κατά την διάρκεια των διαδικασιών στο πλαίσιο του Σ.Α.Π.Δ., γεγονός που αποτελεί βασικό στοιχείο για την επιτυχία τους και την θετική έκβαση για τους εμπλεκόμενους.
Ειδικότερα σε σχέση με την ΕΔ, η Οδηγία 2012/29/ΕΕ περιέχει άρθρα που αφορούν άμεσα την ΕΔ. Σε αντίθεση με την Απόφαση Πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ στην οποία γινόταν λόγος μόνο για την πρακτική της διαμεσολάβησης, στο πλαίσιο της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ, η ΕΔ ορίζεται ως «οιεσδήποτε διαδικασίες μέσω των οποίων το θύμα και ο δράστης μπορούν, εφόσον δώσουν την ελεύθερη συναίνεσή τους, να συμμετάσχουν ενεργά στην επίλυση των ζητημάτων που απορρέουν από την αξιόποινη πράξη με τη βοήθεια αμερόληπτου τρίτου» (Άρθρο 2). Στο σύνολό της, η Οδηγία αναγνωρίζει το όφελος των υπηρεσιών της ΕΔ (π.χ. της διαμεσολάβησης μεταξύ θύματος και δράστη, τις οικογενειακές συνεδρίες, και οι κύκλοι καθορισμού της ποινής) προς τα θύματα.
Με γνώμονα την αποφυγή δευτερογενούς και επαναλαμβανόμενης θυματοποίησης, αντεκδίκησης ή εκφοβισμού των θυμάτων, το «Άρθρο 12 – Δικαίωμα διασφαλίσεων στο πλαίσιο υπηρεσιών αποκαταστατικής δικαιοσύνης» ορίζει τις βασικές διασφαλίσεις των θυμάτων κατά την παραπομπή της υπόθεσης σε υπηρεσία της ΕΔ. Σύμφωνα με το Άρθρο 12, πρωταρχικό κριτήριο κατά την παραπομπή της υπόθεσης σε υπηρεσία της ΕΔ είναι τα συμφέροντα και οι ανάγκες του θύματος. Στο σημείο αυτό, ο ρόλος της ατομικής αξιολόγησης των αναγκών των θυμάτων (Άρθρο 22) ενεργοποιείται ώστε οι επαγγελματίες να συμβουλεύονται, αξιολογούν και καταγράφουν τις ανάγκες των θυμάτων μέσω μιας εποπτευόμενης και υπεύθυνης διαδικασίας με την οποία το θύμα συμφωνεί και λαμβάνει ενεργό μέρος. Ως εκ τούτου, παράγοντες όπως η φύση και η σοβαρότητα του εγκλήματος, ο βαθμός του τραύματος και των βλαβών, η τυχόν επαναλαμβανόμενη παραβίαση της σωματικής, σεξουαλικής ή ψυχολογικής ακεραιότητας του θύματος, οι ανισορροπίες συσχετισμού δυνάμεων, η ηλικία, η ωριμότητα ή η νοητική ικανότητα του θύματος, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην παραπομπή μιας υπόθεσης και στη διεξαγωγή μιας επανορθωτικής διαδικασίας. Επίσης, παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να περιορίσουν ή να μειώσουν την ικανότητα του θύματος να κάνει συνειδητή επιλογή ή και να προδιαθέσουν δυσμενώς μια θετική έκβαση για το θύμα, θα πρέπει επίσης να συνεκτιμώνται.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 12, το θύμα θα πρέπει να έχει γνωστοποιήσει την ελεύθερη βούλησή του και τη συναίνεση του, αφού έχει λάβει πλήρεις και αντικειμενικές πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες της ΕΔ στις οποίες πρόκειται να συμμετέχει, συμπεριλαμβανομένων των εναλλακτικών επιλύσεων. Θέματα όπως η αποφυγή της φυλάκισης του δράστη ή η αποφυγή της δικαστικής οδού, δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως μέσα πίεσης προς το θύμα, ενώ η εν επιγνώσει συγκατάθεση του θύματος θα πρέπει να καταγράφεται. Όλες οι διαδικασίες της ΕΔ είναι εμπιστευτικού χαρακτήρα, εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά από τα μέρη ή απαιτείται ειδική ρύθμιση στο εθνικό δίκαιο λόγω υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος. Τέλος, στο άρθρο 12 σημειώνεται ότι «Ο δράστης πρέπει να έχει αναγνωρίσει τα βασικά περιστατικά της υπόθεσης», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι απαραίτητα μια τυπική δήλωση ενοχής. Ωστόσο, η φύση αυτής της αναγνώρισης θα πρέπει να καταγράφεται.
Είναι σαφές ότι οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Οδηγίας τόσο για την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων, όσο και την εφαρμογή των αποκαταταστικών διαδικασιών αποτελούν καινοτόμες παρεμβάσεις στα συστήματα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Η διερεύνηση του πεδίου εφαρμογής της ΕΔ καθώς και η ανάδειξη του ‘λόγου των θυμάτων’ αποτέλεσαν τους κύριους προβληματισμούς μας για την έρευνα κατά τη διάρκεια υλοποίησης του προγράμματος.
- Επανορθωτική Δικαιοσύνη: Εφαρμογές Διεθνώς και στην Ελλάδα
Η ΕΔ αντιμετωπίζει το έγκλημα όχι ως μια αφηρημένη και θεωρητική έννοια, ως πράξη κατά του κράτους, αλλά ως βλάβη και παραβίαση των διαπροσωπικών σχέσεων. Σε αυτή την βάση της ιδιωτικοποίησης των συγκρούσεων, η δικαιοσύνη οφείλει να είναι επανορθωτική ή αποκαταστατική, με στόχο την επανόρθωση της ζημίας ή της βλάβης που έχει προκληθεί από το δράστη στα θύματα, μέσα από ένα φάσμα απαντήσεων (Αρτινοπούλου, 2010a). Κρίσιμo στοιχείο της ΕΔ είναι ότι παραχωρεί το βήμα στους άμεσα εμπλεκόμενους ενισχύοντας το λόγο και την ελεύθερη έκφραση των ατόμων μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες κατά τις οποίες λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες του κάθε περιστατικού και οι ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες που ενδεχομένως προκαλούν τα εγκλήματα. Μέσα από ταχείς και με μικρό οικονομικό κόστος διαδικασίες, η ΕΔ περιλαμβάνει την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας, την επανόρθωση των βλαβών και απωλειών, την συναισθηματική αποκατάσταση ή και την αποκατάσταση των σχέσεων, καθώς επίσης την μείωση του κοινωνικού κόστους από την επιβολή ποινών και την πρόληψη μελλοντικής αδικίας και άλλων αξιόποινων πράξεων (πρόληψη υποτροπής) (Αλεξιάδης, 2007˙ Αρτινοπούλου, 2010a, 2012˙ Braithwaite, 1997˙ Sullivan et al., 1998˙ Zehr, 1990).
Οι εφαρμογές των πρακτικών, διαδικασιών, μέτρων και προσεγγίσεων της ΕΔ διαφέρουν και ποικίλουν διεθνώς. Συνοπτικά, διακρίνονται προσεγγίσεις από την κορυφή προς τη βάση (Top-down approach), κυρίως στο νομικό πλαίσιο, με εφαρμογές σε όλα τα στάδια της ποινικών διαδικασιών, ως συμπληρωματικές ή εναλλακτικές διαδικασίες εντός των ορίων του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης τόσο σε ανήλικους όσο και σε ενήλικους παραβάτες. Από την άλλη, η από τη βάση προς την κορυφή προσέγγιση (Bottom-up approach) εντοπίζεται κυρίως στο κοινωνικό πλαίσιο μέσα από πρωτοβουλίες σε τοπικό πλαίσιο, την προώθηση σε ακαδημαϊκό και ερευνητικό επίπεδο, και την διοργάνωση συνεδρίων και ημερίδων (π.χ. Παγκόσμια Συμπόσια για την Επανορθωτική Δικαιοσύνη, Gavrielides & Artinopoulou, 2013). Ιδιαίτερα σημαντική είναι η εφαρμογή της ΕΔ σε σχολικά περιβάλλοντα, όπως είναι τα προγράμματα σχολικής διαμεσολάβησης ή διαμεσολάβησης συνομηλίκων (Αρτινοπούλου, 2010b˙ Θάνος, 2011).
Οι πρακτικές της ΕΔ στην Ελλάδα εντοπίζονται τόσο στο νομικό όσο και στο κοινωνικό πλαίσιο. Οι εθνικές νομοθεσίες που περιλαμβάνουν μέτρα της ΕΔ έχουν εισαχθεί είτε ως αποτέλεσμα της εναρμόνισης της χώρας με Ευρωπαϊκά κείμενα και οδηγίες, ή σε μια προσπάθεια να βελτιωθεί και να επιταχυνθεί η απονομή της δικαιοσύνης. Επιπλέον, η ΕΔ προωθείται μέσω διαφόρων προγραμμάτων σε κοινωνικό επίπεδο και περαιτέρω σε ακαδημαϊκό και ερευνητικό επίπεδο. Η πρακτική της διαμεσολάβησης βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των εξελίξεων, τόσο σε νομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, αποτελώντας ένα ιδιαίτερα σημαντικό νομοθετικό βήμα για το ελληνικό Σ.Α.Π.Δ και μια εξελισσόμενη πρακτική στο κοινωνικό πλαίσιο.
Η εισαγωγή διατάξεων για την εφαρμογή μέτρων και πρακτικών της ΕΔ στο Ελληνικό Σ.Α.Π.Δ. εντοπίζονται μέσα από συμπληρωματικές ή και εναλλακτικές διαδικασίες στα όρια του ΣΑ.Π.Δ. και των ποινικών διαδικασιών, και του Αστικού και Εμπορικού Δικαίου. Τέτοιες διαδικασίες παρατηρούνται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σε όλα τα στάδια των ποινικών διαδικασιών, μέσω επίσημων και ημι-επίσημων πρακτικών (Lambropoulou, 2010, pp. 139-141), όμως εντοπίζονται κυρίως στο στάδιο της εισαγγελικής αρχής. Ο θεσμός της διαμεσολάβησης εισήχθη αρχικά με τον ν. 3500/2006 «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις» στο ποινικό δίκαιο και αργότερα με τον ν. 3898/2010 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» στο αστικό και εμπορικό δίκαιο.
Στο πλαίσιο του Σ.Α.Π.Δ., ο ν.3500/2006 «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις» τέθηκε σε πλήρη ισχύ το 2007 και ήταν αποτέλεσμα εναρμόνισης της ελληνικής νομοθεσίας με τις ευρωπαϊκές οδηγίες για την θέση των θυμάτων στις ποινικές διαδικασίες (Council Framework Decision 2001/220/JHA) (Council of European Union, 2001), την εφαρμογή της διαμεσολάβησης σε ποινικές υποθέσεις (Council of Europe, Committee of Ministers, 1999, R(99)19), και την ευρύτερη ευρωπαϊκή νομοθεσία. Ο ν. 3500/2006 εισήγαγε τον θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης (άρθρ. 11 έως 14) σε υποθέσεις πλημμελημάτων ενδοοικογενειακής βίας, δίνοντας την επιλογή στον αρμόδιο εισαγγελέα να προτείνει την πιθανότητα της ποινικής διαμεσολάβησης πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης. Η επιλογή για τον δράστη και το θύμα να καταφύγουν στην διαμεσολάβηση δίδεται κάτω από προϋποθέσεις οι οποίες αφορούν την προθυμία του δράστη να υποσχεθεί ότι δε θα τελέσει οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας στο μέλλον και να αποδεχτεί την διαμονή του εκτός της οικογενειακής οικείας για εύλογο χρονικό διάστημα αν το θύμα το προτείνει, την παρακολούθηση από μέρους του ειδικού συμβουλευτικού-θεραπευτικού προγράμματος σε δημόσιο φορέα, και την αποκατάσταση από μέρους του των συνεπειών που προκλήθηκαν από την πράξη του και την εύλογη χρηματική ικανοποίηση στο θύμα. Η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης τελείται αφού τόσο το θύμα όσο και ο δράστης συμφωνήσουν να συμμετέχουν σε αυτή[2]. Αν τελικά τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία και ο δράστης συμμορφωθεί προς τους όρους της συμφωνίας για χρονικό διάστημα τριών ετών, τότε η υπόθεση κλείνει. Σε αντίθετη περίπτωση, ο εισαγγελέας δύναται να ανοίξει την υπόθεση και να προχωρήσουν στη διεξαγωγή των ποινικών διαδικασιών. (Βλ. και Μηλιώνη, 2008˙ Συμεωνίδου-Καστανίδου, 2006).
Στην πρακτική εφαρμογή, οι υποθέσεις διαμεσολάβησης στα πλημμελήματα ενδοοικογενειακής βίας παραπέμπονται στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ). Το Πρόγραμμα Ποινικής Διαμεσολάβησης στο ΕΚΚΑ υλοποιείται στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη σε συνεργασία με τις Εισαγγελίες Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκης. Η εισαγωγή της διαμεσολάβησης στις υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας αν και έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτή, δέχεται κριτικές ως προς την καταλληλότητα του θεσμού σε τέτοιου είδους εγκλήματα, εγείροντας ζητήματα διαφυλικών ανισοτήτων και ανισορροπίας δυνάμεων, καθώς και έλλειψης κατάλληλων δομών και κατάρτισης των αρμοδίων για την διεξαγωγή της διαμεσολάβησης (Αρτινοπούλου 2010a: 112-113; Artinopoulou 2010b: 182-184).
Πιο πρόσφατα εισήχθηκε ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής (άρθρο 308Β του Ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – EΚΠΔ) (Βλ. και Αλεξιάδης, 1996˙ Alexiades, 1992) σύμφωνα με το άρθρο (αρ.) 17 του ν.3904/2010 για τον «Εξορθολογισμό και βελτίωση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις». Σύμφωνα με το άρθρο 17, ο εισαγγελέας, σε ορισμένες περιπτώσεις κακουργημάτων κατά της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας (άρ. 375, 386, 386A, 390 και 404 Ποινικού Κώδικα) και αφού έχει ασκήσει ποινική δίωξη, δύναται μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, να καλέσει τον κατηγορούμενο και το θύμα ή δια των συνηγόρων αυτών για συνδιαλλαγή. Η επίτευξη συνδιαλλαγής λαμβάνεται υπόψη στα επόμενα στάδια της δίκης, και αν ο κατηγορούμενος κηρυχθεί ένοχος, η ποινή του δεν θα υπερβαίνει τα τρία έτη. Παράλληλα, άρθρα του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα (όπως διαμορφώθηκαν με τους ν. 3904/2010 «Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις» και ν. 3160/2003 “Επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας και άλλες διατάξεις”) προτείνουν πλέον την απαλλαγή του κατηγορουμένου από κάθε ποινή για εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας, εμπρησμούς, εκρήξεις, κ.ά., εφόσον ο υπαίτιος ικανοποιήσει πλήρως με τη δική του θέληση τον ζημιωθέντα, μειώσει τον κίνδυνο που έχει προκαλέσει ή ικανοποιήσει το θύμα σε περίπτωση βλάβης, μέσα στα όρια συγκεκριμένων προθεσμιών και ανάλογα με τη σοβαρότητα της πράξης.
Ειδικότερα για τους ανήλικους δράστες (βλ. επίσης Lambropoulou 2010; Αρτινοπούλου 2010a, 98-108; Πιτσελά, 2004), σταθμός στην νομοθεσία περί ανηλίκων είναι ο ν.3189/2003 για την «Αναμόρφωση της ποινικής νομοθεσίας ανηλίκων και άλλες διατάξεις», μέσω του οποίου αναμορφώθηκαν τα αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα για τον σωφρονισμό των ανήλικων παραβατών και αυξήθηκε η ποινική ανηλικότητα στην ηλικία των 13 ετών. Μεταξύ των προτεινόμενων αναμορφωτικών μέτρων είναι η επίπληξη των ανήλικου, η συνδιαλλαγή μεταξύ του ανήλικου δράστη και του θύματος για την έκφραση συγνώμης και για την εξώδικη επίλυση και διαχείριση των συνεπειών της πράξης από τον ανήλικο, η παροχή κοινωφελούς εργασίας, η παρακολούθηση από τον ανήλικο κοινωνικών και ψυχολογικών προγραμμάτων σε σχετικούς δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, και άλλα μέτρα που έχουν να κάνουν με τον τρόπο ζωής ή την διαπαιδαγώγηση του ανηλίκου. Πιο πρόσφατα, ο ν. 3189/2003 δέχτηκε μεταρρυθμίσεις με τον ν. 3860/2010 για «Βελτιώσεις της ποινικής νομοθεσίας για τους ανήλικους δράστες, πρόληψη και αντιμετώπιση της θυματοποίησης και της εγκληματικότητας των ανηλίκων», αυξάνοντας τα όρια της ποινικής ανηλικότητας στην ηλικία των 15 ετών και επιβάλλοντας τον περιορισμό σε ειδικά καταστήματα κράτησης νέων μόνο όταν προκύπτει εμπεριστατωμένα ότι τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα δεν κρίνονται στην εκάστοτε περίπτωση επαρκή.
Στο πλαίσιο της εφαρμογής του αναμορφωτικού μέτρου της συνδιαλλαγής ανήλικου δράστη και του θύματος (ν. 3189/2003), η διαμεσολάβηση ανήλικου δράστη και θύματος διενεργείται υπό την εποπτεία των Επιμελητών Ανηλίκων που αναλαμβάνουν το ρόλο του διαμεσολαβητή. Παρά την έλλειψη στατιστικών και εμπειρικών ερευνών σχετικά με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του νέου νομικού πλαισίου ανηλίκων, παρατηρείται στασιμότητα ως προς τη μεταβολή της δικαστικής πρακτικής και περιορισμένη χρήση του μέτρου της διαμεσολάβησης δράστη-θύματος, γεγονός που αντανακλά την έλλειψη πόρων, εκπαίδευσης των επαγγελματιών, και κατάλληλων δομών. Οι Επιμελητές Ανηλίκων προσπαθούν να εφαρμόζουν τη διαμεσολάβηση, όμως δεν έχουν επαρκή κατάρτιση και εκπαίδευση παρά μόνο σχετική ενημέρωση, με αποτέλεσμα συνήθως θα την αποφεύγουν (Lambropoulou 2010: 143-147; Αρτινοπούλου 2010a: 100-101).
Στο πλαίσιο του Αστικού και Εμπορικού Δικαίου, το 2010 ψηφίσθηκε η εισαγωγή της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις με τον ν. 3898/2010 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ως αποτέλεσμα της ένταξης στην ελληνική νομοθεσία της οδηγίας 2008/52/EC του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβούλιου για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (European Parliament and Council, 2008). Πέραν της εισαγωγής της διαμεσολάβησης με τον ν. 3898/2010 στο αστικό και εμπορικό δίκαιο, το άρθρ. 214Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (όπως εισήχθηκε αρχικά με τον ν. 2298/1995 και τις αργότερα τροποποιήσεις του) προβλέπει την εξώδικη συμβιβαστική επίλυση σε περιπτώσεις ιδιωτικών διαφορών. Επιπλέον, με το άρθρο 214Β του ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο εισήχθη με τον νόμο 4055/2012 για τη «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής», εφαρμόζεται η δικαστική διαμεσολάβηση σε περιπτώσεις ιδιωτικών διαφορών[3].
Σε όλες τις παραπάνω νομικές διατάξεις, κάθε νόμος καθορίζει ορισμένες προϋποθέσεις ώστε τα μέρη να προσφύγουν σε μέτρα ΕΔ, και άλλες διατάξεις σχετικά με τις διαδικαστικές ενέργειες για τη διεξαγωγή των επανορθωτικών πρακτικών, οι οποίες αφορούν κυρίως την ενσωμάτωση των διαδικασιών της ΕΔ στο ισχύον δικονομικό και ουσιαστικό δίκαιο, παρά την ανάπτυξη των αρχών της ΕΔ και την ουσιαστική ανάπτυξη των κατευθυντήριων γραμμών για την παροχή της ΕΔ προς το συμφέρον του θύματος και του δράστη, καθώς και για τη βελτίωση των εγγυήσεων των θυμάτων σε υπηρεσίες της ΕΔ. Αυτή η top-down προσέγγιση όσον αφορά την εφαρμογή της διαμεσολάβησης φαίνεται να είναι περισσότερο εστιασμένη στον δράστη παρά κατευθυνόμενη από το θύμα, δεδομένου ότι υπάρχει έλλειψη διατάξεων σχετικά με την προστασία των θυμάτων, ενώ οι νόμοι αφορούν κυρίως τον δράστη. Επιπλέον, υπάρχει έλλειψη διατάξεων που να αφορούν την ίδια τη διαδικασία της ΕΔ σε κάθε περίπτωση. Αυτή η αοριστία φαίνεται να αποτελεί εμπόδιο για τους επαγγελματίες οι οποίοι καλούνται να εφαρμόσουν επανορθωτικές διαδικασίες χωρίς περαιτέρω υποστήριξη. Σε γενικές γραμμές, δεν υπάρχει συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών ΕΔ / υποστήριξης θυμάτων και εθνικών οργανισμών. Παρατηρείται έλλειψη καθοδήγησης βάσει βέλτιστων πρακτικών που θα ενισχύσουν την συμμετοχή πολλών οργανισμών, και τη διατομεακή συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών ΕΔ/υποστήριξης θυμάτων και εθνικών οργανισμών. Επιπλέον, υπάρχει έλλειψη εκπαιδευτικών εγχειριδίων και εγχειρίδιων για την εφαρμογή της ΕΔ σε διαφορετικά πλαίσια. Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης προς την ΕΔ και τα οφέλη της.
Σε κοινωνικό επίπεδο, η ΕΔ προωθείται μέσω διάφορων προγραμμάτων διαμεσολάβησης, και κυρίως της σχολικής διαμεσολάβησης (π.χ. Αρτινοπούλου, 2010b; Artinopoulou et al., 2012; Θάνος, 2011). Τέτοιες «από τη βάση προς την κορυφή» (bottom-up approach) πρωτοβουλίες πραγματοποιούνται σε τοπικό επίπεδο με σκοπό την ενδυνάμωση των κοινωνικών δεσμών και κανόνων, την ευαισθητοποίηση και την ενημέρωση των πολιτών και κοινωνικά ευάλωτων ομάδων (παιδιά, μετανάστες) στο πλαίσιο του βασισμένου-στην-κοινότητα μοντέλου (community-driven model). Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτών των άτυπων προγραμμάτων είναι σποραδική, παρά συνεχής και συστηματική˙ γεγονός που μάλλον οφείλεται στο μικρό διάστημα ανάπτυξής τους και στην έλλειψη δικτύωσης. Επιπλέον, ΜΚΟ που ασχολούνται με την ΕΔ στην Ελλάδα, αν και δεν είναι πολλές σε αριθμό, δημιουργήθηκαν οι πλείστες ως αποτέλεσμα του ν.3898/2010 με σκοπό να λειτουργούν ως φορείς πιστοποίησης διαμεσολαβητών. Γενικότερα, ο ρόλος τους αφορά στην προώθηση, ενημέρωση και εφαρμογή της διαμεσολάβησης στην χώρα.
Η ΕΔ προωθείται και σε ακαδημαϊκό και ερευνητικό επίπεδο. Η ενασχόληση των Ελλήνων εγκληματολόγων με το αντικείμενο της EΔ είναι σχετικά περιορισμένη όμως εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς (π.χ. Alexiadis, 1992; Αλεξιάδης, 1996, 2007; Αρτινοπούλου, 2008, 2010a, 2010b, 2010c, 2011a, 2011b, 2012, Artinopoulou, 2010b, 2012, 2013, 2015; Artinopoulou & Gavrielides, 2012a, 2012b; Artinopoulou et al., 2012˙ Artinopoulou & Michael, 2014; Gavrielides & Artinopoulou, 2013; Giovanoglou, 2008˙ Lambropoulou, 2010˙ Pitsela & Kastanidou, 2013). Τα κείμενα αυτά μελετούν ως επί το πλείστον την ανάπτυξη της ΕΔ σε θεωρητικό επίπεδο, την σχέση της ΕΔ με άλλα θεωρητικά μοντέλα απονομής δικαιοσύνης, την σχέση της ΕΔ με τα ανθρώπινα δικαιώματα, και την πρακτική της συνδιαλλαγής και της διαμεσολάβησης όπως εφαρμόζονται στην Ελλάδα. Η ΕΔ αποτελεί πλέον μόνιμο θέμα ενασχόλησης σε συνέδρια και ημερίδες. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η διοργάνωση των Παγκόσμιων Συμποσίων για την Επανορθωτική Δικαιοσύνη, που πραγματοποιούνται στην Σκόπελο ανά διετία. Επιπλέον, η ΕΔ είναι αντικείμενο μελέτης και μαθημάτων στα ελληνικά πανεπιστήμια, όπως τα μαθήματα στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο Τμήμα Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας. Η ίδρυση και λειτουργία του Πανεπιστημιακού Εργαστηρίου «Επανορθωτική Δικαιοσύνη και Διαμεσολάβηση» (2015) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο υπό τη διεύθυνση της Καθηγήτριας Β. Αρτινοπούλου είναι σημαντική πρωτοβουλία. Εξίσου σημαντική είναι η συμβολή ορισμένων διδακτορικών διατριβών στην προώθηση της ΕΔ σε ακαδημαϊκό και ερευνητικό επίπεδο.
- Έρευνα πεδίου: Ανάγκες Θυμάτων και Επαγγελματιών
Αντικείμενο της έρευνας ήταν η μελέτη του ρόλου, των αναγκών και των προσδοκιών των θυμάτων, καθώς και των αναγκών των επαγγελματιών που έρχονται σε επαφή με θύματα, κατά την εφαρμογή πρακτικών της ΕΔ στην Ελλάδα, με σκοπό την συλλογή δεδομένων που θα συνέβαλαν στην ανάπτυξη και πιλοτική εφαρμογή εκπαιδευτικού υλικού και πρωτοκόλλων για επαγγελματίες για την παροχή υπηρεσιών της ΕΔ. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική ομάδα εργασίας (Καθηγ. Β. Αρτινοπούλου και υποψ.διδάκτωρ Η. Μιχαήλ) διενέργησε 10 συνεντεύξεις με επαγγελματίες οι οποίοι έρχονται σε επαφή με διαδικασίες ΕΔ και 20 συνεντεύξεις με θύματα. Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν την περίοδο Ιουνίου και Ιουλίου 2013.
Η επιλογή των συνεντευξιαζόμενων επαγγελματιών[4] έγινε με κριτήριο την επίσημη ή άτυπη εμπλοκή τους στην εφαρμογή διαδικασιών ΕΔ στην Ελλάδα ή την επαφή τους σε προσφερόμενες υπηρεσίες για τα θύματα. Για το λόγο αυτό και βάσει της βιβλιογραφικής ανασκόπησης του 1ου Πακέτου Εργασιών του προγράμματος, αναζητήθηκαν και δέχτηκαν να συμμετάσχουν εισαγγελέας (εφαρμόζει άτυπα, αλλά και επίσημα βάσει 308Β Ποινικού Κώδικα, ν. 3500/2006 την πρακτική της διαμεσολάβησης και της συνδιαλλαγής), εκπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης, δικηγόρος (εφαρμόζει διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις βάσει του ν. 3898/2010), αστυνομικός (εφαρμόζει άτυπα διαδικασίες συνδιαλλαγής για την επίλυση μικρο-συγκρούσεων), επαγγελματίες από το ΕΚΚΑ (όπου προσφέρονται ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες σε θύματα, και εφαρμόζεται διαμεσολάβηση σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας βάσει του ν.3500/2006), επαγγελματίες από την Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων (εφαρμόζουν την συνδιαλλαγή βάσει του ν. 3189/2003).
Σχετικά με το προφίλ των επαγγελματιών, όλοι έχουν κατά μέσο όρο 10 χρόνια εμπειρίας στην εξάσκηση του επαγγέλματός τους. Στο πλαίσιο αυτό, μόνο ένας επαγγελματίας ανέφερε ότι έλαβε στοιχειώδη εκπαίδευση στην ΕΔ κατά τη διάρκεια των σπουδών της, αν και 7 επαγγελματίες δήλωσαν ότι ασκούν σχετικά συχνά κάποια πρακτική της ΕΔ (διαμεσολάβηση, συνδιαλλαγή). Επιπλέον, οι 8 επαγγελματίες έχουν ή είχαν κάποια εμπλοκή σε υπηρεσίες που αφορούν θύματα είτε υπηρεσιακά (π.χ. ΕΚΚΑ) είτε μέσω προγραμμάτων, είτε μέσω ΜΚΟ, ενώ 5 επαγγελματίες είχαν κάποια εμπλοκή σε υπηρεσίες που αφορούν δράστες είτε υπηρεσιακά (π.χ. Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων), είτε μέσω προγραμμάτων, είτε μέσω ΜΚΟ.
Ο εντοπισμός των θυμάτων ήταν μια δυσχερής διαδικασία και συνάντησε ορισμένες δυσκολίες. Αρχικός στόχος ήταν ο εντοπισμός θυμάτων που είχαν συμμετάσχει σε κάποια από τις διαδικασίες ΕΔ που προσφέρονται στο Ελληνικό Σ.Α.Π.Δ. Με αυτό το σκεπτικό, οι ερευνήτριες επικοινώνησαν τόσο με το ΕΚΚΑ όπου παραπέμπονται υποθέσεις ποινικής διαμεσολάβησης σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, όσο και από την Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων Αθήνας η οποία διαχειρίζεται υποθέσεις συνδιαλλαγής ανήλικου δράστη και θύματος. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις η απάντηση ήταν αρνητική, καθώς σε καμία περίπτωση δεν διατηρείται επικοινωνία των υπηρεσιών με τα θύματα και είναι στην ευχέρεια των θυμάτων αν θα διατηρήσουν επαφή με τους επαγγελματίες, πράγμα που δεν συμβαίνει. Έτσι, οι συνεντεύξεις με θύματα[5] αφορούν θύματα που ως επί το πλείστον εντοπίστηκαν είτε από τον προσωπικό κύκλο επαφών των ερευνητριών είτε και των υπόλοιπων θυμάτων (μέθοδος της χιονοστιβάδας)[6].
Το προφίλ των θυμάτων καλύπτει ένα φάσμα ηλικιών και των δύο φύλων, καθώς και ένα ευρύ φάσμα εγκλημάτων ποικίλης σοβαρότητας, συμπεριλαμβανομένων των εγκλημάτων κατά της ζωής, σωματικές βλάβες, εγκλήματα κατά του γενετήσιου προσανατολισμού, κατά της ιδιοκτησίας, και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Τα περισσότερα θύματα ανέφεραν το περιστατικό στην αστυνομία, αλλά μόνο τρία θύματα συμμετείχαν στα επόμενα στάδια Σ.Α.Π.Δ,, κυρίως λόγω της σύλληψης του δράστη.
Για τις ανάγκες του προγράμματος, οι ερευνήτριες δημιούργησαν έναν οδηγό συνέντευξης τον οποίο και χρησιμοποίησαν κατά την λήψη των συνεντεύξεων. Ο οδηγός περιέχει γενικές πληροφορίες για το ευρωπαϊκό πρόγραμμα στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιούνται οι συνεντεύξεις, καθώς και πληροφορίες για την πρόσφατη ευρωπαϊκή οδηγία για τα θύματα και πληροφορίες για την ΕΔ στην Ελλάδα. Τέλος, ο οδηγός περιέχει τις ερωτήσεις που βασίζονται στους κοινούς ερευνητικούς στόχους και τα κοινά βασικά ερωτήματα του προγράμματος, όπως:
- Τι αναζητούν τα θύματα απότην επανορθωτική δικαιοσύνη;
- Πωςτα θύματακατανοούν την «ικανοποίηση του θύματος»από τις διαδικασίεςτης δικαιοσύνης;
- Κατά τις εκτιμήσεις των θυμάτων, ποιοι θεωρούνται ότι είναι οι καλύτεροικαι ασφαλέστεροι τρόποιγια την εφαρμογή τηςεπανορθωτικής δικαιοσύνης;
- Ποιοι είναιοι καλύτεροι τρόποιγια την εφαρμογήτης ΟδηγίαςτωνΘυμάτων;
Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, ένα προσχέδιο προηγήθηκε της τελικής μορφής του Οδηγού. Τελικώς, ο Οδηγός συνεντεύξεων αποτελείται από δύο ενότητες, – την ενότητα με ερωτήσεις που αφορούν προσωπικές πληροφορίες του συμμετέχοντα και την ενότητα με ανοιχτού τύπου ερωτήσεις σχετικά με την ΕΔ και την Οδηγία των Θυμάτων. Καθεμία από τις ενότητες περιέχει ξεχωριστές ερωτήσεις για τα θύματα και τους επαγγελματίες. Ο Οδηγός δοκιμάστηκε πιλοτικά στις πρώτες συνεντεύξεις.
4.1. Μέθοδος ανάλυσης των δεδομένων
Οι συνεντεύξεις των θυμάτων και των επαγγελματιών αναλύθηκαν με βάση την ποιοτική μεθοδολογία. Η πρώτη ενότητα ερωτημάτων σχεδιάστηκε ακριβώς για να συλλέξει ατομικές πληροφορίες των συμμετεχόντων. Αυτά τα δεδομένα απλά καταγράφηκαν σε πίνακες Excel, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα σύντομο προφίλ των συμμετεχόντων. Για την ανάλυση των δεδομένων που συγκεντρώθηκαν στην δεύτερη ενότητα ερωτήσεων, επιλέχθηκε η ποιοτική μεθοδολογία και συγκεκριμένα η μέθοδος της Θεμελιωμένης Θεωρίας (Θ.Θ., Βλ. Μπότση, 2009). Η μέθοδος αυτή είναι έγκυρη και κατάλληλη για πρωτογενές ποιοτικό υλικό για το οποίο δεν υπάρχει προηγούμενη έρευνα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι η πρώτη φορά που μελετάται η γνώμη θυμάτων και επαγγελματιών για την εφαρμογή της ΕΔ και της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ. Επιπλέον, μέθοδος της Θ.Θ. χρησιμοποιείται εύκολα χωρίς την ανάγκη χρήσης κάποιου προγράμματος σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Δεδομένης της έλλειψης κάποιου προγράμματος ποιοτικής ανάλυσης στην παρούσα φάση πραγματοποίησης του προγράμματος και του στενού χρονικού περιθωρίου εκπόνησης της έρευνας, η μέθοδος της Θ.Θ. θεωρήθηκε ως η καταλληλότερη για την ανάλυση των δεδομένων στο χέρι.
Η ανάλυση των συνεντεύξεων για την εξαγωγή των τελικών συμπερασμάτων ήταν πολυεπίπεδη. Έκαστη συνέντευξη αναλύθηκε κάθετα βάσει της Θ.Θ. με σκοπό την ανάλυση της κάθε εξατομικευμένης περίπτωσης θύματος ή επαγγελματία. Από αυτή την ανάλυση προέκυψαν οι Θεωρίες περίπτωσης για κάθε συμμετέχοντα. Ακολούθως, οι συνεντεύξεις αναλύθηκαν οριζόντια με σκοπό την εξαγωγή συνολικών συμπερασμάτων για κάθε βασικό ερώτημα της έρευνας. Η οριζόντια ανάλυση βασίστηκε στην αρχική κωδικοποίηση των συνεντεύξεων και στις θεωρίες περίπτωσης.
4.2. Ερευνητικοί Περιορισμοί
Το πρόγραμμα RJE αποτελεί την πρώτη έρευνα που εξετάζει τις απόψεις των θυμάτων και των επαγγελματιών σχετικά με την εφαρμογή της ΕΔ και της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί σε σχέση με τους συμμετέχοντες και την μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε. Πρώτον, ο μικρός αριθμός συμμετεχόντων δεν επιτρέπει την γενίκευση των αποτελεσμάτων των συνεντεύξεων, καθώς είναι άγνωστος ο βαθμός αντιπροσωπευτικότητας των ομάδων-στόχων, ιδιαίτερα των θυμάτων. Ο εντοπισμός συμμετεχόντων, κυρίως των θυμάτων, υπήρξε δύσκολος για δύο κυρίως λόγους, τους χρονικούς περιορισμούς των συμμετεχόντων οι οποίοι παραχώρησαν τις συνεντεύξεις κατά την διάρκεια εργάσιμων ωρών, και την καχυποψία των θυμάτων να μιλήσουν για την θυματοποίησή τους.
Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκε ποιοτική μεθοδολογία για την ανάλυση των δεδομένων. Οι συνεντεύξεις αναλύθηκαν βάσει της μεθόδου της Θ.Θ. η Θ.Θ. αποτελεί μια έγκυρη μέθοδο και κατάλληλη για πρωτογενή ποιοτικό υλικό. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η θετικιστική βάση της Θ.Θ. τείνει να εκλαμβάνει το υλικό ως αδιαμφισβήτητη πηγή γνώσης, ενώ η σχέση του ερευνητή με το αντικείμενο μελέτης τείνει να αγνοείται. Σε κάθε περίπτωση, όπως θα δούμε και πιο κάτω, η συμφωνία και διασταύρωση των αποτελεσμάτων μεταξύ όλων των πακέτων εργασιών του προγράμματος, αυξάνει τον βαθμό γενίκευσης των αποτελεσμάτων των ποιοτικών συνεντεύξεων.
4.3. Κύρια αποτελέσματα
Στο σύνολό τους, οι απαντήσεις τόσο των θυμάτων όσο και των επαγγελματιών συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό. Επιπλέον, τα αποτελέσματα συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με την βιβλιογραφική και ευρύτερη ερευνητική ανασκόπηση και τα πρακτικά αποτελέσματα από τα πιλοτικά και τα σεμινάρια του προγράμματος.
4.3.1. Ανάγκες και απόψεις των θυμάτων[7]
Ένα σύστημα ποινικής δικαιοσύνης με επίκεντρο το θύμα έχει ως στόχο να δώσει φωνή στα θύματα να εκφράσουν τις ανάγκες και τα συναισθήματά τους κατά τη διάρκεια των διαδικασιών, και να λαμβάνουν την απαραίτητη στήριξη για να επανακτήσουν την σωματική, συναισθηματική και διανοητική τους ισορροπία από τις επιβλαβείς συνέπειες του εγκλήματος που υπέστησαν. Για το σκοπό αυτό, οι πρακτικές της ΕΔ έχουν στόχο την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από το έγκλημα και την ικανοποίηση των αναγκών των θυμάτων, ενώ προασπίζουν τα συμφέροντά τους.
Η ικανοποίηση του θύματος δεν προκύπτει μόνο από την έκβαση των διαδικασιών του Σ.Α.Π.Δ, αλλά φαίνεται ότι σημαντικό ρόλο στην ικανοποίηση των θυμάτων παίζει και η αλληλεπίδραση με τους φορείς του Σ.Α.Π.Δ. κατά τη διάρκεια των διαδικασιών. Η σύλληψη του δράστη αποτελεί ένα πρώτο στάδιο ικανοποίησης. Ωστόσο, όπως επισήμαναν δύο θύματα, η τιμώρηση του δράστη δεν είναι πάντοτε ο σκοπός, και ούτε σημαίνει την κάθαρση του θύματος:
“Δεν αποσκοπεί πάντα το θύμα στην ποινική δίωξη και τιμωρία.” (Θύμα 7)
“Η τιμωρία δε θα μου έλεγε κάτι. Θα αισθανόμουν ίσως και τύψεις… ότι αυτός μπήκε φυλακή για μένα.. δεν ξέρω.. θα αισθανόμουν περίεργα. Ίσως ήταν κάποιος που τα είχε ανάγκη.. Νομίζω δε θα μου πρόσφερε κάτι η τιμωρία. Νομίζω με κάποιον άλλο τρόπο.. ίσως με την ΕΔ που λέγαμε, με το να δω ότι μετάνοιωσε για αυτό που έκανε, να δω ότι κατάλαβε την βλάβη που προκάλεσε.” (Θύμα 1)
Αντίθετα, οι πιο κοινές απαντήσεις που αφορούν την ικανοποίηση των θυμάτων ως προς τις εκβάσεις των ποινικών διαδικασιών περιλαμβάνουν όχι μόνο την τιμωρία του δράστη μέσω μέτρων στερητικών της ελευθερίας, αλλά και την (οικονομική, ηθική, κοινωνική) αποζημίωση και την αποκατάσταση της βλάβης (π.χ. μέσω της επιστροφής των κλοπιμαίων), καθώς και η προστασία του θύματος.
Επιπλέον, η αλληλεπίδραση και η επικοινωνία των θυμάτων με τους φορείς/όργανα του Σ.Α.Π.Δ. φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην ικανοποίησή τους. Όπως φάνηκε από της απαντήσεις των θυμάτων, η συμπεριφορά (ενδιαφέρον, ευαισθησία, σεβασμός προς το θύμα) των επαγγελματιών του Σ.Α.Π.Δ. αποτελεί βασικό παράγοντα ικανοποίησής τους. Επιπλέον, ανέφεραν ότι η ικανοποίησή τους επηρεάζεται και από: τον βαθμό ενημέρωσης και συμμετοχής του θύματος σε όλα τα στάδια των διαδικασιών, την υποστήριξη που παρέχεται στο θύμα, την επικέντρωση των διαδικασιών στο θύμα, την αμεσότητα/ταχύτητα των διαδικασιών, την ελαστικότητα και σαφήνεια των διαδικασιών και την αποφυγή γραφειοκρατίας, την συνεργασία των αρχών, την συγκέντρωση των διαδικασιών και την αποφυγή επαναλαμβανόμενων καταθέσεων, και την αποφυγή έκθεσης στα ΜΜΕ. Από την πλευρά τους, οι επαγγελματίες, βασισμένοι στην εμπειρία τους, πρόσθεσαν κάποια σημαντικά σχόλια. Όπως ανέφεραν, τα θύματα επιθυμούν την αναγνώρισή τους και την δικαίωσή τους μέσω των διαδικασιών του Σ.Α.Π.Δ. Παρόλα αυτά, η ικανοποίησή τους εξαρτάται και από το είδος του εγκλήματος, την εμπλοκή τους σε αυτό, και τις γενικότερες προθέσεις τους.
Ανάλογα με το είδος του εγκλήματος, τα θύματα υπέστησαν διάφορες υλικές, σωματικές και ψυχολογικές βλάβες. Τα περισσότερα θύματα κατήγγειλαν το περιστατικό στην Αστυνομία, όμως από αυτά τα πλείστα ένιωσαν καθόλου ή λίγη ικανοποίηση. Μόνο τρία θύματα προχώρησαν στα επόμενα στάδια του ΣΠΔ, κυρίως εξαιτίας της σύλληψης του δράστη, με την ικανοποίησή τους να κυμαίνεται σε μέσα επίπεδα. Συνολικά, οι ανάγκες των θυμάτων στην Ελλάδα κατά την διάρκεια των ποινικών διαδικασιών συνοψίζονται στα εξής:
- Την αναγνώριση και υποστήριξη των θυμάτων, μέσω της δυνατότητας έκφρασή τους και συμμετοχής στις διαδικασίες, της συνένεσης των εμπλεκομένων, της εξατομικευμένης προσέγγισης, της (νομική, ψυχολογική) υποστήριξης των θυμάτων,
- Την καλύτερη αντιμετώπισή τους από τους φορείς: η ουδέτερη στάση των επαγγελματιών, η ευαισθητοποίηση των φορέων, η βελτίωση της συμπεριφοράς (πιο φιλικοί, ευγενικοί, ενδιαφέρον, ευαισθησία, σεβασμός προς το θύμα) των επαγγελματιών του ΣΠΔ, η μη έκθεση των θυμάτων.
- Την προστασία τους και το αίσθημα ασφάλειας αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την διασφάλιση των δικαιωμάτων των θυμάτων.
- Η ενημέρωση των θυμάτων: βελτίωση της ενημέρωσης θυμάτων και επαγγελματιών, η ενημέρωσή των φορέων για τον ρόλο τους, η ενημέρωση και συμμετοχή του θύματος σε όλα τα στάδια των διαδικασιών.
- Την εφαρμογή των διαδικασιών από εξειδικευμένο προσωπικό: η συμμετοχή τρίτου αμερόληπτου ατόμου και, η εκπαίδευση και εξειδίκευση των επαγγελματιών φαίνεται να αποτελεί, κατά την γνώμη των συμμετεχόντων, τον πιο ασφαλή τρόπο εφαρμογής των διαδικασιών της ΕΔ, η ανάπτυξη διεπιστημονικής προσέγγισης.
- Την ταχύτητα και αμεσότητα των διαδικασιών και την αποφυγή της γραφειοκρατίας, μέσω της λιγότερο τραυματικής νόμιμης οδού: αποφυγή επαναλαμβανόμενων διαδικασιών, της ευκαμψίας και σαφήνειας των διαδικασιών.
- Την ικανοποίησή και δικαίωσή τους μέσω της κατανόησης και αποκατάστασης των βλαβών από τον δράστη και αποζημίωσης των θυμάτων, του συνετισμού/ συμμόρφωσης του δράστη και την αποφυγή υποτροπής.
- Η ύπαρξη ενός θεσμικά οργανωμένου πολιτειακού πλαισίου, δομών, και κυρίως η δικτύωσή τους με τις δημόσιες αρχές και τους φορείς του ΣΠΔ: οργάνωση των υπηρεσιών, οικονομική στήριξη και βιωσιμότητά τους, η ανάγκη εποπτείας των διαδικασιών.
Ειδικότερα σε σχέση με την εφαρμογή επανορθωτικών πρακτικών, μόνο έξι θύματα απάντησαν ότι γνωρίζουν έστω και λίγα για την ΕΔ, ενώ τα υπόλοιπα θύματα ανέφεραν ότι δεν γνώριζαν τίποτα ή και πρώτη φορά άκουγαν τον όρο αυτό. Ωστόσο, τα μισά από τα θύματα δήλωσαν ότι τα θύματα, συμπεριλαμβανομένων και των ιδίων, θα επέλεγαν την ΕΔ αν γνώριζαν περισσότερα. Κάποια άλλα θύματα εξέφρασαν κάποιες αμφιβολίες, επισημαίνοντας την ανάγκη ενημέρωσης των θυμάτων, αλλά και τον ρόλο του είδους του εγκλήματος. Δύο από τα θύματα δήλωσαν ότι τα θύματα, συμπεριλαμβανομένων και των ιδίων, δεν θα επέλεγαν την ΕΔ αν γνώριζαν περισσότερα, ενώ δύο άλλα θύματα ανέφεραν ότι σε καμία περίπτωση δεν θα ένιωθαν ασφάλεια. Ταυτόχρονα, όλοι οι επαγγελματίες ήταν αισιόδοξοι ότι τα θύματα θα επέλεγαν την ΕΔ αν γνώριζαν περισσότερα, όμως επισήμαναν αυτό θα εξαρτάται από το είδος του εγκλήματος και τη σοβαρότητας της βλάβης, το προφίλ του θύματος, την ενημέρωση του, και την ανάπτυξη της σχετικής κουλτούρας.
4.3.2. Ανάγκες και απόψεις των επαγγελματιών[8]
Ανάλογα και με το προφίλ τους, οι επαγγελματίες επιθυμούν την περαιτέρω εκπαίδευσή τους σε θέματα διαχείρισης κρίσεων, ψυχολογίας, διερεύνηση του προφίλ θυμάτων και δραστών, θεραπευτικής σχέσης (ενσυναίσθηση, εμπιστοσύνη), ΕΔ (μεθοδολογία, τεχνικές, οδηγοί συνέντευξης, κώδικας δεοντολογίας) και γενικά πιο εξειδικευμένων γνώσεων. Επίσης, ανέφεραν ότι επιθυμούν ενημέρωση για προγράμματα επαγγελματικής αποκατάστασης των θυμάτων, για καλές πρακτικές και γενικά για τις νομοθετικές εξελίξεις και τον ρόλο τους. Επιπλέον, ορισμένοι εξέφρασαν την ανάγκη εποπτείας και προσωπικής ψυχοθεραπείας. Στο πλαίσιο αυτό, κρίνουν σημαντική την ύπαρξη νομοθετικού πλαισίου και ενός θεσμικού συστήματος, δομών, και διεπιστημονικής συνεργασίας, καθώς και συνεχή ανατροφοδότηση της κατάστασης. Ένας επαγγελματίας επισήμανε και την ανάγκη προσαρμογής της Οδηγίας. Ωστόσο, ενώ ήταν αναμενόμενο ότι οι επαγγελματίες θα γνωρίζουν την ύπαρξη της Οδηγίας, μόλις έξι από τους 10 επαγγελματίες στις συνεντεύξεις είχαν ακούσει για την Οδηγία ή και γνώριζαν αρκετά. Στο σημείο αυτό, όλοι οι επαγγελματίες επέδειξαν ενδιαφέρον για σεμινάρια / εκπαιδεύσεις, εκπαιδευτικό υλικό, πρωτόκολλα, κ.ά. για την Οδηγία και την ΕΔ. Ανέφεραν όμως και τη σημασία ενός νέου συστήματος ποινικής δικαιοσύνης προσανατολισμένο προς το θύμα (victim-oriented criminal justice system), -μια προοπτική που λείπει από το Ελληνικό νομικό σύστημα- ως μια πρόκληση που η Οδηγία 2012/29/ΕΕ δημιουργεί.
Όλοι οι επαγγελματίες συμφώνησαν ότι οι συναντήσεις ανατροφοδότησης (follow-up) είναι πολύ σημαντικές για την ασφάλεια και προστασία των θυμάτων. Δύο επαγγελματίες είπαν ότι η επαναθυματοποίηση του θύματος σημαίνει εν μέρει και την αποτυχία του επαγγελματία και της διαδικασίας. Σε τυχόν επαναθυματοποίηση του θύματος, οι επαγγελματίες θα πρέπει να διερευνούν το προφίλ του θύματος και το περιβάλλον του, και η επαναθυματοποίηση να καταγγέλλεται, να γίνεται επανέλεγχος των δεσμεύσεων και τα θύματα να παραπέμπονται σε ειδικό για ψυχολογική στήριξη και καθοδήγηση. Η αξιολόγηση των θυμάτων και των δραστών, πριν και κατά την διάρκεια των διαδικασιών του Σ.Α.Π.Δ. και των υπηρεσιών ΕΔ, χαρακτηρίστηκε από τους συμμετέχοντες στα πιλοτικά και εκπαιδευτικά σεμινάρια, ως βασικά εργαλεία για την αποφυγή επαναθυματοποίησης
Γενικά, οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα συμφώνησαν ότι η ΕΔ προάγει την υπευθυνότητα/ανάληψη ευθύνης και την αυτο-ρύθμιση των συγκρούσεων, αναπτύσσοντας μια κουλτούρα συμφιλίωσης:
“..Τώρα σε σχέση κιόλας με τη νοοτροπία που υπάρχει στην Ελλάδα… (η ΕΔ) βοηθάει μετά και στην ανάπτυξη μιας κουλτούρας συμφιλίωσης και επίλυσης διαφορών στο κοινωνικό περιβάλλον χωρίς προσφυγή στη Δικαιοσύνη.” (Επαγγελματίας 4)
“…η προοπτική αυτορρύθμισης στο πλαίσιο της κοινότητας που θα μπορούσε να οδηγήσει σταδιακά (ιδίως στις διαπροσωπικές διαφορές, στα αδικήματα ήσσονος παραβατικότητας), στην αποσυμφόρηση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης.” (Επαγγελματίας 10)
Ωστόσο, ένας επαγγελματίας τόνισε την απουσία της κουλτούρας της ΕΔ και την έλλειψη πολιτικής βούλησης στην Ελλάδα, ενώ άλλοι ανέφεραν την έλλειψη στην παροχή καλών πρακτικών για την εφαρμογή. Επίσης, οι επαγγελματίες ανέφεραν πολλά άλλα μειονεκτήματα, όπως η μετατόπιση του δικαιικού μοντέλου από τη φυλάκιση στην εργασία, η υποχρεωτικότητα και αυτοματοποίηση των διαδικασιών, η έλλειψη δομών και η μεγάλη λίστα αναμονής, καθώς και μια πιθανή εξαπάτηση του δράστη, η πίεση προς το θύμα, ο κίνδυνος μη διασφάλισης των δικαιωμάτων του δράστη.
Συνολικά, οι περισσότεροι συμμετέχοντες υποστήριξαν την εφαρμογή και διαθεσιμότητα της ΕΔ σε όλα τα στάδια του Σ.Α.Π.Δ. Ωστόσο, κάποιοι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ότι η ΕΔ δεν είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται εντός του Σ.Α.Π.Δ. Η εφαρμογή της ΕΔ εντός του Σ.Α.Π.Δ. θα πρέπει να γίνεται εξατομικευμένα, ανάλογα με το είδος του εγκλήματος και τη σοβαρότητα της βλάβης και λαμβάνοντας υπόψη την συναίνεση του θύματος και του δράστη. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες ανέφεραν την ανάγκη ύπαρξης δικλείδων και ασφάλειας για το θύμα, που να εξασφαλίζουν την αξιοπρέπεια του θύματος, την ενημέρωση των εμπλεκομένων, την διασφάλιση της διαδικασίας, την ύπαρξη εξειδικευμένων υπηρεσιών, εκπαιδευμένων επαγγελματιών, και αξιόπιστου συστήματος υποστήριξης των θυμάτων. Επιπλέον, όλοι οι επαγγελματίες υποστήριξαν ότι η ΕΔ θα πρέπει να χρηματοδοτείται από το Κράτος. Ωστόσο, ένας επαγγελματίας πρόσθεσε και την ανάγκη χρηματοδότησης και άλλων δομών.
Γενικότερα, όπως προκύπτει από τις συνεντεύξεις των επαγγελματιών, η εφαρμογή των πρακτικών της ΕΔ (στο πλαίσιο του Σ.Α.Π.Δ.) απαιτεί την διαχείριση λειτουργικών και οργανωτικών αναγκών. Συνολικά, επισημαίνεται η ανάγκη κατάλληλης κατάρτισης των αρμοδίων φορέων, η ανάγκη ανάπτυξης οργανωμένου και αξιόπιστου συστήματος πλαισίωσης και κατάλληλων δομών με εξειδικευμένο προσωπικό, η ανάγκη οικονομικής στήριξης, καθώς και η στελέχωση των υπηρεσιών˙ ανάγκες οι οποίες απαιτούν πολιτική βούληση, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των φορέων, των θυμάτων και του γενικού πληθυσμού, με σκοπό την ανάπτυξη μιας κουλτούρας που να αντανακλά περισσότερο τις αρχές και αξίες της ΕΔ.
- Προκλήσεις και προσδοκίες για την Οδηγία 2012/29ἜΕ
Οι προσδοκίες των θυμάτων και των επαγγελματιών σχετικά με την Οδηγία 2012/29/ΕΕ και την εφαρμογή της ΕΔ είναι πολύ υψηλές. Οι προσδοκίες αυτές αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες των θυμάτων κατά την διάρκεια των ποινικών διαδικασιών. Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων και των σεμιναρίων, οι συμμετέχοντες έφεραν στο προσκήνιο αρκετές προκλήσεις σχετικά με την εφαρμογή της Οδηγίας και την ΕΔ, και αφορούν τόσο την οργάνωση των υπηρεσιών όσο και την πρακτική εφαρμογή των διαδικασιών.
Η ίδια η εφαρμογή και ενσωμάτωση της Οδηγίας αποτελεί την πρωταρχική πρόκληση, ενώ ορισμένοι επαγγελματίες υποστήριξαν ότι η ίδια η εφαρμογή της ΕΔ είναι επίσης μια πρόκληση, όπως και η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής της. Στο πλαίσιο αυτό, η διαχείριση του ρόλου των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια αποτελεί σημαντική πρόκληση. Η ανάγκη ιδεολογικής στροφής θεωρήθηκε υψίστης σημασίας.
Επιπλέον, η ανάπτυξηενός αξιόπιστουσυστήματος, δομών, δικτύωνκαι υπηρεσιών, και η οικονομικήυποστήριξή τους, προσδιορίστηκαν ωςοργανωτικές προκλήσεις. Η βιωσιμότητατων δομώνκαι των υπηρεσιώνθεωρήθηκε απαραίτητη. Σε πρακτικό επίπεδο, ο ακριβής ορισμός τουθύματος, τακριτήρια για τηνπαραπομπή σευπηρεσίες της ΕΔ, ηέλλειψη προσωπικού, η λίστα αναμονής, ηεξειδικευμένηκατάρτιση των επαγγελματιών, η συγκατάθεση των θυμάτωνκαιηεθελοντικήένταξητωνπαραβατώνστις διαδικασίες, τα συμφέροντα που εξυπηρετούνται, η εξισορρόπηση των δικαιωμάτων τωνθυμάτωνκαι τωνδραστών, ηπροστασίατωνθυμάτων, η διεξαγωγή κατάλληλων ερευνών, είναι μερικέςακόμα προκλήσεις. Ορισμένοι από τους συμμετέχοντεςπαρατήρησαν ότισε γενικές γραμμές, το Σ.Α.Π.Δ.είναιπερισσότερο επικεντρωμένο στοδράστη. Μια υπηρεσίαυποστήριξης των θυμάτωνκρίθηκε αναγκαία.
Ειδικά όσον αφορά την εφαρμογή της ΕΔ, θύματα και επαγγελματίες έδωσαν ποικίλες απαντήσεις σχετικά με καλούς και ασφαλείς τρόπους εφαρμογής τόσο ως προς την οργάνωση και το πλαίσιο των διαδικασιών, όσο και ως προς τους εμπλεκόμενους στις διαδικασίες. Σημαντικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει η ύπαρξη ενός θεσμικά οργανωμένου πολιτικού πλαισίου, δομών και κυρίως δικτύωσης με τις δημόσιες αρχές και τους φορείς του Σ.Α.Π.Δ., καθώς και για την εποπτεία των επανορθωτικών διαδικασιών. Σχεδόν όλα τα θύματα και οι επαγγελματίες τόνισαν την ανάγκη για ενημέρωση των θυμάτων για την ΕΔ, τόσο σε γενικό επίπεδο ευαισθητοποίησης του κοινού (π.χ. εκστρατείες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, διαφήμιση, στο διαδίκτυο, εκδηλώσεις, εργαστήρια/σεμινάρια, ειδική τηλεφωνική γραμμή ή ειδική υπηρεσία) όσο και σε ειδικό επίπεδο για την ευαισθητοποίηση των θυμάτων (από το Σ.Α.Π.Δ. και τις υπηρεσίες εξυπηρέτησης των θυμάτων – π.χ. νοσοκομεία, από τους ειδικούς).
5.1. Η συμβολή μας για την καλύτερη εφαρμογή της Οδηγίας: Κατευθύνσεις, εργαλεία και επιμόρφωση για Επαγγελματίες
Αφού επισημάναμε τα προβλήματα στην μέχρι τώρα εφαρμογή της ΕΔ μέσα από τα ευρήματα της έρευνας, υλοποιήσαμε πιλοτικά εκπαιδευτικά σεμινάρια σε διαφορετικά περιβάλλοντα, χρησιμοποιώντας τεκμηριωμένα πρωτόκολλα, και σχετικό υλικό κατάρτισης και ανάπτυξης δεξιοτήτων για τους επαγγελματίες που έρχονται σε επαφή με τα θύματα και τους εγκληματίες στο πλαίσιο υπηρεσιών της ΕΔ. Τα εκπαιδευτικά σεμινάρια του European Public Law Organization (EPLO) πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του τριμήνου Μάρτιος – Μάιος 2014, υπό την επιστημονική εποπτεία της καθηγήτριας Β. Αρτινοπούλου, επιστημονικής υπεύθυνης της Ελληνικής ομάδας εργασίας του έργου. Εκπαιδευτές στα σεμινάρια ήταν οι υποφαινόμενες, ενώ συμμετείχαν και προσκεκλημένοι ομιλητές. Συνολικά πραγματοποιήθηκαν πέντε σεμινάρια σε διαφορετικές ομάδες-στόχους, και συμμετείχαν περίπου 700 επαγγελματίες, όπως εκπρόσωποι του Υπουργείου Δικαιοσύνης, αστυνομικοί, δικηγόροι, εγκληματολόγοι, επαγγελματίες στους τομείς κοινωνικής ευημερίας και υγείας, κ.ά.
Το εκπαιδευτικό υλικό στοχεύει στην υποστήριξη των θυμάτων και των επαγγελματιών, ενώ βασίζεται στα ευρήματα της έρευνας πεδίου. Συνοπτικά, το υλικό προσφέρει στους επαγγελματίες λεπτομερή ενημέρωση για την Οδηγία 2012/29/ΕΕ από την προοπτική του θύματος και συμβάλλει στην ενδυνάμωση των θυμάτων. Σκοπός του εκπαιδευτικού υλικού είναι η χρήση του από τους επαγγελματίες κατά την αξιολόγηση των θυμάτων, βάσει των εγγυήσεων που απαιτούνται από την Οδηγία, ακολουθώντας σημεία ελέγχου προκειμένου να προετοιμάσουν την αξιολόγηση και την έκθεση αξιολόγησης των θυμάτων. Το εκπαιδευτικό υλικό περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα των θυμάτων, τον ορισμό της ΕΔ, οδηγό και εργαλείο αξιολόγησης του θύματος, καθώς και μελέτες περιπτώσεων που αντικατοπτρίζουν θέματα δικλείδων ασφαλείας. Το εκπαιδευτικό υλικό που δημιουργήθηκε αρχικά από τον επικεφαλή οργανισμό του RJE, ακολούθως μεταφράστηκε και προσαρμόστηκε βάσει των τεκμηριωμένων ευρημάτων του προγράμματα για το Ελληνικό κοινό (επαγγελματίες και θύματα), ώστε να αντικατοπτρίζει τις ανάγκες των θυμάτων και των επαγγελματιών στην Ελλάδα.
Η ανταπόκριση από τους εκπαιδευόμενους ήταν εξαιρετικά θετική και η προτροπή τους ήταν η συνέχεια των δράσεων ενημέρωσης και εκπαίδευσης για την αποτελεσματική εφαρμογή της Οδηγίας 2012/29/ ΕΕ στη χώρα μας.
- Συμπερασματικά: Ένα βήμα μπροστά για τα θύματα της εγκληματικότητας;
Η ΕΔ έχει ως στόχο να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των αξιών της δικαιοσύνης και των πραγματικοτήτων στα παραδοσιακά συστήματα ποινικής δικαιοσύνης. Επιπλέον, η ΕΔ έρχεται να αποκαταστήσει τη χαμένη εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης και την εφαρμογή του νόμου. Η ΕΔ περιλαμβάνει μια προοπτική που βασίζεται σε αξίες που εμπλέκουν την κοινότητα, τους πολίτες και τους φορείς χάραξης πολιτικής σε ανοικτού τύπου διάλογο (Artinopoulou, 2013).
Η Οδηγία 2012/29/ΕΕ δίνει νέα φωνή στα θύμα της εγκληματικότητας μέσα από ενισχυμένα και νέα δικαιώματα. Από την μία, ενισχύονται οι δικλείδες ασφαλείας για την συμμετοχή των θυμάτων στο Σ.Α.Π.Δ. (ιδιαίτερα των ευάλωτων ομάδων θυμάτων) με σκοπό την αποφυγή δευτερογενούς και επαναλαμβανόμενης θυματοποίησης. Από την άλλη, ενισχύονται και οι δικλείδες ασφαλείας για τους επαγγελματίες κατά την επικοινωνία και επαφή με τα θύματα μέσω της γενικής και ειδικής εκπαίδευσης και κατάρτισής τους (Άρθρο 25). Παράλληλα, ενισχύονται και προστατεύονται και οι υπηρεσίες ΕΔ με σκοπό να προσφέρουν μια αποτελεσματική οδό για την διαχείριση των επιπτώσεων του εγκλήματος στα θύματα.
Η εισαγωγή της διαμεσολάβησης θύματος και δράστη και άλλων αποκαταστατικών μέτρων σε ολοένα και περισσότερους νόμους, και η μέχρι σήμερα εφαρμογή επίσημων και ανεπισήμων τοπικών προγραμμάτων και πρωτοβουλιών, καθώς και η προώθηση της έρευνας και της γνώσης της ΑΔ στο κοινωνικό, σχολικό και ακαδημαϊκό πλαίσιο, αν και χρήζουν βελτίωσης και ανάπτυξης, δεν είναι αμελητέα ούτε και επουσιώδη. Ωστόσο, όπως παρατηρείται, η εφαρμογή των μέτρων και των πρακτικών της ΕΔ στο πλαίσιο του συτήματος απονομής δικαιοσύνης συναντά λειτουργικά και οργανωτικά εμπόδια τα οποία αποτρέπουν την ευρύτερη εφαρμογή και ανάπτυξή τους. Τέτοιες παράγοντες έχουν εντοπιστεί και στη βιβλιογραφία (e.g. Lambropoulou, 2010˙ Ζαγούρα, 2007). Τα αποτελέσματα των συνεντεύξεων και των εκπαιδευτικών σεμιναρίων στο πλαίσιο του RJE επιβεβαιώνουν και ενισχύουν τα συμπεράσματα της βιβλιογραφικής και ερευνητικής ανασκόπησης.
Τα μέτρα, οι πρακτικές και οι πρωτοβουλίες που προωθούν την ΕΔ βρίσκονται ακόμα σε εμβρυικό στάδιο. Παρ’ όλες τις αξιόλογες προσπάθειες εισαγωγής επανορθωτικών μέτρων στο ελληνικό Σύστημα Απονομής Δικαιοσύνης, τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται συνήθως κάτω από τον έλεγχο του εισαγγελέα ή του δικαστηρίου, ή στο πλαίσιο της άσκησης των δικηγορικών καθηκόντων, αποδεικνύοντας την ισχυρή νομική παράδοση της χώρας, αλλά ταυτόχρονα και την αδυναμία του ελληνικού συστήματος δικαιοσύνης να αποδεσμευτεί από το αυστηρό νομοθετικό πατερναλιστικό και ποινικοκεντρικό σύστημα ελέγχου του εγκλήματος και των παραβατών (Βλ. Artinopoulou and Petoussi, 2010), διατηρώντας τον επίσημο έλεγχο των μέτρων της ΕΔ στους κόλπους της.
Επιπλέον, επιβεβαιώνεται ότι η μοναδική πηγή πληροφόρησης για τους πολίτες και τους νομικούς επαγγελματίες είναι οι ίδιοι οι νόμοι στους οποίους όμως δεν εξηγείται το υπόβαθρο των μέτρων και των πρακτικών της ΕΔ, οι σκοποί και οι στόχοι τους, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος μη ορθής και κατάλληλης εφαρμογής των μέτρων και δημιουργίας αβεβαιότητας μεταξύ των νομικών επαγγελματιών και άλλων φορέων (European Forum for Restorative Justice, 2008: 14). Πράγματι, δράστες και θύματα συχνά αντιλαμβάνονται το χαρακτήρα των επανορθωτικών διαδικασιών ως “τιμωρητικό” και τα θύματα έχουν την τάση να απαιτούν υψηλή χρηματική αποζημίωση. Η ιδέα της «Reintegrating shame» και ο «συμβολικός χαρακτήρας της αποζημίωσης», ως κεντρικές αρχές των διαδικασιών της ΕΔ επισκιάζονται, ενώ παρατηρείται ένας βαθμός δυσπιστίας για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών της ΕΔ.
Το χάσμα μεταξύ θεωρίας και πράξης (Gavrielides, 2007) παρατηρείται στην περίπτωση της Ελλάδας. Σε γενικό πλαίσιο, εντοπίστηκε έλλειψη εκπαιδευτικών εγχειριδίων και πρωτοκόλλων για την εφαρμογή πρακτικών της ΕΔ στα διάφορα πλαίσια, καθώς και έλλειψη οδηγών καλών πρακτικών, όσον αφορά την ανάπτυξη διαδικασιών ΕΔ και τη διαφύλαξη των θυμάτων σε υπηρεσίες ΕΔ. Συνολικά, οι κυριότεροι λόγοι της περιορισμένης χρήσης των αποκαταστατικών μέτρων είναι η έλλειψη κατάλληλης κατάρτισης των αρμοδίων φορέων στους σκοπούς και πρακτικές της ΕΔ, όπου παρατηρείται κάποιος βαθμός επιφυλακτικότητας προς την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών της ΕΔ, η απουσία κατάλληλων δομών με εξειδικευμένο προσωπικό για την διεξαγωγή των επανορθωτικών διαδικασιών, οι μειωμένοι οικονομικοί πόροι, καθώς και ο φόρτος εργασίας στις υφιστάμενες δομές που παραπέμπονται οι υποθέσεις διαμεσολάβησης˙ λόγοι οι οποίοι με τη σειρά τους είναι συνέπειες της έλλειψης ευρύτερου διαλόγου για την ΕΔ και τις πρακτικές της, γεγονός που φαίνεται και από την απουσία πιλοτικών προγραμμάτων πριν την εφαρμογή των νομοθετικών προβλέψεων (Αρτινοπούλου, 2010a, σελ. 100-102, 112-114˙ Artinopoulou 2010b, pp. 182-183˙ Lambropoulou, 2010, pp. 144-147).
Παρά την απουσία πραγματοποίησης εθνικών προγραμμάτων για την ΕΔ, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αυξημένη τάση συμμετοχής της Ελλάδας σε Ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα που προωθούν την εφαρμογή πρακτικών της ΕΔ στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η παρούσα κατάσταση βρίσκεται σε θετική πορεία, όμως η ανάγκη ανάπτυξης ευρύτερου διαλόγου για την ΕΔ και τις πρακτικές της και η ανάγκη καλύτερου συντονισμού και λειτουργίας των υφιστάμενων πρακτικών και μέτρων χρήζουν άμεσης υλοποίησης. Παράλληλα, οι εξελίξεις βρίσκονται σε ενθαρρυντική πορεία για την εφαρμογή της Οδηγίας για τα Θύματα, καθώς πέρα από την συμμετοχή της χώρας στο υφιστάμενο ευρωπαϊκό πρόγραμμα, έχει ήδη συσταθεί ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο Ελληνικό δίκαιο, αποτελούμενη από επαγγελματίες των αρμόδιων δημόσιων υπηρεσιών για την απονομή της δικαιοσύνης και την υποστήριξη των θυμάτων. Η επιτροπή βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία με τα μέλη της Ελληνικής ομάδας εργασίας του παρόντος προγράμματος, ενώ παράλληλα το πρόγραμμα υποστηρίχθηκε και από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο πλαίσιο ανάπτυξης της εθνικής πολιτικής για την υποστήριξη των θυμάτων.
Λαμβάνοντας υπόψη τις απαντήσεις των θυμάτων και των επαγγελματιών και τις ανάγκες που εξέφρασαν οι επαγγελματίες, καθώς και τις ανάγκες που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια υλοποίησης του προγράμματος, προτείνονται διάφορες συστάσεις όσον αφορά την εφαρμογή της ΕΔ και της Οδηγίας 2012/29/ ΕΕ στην Ελλάδα:
- Μια ισορροπημένηπροσέγγισηόσον αφορά τα δικαιώματατωνθυμάτωνκαι των δραστώνείναιένα σημαντικό στοιχείο γιατην εύρυθμη λειτουργίατου συστήματοςποινικής δικαιοσύνης. Ένα σύστημαποινικής δικαιοσύνηςκατευθυνόμενο-από-τα-θύματαείναι μια πολύελπιδοφόραεξέλιξη, αλλάδεν αποκλείειτο σεβασμότων δικαιωμάτωντωνπαραβατών.
- Ανάπτυξη εκπαιδευτικού υλικού, οδηγών, πρωτοκόλλων, και ενημερωτικών φυλλαδίων για τους επαγγελματίες και τα θύματα που θα περιγράφουν τις αρχές και τα οφέλη της ΕΔ, τους τρόπους καλής και ασφαλούς εφαρμογής, καλές πρακτικές, καθώς και τρόπους εφαρμογής της ΕΔ επικεντρωμένης στο θύμα, παρουσιάζοντας αποδείξεις για την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών της (έρευνες, πραγματικές ιστορίες, εμπειρίες επαγγελματιών της ΕΔ).
- Διεξαγωγή σεμιναρίων εκπαίδευσης και ενημέρωσης αστυνομικών, εισαγγελέων, δικαστών και άλλων επαγγελματιών που στελεχώνουν τους υφιστάμενους φορείς που στην παρούσα φάση είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή και διεξαγωγή των μέτρων ΕΔ στο ΣΠΔ, έχοντας ως στόχο την καλύτερη εξοικείωσή τους με τις αρχές, τεχνικές, καλές πρακτικές, και μεθοδολογία της ΕΔ. Οι επαγγελματίες θα πρέπει να εκπαιδεύονται και να ευαισθητοποιούνται σχετικά με τα δικαιώματα των θυμάτων και διαδικασίες της ΕΔ.
- Δημιουργία προγραμμάτων εποπτείας των επαγγελματιών που έρχονται σε επαφή με θύματα, αλλά και που εφαρμόζουν πρακτικές της ΕΔ.
- Οργάνωση και προώθηση εθνικών προγραμμάτων με την συνεργασία των σχετικών ΜΚΟ, κρατικών δομών, της ακαδημαϊκής κοινότητας και άλλων επιστημονικών και μη φορέων με σκοπό την εφαρμογή πρακτικών ΕΔ σε όλους τους τομείς της κοινωνίας (κοινότητα, σχολεία, εργασιακοί χώροι, σύστημα δικαιοσύνης, ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα) και την ευαισθητοποίηση των πολιτών και των φορέων.
- Η διαμεσολάβησηθα πρέπει να προωθηθείως άμεσηεναλλακτική λύση γιατη συμφιλίωση και τηνεπίλυση συγκρούσεων, ενώ οι υπηρεσίεςτης ΕΔπρέπει να επεκταθούνπέρα από τοδικαστικό σύστημα, σε άλλες κοινωνικές υπηρεσίες, προκειμένουνα αποσυμφορηθεί το Σ.Α.Π.Δ.καινα εφαρμοσθούνπρόσθετεςπρακτικές της ΕΔ.
- Θα πρέπει ναπαρέχεταιαποτελεσματική αξιολόγηση και προετοιμασία τόσο των θυμάτων όσο και τωνδραστώναπό ειδικάεκπαιδευμένους επαγγελματίεςσε επανορθωτικέςπρακτικές, καθώς καιψυχολόγουςκαι κοινωνικούς λειτουργούς. Πλήρης καιαμερόληπτη πληροφόρησηθα πρέπει ναπαρέχεται σε θύματακαιδράστεςσχετικά με τις διαδικασίεςπροτού συμμετάσχουν στην ΕΔ.
- Δημιουργία κεντρικού (κρατικού, ημι-κρατικού, ακαδημαϊκού ή μη-κερδοσκοπικού) φορέα συντονισμού, οργάνωσης, προώθησης και έρευνας της ΕΔ και των πρακτικών της, και δημιουργία εθνικής βάσης δεδομένων για την ΕΔ στην Ελλάδα. Με αυτό τον τρόπο θα αναπτυχθεί ένα ολοκληρωμένο και οργανωμένο σύστημα εφαρμογής της ΕΔ.
Σε αυτό το σημείο, το πρόγραμμα RJE έχει αποδειχθεί ότι παρέχει μεγάλη υποστήριξη στα θύματα και τους επαγγελματίες. Το παράδοξο στην μεταχείριση και φροντίδα των θυμάτων αναδείχθηκε σε όλο το πρόγραμμα, εντοπίζοντας τα κενά και τις ανάγκες που υπάρχουν. Βασισμένο στην Οδηγία 2012/29/ ΕΕ, τα δικαιώματα των θυμάτων επισημάνθηκαν κατά τη διάρκεια των πακέτων εργασίας, ενώ η φωνή των θυμάτων ενδυναμώνεται στο Σ.Α.Π.Δ.. Κατά τη διάρκεια των σεμιναρίων, το εκπαιδευτικό υλικό του RJE αποδείχθηκε ότι είναι χρήσιμο εργαλείο για τους επαγγελματίες, και τους υπεύθυνους σε κέντρα χάραξης πολιτικής και λήψης αποφάσεων. Η ανάπτυξη, η πιλοτική εφαρμογή και υλοποίηση του εκπαιδευτικού υλικού, των πρωτόκολλων και κατευθυντήριων γραμμών στο πλαίσιο του RJE, σέβεται τα συμφέροντα των θυμάτων και των δραστών, ενώ προωθείται η διατομεακή συνεργασίας μεταξύ των υπηρεσιών και εθνικών οργανισμών. Το πρόγραμμα RJE ενδυνάμωσε την ΕΔ στην Ελλάδα και έδωσε ώθηση σε μια νέα προσέγγιση για ένα φιλικό-στα-θύματα σύστημα ποινικής δικαιοσύνης.
Πηγές – Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
Αλεξιάδης, Σ. (1996). «Η συνδιαλλαγή θύματος – δράστη». Στο Β. Αρτινοπούλου και Α. Μαγγανάς (Επιμ.), Θυματολογία και Όψεις Θυματοποίησης, σελ. 195-204. Αθήνα: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη.
Αλεξιάδης, Σ. (2007). «Η Αποκαταστατική Δικαιοσύνη: Μια άλλη αντιμετώπιση του ‘εγκληματικού φαινομένου’», Στο Τιμητικός Τόμος για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, τομ. ΙΙ., σελ. 991-1017. Αθήνα – Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλας.
Αρτινοπούλου, Β., (1995). Αιμομιξία: θεωρητικές προσεγγίσεις και ερευνητικά δεδομένα, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Αρτινοπούλου, Β., (2001). Βία στο σχολείο. Έρευνες και πολιτικές στην Ευρώπη. Αθήνα: εκδ. Μεταίχμιο, Β’ έκδοση 2007.
Αρτινοπούλου, Β., (2006). Ενδοοικογενειακή κακοποίηση γυναικών, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Αρτινοπούλου, Β., (2008). «Οι γκρίζες ζώνες της αποκαταστατικής δικαιοσύνης», Ποινικός Λόγος, 6/2008, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
Αρτινοπούλου, Β. (2010a) «Επανορθωτική Δικαιοσύνη: Η πρόκληση των σύγχρονων δικαιικών συστημάτων», Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Αρτινοπούλου, Β. (2010b). «Η Σχολική Διαμεσολάβηση. Εκπαιδεύοντας τους μαθητές στη διαχείριση της βίας και του εκφοβισμού» (Συνεργασία: Χρ. Καλαβρή, Η. Μιχαήλ). Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Αρτινοπούλου, Β. (2010c). Αποκαταστατική Δικαιοσύνη και Κοινωνικό Φύλο. Η περίπτωση της ενδοοικογενειακής βίας. Στον Τιμητικό Τόμο Καλλιόπης Δ. Σπινέλλη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 545-558.
Αρτινοπούλου, Β., (2011a). «Οι «γκρίζες ζώνες» της αποκαταστατικής δικαιοσύνης», στο Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Ιάκωβο Φαρσεδάκη, τόμος Ι (επιμ. Α. Χαλκιά), Αθήα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 755-774.
Αρτινοπούλου, Β. (2011b). Από τη θεωρητική στην εφαρμοσμένη εγκληματολογία- Το παράδειγμα της αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Στο «Εγκληματολογία: Διδασκαλία και έρευνα στην Ελλάδα. Πρακτικά επιστημονικού Συνεδρίου» (Επιμ. Ν. Κουράκης, Χρ. Ζαραφωνίτου, Χρ. Τσουραμάνης, Ε. Χαϊνας), σ. 325-348. Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.
Αρτινοπούλου Β. (2012). Aποκαταστατική δικαιοσύνη και ανθρώπινα δικαιώματα, Στο «Ο δρόμος προς τη Δικαιοσύνη. Συνέδριο προς τιμή του ομότιμου καθηγητή Στέργιου Αλεξιάδη» (επιμ. Α. Γ. Πιτσελά), σ. 3-18. Αθήνα – Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα.
Αρτινοπούλου Β. – Μαγγανάς Α. (Επιμ.), (1996). Θυματολογία και Όψεις Θυματοποίησης. Αθήνα: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη.
Αρτινοπούλου, Β., Παπαθεοδώρου, Θ.Π., (2006). Σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας (2005). «Η Αντιμετώπιση της Ενδοοικογενειακής Βίας». Τυπογραφείο Ελληνικής Αστυνομίας.
Δασκαλάκη, Η., Παπαδοπούλου, Ρ.Δ., Τσαμπαρλή, Δ., Τσίγκανου, Ι., Φρονίμου, Ε., (Επιμ.), (2000). Εγκληματίες και θύματα στο κατώφλι του 21ου αιώνα, Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.
Δημόπουλος, Χ. – Κοσμάτος, Κ., (2006). Κώδικας Δικαίου Θυμάτων, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Ε.Κ.Κ.Α. (2012). Ε.Κ.Κ.Α. Απολογισμός Λειτουργίας 2011. Αθήνα, 2012.
Ζαγούρα, Π. (2007). «Ο Ανήλικος Παραβάτης στο Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης». Παρουσίαση σε συνέδριο, Ανακτήθηκε από: www.welfareaction.org/uplds/File/ZAGOURA.doc
Θάνος, Θ.Β. (επιμ.), (2011). «Η Διαμεσολάβηση στο Σχολείο και την Κοινωνία», Αθήνα: εκδ. Πεδίο.
Καράμπελα, Λ., (2001). Οι βιαστές και τα θύματά τους. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Κουράκης, Ν., (2007). Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης της Παραβατικότητας. Αθήνα: εκδ. Σάκκουλας.
Λάζος, Γρ., (2002). Πορνεία και Διεθνική Σωματεμπορία στη Σύγχρονη Ελλαδα, τόμ.1: Η εκδιδόμενη, τόμ.2: Ο πελάτης, Αθήνα: εκδ. Καστανιώτη.
Μαγγανάς, Α., (1996). Ειδικά θέματα που αφορούν την κακοποίηση παιδιών: η περίπτωση του Καναδά και των Η.Π.Α.. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα.
Μαγγανάς, Α. (2006). «Εναλλακτικές μορφές απονομής της ποινικής δικαιοσύνης», Ποινική Δικαιοσύνη, 3/2006, σ. 298-304.
Μηλιώνη, Φ. (Επιμ., 2008). Ενδοοικογενειακή Βία: προοπτικές μετά τον Ν. 3500/06. Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.
Μπότση, Ε. (2009). Μεθοδολογία της Εγκληματολογικής Έρευνας: Ποιοτικές Κοινωνιολογικές Μέθοδοι. Μ.Π.Σ. «Η Σύγχρονη Εγκληματικότητα και η Αντιμετώπισή της». Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο, τμήμα Κοινωνιολογίας, τομέας Εγκληματολογίας.
Πανούσης, Γ., Δημόπουλος, Λ., Καρύδης, Β., (1994). Θυματολογικά Κείμενα, Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα.
Πιτσελά, Α. (2004). Δίκαιο Ανηλίκων, 5η έκδ., Θεσ/νίκη: Εκδ. Σάκκουλα.
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ε. (2006), Το νομοσχέδιο για την ενδοοικογενειακή βία, Ποινική Δικαιοσύνη, τευχ. 8-9/2006.
Ξενόγλωσση
Alexiades, S. (1992). ‘Victim Offender Reconciliation Schemes in the Greek Justice System’, in Messmer, A. and Otto, H.V. (eds.), Restorative Justice on Trial: Pitfalls and Potentials of Victim – Offender Mediation – International Research Perspectives. Dordrecht, Kluwer Academic Publishers, 309-316.
Aristotle (n.d.), The Nicomachean Ethics
Artinopoulou, V., (2009). “Victim-offender mediation in family violence cases—the Greek experience”, Στο «Εγκληματολογία και Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική Πολιτική. Προσφορά τιμής στην Αγλαΐα Τσήτσουρα» (επιμ. Μ.Π. Κρανιδιώτη), σελ. 369-380. Αθήνα: εκδ. Σάκκουλας.
Artinopoulou, V., (2010a). “Victims of crime in Contemporary Greece”. Στο «Εγκληματολογικές Αναζητήσεις. Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη» (Επιμ. Α. Γ. Πιτσελά), σ. 71-90. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλας.
Artinopoulou, V., (2010b) “Victim Offender Mediation in Cases of Domestic Violence – The Greek Experience”. In European Best Practices of Restorative Justice in the Criminal Procedure, Conference Publications. Budapest: Ministry of Justice and Law Enforcement of the Republic of Hungary, pp. 177-186.
Artinopoulou, V. (2012). Restorative Justice and Young Females in custody in Greece. In Gavrielides, Th (ed.), Rights and Restoration within youth Justice. DeSitter Publications, Canada.
Artinopoulou, V. (2013) Restorative Justice in Greece. In A. Pitsela & E. Symeonidou- Kastanidou (eds) Restorative Justice in Criminal Matters. Comparative Research in 11 European Countries. Sakkoulas Publications, Athens Thessaloniki, pp 101-124.
Artinopoulou, V (2015) Restorative Justice and Psychology: Positivism in criminology again? A few Theoretical Reflections. In Gavrielides, Th (ed) The Psychology of Restorative Justice: Managing the Power Within. Farnham: Ashgate Publishing (ISBN 978-1-4724-5530-7, publication date: December 2015).
Artinopoulou, V. & Gavrielides, Th. (2012a). Human Rights-Based Restorative Justice for Violence against Young Women; Experiences from Greece and the UK. In Th, Gavrielides (ed.), Rights and Restoration within youth justice. DeSitter Publications, Canada.
Artinopoulou, V. & Gavrielides, Th. (2012b). Restorative Justice and Violence against Women: Comparing Greece and United Kingdom, Asian Journal of Criminology, DOI 10.1007/s11417-011-9123-x
Artinopoulou, V., Michael, I., (2014). Empowering Restorative Justice in Greece: One step forward for victims. In Gavrielides, Th (ed) A victim Led Criminal Justice System: Addressing the paradox, pp 143-164. London, UK: Independent Academic Research Studies, IARS.
Artinopoulou, V., Michael, I., Kalavri, Ch., (2012). “Formal and Informal Restorative Justice Practices for Juveniles in Greece; Difficulties and challenges in practice”. Youth Voice Journal, vol. 3(1), pp. 5-18.
Artinopoulou, V. & Petoussi, V. (2011), ‘Legalism and paternalism in Greece: Powerful trends in the reification of risk and the treatment of juvenile offenders’. In François, A., Massin, V., Niget, D. (eds) Violences juvéniles sous expertise(s), XIXe-XXIe siècles/ Expertise and juvenile violence, 19th-21st century, Presses Universitaires de Louvain – UCL, pp. 157-185.
Braithwaite, J. (1997) Crime, Shame and Reintegration, Cambridge: Cambridge University Press.
Council of European Union (2001), Council Framework Decision of 15 March 2001 on the standing of victims in criminal proceedings 2001/220/JHA. Official Journal of the European Communities. L 82/1. 22 March. Downloaded: http://eur-lex.europa.eu/ smartapi/ cgi/sga_doc ?smartapi!celexapi!prod!CELEXnumdoc&lg=EN&numdoc=32001F0 220&model=guichett
Department of Juvenile Justice (Italian Ministry of Justice), (2010). Restorative Justice and Crime Prevention. Presenting a theoretical exploration, an empirical analysis and the policy perspective (Final report of the European project ‘Restorative Justice and Crime Prevention’), http://www.euforumrj.org/projects/previous-projects/ restorative-justice-and-crime-prevention/
European Parliament and Council (2008), Directive 2008/52/EC of the European Parliament and of the Council of 21 May 2008 on certain aspects of mediation in civil and commercial matters, Official Journal of the European Union, L 136/3, 24 May. Downloaded: http:// eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2008:136: 0003:0008:En:PDF
Gavrielides, Th. (Ed., 2014). A Victim-led Criminal Justice System: Addressing the Paradox. London: IARS Publications.
Gavrielides, T. (2007). Restorative Justice Theory and Practice: Addressing the Discrepancy. Helsinki: Heuni.
Gavrielides, Th. & Artinopoulou, V. (eds) (2013). Reconstructing Restorative Justice Philosophy, Ashgate publications.
Giovanoglou, S. (2008). “Prosecutors as mediators in domestic violence cases: the Greek legislator’s choice”, Paper at fifth conference of the European Forum for Restorative Justice, 17–19 April 2008. Italy: Verona
Lambropoulou, E., (2005). Crime, Criminal Justice and Criminology in Greece, European Journal of Criminology, vol. 2(2), pp. 211-247.
Lambropoulou, E., (2010). “Alternative Dispute Resolution and Restorative justice Schemes for Juvenile Offenders in Greece – Potential Limitations and Open Questions”. In European Best Practices of Restorative Justice in the Criminal Procedure, Conference Publications. Budapest: Ministry of Justice and Law Enforcement of the Republic of Hungary, pp. 136-151.
Papadopoulou, P. (2006), “Victim-Offender Mediation for Minors in Greece”, Newsletter of the European Forum for Restorative Justice, vol. 7(1), pp. 1-3.
Pitsela A. & Symeonidou- Kastanidou E. (eds) (2013). Restorative Justice in Criminal Matters. Comparative Research in 11 European Countries. Athens-Thessaloniki: Sakkoulas Publications.
Sullivan, D., et al. (1998) ‘The Phenomenon of Restorative Justice: Some Introductory Remarks’, Contemporary Justice Review 1(1), 7-20.
Zehr, H. (1990) Changing Lenses: A New Focus for Crime and Justice, Scottdale, Pennsylvania Waterloo, Ontario: Herald Press.
Ιστοσελίδες:
Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ): www.ekka.org.gr
Ελληνικό Κέντρο Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας: http://www.hellenic-mediation.gr/
Κέντρο Διαμεσολάβησης Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης: http:// www.dsth.gr/kdth
Κέντρο Διαμεσολάβησης Πειραιώς: http://kedip.gr/
Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας: http://www.kethi.gr
Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: www.ministryofjustice.gr
3E-RJ-MODEL: http://3e-rj-model.web.auth.gr/
* Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, π. Αντιπρύτανις, Διευθύντρια Εργαστηρίου ‘Επανορθωτική Δικαιοσύνη και Διαμεσολάβηση’, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.
** Εγκληματολόγος, Υποψ. Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια.
- Την επιστημονική ευθύνη του προγράμματος είχε η Καθηγήτρια κ. Β. Αρτινοπούλου με τη συνεργασία της υποψ. Διδάκτορος κ. Ηρώς Μιχαήλ, ως ερευνήτριας.
- Αν όποιος από αυτούς ή και οι δύο αρνηθούν, τότε κινούνται οι ποινικές διαδικασίες δίχως κάποια αρνητική ουσιαστική ή δικονομική συνέπεια.
- Σύμφωνα με το άρθρο 214Β, η δικαστική διαμεσολάβηση είναι προαιρετική και εμπιστευτική, και προσφέρεται σε περιπτώσεις ιδιωτικών διαφορών. Τα μέρη μαζί με τους δικηγόρους τους μπορούν να προσφεύγουν σε ξεχωριστές και κοινές ακροάσεις και συζητήσεις με το δικαστή-διαμεσολαβητή ο οποίος μπορεί να προτείνει μη δεσμευτικές προτάσεις για την επίλυση των διαφορών τους.
- Οι συνεντεύξεις με τους επαγγελματίες διενεργήθηκαν σε χρόνο και χώρο που εξυπηρετούσε το ωράριο εργασίας τους. Από τις 10 συνεντεύξεις, οι 7 (επτά) πραγματοποιήθηκαν μετά από ραντεβού με τον εκάστοτε επαγγελματία στους χώρους εργασίας τους σε χρόνο που επέλεξαν οι ίδιοι για την διενέργεια της συνέντευξης. Οι συμμετέχοντες συμφώνησαν στην ηχογράφηση των συνεντεύξεων οι οποίες ακολούθως απομαγνητοφωνήθηκαν. Οι υπόλοιποι 3 (τρεις) συμμετέχοντες-επαγγελματίες (εισαγγελέας, δικηγόρος, αστυνομικός) ζήτησαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις της συνέντευξης γραπτώς εξαιτίας μεγάλου φόρτου εργασίας (οι 2, – εισαγγελέας και δικηγόρος, απέστειλαν τις απαντήσεις τους ηλεκτρονικά).
- Οι συνεντεύξεις με τα θύματα διενεργήθηκαν, επίσης, σε χρόνο και χώρο που επέλεξαν οι ίδιοι. Από τις 20 συνεντεύξεις, οι 8 (οκτώ) πραγματοποιήθηκαν μετά από ραντεβού με το εκάστοτε θύμα σε χώρο και χρόνο που εξυπηρετούσε τους ίδιους για την διενέργεια της συνέντευξης, ενώ μία ακόμα συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τυχαία μετά από συμφωνία της συμμετέχουσας να απαντήσει στις ερωτήσεις κατά τη διάρκεια έρευνας στο δρόμο. Από τους 9 (εννέα), οι 3 (τρεις) συμμετέχοντες συμφώνησαν στην ηχογράφηση των συνεντεύξεων οι οποίες ακολούθως απομαγνητοφωνήθηκαν, ενώ για τις υπόλοιπες 6 (έξι) συνεντεύξεις διατηρήθηκαν σημειώσεις. Οι υπόλοιποι 11 συμμετέχοντες ζήτησαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις γραπτώς είτε λόγω έλλειψης χρόνου για ραντεβού, είτε μη επιθυμίας να απαντήσουν προφορικά.
- Συνολικά οι ερευνήτριες προσέγγισαν 100 θύματα από τον προσωπικό κύκλο επαφών και μέσω άλλων θυμάτων.
- Τα δεδομένα αυτά συλλέχθηκαν στο πλαίσιο του 2ου Πακέτου εργασίας του RJE. Το πλήρες κείμενο της έκθεσης στα Ελληνικά και περίληψη στα Αγγλικά: http://rj4all.info/content/RJEresources
- Τα δεδομένα αυτά συλλέχθηκαν στο πλαίσιο του 2ου Πακέτου εργασιών του RJE «Έρευνα πεδίου & Νέα Δεδομένα» και περαιτέρω επαληθεύτηκαν κατά το 4ο Πακέτο εργασιών «Πιλοτικά και Εφαρμογή».