Προγράμματα επανένταξης αποφυλακισμένων

ΦΩΤΕΙΝΗ Α. ΜΗΛΙΩΝΗ

Προγράμματα επανένταξης

αποφυλακισμένων

 

Φωτεινη Α. Μηλιωνη*

 

Παρά το γεγονός ότι τα δικαιικά συστήματα των διαφόρων κρατών διαφέρουν μεταξύ τους, φαίνεται ότι στα περισσότερα κράτη η φυλάκιση αυξάνεται. Περισσότερο από 10.2 εκατομμύρια άνθρωποι κρατούνται στις φυλακές σε όλο τον κόσμο οι περισσότεροι από τους οποίους είναι υπόδικοι. Οι μισοί από αυτούς βρίσκονται στις Η.Π.Α. (2.24 εκατομμύρια κρατούμενοι), Ρωσία (0.68) ή στην Κίνα (1.64 εκατομμύριο κρατούμενοι). Επιπλέον τουλάχιστον 650.000 κρατούνται ως υπόδικοι ή με διοικητικά μέτρα στην Κίνα και άλλες 150.000 κρατούνται στη Βόρεια Κορέα. Εφόσον προστεθούν και αυτά τα μεγέθη ο συνολικός αριθμός των κρατουμένων ξεπερνά τα 11 εκατομμύρια κρατούμενους. Κοινός παρανομαστής σε όλες τις ηπείρους αποτελεί το γεγονός της αύξησης του αριθμού των κρατουμένων κατά 20% περίπου.[1] .

Η ίδια αυτή ανοδική τάση της χρήσης της ποινής της φυλάκισης παρατηρείται και στην Ευρώπη. Έρευνα του Συμβουλίου της Ευρώπης η οποία εκπονήθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2000-2009 σε 27 κράτη μέλη έδειξε ότι η αναλογία κρατουμένων και γενικού πληθυσμού (κρατούμενοι ανά 100.000 κατοίκους) κυμαίνεται από 630.9 έως 90.7 με μέσο όρο 109. 2. Στις χώρες με τα υψηλότερα μεγέθη φυλάκισης περιλαμβάνονται η Ρωσία (630.9), η Γεωργία (421.2) και η Ουκρανία (322.5) ενώ η Γερμανία με 90.7 βρίσκεται μεταξύ των χωρών με το μικρότερο δείκτη φυλάκισης. [2]Τα παραπάνω δεδομένα δείχνουν ότι ο συνολικός αριθμός των κρατουμένων (σε μία συγκεκριμένη μέρα) είχε αυξηθεί τη δεκαετία 2000-2009 τουλάχιστον κατά 10%.[3] Όμως τα πράγματα δεν είναι ίδια σε όλα τα κράτη. Σε κάποια κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης όπως είναι η Ελλάδα, η Ισπανία και η Αγγλία ο αριθμός των κρατουμένων αυξάνεται συνεχώς κάθε χρόνο, σε άλλα κράτη μέλη παρατηρείται αρχικά μεν μία αύξηση του αριθμού των κρατουμένων ενώ στη συνέχεια ο αριθμός αυτός μειώνεται (Αγγλία, Ολλανδία, Πολωνία και Σουηδία), ενώ στα περισσότερα κράτη (22 στον αριθμό) ο αριθμός των κρατουμένων αυξήθηκε με μικρές μόνον διακυμάνσεις. Σε κάποιες χώρες ο αριθμός των κρατουμένων παρέμεινε λίγο ή πολύ ο ίδιος συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας η οποία μείωσε τον αριθμό των κρατουμένων από 80.160 κρατούμενους το έτος 1999 σε 72.043 κρατούμενους το 2009. Υπάρχουν κάποια κράτη μέλη (Ρωσία, Μονακό) στα οποία ο αριθμός των κρατουμένων έχει μειωθεί πάνω από 10%.[4]

Το κυριότερο πρόβλημα που προκαλεί η αύξηση της φυλάκισης είναι ο υπερπληθυσμός των κρατουμένων των καταστημάτων κράτησης. Η δύναμη των καταστημάτων κράτησης κυμαίνεται κατά μέσο όρο μεταξύ 90 – 100% της όλης δυναμικότητας των καταστημάτων κράτησης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η χώρα μας αποτελεί μία από αυτές. [5] Ο υπερσυνωστισμός με τη σειρά του έχει σημαντικές συνέπειες στην ασκούμενη σωφρονιστική πολιτική η οποία σπεύδει να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις του. Όμως, δεδομένων των ασφυκτικών οικονομικών συνθηκών, η πολιτική συνήθως αναλώνεται σε διαχείριση προβλημάτων ενώ οι συνθήκες κράτησης υποβαθμίζονται γεγονός που συνεπάγεται χαμηλότερη ποιότητα ζωής για τον κρατούμενο (φτωχό συσσίτιο, λιγοστά προγράμματα, ελάχιστες παρεμβάσεις).

Ο όρος «κοινωνική επανένταξη» αναφέρεται στη διαδικασία της κοινωνικής ένταξης των αποφυλακισμένων στο κοινωνικό περιβάλλον.  Παρά το γεγονός ότι για αυτή τη διαδικασία έχουν χρησιμοποιηθεί πολλοί και διάφοροι όροι όπως «μετασωφρονιστική αρωγή», «επενεγκατάσταση» ή «επανείσοδος» αποφυλακισμένων ή «κοινωνική συμπερίληψη» ο όρος «κοινωνική επανένταξη» φαίνεται να παρουσιάζει μεγάλη αντοχή στο χρόνο γεγονός που αντανακλά την βαθιά ριζωμένη κοινωνική πεποίθηση.

Ιστορικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1950 και 1960 η αναμόρφωση των εγκληματιών αποτελούσε μία πολλά υποσχόμενη διαδικασία στα σωφρονιστικά πράγματα με θετική απήχηση. Όμως, τα πράγματα άλλαξαν όταν ο Martinson και οι συνεργάτες του τη δεκαετία του 1970 με μία σειρά ερευνών αμφισβήτησαν την αξιοπιστία των προηγούμενων ευρημάτων και σημείωσαν χαρακτηριστικά ότι «Τίποτα δε λειτουργεί» ή «Nothing works». Το κίνημα του «Τίποτα δε λειτουργεί» κυριάρχησε στο προσκήνιο κυρίως στις ΗΠΑ θέτοντας ένα βασικό ερώτημα: Εφόσον δεν είναι επιτυχής η αναμόρφωση των εγκληματιών τότε ποια είναι η απάντηση στην καταπολέμηση του εγκλήματος; Ως αποτέλεσμα αυτής της τάσης ήρθε η αυστηροποίηση του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης μέσα από την εφαρμογή τιμωρητικών ποινών στέρησης της ελευθερίας ως μέσον για την πρόληψη του εγκλήματος και τον έλεγχο της εγκληματικότητας. Όμως η εύκολη προσφυγή στις ιδρυματικές ποινές είχε ως αποτέλεσμα τον κορεσμό του σωφρονιστικού συστήματος.

Τα σωφρονιστικά πρότυπα αποτελούν τους κύριους άξονες στη διαμόρφωση πολιτικών για την κοινωνική επανένταξη των αποφυλακισμένων. Κύριος παράγοντας στη διαμόρφωση των σωφρονιστικών προτύπων ήταν ο σκοπός της ποινής. Η προστασία της κοινωνίας, η αναμόρφωση ή η επανένταξη αποτέλεσαν σε βάθος χρόνου το γνώμονα της εκάστοτε σωφρονιστικής πολιτικής στο παρελθόν. Μετά το 1989 επικρατεί ο σκοπός της δίκαιης ανταμοιβής ή της αποκατάστασης δηλαδή η βαρύτητα της ποινής είναι ανάλογη με τη σοβαρότητα της πράξης και την ευθύνη του δράστη.

Όμως, οι πολιτικές οφείλουν να ακολουθούν και να συμμορφώνονται προς διεθνείς συνθήκες ή άλλες δεσμεύσεις. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινείται  το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο στο άρθρο 10 (3) διακηρύττει ότι «Το σωφρονιστικό σύστημα θα περιλαμβάνει μεταχείριση των κρατουμένων της οποίας ουσιαστικός σκοπός θα είναι η βελτίωση και η κοινωνική τους αποκατάσταση». Επίσης οι Στοιχειώδεις Κανόνες (κανόνας 65) ορίζουν ότι: «Η μεταχείριση των ατόμων που έχουν καταδικαστεί σε ποινή στερητική της ελευθερίας ή σε άλλο, παρόμοιο μέτρο θα αποσκοπεί, όσο η διάρκεια της ποινής το επιτρέπει, στην ανάπτυξη της βούλησης και των ικανοτήτων τους που θα τους επιτρέψουν να ζήσουν, μετά την αποφυλάκισή τους, με συμμόρφωση προς το νόμο και με δυνατότητα να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους. Η εν λόγω μεταχείριση θα ενθαρρύνει τον αυτοσεβασμό τους και θα αναπτύξει το αίσθημα ευθύνης τους».

Η κοινωνική επανένταξη δεν αποτελεί μόνον καθήκον της Πολιτείας αλλά θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών. Με την έννοια αυτή ως κοινωνική επανένταξη θεωρείται το δικαίωμα των πολιτών στην ισότητα των ευκαιριών για επανένταξη το οποίο συνεπάγεται την υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίσει τις συνθήκες εκείνες που επιτρέπουν την κοινωνική επανένταξη των αποφυλακισμένων. Ως εκ τούτου, η κοινωνική επανένταξη θα μπορούσε να ορισθεί ως το καθήκον του Κράτους να υποβοηθά τον απολυόμενο από τη φυλακή να επανέλθει στην κοινωνική ζωή, έχοντας τη δυνατότητα να αναδημιουργήσει τις οικογενειακές, εργασιακές και κοινωνικές του σχέσεις με ίσες ευκαιρίες με τον μη     εγκληματήσαντα.[6]

Η συνταγματική θεμελίωση του δικαιώματος των αποφυλακιζομένων πολιτών στην κοινωνική τους ένταξη στηρίζεται στο άρ.25 πάρ. 1 του Συντάγματος κατ΄αναλογική εφαρμογή για όσα ισχύουν για τα άτομα με σωματικές και πνευματικές ανάγκες. Λιγοστές οι αναφορές της γραμματολογίας στο «δικαίωμα της κοινωνικής επανένταξης» αλλά όλες κάνουν λόγο για μία επέκταση του αναγνωρισμένου δικαιώματος που αφορά τους σωματικά και πνευματικά καθυστερημένους στους «κοινωνικά καθυστερημένους». Αυτό ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος για την κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη της προσωπικότητας. [7]

Όμως η κοινωνική επανένταξη ως κοινωνικό δικαίωμα αντλεί έρεισμα και στη συνταγματική αρχή του κοινωνικού κράτους ως μία θετική διάκριση υπέρ των κοινωνικά αδυνάτων. Επιπλέον αυτών η αρχή της αξιοπρέπειας ρυθμίζεται στο άρ. 2 πάρ. 1 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» ενώ το άρ. 4 πάρ. 1 αναγορεύει την αρχή της ισότητας ως βασική αρχή της κοινωνικής συμβίωσης «Οι έλληνες είναι ίσιοι ενώπιον του νόμου». Τέλος, το άρ. 5 προβλέπει «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».

Η υποχρέωση αυτή του κράτους για την κοινωνική επανένταξη των αποφυλακισμένων θα πρέπει να διατρέχει κάθετα όλες τις πολιτικές. Για παράδειγμα, θα πρέπει να προβλέπονται ειδικές ποσοστώσεις υπέρ των αποφυλακισμένων στις προσλήψεις του Δημοσίου ή να υποστηρίζονται κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις αποφυλακισμένων των οποίων η πλειοψηφία των μελών είναι αποφυλακισμένοι προκειμένου να συμμετέχουν σε διαδικασίες ανάληψης δημόσιων έργων με ευεργετικές ρήτρες χωρίς να προσκρούουν αυτές οι αναθέσεις, στις διατάξεις περί αθεμίτου ανταγωνισμού.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο διάφορα κείμενα κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος. Για παράδειγμα το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα στο άρ. 10 πάρ. 3 ορίζει ότι «το σωφρονιστικό σύστημα θα καθορίζει τη μεταχείριση των κρατουμένων, η οποία πρέπει να έχει ως βασικό σκοπό την αναμόρφωσή τους και την κοινωνική τους αποκατάσταση». Ειδικότερα για τους ανήλικους η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (άρ. 40 παρ. 1) ορίζει για τα παιδιά που έχουν έλθει σε σύγκρουση με το νόμο το δικαίωμα σε μεταχείριση που να λαμβάνει, εκτός των άλλων, υπόψη της και την ανάγκη για επανένταξη του παιδιού στην κοινωνία.

Σημαντικός όρος για την επιτυχή εφαρμογή της κοινωνικής επανένταξης αποτελεί η συμμετοχή του κοινού στην υλοποίηση και αποδοχή αυτών των προγραμμάτων. Αναγνωρίζοντας τη συμβολή του κοινού η Σύσταση R (96)8 «Αντεγκληματική πολιτική στην Ευρώπη σε μια εποχή αλλαγής» προβλέπει ότι «έκαστο κράτος μέλος θα πρέπει να εφαρμόζει μία συνεπή και ορθολογική αντεγκληματική πολιτική κατευθυνόμενη προς την πρόληψη του εγκλήματος, που να περιλαμβάνει μ.α. την κοινωνική επανένταξη των εγκληματιών και την πρόβλεψη βοήθειας στα θύματα».[8]

Η Επιτροπή Υπουργών ήδη από το έτος 1983 είχε αναγνωρίσει τη σημαντική συμβολή της συμμετοχής του κοινού στην αντεγκληματική πολιτική με τη Σύσταση No R (83) 7 με τίτλο «Η συμμετοχή του κοινού στην αντεγκληματική πολιτική». Η Σύσταση αυτή συνιστά ειδικότερα «την ενθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού στην επανένταξη των κρατουμένων και τη συνδρομή προς αυτούς στο μέτρο του δυνατού για να έρχονται σε επαφή με ιδιώτες που επιθυμούν να τους βοηθήσουν (15)», «την ενθάρρυνση του κοινού να παίρνει ενεργό μέρος στη μεταχείριση των εγκληματιών σε καθεστώς ελευθερίας: με δημιουργία κατάλληλων δομών, όπως συμβούλια κοινωνικής επανένταξης, εταιρίες κοινωνικής ασφάλισης και επιτροπές βοήθειας προς τους εγκληματίες υπό επιτήρηση και σε απόλυση υπό όρους, με διάθεση αυξημένων πόρων στο πλαίσιο αυτών των δομών προς χρήση των εθελοντών, με καλύτερη χρησιμοποίηση των ιδιαίτερων ικανοτήτων των εν λόγω εθελοντών· πρέπει να επιδιώκεται ο προσδιορισμός του ακριβούς ρόλου τους σε σχέση με εκείνον των επαγγελματιών κοινωνικών λειτουργών (19)», τη συνεργασία με τις εταιρίες που ασχολούνται με την κοινωνική επανένταξη των εγκληματιών με την παροχή προς αυτές ηθικής και υλικής βοήθειας (23).

Ένα χρόνο αργότερα η Σύσταση R (84) 10 Το ποινικό μητρώο και η επανένταξη των καταδικασθέντων προσώπων στο σχετικό κεφάλαιο για την κοινωνική επανένταξη (V) συνιστά στα κράτη να οργανώνουν, μέσα στα σωφρονιστικά καταστήματα, δραστηριότητες που να στοχεύουν στην ενίσχυση των δεσμών του καταδίκου με την κοινότητα για να προωθείται η κοινωνική του επανένταξη (14).[9]

Η αποτελεσματικότητα των πολιτικών μιας επιτυχούς κοινωνικής επανένταξης κρίνεται κυρίως στη μείωση της υποτροπής. [10]Τα ποσοστά της υποτροπής των αποφυλακισμένων είναι πολύ υψηλά ακόμη και σε χώρες όπου εφαρμόζονται χρόνια πολιτικές επανένταξης. Για παράδειγμα στην Αγγλία τα ποσοστά υποτροπής των αποφυλακισμένων ανέρχονται στο 70%, την Ολλανδία πάνω από 50% και στη Σουηδία κράτος, με ισχυρό κοινωνικό κράτος, περίπου 40%.[11] Ανάλογα υψηλά είναι τα ποσοστά και στη Βραζιλία. Στη χώρα μας σύμφωνα με παλαιότερη έρευνα του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών τα ποσοστά υποτροπής των νεαρών παραβατών άγγιζαν περίπου το 80%. [12]

Επίσης έρευνα του Home Office του έτους 2000 δείχνει ότι οι αποφυλακισμένοι είναι υπεύθυνοι για τη διάπραξη του 18% των καταγεγραμμένων εγκλημάτων ποσοστό που αντιστοιχεί σε 950.000 εγκλήματα το έτος. Όσοι έχουν εκτίσει ποινές μικρότερες των 12 μηνών είναι πιθανότερο να υποτροπιάσουν από εκείνους που εκτίνουν μεγαλύτερης διάρκειας ποινές ενώ πιο επιρρεπείς στην υποτροπή είναι όσοι έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας όπως και οι νέοι. Επίσης η πιθανότητα της υποτροπής αυξάνεται ανάλογα με τον αριθμό των προηγούμενων καταδικών (πχ το 95% των δραστών με 11 ή περισσότερες προηγούμενες καταδίκες θα ξανακαταδικαστεί μέσα σε δύο χρόνια από την αποφυλάκισή του).[13]

Οι πολιτικές όμως για την κοινωνική επανένταξη περιλαμβάνουν μία σειρά επιλογών οι οποίες εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο σχεδιασμού μίας αντεγκληματικής πολιτικής, μέρος των οποίων αποτελούν τα προγράμματα κοινωνικής επανένταξης. Τα οφέλη εφαρμογής τέτοιων διαδικασιών κοινωνικής επανένταξης είναι πολλαπλά. Σε κοινωνικό επίπεδο η μείωση της υποτροπής των αποφυλακισμένων εξασφαλίζει την κοινωνική ασφάλεια ανακουφίζοντας τον φόβο των πολιτών. Σε επίπεδο αντεγκληματικής πολιτικής το κοινωνικό και οικονομικό κόστος της αποτυχημένης επανένταξης των αποφυλακισμένων είναι μεγαλύτερο από το κόστος της φυλακής. Ένας άλλος σημαντικός λόγος εφαρμογής τέτοιων πολιτικών είναι ο υπερπληθυσμός των φυλακών. Σε ένα σημαντικό του ποσοστό το μέγεθος του υπερπληθυσμού των φυλακών οφείλεται στην υποτροπή των αποφυλακισμένων και αυτό γιατί ένας μεγάλος αριθμός κρατουμένων είναι οι κρατούμενοι που έχουν μία κυκλική πορεία εγκληματικής σταδιοδρομίας. Παρόλο που το πρόβλημα του υπερπληθυσμού των φυλακών είναι ένα σύνθετο πρόβλημα η συμβολή της υποτροπής των αποφυλακισμένων είναι μεγάλη. Ως εκ τούτου, η ένταξη των υποτρόπων αποφυλακισμένων στα προγράμματα κοινωνικής επανένταξης μπορεί να ανασχέσει την εγκληματική τους πορεία. [14]

Η κοινωνική επανένταξη των παραβατών αποτελεί μία σύνθετη διαδικασία με δύο κυρίως παραμέτρους αλληλένδετους μεταξύ τους: την αποχή από το έγκλημα και τη μείωση της υποτροπής. Η αποχή από το έγκλημα αποτελεί μία ατομική διαδικασία κατά την οποία ο παραβάτης μόνος ή μετά από υποστήριξη διακόπτει την εγκληματική συμπεριφορά. Μία σειρά παραγόντων μπορεί να συμβάλει στην αποχή από το έγκλημα όπως η εκπαίδευση, η απασχόληση, η απεξάρτηση, σημαντικοί οικογενειακοί ή κοινωνικοί δεσμοί. Η αποχή από το έγκλημα αποτελεί όρο της εφαρμοζόμενης πολιτικής για τη μείωση της υποτροπής. Αντιστοίχως μία σειρά παραγόντων «ενοχοποιείται» για την υποτροπή των παραβατών. Η πρόωρη θυματοποίηση, οι μαθησιακές δυσκολίες, η εξάρτηση από τις ουσίες, η ελλιπής κοινωνική υποστήριξη, η ασθενής σχέση με την οικογένεια αποτελούν κάποιους από αυτούς τους ένοχους παράγοντες

Η ίδια η φυλάκιση από μόνη της αποτελεί έναν δυσμενή όρο κοινωνικής επανένταξης. Η απομόνωση, ο ιδρυματισμός αλλά και ο στιγματισμός αποτελούν σημαντικές συνθήκες ανάσχεσης της ομαλής κοινωνικής πορείας των αποφυλακισμένων. Όλα αυτά σε συνάρτηση με μία σειρά κοινωνικών παραγόντων (ιστορικό της περιθωριοποίησης, η συναισθηματική ή σωματική εκμετάλλευση, οι μικρές ή ανύπαρκτες δυνατότητες εργασιακής απασχόλησης, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, οι φτωχές κοινωνικές δεξιότητες, το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης όπως και η πρόωρη απομάκρυνση από το σχολικό περιβάλλον), ατομικών παραγόντων (η ουσιοεξάρτηση, προβλήματα ψυχικής υγείας, φτωχές διαπροσωπικές σχέσεις, αναλφαβητισμός, έλλειψη ικανότητας οικονομικής διαχείρισης), οικονομικών παραγόντων (η φτώχεια, η ανεργία, η μη εξειδικευμένη εργασία) και θεσμικών παραγόντων (το ποινικό μητρώο, οι παρεπόμενες ποινές αλλά και άλλες παράμετροι όπως η έλλειψη εξειδικευμένων δομών και διαδικασιών που συμβάλλουν στην επανένταξη των αποφυλακισμένων) επιτείνουν τις δυσμενείς συνέπειες του εγκλεισμού.

Η επιλογή του κατάλληλου προγράμματος κοινωνικής επανένταξης δεν είναι εύκολη υπόθεση δεδομένου ότι θα πρέπει να περιλαμβάνει την ενδελεχή διερεύνηση όλων των όρων που θα συμβάλουν στην καλύτερη και αποτελεσματικότερη υλοποίησή τους όπως το πλαίσιο (κατάστημα κράτησης, φορέας εκτός φυλακής, θεσμικό πλαίσιο, το νομικό πλαίσιο κλπ), το υποκείμενο (κρατούμενος, αποφυλακισμένος, νέος, ασθενής κλπ), τον επαγγελματία, την κοινότητα, τους φορείς και τους πόρους.

Το υποκείμενο του προγράμματος κοινωνικής επανένταξης αποτελεί τον κυριότερο όρο του προγράμματος. Το υποκείμενο κρατούμενος ή αποφυλακισμένος δεν είναι «ένα» υποκείμενο αλλά ο διαφορετικός «άνθρωπος» με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και διαφορετικές ανάγκες. Ο Σωφρονιστικός μας Κώδικας στο άρ. 11 προβλέπει την εξειδικευμένη μεταχείριση κρατουμένων προβλέποντας ότι «οι κρατούμενοι διακρίνονται σε κατηγορίες με σκοπό την εξειδίκευση της μεταχείρισής τους κατά τις ανάγκες που επιβάλλει η πραγματική και νομική τους κατάσταση», Μάλιστα ο Σ.Κ. περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις μεταχείρισης για τους νεαρούς κρατούμενους έφηβους και μετέφηβους (άρ. 12), τις γυναίκες (άρ. 13) αλλά και τις ειδικές κατηγορίες κρατουμένων (πχ χρεοφειλέτες στο άρ. 16).

Για το σχεδιασμό των προγραμμάτων κοινωνικής επανένταξης είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη:

  • η κοινότητα και οι ιδιαιτερότητές της στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν,
  • η ομάδα στην οποία στοχεύουν (γυναίκες, ανήλικοι, ψυχικά ασθενείς κλπ.)
  • η συνέργεια και η συμπληρωματικότητα δομών, υπηρεσιών
  • η συνεργασία με το σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης
  • η επικοινωνία με το κοινό και τα ΜΜΕ

Μετά το σχεδιασμό ακολουθούν: η ανάπτυξη του προγράμματος που αποτελεί την κυριότερη φάση του προγράμματος η οποία περιλαμβάνει την υλοποίηση του προγράμματος, τη συνεργασία των φορέων και τέλος, η αξιολόγησή του και η δημοσιότητά του.

Τα προγράμματα για την κοινωνική επανένταξη διακρίνονται σε προγράμματα εντός των φυλακών και προγράμματα εκτός φυλακής. Τα προγράμματα της κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων εντός της φυλακής αποτελούν σημαντικό όρο για την ομαλή κοινωνική επανένταξη των αποφυλακισμένων. στηριζόμενα στη δημιουργία ενός εξειδικευμένου σχεδίου επανένταξης [15]το οποίο είναι αφενός ατομικό αφετέρου προσαρμοσμένο στις ανάγκες του κρατούμενου σχεδιασμένο έτσι ώστε να συμβάλει στην ομαλή κοινωνική επανένταξη του κρατούμενου μετά την αποφυλάκισή του.

Ιδιαίτερη σημασία έχουν τα προγράμματα προετοιμασίας των κρατουμένων για την αποφυλάκισή τους που προβλέπονται στο το άρ. 80 των Στοιχειωδών Κανόνων για τη μεταχείριση των κρατουμένων το οποίο αναφέρεται ειδικά στη σημασία της προετοιμασίας για την αποφυλάκιση και την επανένταξη των αποφυλακισμένων. Ειδικότερα προβλέπει ότι: «Από την έναρξη της ποινής ενός κρατούμενου πρέπει να υπάρξει μέριμνα για το μέλλον του μετά την απελευθέρωσή και ο ίδιος θα πρέπει να ενθαρρυνθεί και να βοηθηθεί να διατηρήσει ή να καθιερώσει τέτοιες σχέσεις με πρόσωπα ή φορείς εκτός του ιδρύματος και ενδεχομένως να προωθήσει τα καλύτερα συμφέροντα της οικογένειάς του και τη δική του κοινωνική επανένταξη». Η σημασία της προετοιμασίας του κρατούμενου για την αποφυλάκισή του είχε υπογραμμιστεί ήδη στο Σωφρονιστικό Κώδικα του 1967 στην αιτιολογική έκθεση του οποίου αναφέρεται η βούληση του νομοθέτη να διαμορφώσει ένα σωφρονιστικό σύστημα ώστε από της εισαγωγής εν τω σωφρονιστηρίω να προπαρασκευάζηται δια της παρατηρήσεως ενδελεχούς η βαθμιαία μετάβασις του κρατουμένου από της ετέρας εις την ετέρα φάσιν, από της πλήρους μονώσεως εις την εν κοινώ διαβίωσιν και την απόλυσιν».[16]

Η φάση της προετοιμασίας για την αποφυλάκιση χαρακτηρίζεται από εντατική προετοιμασία του κρατούμενου για την αποφυλάκισή του με το σχεδιασμό του προγράμματος της επανένταξης και τη διασύνδεσή του με την κοινωνία.[17] Στον κύριο πυρήνα αυτού του σχεδίου της επανένταξης είναι κυρίως η κάλυψη των βασικών αναγκών επιβίωσης (όπως φαγητό, στέγη και οικονομική βοήθεια) ενώ έπονται η υποστήριξη, η απεξάρτηση, η αλλαγή συμπεριφοράς και στάσεων. Για την εξυπηρέτηση αυτής της διαδικασίας επιστρατεύονται όλες οι δομές που θα μπορούσαν να συμβάλουν σε αυτό (όπως τα κέντρα ημιελεύθερης διαβίωσης, τα προγράμματα πριν την αποφυλάκιση κλπ.). Η ατομική διαχείριση αποτελεί τη συνηθέστερη μέθοδο των προγραμμάτων παρέμβασης. Μάλιστα η σύνδεση με τον επαγγελματία αναφοράς και η διαμεσολάβηση για την διασύνδεση του κρατούμενου που πρόκειται να αποφυλακιστεί με την κοινότητα αποτελούν την καλύτερη μέθοδο.[18] Σε περιπτώσεις που οι επαγγελματίες δεν επαρκούν «επιστρατεύονται» οι νέες τεχνολογίες. Για παράδειγμα στη χώρα μας υλοποιείται πειραματικά σε 10 Καταστήματα Κράτησης το έργο «Ηλεκτρονικές Υπηρεσίες για τη διασύνδεση των αποφυλακιζομένων με την κοινωνία» με το οποίο οι κρατούμενοι συμπολίτες μας οι οποίοι εκτίουν το τελευταίο τμήμα της ποινής τους μπορούν να ενημερωθούν για τις δυνατότητες που έχουν μετά την αποφυλάκισή τους στους τομείς στέγη, σίτιση, απασχόληση, υγεία, πρόνοια, εκπαίδευση, κατάρτιση μέσω μία ηλεκτρονικής πλατφόρμας οι πληροφορίες της οποίας ανανεώνονται και επικαιροποιούνται σχεδόν καθημερινά.[19]

Η δομή και το περιεχόμενο των προγραμμάτων κοινωνικής επανένταξης θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες του κρατούμενου και να στοχεύουν στην κινητοποίησή του. Υπάρχουν προγράμματα που ακολουθούν συμπεριφορικά και γνωσιακά μοντέλα αλλαγής συμπεριφοράς και στάσης. Το πρόγραμμα FOR …Α Change είναι ένα πρόγραμμα 13 ομαδικών συναντήσεων που προσπαθεί να κινητοποιήσει τον κρατούμενο και να διαμορφώσει το πρόγραμμα για την αλλαγή του. Στις ομαδικές συναντήσεις συμμετέχουν επαγγελματίες που ακολουθούν την παραπάνω μέθοδο. Μία από τις τελευταίες 13 συναντήσεις ονομάζεται «αγορά εργασίας» και σε αυτή καλούνται άνθρωποι και φορείς από την κοινότητα (ξενώνες, εργασία κλπ) προκειμένου να συζητήσουν με τους κρατούμενους τις ανάγκες που αντιμετωπίζουν μετά την αποφυλάκισή τους και να τους διευκολύνουν στην επίλυσή τους.

Άλλα πάλι προγράμματα συνδυάζουν την παραπάνω μεθοδολογία με την έρευνα για την αποχή του εγκλήματος (όπως ο Durnesku, 2011). Το πρόγραμμα Reducing the Risk of Reoffending (RRR) το οποίο αποτελεί ένα παράδειγμα των παραπάνω περιλαμβάνει αφενός έξι γνωστικές συναντήσεις στη φυλακή και έξι εκτός οι οποίες ασχολούνται κυρίως με την επίλυση πρακτικών ζητημάτων (απασχόληση, εκπαίδευση , ψυχική υγεία, απεξάρτηση κλπ)[20].

Επίσης άλλα προγράμματα παρέχουν μία πλήρη κάλυψη των αναγκών που θα αντιμετωπίσουν οι κρατούμενοι κατά την αποφυλάκισή τους. Τέτοια πολυπαραγοντικά προγράμματα όπως το πρόγραμμα με τίτλο «Εγγύηση Επανένταξης» υλοποιούνται στην Νορβηγία στο οποίο συμμετέχουν το Υπουργείο Εργασίας με όλες τις κοινωνικές υπηρεσίες.[21] Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται το πρόγραμμα SVORI (Serious and Violent Offender Re-entry Initiative) που απευθύνεται σε βίαιους δράστες με στόχο την κάλυψη όλων των αναγκών τους. [22]

Όμως υπάρχουν και προγράμματα τα οποία έχουν σχεδιαστεί αποκλειστικά και μόνον για την εξυπηρέτηση κάποιων αναγκών των κρατουμένων όπως εκπαίδευση, εργασία κλπ. Για παράδειγμα το πρόγραμμα ZUBILIS που πραγματοποιείται στη Γερμανία και περιλαμβάνει την κατάρτιση των κρατουμένων και την τοποθέτησή τους σε θέσεις εργασίας μετά την αποφυλάκισή τους.[23]

Η σύνδεση των προγραμμάτων πριν την αποφυλάκιση με αυτά που πραγματοποιούνται μετά την αποφυλάκιση διασφαλίζει καλύτερα αποτελέσματα στην επανένταξη των αποφυλακισμένων σύμφωνα με κάποιους ερευνητές (Simpson and Brown:1999, Broome, Simpson, Joe:2002).[24] Το μοντέλο του «συνεχούς της φροντίδας» για την επανείσοδο των αποφυλακισμένων ακολουθείται σε διάφορες χώρες (πχ Καναδά) με σημαντικά αποτελέσματα. Εθελοντές ή μέντορες που εργάζονται στις φυλακές αξιοποιούνται για τη διασύνδεση των κρατουμένων μετά την αποφυλάκισή τους.  Μελετητές (όπως Clancy κ.ά: 2006)[25] έδειξαν ότι η συναναστροφή των αποφυλακισμένων με τους μέντορες έδωσαν μικρότερα ποσοστά νέας καταδίκης από τα αναμενόμενα σε ένα χρόνο μετά την αποφυλάκιση.

Ανεξάρτητα από τη μέθοδο που ακολουθούν τα προγράμματα όλα  συναντώνται στην παροχή πληροφοριών στους κρατούμενους για την αποφυλάκισή τους και τη δικτύωσή τους με την κοινότητα. Επίσης τα προγράμματα που υλοποιούνται μέσα στη φυλακή εστιάζουν στη διατήρηση ή αναθέρμανση των σχέσεων των κρατουμένων με το οικογενειακό τους περιβάλλον, την απόκτηση δεξιοτήτων επικοινωνίας με το κοινωνικό περιβάλλον, την αναβάθμιση των επαγγελματικών των προσόντων ή την απόκτηση νέων δεξιοτήτων μέσα από καταρτίσεις ή άλλες εκπαιδεύσεις αλλά και την παρακολούθηση προγραμμάτων απεξάρτησης..

Άλλη κατηγορία προγραμμάτων είναι τα προγράμματα κοινωνικής επανένταξης που υλοποιούνται μετά τη φυλακή για τους αποφυλακισμένους. Τα προγράμματα αυτά αφορούν την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας των αποφυλακισμένων, την παροχή υπηρεσιών απεξάρτησης, τη διαχείριση συμπεριφοράς και στάσης, την εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση καθώς και την εργασιακή απασχόληση.

Στις περιπτώσεις έκτισης μη ιδρυματικής ποινής όπως και στις περιπτώσεις της κοινωφελούς εργασίας εφαρμόζονται επίσης προγράμματα κοινωνικής επανένταξης. Μάλιστα οι Κανόνες του Τόκυο οι οποίοι στοχεύουν στην ενθάρρυνση της επιβολής ποινών που θα εκτιθούν στην κοινότητα αντί της φυλάκισης προβλέπουν ότι «η ανάπτυξη νέων μέτρων μη στερητικών της ελευθερίας θα πρέπει να ενθαρρυνθεί και να παρακολουθείται στενά» (κανόνας 2.4). Επιπλέον προβλέπουν ότι θα πρέπει να δοθεί προσοχή στην αντιμετώπιση των εγκληματιών στην κοινότητα, αποφεύγοντας κατά το δυνατόν λύσεις που αφορούν τις επίσημες διαδικασίες ή τη δίκη στο δικαστήριο (κανόνας 2.5). Τα προγράμματα της κοινωνικής επανένταξης στις μη ιδρυματικές ποινές εξαρτώνται κυρίως από το είδος της ποινής. όμως, τα περισσότερα προγράμματα περιλαμβάνουν την προετοιμασία του κοινού στην αποδοχή αυτών που εκτίουν την ποινή τους.

Ιδιαίτερη βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στη συμβολή της αποκαταστατικής δικαιοσύνης στην επανένταξη. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού η αποκαταστατική δικαιοσύνη ακολουθεί τρία στάδια: στο πρώτο στάδιο επικοινωνείται το σχέδιο της επανένταξης του κρατούμενου μεταξύ της φυλακής και του αρμόδιου φορέα, στο δεύτερο στάδιο ενδυναμώνονται οι κρατούμενοι να κάνουν τις απαραίτητες ενέργειες αλλά και ενισχύονται προκειμένου να ετοιμαστούν για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν στην επανένταξή τους ενώ καλούνται επίσης οι οικογένειές τους να συμμετάσχουν στη διαδικασία και στο τρίτο στάδιο προσδιορίζεται η ζημιά που έχουν υποστεί τα θύματα.

Μία σειρά ερευνών (2010) στη Μ. Βρετανία και την Αυστραλία δείχνουν ότι για μια μεγάλη κατηγορία εγκλημάτων (10 στα 12) εφόσον τεθούν στην υπηρεσία της αποκαταστατικής δικαιοσύνης η συχνότητα της νέας καταδίκης των δραστών είναι πολύ μικρότερη σε σχέση με το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Ιδιαίτερα δε στην περίπτωση των βίαιων εγκλημάτων η επιτυχία της αποκαταστατικής δικαιοσύνης είναι πολύ μεγαλύτερη. [26]

Στη χώρα μας τα προγράμματα επανένταξης αποφυλακισμένων όπως και όλος ο χώρος της μετασωφρονιστικής μέριμνας ανήκουν στην αρμοδιότητα του εποπτευόμενου από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την επωνυμία «ΕΠΑΝΟΔΟΣ». Σκοπός της Επανόδου είναι η επαγγελματική κατάρτιση, η αποκατάσταση, η οικονομική συμπαράσταση και η προετοιμασία και προώθηση της εν γένει κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων και αποφυλακιζομένων. Η «ΕΠΑΝΟΔΟΣ» ιδρύθηκε με το ΠΔ 300/2003 με τίτλο «Σύσταση και λειτουργία νπιδ με την επωνυμία ΕΠΑΝΟΔΟΣ» και στο πρώτο Διοικητικό της Συμβούλιο, το οποίο συγκροτήθηκε με τη με αρ. 8874/2007 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Πρόεδρος ήταν ο καθηγητής κ. Ν. Κουράκης, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση και λειτουργία του φορέα.[27]

Αναμφίβολα μεγαλύτερη αξία από τα προγράμματα κοινωνικής επανένταξης αποφυλακισμένων έχουν οι πολιτικές πρόληψης της εκδήλωσης της εγκληματικής συμπεριφοράς. Η άρση των παραγόντων που συντελούν στην εγκληματική συμπεριφορά όπως η εφαρμογή πολιτικών καταπολέμησης της φτώχειας, οι παρεμβάσεις στη γειτονιά, η υποστήριξη της οικογένειας, η ενίσχυση της εκπαιδευτικής διαδικασίας αποτελούν μόνον μικρά παραδείγματα. Πολιτικές μετά την εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη εκτός των άλλων τις δυσμενείς συνέπειες του εγκλεισμού αλλά και του στίγματος που ακολουθούν τους αποφυλακισμένους ως «σάρκα» τους στην υπόλοιπη ζωή τους.

* Δρ Νομικής, Δ/ντρια του ΝΠΙΔ «Επάνοδος».

  1. World Prison Population (tenth edition) σε International Centre for Prison Studies www.icps.
  2. The Social Reintegration of Ex – prisoners in Council of Europe Member States www. quaker.org/ σ. 13.
  3. Για παράδειγμα η Ρωσία έχει 141 εκατομμύρια πληθυσμό ενώ το Σαν Μαρίνο μόνον 30.000
  4. Η Ρωσία έχει το μεγαλύτερο αριθμό κρατουμένων απέχοντας πολύ από τις άλλες χώρες (το έτος 2009 είχε 862.300 κρατούμενους). Η ίδια χώρα το έτος 1998 είχε 1.009.863 κρατούμενους.
  5. Ό.παρ.ίδια έρευνα του ΣτΕ σ. 16 στην οποία αναφέρονται οι χώρες αυτές: Πολωνία (100.00), Αγγλία και Ουαλία (99.9), Σουηδία (98.7), Ισλανδία (98.6), Λουξεμβούργο (95.9), Β. Ιρλανδία (95.5), Εσθονία (94.2), Ουκρανία (93.5), Γερμανία (92.8), Ελλάδα (92.8), Αυστρία (92.4), Νορβηγία (91.4), Δανία (90.6).
  6. Βλ. Σ. Γιοβάνογλου, Θεσμικά προβλήματα της κοινωνικής επανένταξης των αποφυλακιζομένων, Σειρά: Κοινωνική αρωγή και ποινική δικαιοσύνη, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη σ. 61.
  7. Σε Αλεξιάδη, Σ. «Η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου κατά τη διάρκεια της έκτισης της ποινής, σε Λ.-Α. Σισιλιάνου (επιμ.) 42ο Διεθνές Σεμινάριο Εταιρείας Εγκληματολογίας «Η στέρηση της ελευθερίας στο ποινικό σύστημα και τα δικαιώματα του ανθρώπου» Ι.Μ.Δ.Α. (185-217): 209, 1991, του ιδίου Η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων στο «Ελάχιστο Πρόγραμμα» του Κινήματος Κοινωνικής Άμυνας, Ανθρώπινα Δικαιώματα και Ποινική Καταστολή, 29 υποσ. 31, 1990.
  8. Αλεξιάδης, Σ., Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2006, σ. 313.
  9. Ό.παρ. σ. 169
  10. Η μέτρηση της υποτροπής ένα εξαιρετικό δύσκολο εγχείρημα. Τα κριτήρια μέτρησης της υποτροπής, όσο και εάν είναι ακριβή, δεν μπορούν να αποτυπώνουν με μεγάλη αξιοπιστία την πραγματικότητα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο σκοτεινό αριθμό της εγκληματικότητας. Κατά συνέπεια ένας απλός αριθμός δε μπορεί να απεικονίζει την πραγματική διάσταση του προβλήματος γιατί δεν μπορεί να αποκαλύψει πόσες άλλες εγκληματικές πράξεις έχουν διαπραχθεί στο μεσοδιάστημα από την αποφυλάκιση έως τη νέα σύλληψη, την ποιότητα των εγκληματικών πράξεων (βαρύτερες ή ηπιότερες) ή πράξεις οι οποίες έχουν περάσει «απαρατήρητες» από το σύστημα. Η ανάγκη μέτρησης του μεγέθους της υποτροπής είναι μεγάλη και μάλιστα μία ευρωπαϊκή έρευνα καταγραφής της υποτροπής θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ισχυρό επιχείρημα κατά της μεγάλης εφαρμογής της ποινής της φυλάκισης.[10]
  11. Ό.παρ. έρευνα του ΣτΕ, σ. 18, όπου από τη μία μεριά υπογραμμίζεται η ανάγκη να υπάρξει μία ενιαία έρευνα στις χώρες μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη μέτρησης της υποτροπής και από την άλλη αναγνωρίζεται η δυσκολία υλοποίησης ενός τέτοιου εγχειρήματος εξαιτίας της πολυπλοκότητας των συστημάτων και της διαφορετικότητας των κρατών μελών. Η έρευνα αυτή παρουσιάζει δείκτες τους οποίους χρησιμοποιεί το κάθε κράτος–μέλος για την εκτίμηση των δικών του δεδομένων εγκληματικότητας και υποτροπής. Όμοιες παρατηρήσεις γίνονται από την πλατφόρμα για την ποινική δικαιοσύνη του ΣτΕ γνωστή ως Pompidou Group (The Criminal Justice Platform) σε www.coe.int/g/dg3/pompidou/Activities/ justice.en.asp. Επίσης βλ. B. Wartna, “Monitoring Recidivism: Making International comparisons, presentation to the Council of Europe’s Criminal Justice Platform (The Pompidou Group), 11/9/2009, www.coe.int/t/dg3/pompidou/source/Activities/ Justice/MonitoringRecidivism.en.ppt.
  12. Κουράκης, Ν. / Μηλιώνη, Φ. και ομάδα φοιτητών Νομικής «Έρευνα στα Σωφρονιστικά Καταστήματα Ανηλίκων Κορυδαλλού και Κασσαβάτειας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1995.
  13. Report by the Social Exclusion Unit “Reducing re-offending by ex-prisoners’, http://www.gos.gov.uk
  14. Introductory Handbook on the Prevention of Recidivism and the Social Reintegration of Offenders.
  15. Το σχέδιο επανένταξης ονομάζεται επίσης σχέδιο έκτισης της ποινής (Γαλλία) ή σχέδιο επανεισόδου (Καναδάς, Αυστραλία).
  16. Σωφρονιστική Νομοθεσία, 1990, σ. 386.
  17. Taxman, F. “The offender and Reentry: Supporting Active Participation in Reintegration”, in Federal Probation, www.uscourts.gov/viewer.aspx?doc=? uscourts/ederalCourts/PPS?Fedprob/2004/
  18. Ό.παρ.
  19. Το έργο αφορά στην υλοποίηση του υποέργου1 που έχει ως αντικείμενο την «Προμήθεια εξοπλισμού υποστήριξης των ηλεκτρονικών υπηρεσιών για τη διασύνδεση των αποφυλακιζομένων με την κοινωνία» και του υποέργου 2 με θεματική «Ηλεκτρονικές υπηρεσίες για την διασύνδεση των αποφυλακιζομένων με την κοινωνία», Ψηφιακή Σύγκλιση»
  20. Για τα προγράμματα αυτά βλ. περισσότερα σε Durnescu,I. Resettlement research and practices. An international perspective, 2011 σε www. cep.org, σ. 10,11.
  21. Βλ. περισσότερα σε www.cep-probation.org/news/65/522/norwegian-reintegration-guarantee-aims-to-provide-ex-prisoners-the-right-tools-for-reconsialization
  22. Durnescu, ό.παρ., σ. 11.
  23. http://ec.europa.eu/employment social/equal/data/document/etg1-exa2-zubilis.pdf
  24. Dunerscu, ό.παρ. σ. 10.
  25. Clancy, A., K. Hudson, M. Maguire, R. Peake, P. Raynor, M. Vanstone and J. Kynch, Getting out and Staying Out: Results of the Prisoner Resettlement Pathfinders, Bristol: Policy Makers, 2006.
  26. H. Strang, Restorative Justice Research in Australia and the United Kingdom: What do we know? www.lawlink.nsw.gov.au/lawlink/boscar/il_boscar.nsf/ vwfiles?Heather_Strang_NSW_CPD
  27. Σήμερα με τη με αρ. 107930/2013 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ 659/2013) Πρόεδρος του Δ.Σ του νομικού προσώπου είναι ο καθηγητής κ. Γ. Νικολόπουλος.