Χώροι κράτησης και ανθρωπιστική κρίση: Εισαγωγικές παρατηρήσεις

ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

 Χώροι κράτησης και ανθρωπιστική κρίση: Εισαγωγικές παρατηρήσεις

 

Γιωργος Π. Νικολοπουλος*

1.- Εισάγοντας την ενότητα «Χώροι κράτησης και ανθρωπιστική κρίση» θα διερευνήσουμε, αρχικά, το περιεχόμενο των δύο συστατικών εννοιών του θέματός μας και, στη συνέχεια, θα προσδιορίσουμε τη μεταξύ τους σχέση.

α.- Οι «χώροι κράτησης» παραπέμπουν πρωτίστως στη φυλακή και στους αντίστοιχους προβληματισμούς της εγκληματολογίας[1] γύρω από τη χρήση της[2], τους παράγοντες που καθορίζουν τις αυξομειώσεις του σωφρονιστικού πληθυσμού[3], τη σχέση ανάμεσα στις τιμές εγκλεισμού και τις τιμές εγκληματικότητας[4] κλπ., καθώς επίσης στη «μονότονη κριτική»[5] για την «αποτυχία» της, αλλά και στην «πραγματική λειτουργία της φυλακής κάτω από τη φαινομενική δυσλειτουργία της … στην ουσιαστική επιτυχία της κάτω από τις φαινομενικές αποτυχίες της»[6].

Εντούτοις, η διατύπωση του θέματος στον πληθυντικό («χώροι») μας καλεί σε μια διευρυμένη εννοιολόγηση, ώστε να περιληφθούν και χώροι εγκλεισμού πέρα από τη φυλακή, οι οποίοι είτε εντάσσονται στο πεδίο της ποινικής καταστολής (όπως π.χ. τα αστυνομικά κρατητήρια) είτε δεν εντάσσονται αμιγώς στο ποινικό πεδίο αλλά υπάγονται στη διοικητική ή την ψυχιατρική αρμοδιότητα, (όπως η διοικητική κράτηση αλλοδαπών υπό απέλαση ή λόγω παράνομης εισόδου στη χώρα[7], ο ακούσιος ψυχιατρικός εγκλεισμός[8], κ.λπ), χωρίς να παραβλέπονται οι περιπτώσεις διοικητικής κράτησης μέσα στο ποινικό πλαίσιο, όπως κατά την έκτιση πειθαρχικής ποινής στη φυλακή σε συνθήκες απομόνωσης («φυλακή μέσα στη φυλακή»)[9].

Ωστόσο, αυτή η διευρυμένη εννοιολόγηση μας οδηγεί σε καθεστώτα κράτησης που ισχύουν μειωμένες δικαιοπολιτικές εγγυήσεις[10] και κυριαρχεί η επιβολή «ποινικής φύσεως»[11] καταναγκασμών μέσω διαδικασιών διοικητικού ή ιατρικού τύπου[12]. Σήμερα, ιδίως, στο πλαίσιο της στροφής της αντεγκληματικής πολιτικής προς την πρόληψη («the preventive turn»)[13], τα ρευστά και συγκεχυμένα όρια ανάμεσα στην υποψία[14] και τη (διά)πράξη του εγκλήματος επιτείνουν τις προδρασιακές (proactive) επεμβάσεις των φορέων κοινωνικού ελέγχου, με αποτέλεσμα η διαδικασία της εγκληματοποίησης να επεκτείνει ολοένα την εμβέλειά της στο επίπεδο του άτυπου κοινωνικού ελέγχου, ως προαξιολόγηση της διακινδύνευσης (risk) αλλά και ως αίτημα παροχής ασφάλειας σε μια «κοινωνία σε προ-εγκληματική κατάσταση» («precrime society»)[15].

Οι εξελίξεις αυτές διευρύνουν την εγκληματολογική προβληματική γύρω από τους χώρους κράτησης με θεωρίες και έννοιες όπως η «διασπορά του ποινικού ελέγχου» («dispersal of social control»)[16], η «ποινικοποίηση του κοινωνικού» («pénalisation du social»)[17], η εγκληματοποίηση ευπαθών κοινωνικών ομάδων [18], η «κοινωνική επικινδυνότητα» («social dangerousness»)[19] κλπ.

Συμπερασματικά, η έννοια των χώρων κράτησης περιλαμβάνει κάθε μορφή στέρησης της ελευθερίας κίνησης στο χώρο, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό της ως ποινική, διοικητική ή άλλου τύπου, και αναλύεται μέσα από τις πραγματικές συνέπειες που επιφέρει στη ζωή των κρατουμένων.

β. – Σε σχέση με τον δεύτερο όρο του θέματός μας («ανθρωπιστική κρίση»), παρατηρούμε, αρχικά, ότι η ίδια η έννοια της κρίσης είναι εξαιρετικά αφηρημένη και καλύπτει ποικίλες σημασίες, ώστε αδυνατεί από μόνη της να συγκροτήσει μια συστηματική γνώση για τα κοινωνικά φαινόμενα, αν δεν συνδυαστεί με άλλες μεταβλητές[20]. Αλλά και ο προσδιορισμός «ανθρωπιστική» στην έννοια της κρίσης δεν παύει να αναφέρεται γενικευτικά σε διαφορετικής τάξεως – αν και της ίδιας ακραίας έντασης – γεγονότα (π.χ. φυσικές καταστροφές, ανθρώπινες δραστηριότητες, κοινωνικές καταστάσεις), τα οποία προκαλούν – μεμονωμένα ή συνδυαστικά – σοβαρές απειλές ή/και πραγματικές βλάβες σε θεμελιώδη ανθρώπινα αγαθά, όπως η υγεία, η ασφάλεια, η εργασία, το βιοτικό επίπεδο, κλπ. Απ’ αυτή την άποψη, διαπιστώνουμε ότι η έννοια της ανθρωπιστικής κρίσης υποδηλώνει, κατ’αρχήν, μια σοβαρή απόκλιση από τα προτάγματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτά κατοχυρώνονται σε διεθνείς και εθνικούς κανόνες, με συνέπεια να προκαλούνται σοβαρές απειλές ή/και πραγματικές προσβολές σε επιμέρους αγαθά ή ακόμη και στη συνολική βιοτική κατάσταση των ανθρώπων.

Σε σχέση με τη διαχείριση μιας ανθρωπιστικής κρίσης προβάλλεται συχνά το επιχείρημα της κατάστασης ανάγκης, προκειμένου να δικαιολογηθούν αποκλίσεις από τον ανθρωπιστικό κανόνα και, γενικότερα, τη συνταγματική νομιμότητα. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, η ανθρωπιστική κρίση συνεπάγεται μια κατάσταση ανάγκης η οποία αναστέλλει τη νομική κανονικότητα και, συνεπώς, τα μέτρα για τη διαχείρισή της μπορεί να λαμβάνονται ανεξάρτητα και πέρα από το ισχύον δίκαιο[21] – ακριβέστερα: ανεξάρτητα ακόμη και από τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που το ίδιο το ισχύον δίκαιο προβλέπει, σύμφωνα με επαρκή και ουσιώδη αιτιολόγηση και με την απαρέγκλιτη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Εντούτοις, στο βαθμό που τα μέτρα διαχείρισης της κρίσης καταπατούν πρόδηλα ή, έστω, επηρεάζουν αρνητικά την άσκηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η υιοθέτηση «ανελεύθερων πρακτικών από φιλελεύθερα καθεστώτα»[22] δημιουργεί μια επιπρόσθετη κρίση, κανονιστική αυτή τη φορά, η οποία οδηγεί σε επιδείνωση των επιπτώσεων της πρώτης, προκαλώντας, εν τέλει, κρίση νομιμοποίησης του κράτους και του δικαιώματός του να ορίζει και να διαχειρίζεται την «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης (Ausnahmefall[23].

γ. – Σε συνέχεια των προηγουμένων αρχικών εννοιολογήσεων ερχόμαστε τώρα να εξετάσουμε τον τρόπο σύνδεσης των δύο όρων του θέματός μας.

Η ανάλυση των χώρων κράτησης από την οπτική της ανθρωπιστικής κρίσης δέχεται, αξιωματικά, μια σημαντική απόκλιση των καθεστώτων κράτησης από το πρόταγμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την παροχή των αντίστοιχων δικαιοπολιτικών εγγυήσεων στους κρατουμένους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προβληματική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έρχεται να λειτουργήσει συνδυαστικά με την εγκληματολογική προβληματική, συγκροτώντας το αξιακό πλαίσιο αναφοράς για τη ανάλυση της κατάστασης στους χώρους κράτησης και για την τελική απόφανση σχετικά με την ύπαρξη ανθρωπιστικής κρίσης.

Η δραστηριότητα θεσμικών και ανεπίσημων φορέων ελέγχου των συνθηκών κράτησης – τόσο εθνικών και διεθνών ΜΗΚΥΟ, ανεξάρτητων αρχών και διεθνών οργανισμών όσο και του ΕΔΔΑ[24]– αναδεικνύει τους χώρους κράτησης σε κατ’ εξοχήν πεδίο ελλειμματικής τήρησης του ανθρωπιστικού κανόνα, με αποτέλεσμα η ανθρωπιστική κρίση να χαρακτηρίζει σταθερά τη λειτουργία τους και, κατ’ επέκταση, να αποτελούν μόνιμο στόχο κριτικής. Άλλωστε, σύμφωνα με την αρχή της «μικρότερης επιλεξιμότητας» («less eligibility»), το επίπεδο διαβίωσης στη φυλακή πρέπει να υπολείπεται εκείνου που απολαμβάνει η χαμηλότερη κοινωνική τάξη στην ελεύθερη κοινωνία, ώστε να λειτουργεί αποτρεπτικά στο έγκλημα[25].

Η τρέχουσα οικονομική κρίσης οδηγεί σε επιδείνωση του επιπέδου διαβίωσης στις φυλακές, αφού οι περικοπές στον προϋπολογισμό της σωφρονιστικής διοίκησης δυσχεραίνουν τη διαχείριση ενός ολοένα αυξανόμενου πληθυσμού κρατουμένων και συνεπάγονται μείωση του προσωπικού και περιορισμό των δραστηριοτήτων τους[26], με συνέπεια την αύξηση του χρόνου παραμονής των κρατουμένων σε υπερπλήρη κελιά. Επιπλέον, οι συνθήκες της κρίσης τείνουν να αντιστρέψουν τη δυσαναλογία που επιβάλει η αρχή της «μικρότερης επιλεξιμότητας», αφού – παρά τις οικονομικές περικοπές – η παραμονή στη φυλακή εξασφαλίζει σε πολλούς κρατούμενους παροχές και μέριμνα (κυρίως ιατροφαρμακευτική), που αλλιώς θα στερούνταν. Το κρίσιμο ζήτημα, επομένως, αφορά στην υποχώρηση του ανθρωπιστικού κανόνα στα καθεστώτα κράτησης, όταν σε περιόδους κρίσης μειώνεται το βιοτικό επίπεδο του γενικού πληθυσμού.

Πρόκειται για ένα γενικότερο προβληματισμό σε σχέση με τις συνθήκες κράτησης, που εμφανίζεται, μεταξύ άλλων, στον τον τρόπο που σχετικοποιούνται οι διεθνείς επιταγές, καθώς προσαρμόζονται στις κρατούσες συνθήκες διαβίωσης στο εκάστοτε εθνικό/τοπικό πλαίσιο, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Σωφρονιστικού Κανόνα [Σύσταση Rec (2006)2 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης της 11-1-06], που ορίζει ότι «η ζωή στη φυλακή θα προσεγγίζει όσο το δυνατό περισσότερο τις θετικές όψεις της ζωής στην κοινότητα» (Τμ. Ι, 5): Το ζήτημα που τίθεται κατά την εφαρμογή αυτού του Κανόνα αφορά στη σχετικοποίηση της έννοιας «ζωής στην κοινότητα», αφού παραπέμπει κάθε φορά σε διαφορετική κοινότητα και, επομένως, η υπερκρατική εγγύηση για την παροχή προστασίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μετριάζεται και εξαρτάται από τις κρατούσες συνθήκες διαβίωσης στο εκάστοτε εθνικό/τοπικό πλαίσιο[27].

Αντίστοιχοι προβληματισμοί ανακύπτουν και από τη σύσταση της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη των βασανιστηρίων (CPT) σχετικά με την εξασφάλιση ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης στους κρατούμενους «αντίστοιχης με εκείνη που απολαμβάνουν οι ασθενείς στην κοινότητα»: οι R. Morgan και M. D. Evans[28] διερωτώνται τί θα ισχύσει στην περίπτωση που η «αντίστοιχη» φροντίδα για τους ελεύθερους πολίτες είναι μικρή ή ανύπαρκτη.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, η ανθρωπιστική κρίση στους χώρους κράτησης εκδηλώνεται ως άμεση συνέπεια της γενικότερης οικονομικής κρίσης και, συνεπώς, η κατανόησή της δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στο γενικότερο τρόπο με τον οποίο το ποινικό πεδίο «συμπυκνώνει και αναπαράγει – με τους δικούς του όρους – μια ολόκληρη σειρά κοινωνικών σχέσεων» πέρα απ’ αυτό (σχέσεις «πολιτικές, ιδεολογικές, οικονομικές, νομικές και άλλες»), οι οποίες «δεν ασκούν, απλώς, ‘επιρροή’ ή ‘διαμόρφωση’ ή ‘πίεση’ πάνω στις ποινικές πρακτικές αλλά λειτουργούν μέσα απ’ αυτές και εγγράφονται υλικά μέσα σ’ αυτές»[29].

  1. Προβάλλει, έτσι, η ανάγκη αναζήτησης εξηγήσεων για τον τρόπο που συνδέονται τα μακροκοινωνικά και μακροοικονομικά φαινόμενα με τις μικροκοινωνικές διαδικασίες που εξελίσσονται στο πεδίο του κοινωνικού ελέγχου από το στάδιο της παραπομπής μέχρι τον εγκλεισμό.

Στην κριτική εγκληματολογική θεωρία ο D. Melossi, προκειμένου να εξηγήσει τις διακυμάνσεις στις τιμές εγκλεισμού χρησιμοποίησε τη μαρξιστική θεωρία για την οικονομική κρίση (δηλαδή την φάση ύφεσης, η οποία εναλλάσσεται κυκλικά με την φάση ανάπτυξης). Ελέγχοντας την αρχική μηχανιστική και οικονομίστικη εξήγηση του ποινικού φαινομένου, που βασιζόταν στην υπόθεση της «ωφελιμότητας» της φυλακής για την απορρόφηση του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού[30], ο D. Melossi στράφηκε κυρίως στο επίπεδο της ιδεολογίας και της αδυναμίας των ηγεμονικών στρωμάτων να αντιμετωπίσουν τις μεταβολές στην αγορά εργασίας με τα παραδοσιακά εργαλεία των προνοιακών πολιτικών, γεγονός που τα αναγκάζει να καταφύγουν στην ενδυνάμωση των μέσων καταστολής. Σ’ αυτή την προοπτική ανάλυσης, η γενική αύξηση των τιμών καταστολής, που παρατηρείται σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, δεν συναρτάται άμεσα με κάποια πραγματική απειλή της ηγεμονίας των κυρίαρχων ελίτ αλλά εγγράφεται σε μια γενικότερη πολιτική διαχείρισης των κοινωνικών καταστάσεων που προκαλούνται από την αναδιάρθρωση της μισθωτής εργασίας και τη μαζική έξοδο εργατικού δυναμικού απ’ αυτήν. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες εγκαθίσταται στο γενικό πληθυσμό ένα κλίμα «ηθικού πανικού» («moral panic»)[31], που αντιμετωπίζεται με την ανάπτυξη ρητορικών που αποβλέπουν στην αύξηση της κοινωνικής πειθαρχίας και την αυξημένη τιμωρητικότητα απέναντι σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες (“λεξιλόγια με τιμωρητικά κίνητρα“)[32]. Απ’ αυτή την άποψη, οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης δεν εκδηλώνονται μόνο στη χρήση της φυλακής αλλά αναπτύσσουν διαδικασίες που οδηγούν στην εγκληματοποίηση και τον έλεγχο κοινωνικά ευάλωτων ομάδων πληθυσμού, εφόσον «όσοι είναι περισσότερο ευάλωτοι στο πεδίο της αγοράς εργασίας, θα είναι και περισσότερο εκτεθειμένοι στο πεδίο της ποινικής καταστολής»[33].

3.- Εξειδικεύοντας τις προηγούμενες παρατηρήσεις στην περίπτωση της αντικανονικής παραμονής αλλοδαπών στη χώρα προορισμού, διαπιστώνουμε ότι η «τυπικά διοικητική αλλά ουσιαστικά ποινική»[34] διαχείριση του ζητήματος της νομιμότητας της εισόδου και παραμονής τους δεν αποκλείει, στην πράξη, συνέπειες «ποινικής φύσεως»[35], όπως, ιδίως, η διοικητική τους κράτηση τους σε ειδικά κέντρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, αναδεικνύεται η αφετηρία της ανθρωπιστικής κρίσης στους χώρους κράτησης, το γεγονός δηλαδή ότι – πέρα από την πάγια κριτική για τις συνθήκες διαβίωσης – η κράτηση των αλλοδαπών δεν συνδέεται με παρεκκλίνουσα ή εγκληματική συμπεριφορά αλλά αφορά αποκλειστικά στην κοινωνική τους κατάσταση («status») και οδηγεί, εντέλει, σε μια «οντολογική» εγκληματοποίηση αυτής καθαυτής της μετανάστευσης («immigration as anontological crime»)[36]. Αυτή η υποβαθμισμένη οντολογική θεώρηση του αλλοδαπού σε σχέση με τον ημεδαπό αποτελεί την κρίσιμη συνθήκη που προκαλεί ανθρωπιστική κρίση στη συνολική διαχείριση του μεταναστευτικού φαινομένου και, κατ’ επέκταση, ανάγει σε παραδειγματική περίπτωση την υποχώρηση του ανθρωπιστικού κανόνα σε χώρους κράτησης εκτός ποινικής αρμοδιότητας, όπως τα κέντρα διοικητικής κράτησης αλλοδαπών.

  1. Κλείνοντας αυτές τις εισαγωγικές παρατηρήσεις στο θέμα «Χώροι κράτησης και ανθρωπιστική κρίση» μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι – πέρα από τους μακροκοινωνικούς και μακροοικονομικούς παράγοντες που την προκαλούν – η ανθρωπιστική κρίση στους χώρους κράτησης μπορεί να αντιμετωπιστεί μεσο- και βραχυ- πρόθεσμα μέσα από την ανάπτυξη των αντίστοιχων ελέγχων εφαρμογής του ανθρωπιστικού κανόνα. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να τονισθεί ότι η χώρα μας δεν στερείται ούτε αρμόδιων φορέων ούτε ελεγκτικών εργαλείων[37]. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, ο έλεγχος εφαρμογής της τήρησης των διεθνών συμβάσεων που προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών οργάνων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το κρίσιμο ζήτημα που τίθεται σε σχέση με την προστασία των δικαιωμάτων του (κρατούμενου) ανθρώπου, εντοπίζεται στο πέρασμα από τη θέσπιση αφηρημένων δικαιωμάτων στην οργάνωση συγκεκριμένων προϋποθέσεων και διαδικασιών για την άσκησή τους[38], καθώς και στη συμμόρφωση των «υπερασπιστών της τάξης»[39] προς αυτά.

* Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Πρόεδρος Δ.Σ. του Ν.Π.Ι.Δ. «Επανοδος».

  1. Βλ. ενδεικτικά: Cl. Faugeron, G. Houchon, Prison et pénalité: de la pénologie à une sociologie des politiques pénales, L’Année sociologique, 1985, 35, 115-151 και σε αγγλική μετάφραση του J. R. Shepherd, Prison and the Penal System: From Penology to a Sociology of Penal Policies, International Journal of the Sociology of Law, 1987, 5, 393-422∙ Ph. Mary, Enjeux contemporains de la prison, Publications Université Saint – Louis, Bruxelles, 2013.
  2. Penal Reform International, The Use and Practice of Imprisonment: Current Trends and Future Challenges. An update – May 2015, http://www.penalreform. org/wp-content/uploads/2013/04/Trends-Paper-An-Update-May-2014-Final.pdf.
  3. S. Snacken, Punishment, legitimate policies and values: Penal moderation, dignity and human rights, Punishment & Society, 2015, 17 (3), 397-423.
  4. M. Aebi, A. Linde, N. Delgrande, Is There a Relationship Between Imprisonment and Crime in Western Europe?, European Journal on Criminal Policy and Research, September 2015, Volume 21, Issue 3, pp. 425-446.
  5. Μ. Φουκώ, «Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής», Μετ. Κ. Χατζηδήμου – Ι. Ράλλη, Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα, 1989, σ. 353.
  6. Μ. Φουκό, «Ο μεγάλος εγκλεισμός. Το πείραμα της ομάδας πληροφόρησης για τις φυλακές», Μετ. Σ. Παντελάκης, Μαύρη Λίστα, Αθήνα, 1999, σ.81.
  7. Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, Διεθνής Επιτροπή Νομικών, Η διοικητική κράτηση των αλλοδαπών. Διεθνής νομοθεσία και εθνική πρακτική, Νομική Βιβλίοθήκη, Αθήνα, 2015∙ Ι. Λ. Συμεωνίδη, Η διοικητική απέλαση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2008. Βλ. επίσης την Ειδική Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη «Διοικητική κράτηση και απέλαση αλλοδαπών ανηλίκων», Οκτώβριος 2005, http://www.synigoros.gr/?i=childrens-rights.el.dioikitiki_kratisi.32379.
  8. Ν. Παρασκευόπουλου, Κ. Κοσμάτου, Ο αναγκαστικός εγκλεισμός του ψυχικά ασθενή σε ψυχιατρείο. Νομοθετικη ρύθμιση, πρακτική εφαρμογή, Βιβλιοθήκη «Υπεράσπισης», Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1997.
  9. Για το ζήτημα των πειθαρχικών διαδικασιών και ποινών στη φυλακή βλ. Α. Coyle, Η διοίκηση των φυλακών. Μια θεώρηση υπό το πρίσμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Μετ. Ν. Βαρβατάκος, Α.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2012, κεφ. 9.
  10. Ιδίως μέσω της «συμπίεσης των δικονομικών-υπερασπιστικών εγγυήσεων από τις αντεγκληματικές σκοπιμότητες» βλ. Ν. Παρασκευόπουλου, Η επίδραση της σύγχρονης αντεγκληματικής πολιτικής στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, Ποινικά Χρονικά, 2002, 7, (583).
  11. Η έννοια της «κατηγορίας ποινικής φύσεως» («penal matter»/«matière pénale») περιλαμβάνεται στο άρ. 6§1 της ΕΣΔΑ και η νομολογία του ΕΔΔΑ της έδωσε – κατά την M. Delmas-Μarty, Les grands systèmes de politique criminelle, P.U.F, Paris, 1992, σ. 32 – «αυτόνομη σημασία», ανάγοντάς τη σε «καινούργια νομική κατηγορία», η οποία επιβάλλει την εφαρμογή των δικαιοπολιτικών εγγυήσεων της ΕΣΔΑ ανεξάρτητα από την αρμοδιότητα κάθε συμβαλλόμενου μέρους να χαρακτηρίζει νο­μικά τη φύση μιας διαφοράς ως ποινικής ή διοικητικής. Για τα κριτήρια υπαγωγής μιας περίπτωσης στην «κατηγορία ποινικής φύσεως» βλ. αναλυτικά στον Α. Χουλιάρα, Οι γενικές απαιτήσεις του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ στην ποινική διαδικασία, Δικαιώματα του Ανθρώπου, 2008, 37, 79-196.
  12. Για την ιατρικοποίηση του κοινωνικού ελέγχου της παρέκκλισης βλ. Α. Κουκουτσάκη, Χρήση ναρκωτικών, ομοφυλοφιλία. Συμπεριφορές μη συμμόρφωσης μεταξύ ποινικού και ιατρικού ελέγχου, Κριτική, Αθήνα, 2002 ∙Μ. van de Kerchove, “Médicalisation” et “fiscalisation” du droit pénal: deux versions asymétriques de la dépénalisation, Déviance et Société, 1981, 5, 1, 1-23.
  13. Βλ. ενδεικτικά P. – A. Albrecht, La politique criminelle dans l’ État de prévention, Déviance et société, 1997, 21, 2, 123-136.
  14. Βλ. Σ. Αλεξιάδη, Η έννοια του υπόπτου στην Ποινική Δίκη – Η κερκόπορτα για παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων, στον Τιμητικό τόμο για την Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου «Δικαιώματα του Ανθρώπου – Έγκλημα – Αντεγκληματική Πολιτική», τ. Α΄, Νομική βιβλιοθήκη-Bruylant, Αθήνα -Βρυξέλλες, 2003, σσ. 85-94.
  15. L. Zedner, Pre-crime and post-criminology? Theoretical Criminology, 2007, 11:2, 261–281.
  16. S. Cohen, The punitive city: notes on the dispersal of social control, Contemporary Crises, 1979, 3,4,341-363.
  17. Ph. Mary, Th. Papathéodorou, (éds.), Délinquance et insécurité en Europe. Vers une pénalisation du social? / Crime and insecurity in Europe. A penal treatment of social issues? , Bruxelles, Bruylant, 2001 ∙ Wacquant, Οι φυλακές της μιζέριας, Μετ. Κ. Διαμαντάκου, Πατάκης, Αθήνα, 2002 (ιδίως σσ.98 επ.: «Από το κράτος πρόνοιας στο κράτος τιμωρίας στην Αμερική»).
  18. Ι. Τσίγκανου, Το ‘κοινωνικό μειονέκτημα’ της παραβατικότητας, στο Σ. Δημητρίου (επιμ.) Μορφές κοινωνικού αποκλεισμού και μηχανισμοί παραγωγής του, Ιδεοκίνηση, Αθήνα, 1997, σσ. 23 -42.
  19. Η «κοινωνική επικινδυνότητα» διαφοροποιείται από την αρχική κλινική αξιωματική της έννοιας της επικινδυνότητας, στο βαθμό που μετατοπίζει την έμφαση από υποκειμενικούς παράγοντες προς περισσότερο αντικειμενικοποιημένα χαρακτηριστικά, όπως οι συλλογικές ιδιότητες ομάδων πληθυσμού (π.χ. εθνική προέλευση) και είδη εγκλημάτων (οργανωμένο έγκλημα, τρομοκρατία κλπ.), που θεωρείται ότι συνιστούν διακινδύνευση (risk) για τη δημόσια τάξη. Αντιστοιχεί στο πρότυπο της «αναλογιστικής δικαιοσύνης» («actuarial justice») και, σύμφωνα με την T. Pitch, αποτελεί προϊόν της κρίσης των στρατηγικών που ακολούθησαν οι ποινικές μεταρρυθμίσεις. Βλ. Γ. Νικολόπουλου, Κράτος, ποινική εξουσία και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Μια εγκληματολογική προσέγγιση, Κριτική, Αθήνα, 2001, σσ. 52- 57 ∙ T. Pitch, Limited responsibilities. Social movements and criminal justice, Μετ. J. Lea, London – N.York, Routledge, 1995, σσ.20 επ.
  20. J. A. Robinson, Λήμμα «Crisis» στοD. L. Sills (ed.), International Encyclopedia of Social Sciences, τ.3, The Macmillan Company & The Free Press, N. York / Collier – Macmillan Publishers, London, 1968.
  21. A. Fischer – Lescano, Ανθρώπινα Δικαιώματα σε καιρούς λιτότητας. Τα Ευρωπαϊκά Θεσμικά Όργανα και η σύναψη μνημονίων κατανόησης, μετ. Μ. Παπαδάκη, Ποταμός, Αθήνα, 2014, σσ. 21 επ.
  22. D. Bigo, A. Tsoukala (eds.), Illiberal practices of liberal regimes: the (in) se­curity games, L’ Harmattan, Collection ‘Cultures et Coflits’, Paris, 2006.
  23. K. Σμιτ, Η έννοια του πολιτικού, Μετ. Α. Λαβράνου, Κριτική, Αθήνα, 2009, σ. 80.
  24. Bλ. στο D. Van Zyl Smit, S. Snacken (eds.), Principles of European prison law and policy: penology and human rights, Oxford University Press, Oxford, 2009, εμπεριστατωμένη ανάλυση της νομολογίας του ΕΔΔΑ για τις συνθήκες κράτησης και τα δικαιώματα των κρατουμένων, καθώς και των σχετικών αναφορών της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη των βασανιστηρίων (C.P.T.).
  25. H αφετηρία της αρχής της «μικρότερης επιλεξιμότητας» ανατρέχει στους English Poor Laws (1834) αλλά χρησιμοποιήθηκε από τους G. Rusche και Ο. Kirchheimer, Punishment and Social Structure, Columbia University Press, Morningside Heights, 1937 (επανέκδοση: Russell & RusselI Co., New York, 1969) για την κατανόηση της έντασης της ποινικής καταστολής σε συνάρτηση με την κατάσταση στην αγορά εργασίας. Στη συνέχεια, αυτή η ερευνητική κατεύθυνση γνώρισε μια μακρά περίοδο ύφεσης, εξαιτίας κυρίως της κυριαρχίας των «μέσης εμβέλειας» θεωριών για το εγκληματικό φαινόμενο («middle range theories»). Επανεμφανίστηκε με ιδιαίτερη έμφαση προς το τέλος της δεκαετίας του ’70 χάρη στις μελέτες, ιδίως, των Μ.Foucault, D. Melossi, M. Pavarini, D. Garland, κ.ά., δημιουργώντας τις κατάλληλες επιστημολογικές προϋποθέσεις για την ανάλυση των ποινικών πρακτικών στο πλαίσιο της ευρύτερης δομής ενός κοινωνικού σχηματισμού και σε συνεχή διάδραση με άλλες κοινωνικές πρακτικές και μακροκοινωνικά μεγέθη. Βλ. Α. De Giorgi, Re-Thinking the Political Economy of Punishment. Perspectives on Post – Fordism and Penal Politics, Ashgate, Aldershot, 2006 ∙ D.Melossi, An introduction: Fifty years later. “Punishment and Social Structure” in comparative analysis, Contemporary Crises, 1989, 13, 4, 311-326.
  26. Σύμφωνα με την J. Junger – Tas, The respect of human rights of prisoners in Europe, European Journal on Criminal Policy and Research, 2006, 12,1, 79-83 (79), οι συνέπειες αυτές μπορεί να οδηγήσουν, ενδεχομένως, σε παραβιάσεις των άρθρων 4 και 25.1 των ευρωπαϊκών σωφρονιστικών κανόνων.
  27. Τ. Daems, Punishment and the Question of Europe, στο T. Daems, D. van Zyl Smit, S. Snacken (eds.), European Penology?, Hart Publishing, Oxford – Portland, 2013, σ. 27-52 (43).
  28. R. Morgan, M. D. Evans, CPT Standards: An Overview στο ίδιων, Protecting Prisoners. The Standards of the European Committee for the Prevention of Torture in Context, Oxford University Press, Oxford, 1999.
  29. D. Garland, P. Young, Towards a social analysis of penality, από το συλλογικό έργο των ίδιων, The power to punish. Contemporary penality and social analysis, Heinemann Educational Books, London / Humanities Press, New Jersey, 1983, σσ. 1-36 (21).
  30. Βλ. Ι. Jankovič, Labor Market and Imprisonment, Crime and Social Justice, 1977, 8, 17-31. Στην αντίληψη αυτή αντιπαρατίθεται ότι ακόμη κι αν σε περιόδους ανεργίας αυξάνει ο αριθμός του έγκλειστου πληθυσμού, εξακολουθεί, ωστόσο, να παραμένει εξαιρετικά δυσανάλογος σε σχέση με το συνολικό μέγεθος των ανέργων.
  31. Με αυτή την έννοια αποδίδεται, γενικά, η δυσανάλογη και εχθρική κοινωνική αντίδραση που εκδηλώνεται απέναντι σε μια κατάσταση (π.χ. βίαιη εγκληματικότητα) ένα πρόσωπο ή μια κοινωνική ομάδα (π.χ. παράτυποι μετανάστες), οι οποίες εκλαμβάνονται ως απειλή για την κοινωνική συνοχή και οδηγούν σε αιτήματα εντονότερου κοινωνικού ελέγχου. Χρησιμοποιήθηκε, αρχικά, κυρίως από τους S. Cohen, Folk devils and moral panics, Mac Gibbon and Kee, London, 1972 [2η αναθεωρημένη έκδοση: Martin Robertson, Oxford, 1980] και S. Hall, C. Critcher, T. Jefferson, T. Clarke, B. Roberts, Policing the Crisis. Mugging, the State and Law and Order, Macmillan, London, 1978. Για τη μεταγενέστερη επαναξιολόγηση αυτής της έννοιας βλ., μεταξύ άλλων, το αφιέρωμα The British Journal of Criminology, 2009, 49, 1 με τίτλο «Moral Panics – 36 Years On».
  32. D. Melossi, Punishment and social action: changing vocabularies of puni­tive motive within a political business cycle, Current Perspectives in Social Theory, 1985, 6, 169-197.
  33. Th. Godefroy, Nouvelle donne sur le marché du travail, nouvelle économie répressive ? στο S. Paugam (dir.), L’exclusion. L’état des savoirs, La Découverte, Paris, 1996, σσ. 449-459 (451).
  34. A. De Giorgi, όπ. π., υποσημ. , σ. 133.
  35. Βλ. παραπάνω υποσημ. 11. Πάντως, η πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ δεν εμφανίζεται ομόφωνη σχετικά με την ένταξη των μέτρων απομάκρυνσης αλλοδαπών στο πεδίο προστασίας του άρ. 6 της ΕΣΔΑ, με το επιχείρημα ότι αυτά εντάσσονται στη φάση της εκτέλεσης και όχι της λήψης απόφασης σχετικά με «κατηγορία ποινικής φύσεως»· βλ. την απόφαση του ΕΔΔΑ Maaouia c. la France (5-10-2000), Revue trimestrielle des droits de lhomme, 2002, σ. 433 επ., καθώς και τις αναλύσεις των Ι. Λ. Συμεωνίδη, όπ.π., σσ. 115 επ. και Α. Χουλιάρα, όπ.π., σ. 96-97.
  36. A. De Giorgi, όπ. π., υποσημ. , σ. 124 επ. Επίσης ο A. Sayad, L’immigration et la ‘pensée d’État’. Réflexions sur la ‘double peine’, στο Commission Européenne / European Commission, Délit d’immigration. La construction sociale de la déviance et de la criminalité parmi les immigrés en Europe / Immigrant delinquency. Social construction of deviant behaviour and criminality of immigrants in Europe, COST A2 Migrations / Migration, Bruxelles / Brussels, 1996, Délit dimmigration / Immigrant delinquency, σ. 16, κάνει λόγο για τη μετανάστευση ως μια «παραβατικότητα που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στην κατάσταση ή το status των μεταναστών (οιονεί ‘οντολογική’), διότι συγχέεται στο βάθος του τρόπου που σκεπτόμαστε (δηλ. με τη σκέψη του Κράτους), με αυτή καθαυτή την ύπαρξη του μετανάστη και με αυτό καθαυτό το γεγονός της μετανάστευσης».
  37. Πρόσφατη εξέλιξη σ’ αυτόν τον τομέα αποτελεί η κύρωση με το Ν. 4228/2014 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου (2002) στη Διεθνή Σύμβαση του Ο.Η.Ε. κατά των Βασανιστηρίων και άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (1984). Η βασική καινοτομία του εν λόγω Πρωτοκόλλου συνίσταται στην πρόβλεψη σύστασης, σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος, ενός Εθνικού Μηχανισμού Πρόληψης, ο οποίος θα αποτελεί ανεξάρτητο εθνικό όργανο, αρμόδιο να πραγματοποιεί επισκέψεις σε χώρους κράτησης με σκοπό την πρόληψη των βασανιστηρίων και κάθε άλλης σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης, ενώ συνεργάζεται με την Υποεπιτροπή Πρόληψης Βασανιστηρίων, η οποία αποτελεί κεντρικό όργανο ελέγχου του Ο.Η.Ε. Στην Ελλάδα, ως Εθνικός Μηχανισμός Πρόληψης ορίστηκε ο Συνήγορος του Πολίτη, οποίος αναθέτει την εκτέλεση των σχετικών καθηκόντων που προβλέπονται στο Πρωτόκολλο, σε έναν από τους Βοηθούς Συνηγόρους (άρ. 2, παρ. 1 και 4 του Ν. 4228/2014).
  38. Γενικά για το ζήτημα της πραγμάτωσης των δικαιωμάτων και της πρόσβασης των πολιτών σ’ αυτά βλ. Κ. Σπανού, Η πραγματικότητα των δικαιωμάτων. Κρατικές πολιτικές και πρόσβαση σε υπηρεσίες, Σαββάλας, Αθήνα, 2005. Ειδικότερα για τις διαδικασίες εφαρμογής των δικαιωμάτων των κρατουμένων βλ. Α. Coyle, Η διοίκηση των φυλακών. Μια θεώρηση υπό το πρίσμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπ.π., υποσημ. 9, G. Houchon, Η σημασία των δικαιωμάτων των κρατουμένων, Μετ. Γ. Νικολόπουλος, Χρονικά Εργαστηρίου Εγκληματολογικών Επιστημών, Τμήματος Νομικής, Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, 2001,11-12, 11-26.
  39. Πρβλ. Η. & J. Schwendinger, Defenders of order or guardians of human rights?, στο I. Taylor, P. Walton, J. Young (eds.), Critical criminology, Routledge & Kegan Paul, London, 1975, σσ. 113-146.